Re: Απάντηση: Re: Και λίγη ορθογραφία....
Τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε;
* Πού αλλού ο γλωσσικός δανεισμός ταυτίζεται τόσο αυτόματα με εθνική μειοδοσία και δολιοφθορά;
Θ. Δ. ΠΑΠΑΓΓΕΛΗΣ
Επειδή η συζήτηση για τα σχολικά βιβλία και την ανάγκη «εκσυγχρονισμού» τους αποτελεί σταθερό κεφάλαιο της εκπαιδευτικής μας ιερεμιάδας, παραπέμπω σήμερα τους ενδιαφερομένους στα εγχειρίδια που μεριμνούν για τη (νεοελληνική) γλωσσική αγωγή των γυμνασιοπαίδων μας. Οσοι έμαθαν τα γράμματά τους στα σκυθρωπά χρόνια της «ανεικονικής» διδασκαλίας, με το γυμνό, αστόλιστο κείμενο και τον καταναγκαστικό εξάψαλμο της γραμματικής και του συντακτικού, θα έχουν λαμπρή ευκαιρία να νιώσουν τι θα πει να περνάς από τη βωβή ασπρόμαυρη οθόνη στο έγχρωμο σινεμασκόπ: ποικιλόχρωμα διαγράμματα υψηλής; ανάλυσης, σαν παραστάσεις χημικών ενώσεων και σαν γονιδιακά σπειρώματα, διευκρινίζουν τη δομή της πρότασης, ακροβολίζουν τα υποκείμενα και τα αντικείμενα, γεωμετρούν τους προσδιορισμούς, ταξιθετούν τα ονοματικά και τα ρηματικά μέρη και διυλίζουν τα συστατικά του κατηγορήματος. Και είναι μόνο η αρχή. Στα πιο «βαθιά» οι γυμνασιακοί νεοσσοί καλούνται να ολισθήσουν οριζοντίως στον «συνταγματικό» και να αγκομαχήσουν καθέτως στον «παραδειγματικό» άξονα, σαν, ας πούμε, να εκτίθενται στα πρώτα διαφημιστικά τρέιλερ της μέλλουσας γλωσσολογικής τους μυσταγωγίας. Ανάλογο μερίδιο πρώιμης κατήχησης διεκδικεί και η αφηγηματολογία, με τις «ομοδιηγητικές» και «ετεροδιηγητικές» ποικιλίες, τις «εστιάσεις» και τις «προοπτικές» της.
Πρέπει να υποθέσει κανείς ότι τίποτε από αυτά δεν είναι πραγματικά αναντίστοιχο με την προσληπτική ωριμότητα ενός δεκατριάχρονου ή δεκατετράχρονου. Αλλωστε σε τέτοιες ηλικιακές συντεταγμένες τα σημερινά παιδιά κατορθώνουν πιο άνετη γνωριμία με τα ενδότερα του ηλεκτρονικού υπολογιστή από τους οψιμαθείς της προηγούμενης γενιάς και κατανοούν καλύτερα την έννοια του λογισμικού από τους υπουργούς που έπεσαν θύματα των υποκλοπών. Αλλά το ερώτημα όσον αφορά τη γλωσσική αγωγή και κατάρτιση, που είναι και το θέμα μας, είναι: Ποιο είναι το πρακτικό, αντιληπτό και μετρήσιμο αποτέλεσμα της εκπαιδευτικής φιλοδοξίας που υπόκειται σ' αυτά τα «προωθημένης τεχνολογίας» κεφάλαια του γυμνασιακού εγχειριδίου; Είναι το γνωσιακό αποθεματικό (όλων) των αρμόδιων διδασκόντων τέτοιο που να εγγυάται την άνετη και εύληπτη διερμηνεία της ύλης μέσα στη σχολική αίθουσα ή μήπως, στις περισσότερες περιπτώσεις, καταλήγουμε εκ των πραγμάτων στο οικείο έλασσον της διεκπεραιωτικής απομνημόνευσης; Πρόκειται για εμπεριστατωμένη και καινοτόμο προσέγγιση της γλωσσικής διδακτικής (η αξία και τα αποτελέσματα της οποίας ελέγχονται συστηματικά) ή για ένα είδος επιστημολογικού «νεοπλουτισμού» που εξελίσσεται ερήμην της μαθητικής υποδοχής και επίδοσης; Δεν είναι καθόλου κακό - ίσως να είναι και αξιοσύστατο - η ανάλυση της δομής μιας πρότασης να μοιάζει εποπτικά με τη διάσπαση του ατόμου, αλλά αν στο τέλος της διαδικασίας οι σημερινοί μαθητές, σε αντίθεση με τους κατόχους απολυτηρίου παλαιότερης τεχνολογίας, έχουν μεγαλύτερη δυσκολία να κατανοήσουν τι είναι «υποκείμενο» και «αντικείμενο», τότε έχουμε πολλούς λόγους να το ξανασκεφθούμε.
