Το Σάββατο που μας πέρασε είχαμε φίλους στο σπίτι το βράδυ και μάλιστα το ξενυχτήσαμε , ακούγοντας συν τοις άλλοις και διάφορα φροϋδικά άσματα , όπως επί παραδείγματι το « αντε ψυχανάλυση να κάνεις , δεν μπορείς εσύ να μας τρελλάνεις κ.ο.κ. , [αυτό απαντά και στην απορία του Στέργιου για τις April march και την ενδεχόμενη μετάβαση μας στην συναυλία των ].
Για να μην τα πολυλογώ και πλατειάζω , αφότου έφυγαν τα «παιδιά» - κατά τις 02.00- δεν είχα ύπνο. Εκανα ένα μπάνιο και κάθησα μπροστά στο χαζοκούτι , ελπίζοντας ότι η συνήθης ευεργετική του επίδραση θα κάνει το θαύμα της κι αυτή την φορά και θα φέρει τον πολυπόθητο ύπνο .
Φευ . Ζαπάροντας , έπεσα πάνω σε μια ενδιαφέρουσα εκπομπή στην ΕΤ3 μάλλον , όπου διάφοροι καλεσμένοι , με αφορμή την διεξαγωγή του φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου στην πόλη μας , αντιδικούσαν με σφοδρότητα για την σπουδαιότητα της κριτικής στον κινηματογράφο και δη στον ελληνικό , και για το αν είναι η κριτική ή το κοινό που εν τέλει καταξιώνει μια ταινία ως μεγάλη . Ενθεν και ένθεν πολλοί παθιασμένοι υποστηρικτές , με τον κ. Τιμογιαννάκη και τον κ. Ιάσονα Τριανταφυλλίδη να ξιφομαχούν με δεινότητα υπερ του παλιού ελληνικού κινηματογράφου υποστηρίζοντας ότι αυτές οι ταινίες , που σήμερα έχει επικρατήσει να τις τοποθετούμε υπό την ταμπέλα του «κλασικού» ελληνικού σινεμά , ήταν αξιόλογες από πάσης πλευράς , είχαν δηλαδή γερό σενάριο , εξαιρετικούς ηθοποιούς αλλά και σωστή σκηνοθεσία και καταξιώθηκαν κυρίως λόγω της μεγάλης τους επιτυχίας στο κοινό , σε πείσμα της κριτικής που τις απέρριπτε – συμπλεγματικώ τω τρόπω , όπως υπεστηρίχθη πλειστάκις - και με τον κ. Ρέτζο (?) , ως κριτικό κινηματογράφου , τον κ. Βαφέα ως δημιουργό και με εμβόλιμες συνεντεύξεις τοποθετήσεις του κ. Δερμεντζόγλου κ.α. να υποστηρίζουν ότι είναι η κριτική και οι κριτικοί αυτοί που νομιμοποιούνται να κατατάξουν μια ταινία στις κλασικές και όχι το κοινό η εκτίμηση του οποίου δεν παίζει κάποιον ρόλο σʼ αυτήν την διαδικασία απονομής του χρίσματος της αριστουργηματικής ταινίας .
Κάποια στιγμή βέβαια το θέμα ξέφυγε όταν ενεφανίσθη συνεντευξιαζόμενος κάποιος κ Μυλωνάς , σκηνοθέτης , όπως κατάλαβα των ανεκδιήγητων , κατʼ εμέ , ταινιών «Είσαι στην ΕΟΚ , μάθε για την ΕΟΚ» ή «Οι Φανταρίνες» , ο οποίος μιλούσε για την σημαντικότητα των ταινιών του , ωσάν να ήταν εφάμιλλες αυτών του Μπέργκμαν και για τον πόλεμο που είχαν εξαπολύσει οι κριτικοί εναντίον του .
