by proxy
AVClub Addicted Member
- 29 April 2011
- 2,571
Ας αρχίσουμε από μία βασική τοποθέτηση σχεδόν αξιωματικού χαρακτήρα . Τα πολιτικά ζητήματα δεν είναι τεχνικά ζητήματα διότι εκ φύσεως προϋποθέτουν αποφάσεις επιλογής ανάμεσα σε αλληλοσυγκρουόμενες εναλλακτικές λύσεις. Η απόφαση συνεπώς προϋποθέτει την σύγκρουση. Και σύγκρουση σε πολιτικό επίπεδο υφίσταται μόνο δια μέσω της δημιουργίας συλλογικών ταυτοτήτων ανταγωνιστικών μεταξύ τους , οι οποίες δημιουργούνται μέσω της σήμανσης της διαφοράς : εμείς / αυτοί .
Εχει επισημανθεί πολλές φορές εδώ μέσα ότι η κατ’ αρχήν επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού μετά την πτώση των καθεστώτων των ανατολικών κρατών , και η εμφάνιση του έκτοτε ως μοναδικής αδιαμφισβήτητης πραγματικότητας από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς της εξουσίας , έχει δημιουργήσει το παράδοξο της ύπαρξης ελευθερίας δίχως την δυνατότητα επιλογής. Η επικράτηση του φιλελευθερισμού ( με «νέο» ή χωρίς , αδιάφορο ) δημιουργεί τους όρους μίας in principle ελευθερίας χωρίς ελευθερία in fact.
Ετσι το πολιτικό γίνεται πλέον αντιληπτό είτε με όρους διαχειριστικής συναίνεσης / συμβιβασμού μεταξύ ατόμων είτε με όρους μιας διαβουλευτικής ηθικής ( Mouffe ; 2010). Σε κάθε περίπτωση , είτε δηλαδή μέσω του εργαλειακά ορθολογικού συμβιβασμού μεμονωμένων ατόμων , είτε μέσω της ορθολογικής ηθικής συναίνεσης του διαλόγου , αυτό που απομακρύνεται , απωθείται , κρύβεται ή εξαφανίζεται είναι η έννοια των συλλογικών πολιτικών ταυτοτήτων και του ανταγωνισμού μεταξύ τους , της αντιπαράθεσης δηλαδή του εμείς/ αυτοί με στόχο την εξουσία ( ο διαχωρισμός φίλος/εχθρός έχει ήδη τεθεί από την δεκαετία του ’30 ως το βασικό κριτήριο του πολιτικού [Schmitt]).
Μέσα από την απώθηση των συλλογικών ταυτοτήτων και του συγκρουσιακού μοντέλου της δημοκρατίας ξεπηδά δυναμικά ο «εκσυγχρονισμός» επιδιώκοντας να ηγεμονεύσει τον χώρο της αντιπολιτικής αντίληψης που αρνείται να αναγνωρίσει την ανταγωνιστική διάσταση ως συστατική του πολιτικού . Εισάγονται πλέον στην θεωρία βαρύγδουπες αλλά κούφιες εκφράσεις όπως «διαλογική δημοκρατία» , «παγκόσμια κοινωνία πολιτών», «κοινωνία της πληροφορίας» , «πληροφοριακός αυτοκαθορισμός» κ.ο.κ. Οι ιεροφάντες της συναίνεσης , του τρίτου δρόμου – της δεξιάς στροφής δηλαδή της σοσιαλδημοκρατίας – προσπαθούν να επανασχεδιάσουν την πολιτική με αποκλειστικά συναινετικό περιεχόμενο.
Από την νεωτερικότητα περνάμε στην «ανακλαστική» νεωτερικότητα και την κοινωνία της διακινδύνευσης ( Beck ; 1996). Ο ίδιος εισάγει και την κρίσιμη έννοια της «υποπολιτικής» , ότι δηλαδή το πολιτικό δεν θα πρέπει να αναζητείται στους παραδοσιακούς χώρους , όπως το κοινοβούλιο , τα κόμματα , οι εργατικές ενώσεις αλλά σε διαφορετικούς τόπους , αυτούς που μέχρι σήμερα η βιομηχανική κοινωνία θεωρούσε ως απολιτικούς . Ταυτόχρονα ο ίδιος τονίζει και ότι «υποπολιτική» σημαίνει την διαμόρφωση της κοινωνίας από τα κάτω , υπονοώντας ότι τώρα υπάρχει πληθώρα ευκαιριών για την απρόσκοπτη έκφραση καινοφανών μετανεωτερικών απόψεων και την συμμετοχή στην πολιτική ατόμων και ομάδων που έως σήμερα δεν είχαν εμπλακεί στην δημόσια σφαίρα .Με τον συνεχή τονισμό της ανυπαρξίας εναλλακτικής λύσης και την γέννηση μιας νέας πολιτικής , της «ενεργούς εμπιστοσύνης» , προωθείται η ανάπτυξη κοινωνικών κινημάτων στο πλαίσιο της οποίας η αμφισβήτηση ποικίλων μορφών εξουσίας διευρύνει της δυνατότητες για περισσότερο εκδημοκρατισμό ( Giddens).
