Κοινό ή κριτικοί ; Ποιός ο σημαντικότερος παράγων για την δικαίωση του έργου τέχνης ;

Δημήτρης Ν.

AVClub Fanatic
17 June 2006
10,209
Θεσσαλονίκη
Το Σάββατο που μας πέρασε είχαμε φίλους στο σπίτι το βράδυ και μάλιστα το ξενυχτήσαμε , ακούγοντας συν τοις άλλοις και διάφορα φροϋδικά άσματα , όπως επί παραδείγματι το « αντε ψυχανάλυση να κάνεις , δεν μπορείς εσύ να μας τρελλάνεις κ.ο.κ. , [αυτό απαντά και στην απορία του Στέργιου για τις April march και την ενδεχόμενη μετάβαση μας στην συναυλία των ].

Για να μην τα πολυλογώ και πλατειάζω , αφότου έφυγαν τα «παιδιά» - κατά τις 02.00- δεν είχα ύπνο. Εκανα ένα μπάνιο και κάθησα μπροστά στο χαζοκούτι , ελπίζοντας ότι η συνήθης ευεργετική του επίδραση θα κάνει το θαύμα της κι αυτή την φορά και θα φέρει τον πολυπόθητο ύπνο .

Φευ . Ζαπάροντας , έπεσα πάνω σε μια ενδιαφέρουσα εκπομπή στην ΕΤ3 μάλλον , όπου διάφοροι καλεσμένοι , με αφορμή την διεξαγωγή του φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου στην πόλη μας , αντιδικούσαν με σφοδρότητα για την σπουδαιότητα της κριτικής στον κινηματογράφο και δη στον ελληνικό , και για το αν είναι η κριτική ή το κοινό που εν τέλει καταξιώνει μια ταινία ως μεγάλη . Ενθεν και ένθεν πολλοί παθιασμένοι υποστηρικτές , με τον κ. Τιμογιαννάκη και τον κ. Ιάσονα Τριανταφυλλίδη να ξιφομαχούν με δεινότητα υπερ του παλιού ελληνικού κινηματογράφου υποστηρίζοντας ότι αυτές οι ταινίες , που σήμερα έχει επικρατήσει να τις τοποθετούμε υπό την ταμπέλα του «κλασικού» ελληνικού σινεμά , ήταν αξιόλογες από πάσης πλευράς , είχαν δηλαδή γερό σενάριο , εξαιρετικούς ηθοποιούς αλλά και σωστή σκηνοθεσία και καταξιώθηκαν κυρίως λόγω της μεγάλης τους επιτυχίας στο κοινό , σε πείσμα της κριτικής που τις απέρριπτε – συμπλεγματικώ τω τρόπω , όπως υπεστηρίχθη πλειστάκις - και με τον κ. Ρέτζο (?) , ως κριτικό κινηματογράφου , τον κ. Βαφέα ως δημιουργό και με εμβόλιμες συνεντεύξεις τοποθετήσεις του κ. Δερμεντζόγλου κ.α. να υποστηρίζουν ότι είναι η κριτική και οι κριτικοί αυτοί που νομιμοποιούνται να κατατάξουν μια ταινία στις κλασικές και όχι το κοινό η εκτίμηση του οποίου δεν παίζει κάποιον ρόλο σʼ αυτήν την διαδικασία απονομής του χρίσματος της αριστουργηματικής ταινίας .

Κάποια στιγμή βέβαια το θέμα ξέφυγε όταν ενεφανίσθη συνεντευξιαζόμενος κάποιος κ Μυλωνάς , σκηνοθέτης , όπως κατάλαβα των ανεκδιήγητων , κατʼ εμέ , ταινιών «Είσαι στην ΕΟΚ , μάθε για την ΕΟΚ» ή «Οι Φανταρίνες» , ο οποίος μιλούσε για την σημαντικότητα των ταινιών του , ωσάν να ήταν εφάμιλλες αυτών του Μπέργκμαν και για τον πόλεμο που είχαν εξαπολύσει οι κριτικοί εναντίον του .

Την Κυριακή , διαβάζοντας το «Ο Ρίτσαρντ Βάγκνερ και ο Τανχόϊζερ στο Παρίσι» του Charles Baudelaire , βρέθηκα και πάλι αντιμέτωπος με την ίδια συλλογιστική . Ο Baudelaire , ψέγει τους κριτικούς της εποχής του στο Παρίσι , διότι με ελαφρότητα καταδίκασαν την μουσική και τις θεωρητικές περί Τέχνης απόψεις του Ριχάρδου , επιχειρώντας να φιμώσουν την αρχικά επιδοκιμαστική στάση του κοινού , ενώ θεωρεί το κοινό ως έσχατο και μόνο έγκυρο κριτή της τέχνης . Την ίδια θέση περίπου και με αφορμή το ίδιο θέμα ακολουθεί και ο Champfleury , κριτικός τέχνης , ο οποίος αντιμετωπίζει το κοινό , ως τον αδέκαστο και δίκαιο κριτή της τέχνης και μάλιστα με αλάθητο ένστικτο .

Από την άλλη πάλι , ο Οσκαρ Ουάιλντ , θεωρούσε ότι ο ρόλος του κριτικού είναι η μετατροπή κάθε τέχνης σε λογοτεχνία, η διάκριση μεταξύ προθέσεων και εντυπώσεων και άρα η εκ μέρους του ανάληψη του ρόλου του θεματοφύλακα της έκφρασης . Τέτοια περίπου άποψη είχε εκφραστεί και στην τηλεοπτική συζήτηση που μνημόνευσα πιο πάνω , καθώς οι κριτικοί επεφύλαξαν εαυτοίς τον ρόλο του τελικού διαχωριστού της υψηλής τέχνης , αλλά και κινηματογραφικής τεχνικής από την σαβούρα της φιλμικής παραγωγής , όντας ειδικότεροι και πληρέστερα εξοπλισμένοι να αντιληφθούν , να διακρίνουν και να επισημάνουν την καινοτομία , το νέο , την άλλη αντίληψη που κομίζει το διαφορετικό .