Την Κυριακή , διαβάζοντας το «Ο Ρίτσαρντ Βάγκνερ και ο Τανχόϊζερ στο Παρίσι» του Charles Baudelaire , βρέθηκα και πάλι αντιμέτωπος με την ίδια συλλογιστική . Ο Baudelaire , ψέγει τους κριτικούς της εποχής του στο Παρίσι , διότι με ελαφρότητα καταδίκασαν την μουσική και τις θεωρητικές περί Τέχνης απόψεις του Ριχάρδου , επιχειρώντας να φιμώσουν την αρχικά επιδοκιμαστική στάση του κοινού , ενώ θεωρεί το κοινό ως έσχατο και μόνο έγκυρο κριτή της τέχνης . Την ίδια θέση περίπου και με αφορμή το ίδιο θέμα ακολουθεί και ο Champfleury , κριτικός τέχνης , ο οποίος αντιμετωπίζει το κοινό , ως τον αδέκαστο και δίκαιο κριτή της τέχνης και μάλιστα με αλάθητο ένστικτο .
Από την άλλη πάλι , ο Οσκαρ Ουάιλντ , θεωρούσε ότι ο ρόλος του κριτικού είναι η μετατροπή κάθε τέχνης σε λογοτεχνία, η διάκριση μεταξύ προθέσεων και εντυπώσεων και άρα η εκ μέρους του ανάληψη του ρόλου του θεματοφύλακα της έκφρασης . Τέτοια περίπου άποψη είχε εκφραστεί και στην τηλεοπτική συζήτηση που μνημόνευσα πιο πάνω , καθώς οι κριτικοί επεφύλαξαν εαυτοίς τον ρόλο του τελικού διαχωριστού της υψηλής τέχνης , αλλά και κινηματογραφικής τεχνικής από την σαβούρα της φιλμικής παραγωγής , όντας ειδικότεροι και πληρέστερα εξοπλισμένοι να αντιληφθούν , να διακρίνουν και να επισημάνουν την καινοτομία , το νέο , την άλλη αντίληψη που κομίζει το διαφορετικό .
Εις επίρρωσιν του δικαιώματος της κριτικής να «κρίνει» αυθεντικά το έργο τέχνης , και της ασημαντότητας του μαζικού γούστου έρχεται και η αναπαραγωγή της ρήσης του Foetus από τον δικό μας Λύμπε περί του γούστου των μυγών που κατά εκατομμύρια έλκονται και αρέσκονται στα σκ@τ@.
Ομολογώ ότι προβληματίστηκα . Ειδικά με την συζήτηση στην εκπομπή . Προβληματίστηκα γιατί θυμήθηκα τις ατέλειωτα βαρετές βραδιές σε σκοτεινές αίθουσες παρακολουθώντας ταινίες του πάλαι ποτέ ΝΕΚ που ύμνησε η ελληνική κριτική και περιφρόνησε το κοινό . « Οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας» , «Το βαρύ πεπόνι» " Η κάθοδος των εφτά" και άλλα ανεκδιήγητων φίλμ που κάτω από την ταμπέλλα της προσωπικής έκφρασης και του προσωπικού οράματος , έστειλαν το κοινό μακριά από το σινεμά , χαρίζοντας μας εκατομμύρια ώρες ατέρμονου χασμουρητού. Από την άλλη το κοινό επιβράβευσε εκτός από τις ταινίες του Σακελλάριου και τις ταινίες του Φώσκολου ή του γραφικού κ. Μυλωνά ( βλ. πιο πάνω ) , ταινίες που μπορεί να κυμαίνοντο στα όρια του αξιοπρεπούς ( στην περίπτωση του Σακελλάριου ) αλλά βουτούσαν στα όρια του αθέλητα ξεκαρδιστικού και του γελοίου ( όρα Φώσκολος κλπ ) , φορτωμένες από βαρύγδουπες σεναριακές αρλούμπες .