Φυσικά , υπόρρητος αλλά καίριος σκοπός όλων αυτών είναι : να μείνουν άθικτες οι σχέσεις εξουσίας επί των οποίων δομείται η κοινωνία , να εκλείψει η πολιτική σύγκρουση για την κατάκτηση της εξουσίας και να γίνει η πολιτική αντιπαράθεση το αντίστοιχο της κατανάλωσης προϊόντων – πακέτων ( MacPherson) ώστε να μη διαταράσσεται η εναλλαγή των πολιτικών ελίτ στην εξουσία ( εξ ού και η εμμονή ότι η διαίρεση αριστερά/δεξιά έχει απωλέσει πλέον κάθε νόημα ( Giddens).
Aποτέλεσμα όλων αυτών των δήθεν ριζοσπαστικών και μετανεωτερικών θεωριών είναι ο κατακερματισμός της συλλογικότητας και η δημιουργία κομμάτων α-πολιτικών με «new age» αιτήματα πλήρως εναρμονισμένων με το σύγχρονο zeitgeist – όπως αυτό του κόμματος των Πειρατών – τα οποία λόγω του δήθεν postmodern χαρακτήρα τους έχουν απήχηση σε μερίδα της αριστεράς που έχει χάσει τον ιδεολογικό προσανατολισμό της και μέσω της υποστήριξης τέτοιων κομμάτων και τέτοιων δράσεων απομακρύνεται ακόμη περισσότερο από την ιδεολογική της βάση – την αλλαγή των οικονομικών σχέσεων – και παραιτείται από κάθε δυνατότητα και κάθε αίτημα αλλαγής , κοινωνικής και πολιτικής .
Ετσι η μόνη αντίθεση με το σύστημα θα καταλήξει να έχει την μορφή της τυφλής αντιπαράθεσης , του χωρίς νόημα ξεσπάσματος βίας ( Zizek)
Εχει επισημανθεί πολλές φορές εδώ μέσα ότι η κατ’ αρχήν επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού μετά την πτώση των καθεστώτων των ανατολικών κρατών , και η εμφάνιση του έκτοτε ως μοναδικής αδιαμφισβήτητης πραγματικότητας από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς της εξουσίας , έχει δημιουργήσει το παράδοξο της ύπαρξης ελευθερίας δίχως την δυνατότητα επιλογής. Η επικράτηση του φιλελευθερισμού ( με «νέο» ή χωρίς , αδιάφορο ) δημιουργεί τους όρους μίας in principle ελευθερίας χωρίς ελευθερία in fact.
Ετσι το πολιτικό γίνεται πλέον αντιληπτό είτε με όρους διαχειριστικής συναίνεσης / συμβιβασμού μεταξύ ατόμων είτε με όρους μιας διαβουλευτικής ηθικής ( Mouffe ; 2010). Σε κάθε περίπτωση , είτε δηλαδή μέσω του εργαλειακά ορθολογικού συμβιβασμού μεμονωμένων ατόμων , είτε μέσω της ορθολογικής ηθικής συναίνεσης του διαλόγου , αυτό που απομακρύνεται , απωθείται , κρύβεται ή εξαφανίζεται είναι η έννοια των συλλογικών πολιτικών ταυτοτήτων και του ανταγωνισμού μεταξύ τους , της αντιπαράθεσης δηλαδή του εμείς/ αυτοί με στόχο την εξουσία ( ο διαχωρισμός φίλος/εχθρός έχει ήδη τεθεί από την δεκαετία του ’30 ως το βασικό κριτήριο του πολιτικού [Schmitt]).