Εις επίρρωσιν του δικαιώματος της κριτικής να «κρίνει» αυθεντικά το έργο τέχνης , και της ασημαντότητας του μαζικού γούστου έρχεται και η αναπαραγωγή της ρήσης του Foetus από τον δικό μας Λύμπε περί του γούστου των μυγών που κατά εκατομμύρια έλκονται και αρέσκονται στα σκ@τ@.
Ομολογώ ότι προβληματίστηκα . Ειδικά με την συζήτηση στην εκπομπή . Προβληματίστηκα γιατί θυμήθηκα τις ατέλειωτα βαρετές βραδιές σε σκοτεινές αίθουσες παρακολουθώντας ταινίες του πάλαι ποτέ ΝΕΚ που ύμνησε η ελληνική κριτική και περιφρόνησε το κοινό . « Οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας» , «Το βαρύ πεπόνι» " Η κάθοδος των εφτά" και άλλα ανεκδιήγητων φίλμ που κάτω από την ταμπέλλα της προσωπικής έκφρασης και του προσωπικού οράματος , έστειλαν το κοινό μακριά από το σινεμά , χαρίζοντας μας εκατομμύρια ώρες ατέρμονου χασμουρητού. Από την άλλη το κοινό επιβράβευσε εκτός από τις ταινίες του Σακελλάριου και τις ταινίες του Φώσκολου ή του γραφικού κ. Μυλωνά ( βλ. πιο πάνω ) , ταινίες που μπορεί να κυμαίνοντο στα όρια του αξιοπρεπούς ( στην περίπτωση του Σακελλάριου ) αλλά βουτούσαν στα όρια του αθέλητα ξεκαρδιστικού και του γελοίου ( όρα Φώσκολος κλπ ) , φορτωμένες από βαρύγδουπες σεναριακές αρλούμπες .

Θέτω λοιπόν το ερώτημα και σʼ εσάς . Το κοινό ή η κριτική είναι ο αυθεντικός κριτής του έργου τέχνης ; Πως καθαγιάζεται το έργο τέχνης ; από την μαζική αποδοχή του κοινού ή από τους ύμνους της κριτικής ; Θυμάται κανείς σήμερα τον Eduard Hanslick σαν κάτι άλλο , εκτός από τον άνθρωπο που δεν του άρεσε ο Βάγκνερ ; Μήπως το γούστο του κοινού χειροτερεύει με τα χρόνια ; Μήπως τελικά τα μεγάλα δημιουργήματα καταφέρνουν να πετύχουν την πολυπόθητη σύγκληση και τον συγκερασμό των δύο πλευρών ;
 
Last edited:
Μολις τελειωσαν τα κρατικα βραβεια κινηματογραφου......

Αυτο που μου εμεινε ηταν ΑΛΛΗ ΜΙΑ θλιψη και δυσωδια....Τα γνωστα κυκλωματα και οι γλυφτες που επαιτουν για λεφτα για να κανουν μια ταινια....

Δεν εχει κανεις Δημιουργος - για να απαντησω- αναγκη κανεναν.....Το κοινο ειναι αυτο που καταξιωνει εναν Καλλιτεχνη και η υστεροφημια που του χαριζει.

Οι κριτικες επηρεαζουν αλλα ΔΕΝ διαμορφωνουν την αγαπη και την εκτιμηση.
 
Θέτω λοιπόν το ερώτημα και σʼ εσάς . Το κοινό ή η κριτική είναι ο αυθεντικός κριτής του έργου τέχνης ; Πως καθαγιάζεται το έργο τέχνης ; από την μαζική αποδοχή του κοινού ή από τους ύμνους της κριτικής ; Θυμάται κανείς σήμερα τον Eduard Hanslick σαν κάτι άλλο , εκτός από τον άνθρωπο που δεν του άρεσε ο Βάγκνερ ; Μήπως το γούστο του κοινού χειροτερεύει με τα χρόνια ; Μήπως τελικά τα μεγάλα δημιουργήματα καταφέρνουν να πετύχουν την πολυπόθητη σύγκληση και τον συγκερασμό των δύο πλευρών ;

Κάνοντας ένα τελευταίο πέρασμα από τα νέα posts ,λίγο πριν κλείσω τον υπολογιστή ,έτοιμος ων να παραδοθώ στην αγκαλιά του Μορφέα ,νάτο το ενδιαφέρον θέμα (και προσεγμένα διατυπωμένο).
:chinscratch:
Σε μια εκ του προχείρου τοποθέτηση θα έλεγα ότι η τελευταία ερώτηση μάλλον δίνει και μια απάντηση. Σε βάθος χρόνου, τα μεγάλα δημιουργήματα τελικά κερδίζουν και κοινό και κριτική. Θα μπορούσε κάποιος να κινηθεί και αντίθετα (όχι ενάντια) στο συλλογισμό, αφού δηλαδή κάποιο Έργο έγινε αποδεκτό και από τις δυό πλευρές τότε πρόκειται για μεγάλο Έργο.
Για τον Hanslick δεν έχεις και πολύ άδικο.
 
Last edited:
Μιλάμε για Καλλιτέχνη ή Εργα ?

Μιλάμε για τον Σακελλάριο και τον Φώσκολο γενικά ή κατά περίπτωση ?
Διότι -από πλευράς κοινού- δεν ήταν όλες οι ταινίες του Σακελλάριου υπέροχες ούτε εμπορικές επιτυχίες.Το ίδιο και του Φώσκολου.