Και ένας από αυτούς τους λόγους είναι το επίπεδο γλωσσικής δεξιότητας που διαθέτουν κατά κανόνα όσοι τα τελευταία χρόνια θεωρούν το εισιτήριό τους για τα πανεπιστημιακά τμήματα φιλολογίας. Τίποτε δεν είναι πιο μακριά από τις προθέσεις της επιφυλλίδας από το να επινοήσει ένα ηρωικό παρελθόν θρυλικών δασκάλων και ευμαθούς νεολαίας για να μετρήσει γοερά την παρακμιακή απόκλιση του τώρα από το τότε· θα ήταν ωστόσο παιδαγωγική φυγομαχία και εθελοτυφλία, κυρίως από την πλευρά κάποιου που υποδέχεται το πρόβλημα στην πανεπιστημιακή του κατάληξη, να μην επισημάνει το εν εξελίξει παράδοξο: πιο πληροφορημένα, εκσυγχρονισμένα, εποπτικά άρτια, θεωρητικά υποψιασμένα και συστηματικά εγχειρίδια από τη μια μεριά, χαμηλός (αποφεύγω σκόπιμα τον συγκριτικό γραμματικό τύπο) δείκτης γλωσσικής νοημοσύνης, όρεξης και διαθεσιμότητας από την άλλη. Το ζήτημα είναι υπαρκτό και αναμένει την παιδαγωγική, κοινωνιολογική και επιστημολογική ερμηνεία του.
H οποία και σύνθετη είναι και στο πλαίσιο της επιφυλλίδας δεν χωράει και, όσο ξέρω, δεν αφορά μόνο την ελληνική εκπαιδευτική πραγματικότητα. Προς το παρόν θα μπορούσαμε να τοποθετήσουμε το παράδοξο σε μια ευρύτερη προοπτική που, αν δεν ερμηνεύει την ενδότερη παθολογία του, τουλάχιστον εξηγεί κάτι από τη φαινομενολογία του. Εννοώ την αντιστρόφως ανάλογη σχέση ανάμεσα στο πάνδημο άγχος για τις τύχες της γλώσσας μας και στη μέση κατά κεφαλήν γλωσσική μας καλλιέργεια. Οχυρωματικά έργα και γραμμές άμυνας, δεσποτάδες, εταιρείες για την προστασία της γλωσσικής κληρονομιάς, ακαδημαϊκοί πρεσβύτες, όλοι και όλα ενορχηστρώνονται άλλοτε σε κακοφωνίες κινδυνολογίας και άλλοτε σε λυρικά δοξαστικά. Πού αλλού τα τιμαλφή της γλωσσικής κληρονομιάς γίνονται θέμα «γκαλά» σε Μέγαρα Μουσικής και αφορμή για καταιονισμό λογυδρίων από δικαίους και αδίκους; Πού αλλού ακαδημαϊκοί και πρώην υπουργοί Παιδείας συνιστούν στο υπουργείο Πολιτισμού να μη χρηματοδοτεί έκδοση επιστημονικών βιβλίων που έχουν γραφεί «από Ελληνες σε ξένη γλώσσα»; Πού αλλού ο γλωσσικός δανεισμός ταυτίζεται τόσο αυτόματα με εθνική μειοδοσία και δολιοφθορά; Πού αλλού υπάρχει τέτοιο πλεόνασμα άγχους συνδυασμένο με τέτοιο έλλειμμα αποτελέσματος;
Επιλογική σκέψη: το παράδοξο που υπονοούν τέτοια ρητορικά ερωτήματα θα μπορούσε να θεωρηθεί μέρος της ανάδελφης γραφικότητάς μας· αλλά αν μπορούμε να ζούμε και να πορευόμαστε με αυτό το παράδοξο είναι πιο εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί θα μπορούσαμε τελικά να συμβιβαστούμε και με το άλλο.
Ο κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.