Θέτω λοιπόν το ερώτημα και σʼ εσάς . Το κοινό ή η κριτική είναι ο αυθεντικός κριτής του έργου τέχνης ; Πως καθαγιάζεται το έργο τέχνης ; από την μαζική αποδοχή του κοινού ή από τους ύμνους της κριτικής ; Θυμάται κανείς σήμερα τον Eduard Hanslick σαν κάτι άλλο , εκτός από τον άνθρωπο που δεν του άρεσε ο Βάγκνερ ; Μήπως το γούστο του κοινού χειροτερεύει με τα χρόνια ; Μήπως τελικά τα μεγάλα δημιουργήματα καταφέρνουν να πετύχουν την πολυπόθητη σύγκληση και τον συγκερασμό των δύο πλευρών ;
Για να μην τα πολυλογώ και πλατειάζω , αφότου έφυγαν τα «παιδιά» - κατά τις 02.00- δεν είχα ύπνο. Εκανα ένα μπάνιο και κάθησα μπροστά στο χαζοκούτι , ελπίζοντας ότι η συνήθης ευεργετική του επίδραση θα κάνει το θαύμα της κι αυτή την φορά και θα φέρει τον πολυπόθητο ύπνο .
Φευ . Ζαπάροντας , έπεσα πάνω σε μια ενδιαφέρουσα εκπομπή στην ΕΤ3 μάλλον , όπου διάφοροι καλεσμένοι , με αφορμή την διεξαγωγή του φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου στην πόλη μας , αντιδικούσαν με σφοδρότητα για την σπουδαιότητα της κριτικής στον κινηματογράφο και δη στον ελληνικό , και για το αν είναι η κριτική ή το κοινό που εν τέλει καταξιώνει μια ταινία ως μεγάλη . Ενθεν και ένθεν πολλοί παθιασμένοι υποστηρικτές , με τον κ. Τιμογιαννάκη και τον κ. Ιάσονα Τριανταφυλλίδη να ξιφομαχούν με δεινότητα υπερ του παλιού ελληνικού κινηματογράφου υποστηρίζοντας ότι αυτές οι ταινίες , που σήμερα έχει επικρατήσει να τις τοποθετούμε υπό την ταμπέλα του «κλασικού» ελληνικού σινεμά , ήταν αξιόλογες από πάσης πλευράς , είχαν δηλαδή γερό σενάριο , εξαιρετικούς ηθοποιούς αλλά και σωστή σκηνοθεσία και καταξιώθηκαν κυρίως λόγω της μεγάλης τους επιτυχίας στο κοινό , σε πείσμα της κριτικής που τις απέρριπτε – συμπλεγματικώ τω τρόπω , όπως υπεστηρίχθη πλειστάκις - και με τον κ. Ρέτζο (?) , ως κριτικό κινηματογράφου , τον κ. Βαφέα ως δημιουργό και με εμβόλιμες συνεντεύξεις τοποθετήσεις του κ. Δερμεντζόγλου κ.α. να υποστηρίζουν ότι είναι η κριτική και οι κριτικοί αυτοί που νομιμοποιούνται να κατατάξουν μια ταινία στις κλασικές και όχι το κοινό η εκτίμηση του οποίου δεν παίζει κάποιον ρόλο σʼ αυτήν την διαδικασία απονομής του χρίσματος της αριστουργηματικής ταινίας .
Κάποια στιγμή βέβαια το θέμα ξέφυγε όταν ενεφανίσθη συνεντευξιαζόμενος κάποιος κ Μυλωνάς , σκηνοθέτης , όπως κατάλαβα των ανεκδιήγητων , κατʼ εμέ , ταινιών «Είσαι στην ΕΟΚ , μάθε για την ΕΟΚ» ή «Οι Φανταρίνες» , ο οποίος μιλούσε για την σημαντικότητα των ταινιών του , ωσάν να ήταν εφάμιλλες αυτών του Μπέργκμαν και για τον πόλεμο που είχαν εξαπολύσει οι κριτικοί εναντίον του .
Την Κυριακή , διαβάζοντας το «Ο Ρίτσαρντ Βάγκνερ και ο Τανχόϊζερ στο Παρίσι» του Charles Baudelaire , βρέθηκα και πάλι αντιμέτωπος με την ίδια συλλογιστική . Ο Baudelaire , ψέγει τους κριτικούς της εποχής του στο Παρίσι , διότι με ελαφρότητα καταδίκασαν την μουσική και τις θεωρητικές περί Τέχνης απόψεις του Ριχάρδου , επιχειρώντας να φιμώσουν την αρχικά επιδοκιμαστική στάση του κοινού , ενώ θεωρεί το κοινό ως έσχατο και μόνο έγκυρο κριτή της τέχνης . Την ίδια θέση περίπου και με αφορμή το ίδιο θέμα ακολουθεί και ο Champfleury , κριτικός τέχνης , ο οποίος αντιμετωπίζει το κοινό , ως τον αδέκαστο και δίκαιο κριτή της τέχνης και μάλιστα με αλάθητο ένστικτο .