Μέσα από την απώθηση των συλλογικών ταυτοτήτων και του συγκρουσιακού μοντέλου της δημοκρατίας ξεπηδά δυναμικά ο «εκσυγχρονισμός» επιδιώκοντας να ηγεμονεύσει τον χώρο της αντιπολιτικής αντίληψης που αρνείται να αναγνωρίσει την ανταγωνιστική διάσταση ως συστατική του πολιτικού . Εισάγονται πλέον στην θεωρία βαρύγδουπες αλλά κούφιες εκφράσεις όπως «διαλογική δημοκρατία» , «παγκόσμια κοινωνία πολιτών», «κοινωνία της πληροφορίας» , «πληροφοριακός αυτοκαθορισμός» κ.ο.κ. Οι ιεροφάντες της συναίνεσης , του τρίτου δρόμου – της δεξιάς στροφής δηλαδή της σοσιαλδημοκρατίας – προσπαθούν να επανασχεδιάσουν την πολιτική με αποκλειστικά συναινετικό περιεχόμενο.
Από την νεωτερικότητα περνάμε στην «ανακλαστική» νεωτερικότητα και την κοινωνία της διακινδύνευσης ( Beck ; 1996). Ο ίδιος εισάγει και την κρίσιμη έννοια της «υποπολιτικής» , ότι δηλαδή το πολιτικό δεν θα πρέπει να αναζητείται στους παραδοσιακούς χώρους , όπως το κοινοβούλιο , τα κόμματα , οι εργατικές ενώσεις αλλά σε διαφορετικούς τόπους , αυτούς που μέχρι σήμερα η βιομηχανική κοινωνία θεωρούσε ως απολιτικούς . Ταυτόχρονα ο ίδιος τονίζει και ότι «υποπολιτική» σημαίνει την διαμόρφωση της κοινωνίας από τα κάτω , υπονοώντας ότι τώρα υπάρχει πληθώρα ευκαιριών για την απρόσκοπτη έκφραση καινοφανών μετανεωτερικών απόψεων και την συμμετοχή στην πολιτική ατόμων και ομάδων που έως σήμερα δεν είχαν εμπλακεί στην δημόσια σφαίρα .Με τον συνεχή τονισμό της ανυπαρξίας εναλλακτικής λύσης και την γέννηση μιας νέας πολιτικής , της «ενεργούς εμπιστοσύνης» , προωθείται η ανάπτυξη κοινωνικών κινημάτων στο πλαίσιο της οποίας η αμφισβήτηση ποικίλων μορφών εξουσίας διευρύνει της δυνατότητες για περισσότερο εκδημοκρατισμό ( Giddens).
Φυσικά , υπόρρητος αλλά καίριος σκοπός όλων αυτών είναι : να μείνουν άθικτες οι σχέσεις εξουσίας επί των οποίων δομείται η κοινωνία , να εκλείψει η πολιτική σύγκρουση για την κατάκτηση της εξουσίας και να γίνει η πολιτική αντιπαράθεση το αντίστοιχο της κατανάλωσης προϊόντων – πακέτων ( MacPherson) ώστε να μη διαταράσσεται η εναλλαγή των πολιτικών ελίτ στην εξουσία ( εξ ού και η εμμονή ότι η διαίρεση αριστερά/δεξιά έχει απωλέσει πλέον κάθε νόημα ( Giddens).
Aποτέλεσμα όλων αυτών των δήθεν ριζοσπαστικών και μετανεωτερικών θεωριών είναι ο κατακερματισμός της συλλογικότητας και η δημιουργία κομμάτων α-πολιτικών με «new age» αιτήματα πλήρως εναρμονισμένων με το σύγχρονο zeitgeist – όπως αυτό του κόμματος των Πειρατών – τα οποία λόγω του δήθεν postmodern χαρακτήρα τους έχουν απήχηση σε μερίδα της αριστεράς που έχει χάσει τον ιδεολογικό προσανατολισμό της και μέσω της υποστήριξης τέτοιων κομμάτων και τέτοιων δράσεων απομακρύνεται ακόμη περισσότερο από την ιδεολογική της βάση – την αλλαγή των οικονομικών σχέσεων – και παραιτείται από κάθε δυνατότητα και κάθε αίτημα αλλαγής , κοινωνικής και πολιτικής .
Ετσι η μόνη αντίθεση με το σύστημα θα καταλήξει να έχει την μορφή της τυφλής αντιπαράθεσης , του χωρίς νόημα ξεσπάσματος βίας ( Zizek)