Ο Don Giovanni του Μότσαρτ στέφθηκε από σχετική αποτυχία όταν ανέβηκε.Δεν άρεσε στον -τότε-κόσμο.

Το κοινό γιουχάισε την "πρώτη" Τραβιάτα που ανέβηκε (στην Βενετία).!!

Σήμερα όμως τα έργα αυτά είναι κλασσικά και θεωρούνται αριστουργήματα.

Οι δε κριτικές πάντα ήταν αμφιλεγόμενες ακόμα και σήμερα.

Πόσες ταινίες με την πάροδο του χρόνου λατρεύτηκαν από το κοινό,ασχέτως κριτικής( ο όρος "ειδικός" στον κινηματογράφο μου είναι απεχθής..).
Κάπου ο συνδυασμός μπορεί να φέρει την ισορροπία αν και πιστεύω πως ο τελικός αποδέκτης,το κοινό μπορεί να καθιερώσει ή να θάψει ένα έργο όσο και αν χτυπιούνται οι κριτικοί για το αντίθετο..
 
Μια αποψη για τον ρολο των κριτικων :

The Guardian

Οπως οι ταξιτζήδες και οι τροχονόμοι, οι κριτικοί δεν χαίρουν γενικής εκτίμησης. Συχνά τους βλέπουν σαν παράσιτα, τύπους ανίκανους να δημιουργήσουν αλλά ικανούς να καταστρέψουν σταδιοδρομίες με τη δηλητηριώδη πένα τους. Παρ’ όλ’ αυτά, ο κριτικός έχει να παίξει έναν ζωτικής σημασίας πολιτιστικό ρόλο, ο οποίος βρίσκεται σε κίνδυνο.

Οταν το έργο του Σάμιουελ Μπέκετ «Περιμένοντας τον Γκοντό» πρωτοπαρουσιάστηκε στο Λονδίνο, το 1955, έγινε δεκτό με γιουχαΐσματα και το θέατρο άδειασε μετά την πρώτη πράξη. Οταν όμως δημοσιεύθηκαν ευνοϊκές κριτικές από τους κορυφαίους θεατρικούς κριτικούς Κένεθ Τάιναν και Χάρολντ Χόμπσον, όλοι άρχισαν να παίρνουν στα σοβαρά το έργο, το οποίο σήμερα θεωρείται το σημαντικότερο του 20ού αιώνα. «Δύσκολοι» καλλιτέχνες έγιναν αποδεκτοί από το κοινό χάρη στην ώθηση επιφανών κριτικών. Ο Κλέμεντ Γκρίνμπεργκ το έκανε αυτό για τον Πόλοκ, ο Τζον Ράσκιν για τον Τέρνερ. Υπάρχουν όμως σήμερα κριτικοί με αρκετό κύρος ώστε να παίξουν αυτόν τον ρόλο;

Μήπως έχουμε γίνει όλοι κριτικοί σήμερα; Υπάρχει ένας τεράστιος εκδημοκρατισμός όσον αφορά την ανταπόκριση στις τέχνες. Εχει την καταγωγή του στην αντιαυταρχική δεκαετία του ’60, αλλά η ιδέα ότι όλες οι γνώμες έχουν την ίδια αξία έχει πάρει μεγάλη διάδοση τα τελευταία χρόνια. Αν θέλεις να μάθεις αν είναι καλό ένα βιβλίο, μπορείς να κοιτάξεις τα σχόλια αναγνωστών στην ιστοσελίδα της Amazon ή στα αναρίθμητα «μπλογκ» που αφιερώνονται σε όλων των ειδών τα πολιτιστικά προϊόντα.

Από την άλλη μεριά, η ακαδημαϊκή μελέτη των τεχνών έχει γίνει πολύ εξειδικευμένη και ερμητική. Οι μελετητές αρκούνται να μιλούν μεταξύ τους σε τεχνική διάλεκτο και να δημοσιεύουν σε μικρής κυκλοφορίας περιοδικά. Η λαϊκή διεύρυνση της κριτικής και η ακαδημαϊκή της συρρίκνωση μπορεί να φαίνονται αντίθετα φαινόμενα, όμως είναι συμπτώματα της ίδιας παραδοχής: ότι η καλλιτεχνική αξία είναι απλώς θέμα προσωπικού γούστου. Ο κριτικός ως δάσκαλος, ως αντικειμενικός κριτής και ειδικός, έχει υποχωρήσει μπροστά στον κριτικό που μοιράζεται προσωπικές αντιδράσεις και υποκειμενικούς ενθουσιασμούς.

Πολλοί ισχυρίζονται ότι προτιμούν να ακούσουν τη γνώμη κάποιου που ξέρουν, κάποιου με παρόμοια γούστα. Το πρόβλημα εδώ είναι ότι το κοινό στηρίζεται σε ένα σύστημα που επιβεβαιώνει και καθησυχάζει τις προκαταλήψεις του αντί να τις αμφισβητεί. Ενας ικανός κριτικός μπορεί να δώσει σε ένα ασυνήθιστο έργο μια δεύτερη ευκαιρία, να αναδείξει όσα δεν φαίνονται με την πρώτη ματιά. Από αυτή την άποψη, οι κριτικοί μπορούν να γίνουν προάγγελοι του καινούργιου.

Η πεποίθηση ότι το καλλιεργημένο γούστο είναι μια ελιτίστικη απάτη, ότι όλες οι γνώμες αξίζουν το ίδιο, μπορεί να φαίνεται πολύ δημοκρατική. Ωστόσο, ο θάνατος του κριτικού θα είναι εξαιρετικά λυπηρό γεγονός. Αν ακούμε μόνο εκείνους που ήδη μοιράζονται τις κλίσεις και τα ενδιαφέροντά μας, η υποτιθέμενη κριτική δημοκρατία θα οδηγήσει σε επικίνδυνη άμβλυνση του γούστου και σε συντηρητισμό. Η έλλειψη κριτικών κύρους θα υπηρετήσει τελικά την πολιτιστική κοινοτοπία και ομοιομορφία.

http://news.kathimerini.gr
 
Παραθέτω ένα συνειρμό της στιγμής:

Αν ήταν το κοινό ο απόλυτος κριτής των έργων τέχνης, τότε το ενίοτε αριστούργημα, θα ήταν ο τελευταίος δίσκος της Βίσση.

Από την άλλη, πόσους από τους "τελευταίους δίσκους" της Βίσση θυμάται σήμερα το κοινό;

Συνεπώς, ένα έργο για να θεωρηθεί αριστούργημα, πρέπει να έχουν περάσει το λιγότερο 20 χρόνια και να συζητιέται ακόμα.
Επίσης, υπάρχει πάντα μια ομάδα ανθρώπων (βλ. μουσική κατηγορία), η οποία είναι σε θέση να αναγνωρίσει κάποια αριστουργήματα πριν έρθει η ώρα να αναγνωριστούν ευρέως και να προσπαθήσει να τα μεταδώσει στο υπόλοιπο κοινό (το σύνηθες αποτέλεσμα είναι πλήρης αποτυχία). Επίσης, η ομάδα αυτή έχει το μειονέκτημα των έντονων διαφωνιών στους κόλπους της, οπότε και δεν ευδοκιμεί.

Το αποτέλεσμα που δημιουργούν όλες αυτές οι συνιστώσες είναι αυτό που βλέπουμε σήμερα.
Δυστυχώς όμως, έχω την εντύπωση ότι ο Ντοκ έχει δίκιο. Το γούστο του κοινού χειροτερεύει με την πάροδο του χρόνου.
 
Πιστεύω οτι η ανάδειξη της πραγματικής Τέχνης έρχεται, αργά η γρήγορα, απο κοινό και κριτική. Κι αυτό γιατί οι πρώτοι μεν κρίνουν εκ του αποτελέσματος, από την επίδραση ή μη που θα έχει το έργο Τέχνης επάνω τους, και οι δεύτεροι(καλούνται) να κρίνουν (και) με βάση θεωρητικές γνώσεις για την τεχνη(αισθητική, ιστορια της τέχνης κλπ). Ενα πραγματικό έργο Τέχνης εχει και τα δύο: υπακούει στα όσα ορίζει η θεωρία, ή, ακόμα καλύτερα, παραβιάζοντάς μέρος αυτών, ανοίγει νέο έδαφος, και "μιλά" στους απλούς ανθρώπους.

Διευκρινίζοντας τα παραπάνω, θέλω να πώ οτι η κριτική ίσως χωλαίνει όταν το έργο Τέχνης επαναστατεί απέναντι στο κατεστημένο της θεωρίας: όταν νεωτερίζει. Αν νεωτερίζει γόνιμα, αργά ή γρήγορα η κριτική θα το αναγνωρίσει καθώς η κριτική εξελίσσεται μαζί με την τέχνη. Ηδη αναφέρθηκαν παραδείγματα απόρριψης από την κριτική, όπως η Τραβιάτα, που σήμερα τοποθετείται στις κορυφαίες όπερες της μουσικής δημιουργίας. Επίσης, η απήχηση στο κοινό δεν είναι ανάγκη να ειναι ευρεία. Καταξιωμένος είναι ο Βeethoven, που τις πρώτες νοτες της 5ης συμφωνίας ελάχιστοι δεν τις αναγνωρίζουν, αλλά και ο Schoenberg, που έχει σαφώς μικρότερο κοινό.

Ο David Lindsay, συγγραφέας του "Α Voyage to Arcturus"(σημαντικό έργο της underground λογοτεχνίας του 20ου αι.), γράφει για το συγκεκριμένο έργο του: "Ι shall never appeal to a large public at all, but I think that as long as our civilisation lasts one person a year will read me"("Ποτέ δεν θα έχω απήχηση σε ευρύ κοινό, αλλά νομίζω οτι όσο διαρκεί ο πολιτισμός μας, ένας άνθρωπος τον χρόνο θα με διαβάζει")
 
Το κοινό είναι πάντα ο κριτής.
Ο κριτικός είναι ανίκανος να σε κάνει να αγαπήσεις ένα έργο.
Μπορεί να τραβήξει την προσοχή σου σε κάτι που δεν ξέρεις ή να σου δείξει ίσως μιά άλλη οπτική γωνία προσέγγισης. Δεν μπορεί όμως να σε κάνει να το αγαπήσεις. Ολοι οι κριτικοί του κόσμου μαζί, είναι αδύναμοι να κάνουν ένα δίσκο αγαπητό στο κοινό, όσο μελάνι κι αν χρησιμοποιήσουν. Κανείς δεν τους ακούει, ειδικά σε καιρούς σαν τους σημερινούς, που κυριαρχεί ο σολιψισμός και καθένας αποδέχεται πλέον σαν μοναδικό κριτή μόνο την ακραία υποκειμενικότητα, τον ιδεαλισμό του Εγώ του. Αλλά δεν πιστεύω πως υπάρχει κάποια δραματική διαφορά και πως παλαιότερα οι άνθρωποι άκουγαν τους κριτικούς περισσότερο. Ο τι κι αν έγραψαν ο Αντόρνο και η Σχολή της Φρανκφούρτης, κανένας δεν αγάπησε εξ αιτίας τους περισσότερο τον Schoenberg.
Πιστεύω ακράδαντα πως η υποτιθέμενη...δύναμη των κριτικών, είναι μία φενάκη. Τελευταία μάλιστα θα έλεγα πως όλο και λιγότεροι άνθρωποι τους διαβάζουν. Κανείς δεν τους παίρνει στα σοβαρά και τίποτα αξιόλογο δεν καθιερώθηκε ποτέ χάρη σ αυτούς. Οπως ισχύει και το αντίθετο: όλοι οι κριτικοί του κόσμου μαζί, δεν θα μπορούσαν να αποτρέψουν το κοινό από κάτι που αυτοί θεωρούν φτηνό ή ανάξιο λόγου.

Νομίζω πως είναι καλύτερα έτσι.
 
Κάντε μιά βόλτα στα εξειδικευμένα sites να δείτε τι λένε οι ...ειδικοί για το The Drift ή για τον Simon Nabatov. Η αντίδραση του κοινού είναι μιά παγερή αδιαφορία. Μπορείς μόνο να πείς σε κάποιον ότι κυκλοφόρησαν και ποιά είναι η αυστηρά προσωπική σου απόκριση απέναντί τους. Τίποτα παραπάνω. Και θέλει και τέχνη το Πώς θα το πείς: είναι πολύ εύκολο αυτός που διαβάζει να νιώσει ότι "του πουλάς μούρη" ή τον σνομπάρεις, ειδικά όταν πρόκειται για ακρότητες όπως οι παραπάνω. Σε κάθε περίπτωση, τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Δεν πά' να χτυπιέσαι εσύ - το αν θα βρεί ο ακροατής τα υπόγεια νήματα που θα τον συνδέσουν με το έργο, είναι καθαρά προσωπική του υπόθεση. Εχει να κάνει με τον ψυχισμό του, την παιδεία του, τις προτεραιότητές του κι ένα σωρό άλλους παράγοντες πάνω στους οποίους δεν σου πέφτει ο παραμικρός λόγος.
 
Να όμως και ένα ακόμα ερώτημα που γεννιέται διαβάζοντας τις απαντήσεις σας. Μήπως υπάρχει και μιά κρίσιμη , αλλά μικρή , μάζα κοινού , η οποία κάποια στιγμή μετακινείται στην άλλη πλευρά της εξίσωσης , υιοθετώντας τις απόψεις της κριτικής , ακριβώς για να ξεχωρίζει η ίδια από το υπόλοιπο κοινό που παραμένει σταθερό στην "άγνοια" του και την αποδοκιμασία , ακόμη και εάν η ίδια αυτή μάζα , κατά το μέγιστο μέρος της , αν όχι συνολικά, συνεχίζει να μην αντιλαμβάνεται πραγματικά το υποτιθέμενο ή πραγματικό "μεγαλείο" του έργου ;
 
Eγώ πιστεύω πως υπάρχουν Εργα που, απλά, προηγούνται της εποχής τους.
Μέρος του κοινού, οι πιο τολμηροί και φιλέρευνοι, τεντώνουν το αυτί τους και τα υιοθετούν με τον καιρό. Σε κάποια χρόνια, φτάνουν και αυτά να αποτελούν μέρος της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Δεν είναι λίγοι οι δίσκοι που εξετίμησα καθυστερημένα. Τους πήρα, δεν μου είπαν τίποτα, μετά από κάμποσο καιρό, ξαφνικά, σαν να άνοιξε μιά πόρτα και άρχισαν να μου μιλούν σε μιά γλώσσα που ένιωθα να την καταλαβαίνω απόλυτα και να με μαγεύει. Το Third των Soft Machine ήταν ο πρώτος τέτοιος δίσκος που θυμάμαι. Τον αγόρασα όταν ήμουν 19 χρόνων. Μέσα στην τρέλλα του ρ´ν´ρ, δεν μου είπε απολύτως τίποτα. 2-3 χρόνια μετά, τελείως ξαφνικά, τον έβαλα να τον ξανα-ακούσω για να αποφασίσω ααν θα τον ξεφορτωθώ ή όχι. Επεσα ξερός.
Πιστεύω πως τίποτα δεν επιβίωσε τυχαία. Τίποτα κίβδηλο εννοώ.
Ο τι επιβίωσε και είναι σήμερα σεβαστό είχε τους δικούς του πολύ σημαντικούς λόγους.
 
Re: Απάντηση: Κοινό ή κριτικοί ; Ποιός ο σημαντικότερος παράγων για την δικαίωση του

Μήπως υπάρχει και μιά κρίσιμη , αλλά μικρή , μάζα κοινού , η οποία κάποια στιγμή μετακινείται στην άλλη πλευρά της εξίσωσης , υιοθετώντας τις απόψεις της κριτικής , ακριβώς για να ξεχωρίζει η ίδια από το υπόλοιπο κοινό

Επ αυτού δεν μπορώ να σχολιάσω τίποτα. Αβησσος η ψυχή.
Αν κάποιος αιμορραγεί οικονομικά, αγοράζοντας πράγματα που δεν του αρέσουν, αφιερώνοντάς τους τον πολύτιμο χρόνο του, μόνο και μόνο για ...να ξεχωρίζει...άξιος ο μισθός του :rolleyes:
 
Οι παραπάνω κύριοι Δρίτσος, Μυλωνάς, Τιμογιαννάκης Τριανταφυλλίδης και οι άλλοι συχνά χρησιμοποίησαν αυτό το σύστημα βράβευσης άλλοτε καιροσκοπικά και άλλοτε συστηματικά για να βγάλουν φράγκα, όμως είναι και βαθιά βουτηγμένοι στον μηχανισμό που τους θεωρεί καλοδεχούμενους και βοηθάει – υποστηρίζει την προώθηση των απόψεών τους έτσι ώστε να δημαγωγεί το κοινό με παρωπίδες, με αποτέλεσμα να το κάνει να καταναλώνει μόνο αυτά που προωθεί μέχρι το σημείο να το καταστήσουν και το ίδιο άβουλο προϊόν κατανάλωσης.

Γενικότερα, έχω καταλάβει πως όπου συναθροίζεται πολύς κόσμος για να χαρακτηρίσουν ένα γεγονός, μία συζήτηση ή μία ταινία στην προκειμένη, το αποτέλεσμα πάντα είναι ο μέσος όρος αυτού του κοινού ο μέσος όρος της κοινωνίας. Ίσως αυτός ο μέσος όρος να είναι αρκετά μακριά από τον δικό μας ψυχισμό ίσως να μας εκφράζει λίγο ή καθόλου.
Η δική μου άποψη, είναι πως το κάθε κοινό πρέπει να αποφεύγει συγκεντρώσεις του μέσου όρου και να μπορεί μέσα απτα δικά του βιώματα -που του γεννούν τις δικές του προσωπικές εμπειρίες- να απονέμει τα δικά του βραβεία στις ταινίες που εκφράζουν αυτόν τον ίδιο.

Πιστεύω δλδ στην τελική, πως ούτε τα βραβεία των κριτικών, προοθητών και εμπόρων που θέλουν να ανήκουν ο καθένας για τα δικά του συμφέροντα σε αυτό το σύστημα, αλλά ούτε και τα βραβεία του κοινού που μαζεύεται και ψηφίζει μέσα σε ένα διήμερο 50 ταινίες είναι τυφλοσούρτης για όλους τους υπόλοιπους. Δεν μας αφορά το τι γίνεται μέσα σε τέτοιες παρέες που κόπτονται να χειραγωγήσουν διευθύνσεις, επιταγές, γνωριμίες και αλισβερίσια.

Ο κάθε ένας θεατής-δέκτης τέτοιων ταινιών–μηνυμάτων μπορεί και έχει υποχρέωση να βραβεύει ή να απορρίψει αυτές, χωριστά.
Όχι πως πιστεύω ότι δεν πρέπει να βλέπει ταινίες σαβούρες απλά πρέπει να έχει το μυαλό του αληθινά ανοιχτό, να φροντίζει όσο μπορεί να απομακρίνει τις παρωπίδες που του φορούν, ώστε να ξεδιαλέγει το στάχυ από την ήρα. Καμιά φορά ακόμη και στις ταινίες δεύτερης και τρίτης επιλογής υπάρχουν στοιχεία που εκφράζουν την καθημερινότητα και τον εσωτερισμό του κάθε ένα από εμάς.
Και πρέπει να παρακολουθούμε, χωρίς περιορισμούς & χωρίς εμπάθεια τα πάντα και τις ταινίες τέχνης και τις ταινίες του μηχανισμού ακόμη και τις απλές διαφημίσεις, αρκεί να έχουμε την ικανότητα να ξεχωρίζουμε κάθε φορά και κάθε στιγμή τι θέλει να πούν αυτές.

Guybrush συμφωνώ! Το γούστο του κοινού χειροτερεύει με την πάροδο του χρόνου και πάντα θα υπάρχουν άνθρωποι που δέχονται αμάσητα μηνύματα αλλά υπάρχει και η μερίδα που μπορεί, όσο καλό και νά'ναι το περιτύλιγμα, να ξεχωρίζει αυτό που έχει κάτι να του πεί σε αυτόν τον ίδιο.
Υπάρχει βέβαια και το κοινό που προσαρμόζεται και φλερτάρει με την σαβούρα, προκειμένου να ενταχθεί και να λάβει την στοργή και την αποδοχή του περίγυρου, να καθησυχάσει δλδ τον τρόμο της απόρριψης των διπλανών τους. Εδώ χρειάζεται να επισημάνω τον όρο μαζικότητα, την ασύμμετρη δλδ απειλή που φροντίζει να διαβρώνει, να εμποτίζει και τελικά να κατευθύνει ηθικές και συμπεριφορές αγέλης, υπέρ του κατευθυνόμενου & άβουλου και κατά των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και προτιμήσεων του ατόμου. Κατά του ανθρωπισμού δλδ.

Τέλος συμφωνώ με την άποψη του Λύμπε και το παράδειγμα του Third, το ότι δλδ χρειάζεται να αμφισβητούμε ακόμη και τον ίδιο μας τον υποκειμενικό διαλογέα αφού μετέπειτα (άρα και ωριμότερα) ξαναανακαλύπτουμε πράγματα σε ήδη γνωστές σε μας ταινίες.
 
Ο κριτικός, κατ' εμέ, επιτελεί δύο σκοπούς. Ο ένας είναι να δώσει στον αναγνώστη μια ιδέα για το αν πρέπει να ασχοληθεί με ένα έργο ή όχι. Όταν υπάρχει υπερπροσφορά, χρειάζεται ένα κάποιο ξεσκαρτάρισμα. Το πρώτο βήμα γίνεται με τις τρισκατάρατες "ταμπέλες", π.χ. Jazz, Περιπέτεια, Ιστορικό μυθιστόρημα. Καλώς ή κακώς, βοηθούν. Μετά έρχονται οι κριτικές. Με λίγη μελέτη, μπορείς να καταλάβεις με ποιους ταιριάζουν τα χνώτα σου και να τους προτιμήσεις στις δοκιμές σου, έναντι κάποιων άλλων με τους οποίους στο παρελθόν έχεις συχνά διαφωνήσει. Για να επιτελέσει ο κριτικός αυτή του τη λειτουργία, χρειάζεται δύο πράγματα: σαφήνεια και συνέπεια. Αυτά αρκούν.

Η αντίληψη αυτή δεν είναι τόσο στατική όσο ίσως φαίνεται. Όντως, αν είσαι προσκολλημένος στους 2-3 κριτικούς του γούστου σου, ποτέ δεν θα ακούσεις ή θα δεις κάτι καινούργιο. Αλλά επειδή τα μάτια και τα αυτιά σου δεν σου τα ανοίγει κανείς παρά μόνο εσύ, στο χέρι σου είναι να πειραματιστείς με κάποιον άλλον κριτικό. Το ποιον, μάλλον έχει να κάνει με την επόμενη παράγραφο.

Η δεύτερη λειτουργία της κριτικής είναι να επιχειρήσει να αξιολογήσει το έργο ως καλλιτεχνικό δημιούργημα. Απαιτητικό και παρακινδυνευμένο. Κατ' αρχήν, θα πρέπει να έχει γνώσεις. Μία μακρά ιστορία θεάσεων ή ακροάσεων δεν αρκεί. Χρειάζεται και θεωρητικό υπόβαθρο. Άρα, λοιπόν, ο κριτικός είναι ένας μικρός επιστήμονας, που αντιπαρατθέτει τις γνώσεις του και την κριτική του ικανότητα απέναντι στον ύστατο κριτή, το χρόνο. Όμως ο χρόνος έχει την κακή συνήθεια να αποφαίνεται για έργα και κριτικούς πολύ αργά. Άρα και τα δικά μας κριτήρια επιλογής κριτικού δεν μπορούν να είναι ασφαλή. Δεν πειράζει. Το καλό είναι ότι εμείς το πολύ-πολύ να χάσουμε μερικές ώρες.

Στη δεύτερη αυτή λειτουργία του κριτικού, υπάρχει ένα πολύ σημαντικό μέρος: Η τέχνη του αδαμαντορύχου. Κάποτε, η δουλειά αυτή ανήκε στον παραγωγό, στον εκδότη, στο θεατρώνη, στο γκαλερίστα. Σε πολλές περιπτώσεις, σε κάποια είδη περισσότερο από άλλα, οι άνθρωποι αυτοί αποδείχθηκαν και κατώτεροι των περιστάσεων. Και επιδεινώνουν συνεχώς τη θέση τους. Να λοιπόν η ευκαιρία του κριτικού να συνεισφέρει στην παγκόσμια ιστορία: ανακαλύπτοντας τα διαμάντια μέσα στη λάσπη.

Και το κοινό; Υπάρχει μια παρεξήγηση εδώ. Κακώς ταυτίζουμε την πρώτη αντίδραση σε ένα έργο (charts, box office κ.λπ.) με το κοινό. Ο τελευταίος της Βίσση μπορεί να έγινε τρις πλατινένιος σε ένα μήνα. So what; Τι έχει πουλήσει σε σχέση με το Βρώμικο Ψωμί; Πόσες φορές έχει τραγουδηθεί και πόσες η Συννεφιασμένη Κυριακή; Πόσοι αύριο θα θυμούνται έναν στίχο του όπως θυμούνται το 'Ητανε μια φορά; Πόσοι θα μπορούν να τραγουδήσουν τις πρώτες νότες του όπως το Φιλαράκι;

Το κοινό δεν είναι (μόνο) μια ορδή καταναλωτών - εκτός αν θέλουμε να το ορίσουμε έτσι για λόγους ψυχοκοινωνικής μελέτης. Αλλά το κοινό είναι και ένας ολόκληρος πολιτισμός, και τα έργα που το εκφράζουν, επανέρχονται ξανά και ξανά στο προσκήνιο, στην αρχική τους μορφή, σε καλλιτεχνικές και ιστορικές αναφορές, σε επιρροές και απομιμήσεις, στην ίδια τη γλώσσα.
 
« Οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας» , «Το βαρύ πεπόνι» " Η κάθοδος των εφτά"

[SIZE=-1]Η ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ 9 (1985). ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Χρήστος Σιοπαχάς

Εξαιρετική ταινία τότε που την είδα, αλλά προυποθέτει και μια συγκεκριμένη άποψη για τον εμφύλιο πόλεμο. Δεν ξέρω τώρα ποιές θα ήταν οι εντυπώσεις μου.

[/SIZE]Οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας: την ξαναείδα πρόσφατα και μου άρεσε όσο και την πρώτη φορά που την είχα δει. Από εκείνη την ταινία έμαθα και τον Μάλερ..

Το βαρύ πεπόνι ούτε που θυμάμαι αν το έχω δει...
 
Re: Απάντηση: Κοινό ή κριτικοί ; Ποιός ο σημαντικότερος παράγων για την δικαίωση του

.

Μία μακρά ιστορία θεάσεων ή ακροάσεων δεν αρκεί. Χρειάζεται και θεωρητικό υπόβαθρο.

Αυτό, εγώ προσωπικά, δεν το θεωρώ αναγκαία συνθήκη: μπορώ να έχω άποψη αν μου αρέσει ή όχι το φαγητό που τρώγω , ακόμα κι αν δεν σκαμπάζω από μαγείρεμα. Είμαι σκεπτικός απέναντι στους ειδικούς.
Παληά είχα μιλήσει με έναν συνθέτη που επέμενε πως δεν μπορώ να τον κρίνω, και άρα δεν μπορώ να λέω ότι δεν μου αρέσει το δημιούργημά του, αφού δεν έχω τη θεωρητική παιδεία που έχει αυτός.
Αυτή η συλλογιστική με βρίσκει αντίθετο: πρέπει να έχω γνώσεις υποκριτικής για να πώ αν ένας ηθοποιός μου αρέσει ή όχι; Μήπως πρέπει να γνωρίζω και αντίστιξη για να τοποθετηθώ απέναντι σ ένα μουσικό έργο;
Τον ρώτησα κι εγώ λοιπόν με τη σειρά μου αν απευθύνεται μόνο στους επαϊοντες.
Δεν μου έδωσε καμία πειστική απάντηση. Καμία που να μπορώ να θυμηθώ, τουλάχιστον...
 
Νομίζω ότι είναι κοινός τόπος για τους περισσότερους η άποψη που λέει ότι το ασφαλές κριτήριο για την αποτίμηση ενός καλλιτεχνικού έργου είναι ο χρόνος δηλ. η αποδοχή του έργου ή όχι από ένα ευρύ κοινό σε βάθος χρόνου.
Με άλλα λόγια για τους κριτικούς ισχύει η γνωστή ρήση που λέει ότι μπορείς να κοροιδεύεις (ή να χειραγωγείς στην περίπτωσή μας) πολλούς για μικρό χρονικό διάστημα ή λίγους για μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν μπορείς όμως να το κάνεις για όλους και για μεγάλο χρονικό διάστημα...
 
Επίσης πολύ σημαντικά είναι και αυτά που γράφει παραπάνω ο Lepton.
Ένας απ' τους ρόλους της κριτικής είναι κατά την ταπεινή μου άποψη να τοποθετήσει το έργο στο χώρο και τον χρόνο, να ανιχνεύσει τις συνιστώσες του σε σχέση με το υπόλοιπο έργο του καλλιτέχνη αλλά και με το πολιτικοκοινωνικό και καλλιτεχνικό περιβάλλον του. Για να γίνουν αυτά χρειάζεται παιδεία, όρεξη και ταλέντο.
Δεν κρύβω ότι αποφασιστικός παράγοντας για να ασχοληθώ σοβαρά με τη μουσική στάθηκαν οι κριτικές που διάβαζα τότε από τον Λύμπε και την παρέα του. Κάτι ανάλογο έγινε και για το σινεμά από άλλους.
 
Νομίζω ότι είναι κοινός τόπος για τους περισσότερους η άποψη που λέει ότι το ασφαλές κριτήριο για την αποτίμηση ενός καλλιτεχνικού έργου είναι ο χρόνος δηλ. η αποδοχή του έργου ή όχι από ένα ευρύ κοινό σε βάθος χρόνου.
Με άλλα λόγια για τους κριτικούς ισχύει η γνωστή ρήση που λέει ότι μπορείς να κοροιδεύεις (ή να χειραγωγείς στην περίπτωσή μας) πολλούς για μικρό χρονικό διάστημα ή λίγους για μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν μπορείς όμως να το κάνεις για όλους και για μεγάλο χρονικό διάστημα...

Ούτε εδώ συμφωνώ: υπήρξαν μεγαλειώδη έργα τέχνης που ήταν εφήμερα. Που χρησίμευσαν μόνο σαν κλειδιά για να ανοίξουν πόρτες.
Εχω ακούσει πάρα πολλούς σπουδαίους δίσκους που μετά από μερικά χρόνια δεν μου έλεγαν τίποτα. Τους ξεπέρασε η ίδια η ζωή και σήμερα είναι πολύ δύσκολο να εξηγήσεις σε κάποιον τι αντιπροσώπευαν στην εποχή τους. Τί "παίχτηκε" όταν κυκλοφόρησαν.
Δεν έχω μέσα μου χώρο μόνο για το Ωραίο και το Υψηλό σε βάθος χρόνου. Είμαι άνθρωπος, δεν αποτελούμαι μόνο από καλολογικά στοιχεία.
Και με την Kylie Minogue έχω περάσει καλά -εντάξει, αυτή δεν τη θεωρώ μεγάλη καλλιτέχνιδα- έστω και για λίγο.

Τέλος, εγώ, από το Ραφαηλίδη και τον Μπακογιαννόπουλο, έμαθα πάρα πολλά πράγματα και σε πολλές περιπτώσεις με δίδαξαν με τα κείμενά τους.
Δεν θα τους κάνω εικόνισμα κι ούτε συμφωνώ σε όλα - αλλά τους οφείλω πολλά.
 
Last edited:
Ούτε εδώ συμφωνώ: υπήρξαν μεγαλειώδη έργα τέχνης που ήταν εφήμερα. Που χρησίμευσαν μόνο σαν κλειδιά για να ανοίξουν πόρτες.
Εχω ακούσει πάρα πολλούς σπουδαίους δίσκους που μετά από μερικά χρόνια δεν μου έλεγαν τίποτα. Τους ξεπέρασε η ίδια η ζωή και σήμερα είναι πολύ δύσκολο να εξηγήσεις σε κάποιον τι αντιπροσώπευαν στην εποχή τους.
Δεν έχω μέσα μου χώρο μόνο για το Ωραίο και το Υψηλό σε βάθος χρόνου.
Και με την Kylie Minogue έχω περάσει καλά -εντάξει, αυτή δεν τη θεωρώ μεγάλη καλλιτέχνιδα- έστω και για λίγο.

Τέλος, εγώ, από το Ραφαηλίδη και τον Μπακογιαννόπουλο, έμαθα πάρα πολλά πράγματα και σε πολλές περιπτώσεις με δίδαξαν με τα κείμενά τους.
Δεν θα τους κάνω εικόνισμα κι ούτε συμφωνώ σε όλα αλλά τους οφείλω πολλά.

Αφού ήταν εφήμερα πώς ήταν μεγαλειώδη;
Σημαντικά ίσως ή πρωτοποριακά, ναι να συμφωνήσω...
Για μένα το μεγαλειώδες βρισκόταν πίσω από την πόρτα που άνοιξε το συγκεκριμένο κλειδί.

Στη δεύτερη παρατήρηση βεβαίως συμφωνώ.
Κανένας δεν είναι εικόνισμα και ούτως ή άλλως νομίζω ότι στο τέλος επικρατεί το προσωπικό γούστο και η παιδεία του δέκτη της κριτικής...