Από την άλλη πάλι , ο Οσκαρ Ουάιλντ , θεωρούσε ότι ο ρόλος του κριτικού είναι η μετατροπή κάθε τέχνης σε λογοτεχνία, η διάκριση μεταξύ προθέσεων και εντυπώσεων και άρα η εκ μέρους του ανάληψη του ρόλου του θεματοφύλακα της έκφρασης . Τέτοια περίπου άποψη είχε εκφραστεί και στην τηλεοπτική συζήτηση που μνημόνευσα πιο πάνω , καθώς οι κριτικοί επεφύλαξαν εαυτοίς τον ρόλο του τελικού διαχωριστού της υψηλής τέχνης , αλλά και κινηματογραφικής τεχνικής από την σαβούρα της φιλμικής παραγωγής , όντας ειδικότεροι και πληρέστερα εξοπλισμένοι να αντιληφθούν , να διακρίνουν και να επισημάνουν την καινοτομία , το νέο , την άλλη αντίληψη που κομίζει το διαφορετικό .
Εις επίρρωσιν του δικαιώματος της κριτικής να «κρίνει» αυθεντικά το έργο τέχνης , και της ασημαντότητας του μαζικού γούστου έρχεται και η αναπαραγωγή της ρήσης του Foetus από τον δικό μας Λύμπε περί του γούστου των μυγών που κατά εκατομμύρια έλκονται και αρέσκονται στα σκ@τ@.
Ομολογώ ότι προβληματίστηκα . Ειδικά με την συζήτηση στην εκπομπή . Προβληματίστηκα γιατί θυμήθηκα τις ατέλειωτα βαρετές βραδιές σε σκοτεινές αίθουσες παρακολουθώντας ταινίες του πάλαι ποτέ ΝΕΚ που ύμνησε η ελληνική κριτική και περιφρόνησε το κοινό . « Οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας» , «Το βαρύ πεπόνι» " Η κάθοδος των εφτά" και άλλα ανεκδιήγητων φίλμ που κάτω από την ταμπέλλα της προσωπικής έκφρασης και του προσωπικού οράματος , έστειλαν το κοινό μακριά από το σινεμά , χαρίζοντας μας εκατομμύρια ώρες ατέρμονου χασμουρητού. Από την άλλη το κοινό επιβράβευσε εκτός από τις ταινίες του Σακελλάριου και τις ταινίες του Φώσκολου ή του γραφικού κ. Μυλωνά ( βλ. πιο πάνω ) , ταινίες που μπορεί να κυμαίνοντο στα όρια του αξιοπρεπούς ( στην περίπτωση του Σακελλάριου ) αλλά βουτούσαν στα όρια του αθέλητα ξεκαρδιστικού και του γελοίου ( όρα Φώσκολος κλπ ) , φορτωμένες από βαρύγδουπες σεναριακές αρλούμπες .
Θέτω λοιπόν το ερώτημα και σʼ εσάς . Το κοινό ή η κριτική είναι ο αυθεντικός κριτής του έργου τέχνης ; Πως καθαγιάζεται το έργο τέχνης ; από την μαζική αποδοχή του κοινού ή από τους ύμνους της κριτικής ; Θυμάται κανείς σήμερα τον Eduard Hanslick σαν κάτι άλλο , εκτός από τον άνθρωπο που δεν του άρεσε ο Βάγκνερ ; Μήπως το γούστο του κοινού χειροτερεύει με τα χρόνια ; Μήπως τελικά τα μεγάλα δημιουργήματα καταφέρνουν να πετύχουν την πολυπόθητη σύγκληση και τον συγκερασμό των δύο πλευρών ;
Last edited: