Επειδή κανείς απο τα ΜΜΕ δεν την θυμάται....
Και επειδή ξανασκαλίζω τις πληγές της χώρας μου...και επειδή μου αρέσει ο πόνος που μου προκαλεί....
Ας θυμηθούμε μαζί τι έγινε εκείνη την Κυριακή.
Κυριακή 3 του Δεκέμβρη 1944:
Η αδούλωτη Αθήνα και πάλι σε αγωνιστικό συναγερμό: Σύσσωμος ο εργαζόμενος λαός, άντρες και γυναίκες, ντυμένοι στα γιορτινά, στην πρόσκληση του ΕΑΜ απαντούσαν με την αγωνιστική συμμετοχή τους στην παλλαϊκή εκδήλωση για την εξασφάλιση των ελευθεριών και των δικαιωμάτων τους, που κέρδισαν με σκληρούς αγώνες και ποτάμια δάκρυα και αίμα. Στους τόπους συγκέντρωσης κάποιοι ψιθυρίζουν στ’ αυτιά των απλών ανθρώπων πως η εκδήλωση απαγορεύτηκε από τον Παπανδρέου και είναι παράνομη. Μα κανένας δεν νιώθει τι σημαίνει αυτό, μήπως όταν όλα τα πλάκωνε η μαύρη σκλαβιά, οι αδούλωτοι σκλάβοι ζητούσαν την άδεια να αγωνισθούν για να καταλύσουν τη δουλεία; Τα χωνιά, τα συνθήματα, τα τραγούδια των επονιτών ηλεκτρίζουν τα πλήθη. Στις ηρωικές συνοικίες ακούεται το σύνθημα «Λαοκρατία και όχι νέα Κατοχή!». Ο Λαός βλέπει με τα μάτια της καρδιάς του από που ερχόταν ο κίνδυνος.
Ποτάμια τα πλήθη, με σημαίες και λάβαρα, με πλακάτ και βροχή τα φέιγ-βολάν και οι προκηρύξεις, κινούνταν προς το κέντρο της Αθήνας. Αστυφύλακες – οι άγγελοι αυτοί φύλακες χτες της γερμανοφασιστικής «νέας τάξης πραγμάτων» και σήμερα ελπιδοφόρα όργανά της «νέας αγγλικής κατοχής» – σε μικρές ομάδες, έχουν πιάσει όλες τις γωνίες των δρόμων που οδηγούν στην πλατεία Συντάγματος. Στην Αστυνομική Διεύθυνση έχει συγκεντρωθεί η κύρια δύναμη που προοριζόταν για την πρόκληση. Ένα τμήμα της είχε οχυρωθεί πίσω από ένα πέτρινο ντουβαράκι στο αντικρινό πεζοδρόμιο, που δέσποζε πάνω από τον Άγνωστο Στρατιώτη. Η ενέδρα είχε στηθεί!
Ώρα 10 και 45 λεπτά. Πλημμύρισε η πλατεία και όλοι οι γύρω δρόμοι. Μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη έχουν συγκεντρωθεί λαϊκές Επιτροπές, διοικήσεις Σωματείων και στελέχη του κινήματος. Είχε προγραμματιστεί ν’ αρχίσει η εκδήλωση με κατάθεση στεφάνων στη μνήμη εκείνων που θυσίασαν τη ζωή τους για τη λευτεριά και την ανεξαρτησία.
Ξαφνικά από τα παράθυρα της Αστυνομικής Διεύθυνση ρίχνονται οι πρώτοι πυροβολισμοί. Ακολούθησαν ριπές πολυβόλων και αυτομάτων όπλων. Δεκαπέντε περίπου νεκροί και τραυματίες πέφτουν πάνω στο μαρμαρόστρωτο χώρο του μνημείου. «Οι πυροβολισμοί – έγραψε αργότερα ο Β. Μπαρτζιώτας – σκόρπισαν (όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις), τη σύγχυση στους διαδηλωτές, που αποσύρθηκαν και, για μιά στιγμή, η Πλατεία Συντάγματος άδειασε. Έμειναν μόνο τα πτώματα των σκοτωμένων και οι βαριά τραυματίες. Εκείνη τη στιγμή – συνεχίζει την αφήγηση των δραματικών γεγονότων ο Β. Μπαρτζιώτας – βρισκόμασταν μαζί με τον σ. Καλοδίκη (μέλος της Ε.Π. της Κ.Ο.Α. και της ΚΕ του ΚΚΕ, που σκοτώθηκε από τους μοναρχοφασίστες στη Λάρισα) μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά από την Πλατεία Συντάγματος, γύρω από τη Μητρόπολη της Αθήνας. Έπειτα απ’ τη δολοφονική αυτή επίθεση πήραμε δυό σοβαρά μέτρα: Ειδοποιήσαμε το Α´ Σώμα Στρατού του ΕΛΑΣ Αθήνας να ‛ναι σε επιφυλακή, έτοιμο για δράση, και ρίξαμε στη διαδήλωση νέες δυνάμεις, 200.000 εργάτες, που ‛χαμε συγκεντρωμένους στην Πλάκα και στο Μοναστηράκι» (1).
Στο μεταξύ ο λαός συνήλθε από τον αιφνιδιασμό. Ορμητικά η λαοθάλασσα ξαναπλημμύρισε την Πλατεία. Νέες φάλαγγες, όπως και στην περίοδο της κατοχής, κατέφθαναν στο Σύνταγμα. Νέοι πυροβολισμοί, ομαδικότεροι και πυκνότεροι, ρίχνουν πάνω στην άσφαλτο και άλλους νεκρούς και τραυματίες. Το πλήθος ξαπλώθηκε κάτων και δεν έφυγε. Έπρεπε να μαζέψει τους νεκρούς και τραυματίες της άτιμης και απρόκλητης δολοφονικής επίθεσης.
Η επιμονή και το πείσμα του λαού πανικόβαλε τους δολοφόνους. Άφησαν τις θέσεις τους και μαζεύτηκαν στο μέγαρο της Αστυνομικής Διεύθυνσης. Οι περισσότεροι καλύφτηκαν πίσω από τον ψηλό σιδερένιο φράχτη του μεγάρου. Ο λαός ήταν πια κυρίαρχος στην Πλατεία. Ο Μακνήλ που παρακολούθησε τα γεγονότα, περιγράφει τη συνέχεια στο βιβλίο του:
«... Γύρω από το σημείο της ασφάλτου, όπου είχαν σφαγιασθεί οι σύντροφοί τους, σχηματίστηκαν μικροί όγκοι από λουλούδια και κλαδιά, ενώ εκατοντάδες από τους διαδηλωτές έσκυβαν να βουτήξουν το μαντήλι τους στο νωπό αίμα, που λίμναζε στο κατάστρωμα του δρόμου. Και τα μαντήλια αυτά γίνονταν σημαίες που τις περνούσαν μέσα από τα πλήθη, ενώ όσοι τα κρατούσαν καλούσαν όλους τους γύρω τους να αγγίξουν το ματωβαμένο πανί και να ορκιστούν εκδίκηση εναντίον εκείνων που προκάλεσαν τη σφαγή...» Και παρακάτω: «Ήταν η μεγαλύτερη διαδήλωση που γνώρισε ποτές η Αθήνα...», «... νέες κοπέλες ηλικίας μόλις δεκατεσσάρων ετών, παρήλαυναν έχοντας τις άκρες από τις φούστες τους βουτηγμένες μέσα στο αίμα που λίμναζε στο δρόμο...» (2)
Η οργή του λαού είχε κορυφωθεί. Η Πλατεία Συντάγματος και οι γύρω της δρόμοι είχαν πλημμυρίσει από έναν λαό που ζητούσε εκδίκηση. Στα κυρίαρχα συνθήματα «θάνατος στους δολοφόνους!» και «Λαοκρατία και όχι άλλη κατοχή!», «Συναγωνιστές στα όπλα!», «Εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλάδα!». Οι προβοκάτορες είχαν εξαφανιστεί. Οι Άγγλοι, που ήσαν συγκεντρωμένοι στα ξενοδοχεία της Πλατείας, μαζί με όλη την «αφρόκρεμα» της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας και τους πολιτικούς και στρατιωτικούς εκπροσώπους της, βλέποντας τη λαοθάλασσα να μένει στην περιοχή του κέντρου της πόλης και να φουσκώνει με νέες εξαγριωμένες μάζες, φέρνουν στην Πλατεία Συντάγματος καινούργιες βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις με τανκς και θωρακισμένα αυτοκίνητα. Το μίσος του λαού, που ερχόταν πρόσωπο με πρόσωπο με τους αποικιοκράτες, κορυφώθηκε.
Η δολοφονική επίθεση στην Πλατεία Συντάγματος, που ξάπλωσε πάνω στην άσφαλτο 21 νεκρούς και πάνω από 140 τραυματίες, άοπλους διαδηλωτές, δεν έπρεπε να μείνει ατιμώρητη. Με πίστη στην ηγεσία του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, ο λαός περίμενε οδηγίες. Μάζεψε τους νεκρούς, έδωσε τις απαραίτητες πρώτες βοήθειες στους τραυματίες, που τους μετέφερε στα πλησιέστερα νοσοκομεία, και περίμενε.
Τις πρώτες απογευματινές ώρες, ο Γραμματέας της ΚΕ του ΕΑΜ προσπάθησε να καθησυχάσει τα πλήθη. Ζήτησε ψυχραιμία και πίστη στο ΕΑΜ και τον δίκαιο αγώνα του λαού. Τους ανακοίνωσε την απόφαση της ΚΕ του ΕΑΜ για παλλαϊκή κηδεία των θυμάτων και τους κάλεσε να αποχωρήσουν με τάξη και πειθαρχία στις γειτονιές τους.
Αμέσως, γρήγορα και πειθαρχημένα, η λαοθάλασσα άδειασε την Πλατεία Συντάγματος. Το θέαμα της αποχώρησης ήταν εκπληκτικό και προκάλεσε τρόμο στους ντόπιους αντεπαναστάτες και τους ξένους υποκινητές του εμφυλίου πολέμου, περισσότερο απ’ ό,τι δοκίμασαν όταν ξέσπασε η οργή του λαού. Ένας εξαγριωμένος λαός, που σε ένα μόνο νεύμα της ηγεσίας του πειθαρχεί, δεν είναι δούλος, αλλά συνειδητός αγωνιστής, που έχει συναίσθηση πως η δύναμη του βρίσκεται στην ενότητα και την ενιαία και συντονισμένη δράση του.
Πολλές λαχτάρες μέσα σε λίγες ώρες δοκίμασαν οι υποκινητές του εμφυλίου πολέμου.
Και επειδή ξανασκαλίζω τις πληγές της χώρας μου...και επειδή μου αρέσει ο πόνος που μου προκαλεί....
Ας θυμηθούμε μαζί τι έγινε εκείνη την Κυριακή.
Η Ματωμένη Κυριακή 3 Δεκέμβρη 1944
Η πρόκληση
Κυριακή 3 του Δεκέμβρη 1944:

Η αδούλωτη Αθήνα και πάλι σε αγωνιστικό συναγερμό: Σύσσωμος ο εργαζόμενος λαός, άντρες και γυναίκες, ντυμένοι στα γιορτινά, στην πρόσκληση του ΕΑΜ απαντούσαν με την αγωνιστική συμμετοχή τους στην παλλαϊκή εκδήλωση για την εξασφάλιση των ελευθεριών και των δικαιωμάτων τους, που κέρδισαν με σκληρούς αγώνες και ποτάμια δάκρυα και αίμα. Στους τόπους συγκέντρωσης κάποιοι ψιθυρίζουν στ’ αυτιά των απλών ανθρώπων πως η εκδήλωση απαγορεύτηκε από τον Παπανδρέου και είναι παράνομη. Μα κανένας δεν νιώθει τι σημαίνει αυτό, μήπως όταν όλα τα πλάκωνε η μαύρη σκλαβιά, οι αδούλωτοι σκλάβοι ζητούσαν την άδεια να αγωνισθούν για να καταλύσουν τη δουλεία; Τα χωνιά, τα συνθήματα, τα τραγούδια των επονιτών ηλεκτρίζουν τα πλήθη. Στις ηρωικές συνοικίες ακούεται το σύνθημα «Λαοκρατία και όχι νέα Κατοχή!». Ο Λαός βλέπει με τα μάτια της καρδιάς του από που ερχόταν ο κίνδυνος.
Ποτάμια τα πλήθη, με σημαίες και λάβαρα, με πλακάτ και βροχή τα φέιγ-βολάν και οι προκηρύξεις, κινούνταν προς το κέντρο της Αθήνας. Αστυφύλακες – οι άγγελοι αυτοί φύλακες χτες της γερμανοφασιστικής «νέας τάξης πραγμάτων» και σήμερα ελπιδοφόρα όργανά της «νέας αγγλικής κατοχής» – σε μικρές ομάδες, έχουν πιάσει όλες τις γωνίες των δρόμων που οδηγούν στην πλατεία Συντάγματος. Στην Αστυνομική Διεύθυνση έχει συγκεντρωθεί η κύρια δύναμη που προοριζόταν για την πρόκληση. Ένα τμήμα της είχε οχυρωθεί πίσω από ένα πέτρινο ντουβαράκι στο αντικρινό πεζοδρόμιο, που δέσποζε πάνω από τον Άγνωστο Στρατιώτη. Η ενέδρα είχε στηθεί!
Ώρα 10 και 45 λεπτά. Πλημμύρισε η πλατεία και όλοι οι γύρω δρόμοι. Μπροστά στον Άγνωστο Στρατιώτη έχουν συγκεντρωθεί λαϊκές Επιτροπές, διοικήσεις Σωματείων και στελέχη του κινήματος. Είχε προγραμματιστεί ν’ αρχίσει η εκδήλωση με κατάθεση στεφάνων στη μνήμη εκείνων που θυσίασαν τη ζωή τους για τη λευτεριά και την ανεξαρτησία.
Ξαφνικά από τα παράθυρα της Αστυνομικής Διεύθυνση ρίχνονται οι πρώτοι πυροβολισμοί. Ακολούθησαν ριπές πολυβόλων και αυτομάτων όπλων. Δεκαπέντε περίπου νεκροί και τραυματίες πέφτουν πάνω στο μαρμαρόστρωτο χώρο του μνημείου. «Οι πυροβολισμοί – έγραψε αργότερα ο Β. Μπαρτζιώτας – σκόρπισαν (όπως συμβαίνει σε τέτοιες περιπτώσεις), τη σύγχυση στους διαδηλωτές, που αποσύρθηκαν και, για μιά στιγμή, η Πλατεία Συντάγματος άδειασε. Έμειναν μόνο τα πτώματα των σκοτωμένων και οι βαριά τραυματίες. Εκείνη τη στιγμή – συνεχίζει την αφήγηση των δραματικών γεγονότων ο Β. Μπαρτζιώτας – βρισκόμασταν μαζί με τον σ. Καλοδίκη (μέλος της Ε.Π. της Κ.Ο.Α. και της ΚΕ του ΚΚΕ, που σκοτώθηκε από τους μοναρχοφασίστες στη Λάρισα) μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά από την Πλατεία Συντάγματος, γύρω από τη Μητρόπολη της Αθήνας. Έπειτα απ’ τη δολοφονική αυτή επίθεση πήραμε δυό σοβαρά μέτρα: Ειδοποιήσαμε το Α´ Σώμα Στρατού του ΕΛΑΣ Αθήνας να ‛ναι σε επιφυλακή, έτοιμο για δράση, και ρίξαμε στη διαδήλωση νέες δυνάμεις, 200.000 εργάτες, που ‛χαμε συγκεντρωμένους στην Πλάκα και στο Μοναστηράκι» (1).
Στο μεταξύ ο λαός συνήλθε από τον αιφνιδιασμό. Ορμητικά η λαοθάλασσα ξαναπλημμύρισε την Πλατεία. Νέες φάλαγγες, όπως και στην περίοδο της κατοχής, κατέφθαναν στο Σύνταγμα. Νέοι πυροβολισμοί, ομαδικότεροι και πυκνότεροι, ρίχνουν πάνω στην άσφαλτο και άλλους νεκρούς και τραυματίες. Το πλήθος ξαπλώθηκε κάτων και δεν έφυγε. Έπρεπε να μαζέψει τους νεκρούς και τραυματίες της άτιμης και απρόκλητης δολοφονικής επίθεσης.
Η επιμονή και το πείσμα του λαού πανικόβαλε τους δολοφόνους. Άφησαν τις θέσεις τους και μαζεύτηκαν στο μέγαρο της Αστυνομικής Διεύθυνσης. Οι περισσότεροι καλύφτηκαν πίσω από τον ψηλό σιδερένιο φράχτη του μεγάρου. Ο λαός ήταν πια κυρίαρχος στην Πλατεία. Ο Μακνήλ που παρακολούθησε τα γεγονότα, περιγράφει τη συνέχεια στο βιβλίο του:
«... Γύρω από το σημείο της ασφάλτου, όπου είχαν σφαγιασθεί οι σύντροφοί τους, σχηματίστηκαν μικροί όγκοι από λουλούδια και κλαδιά, ενώ εκατοντάδες από τους διαδηλωτές έσκυβαν να βουτήξουν το μαντήλι τους στο νωπό αίμα, που λίμναζε στο κατάστρωμα του δρόμου. Και τα μαντήλια αυτά γίνονταν σημαίες που τις περνούσαν μέσα από τα πλήθη, ενώ όσοι τα κρατούσαν καλούσαν όλους τους γύρω τους να αγγίξουν το ματωβαμένο πανί και να ορκιστούν εκδίκηση εναντίον εκείνων που προκάλεσαν τη σφαγή...» Και παρακάτω: «Ήταν η μεγαλύτερη διαδήλωση που γνώρισε ποτές η Αθήνα...», «... νέες κοπέλες ηλικίας μόλις δεκατεσσάρων ετών, παρήλαυναν έχοντας τις άκρες από τις φούστες τους βουτηγμένες μέσα στο αίμα που λίμναζε στο δρόμο...» (2)
Η οργή του λαού είχε κορυφωθεί. Η Πλατεία Συντάγματος και οι γύρω της δρόμοι είχαν πλημμυρίσει από έναν λαό που ζητούσε εκδίκηση. Στα κυρίαρχα συνθήματα «θάνατος στους δολοφόνους!» και «Λαοκρατία και όχι άλλη κατοχή!», «Συναγωνιστές στα όπλα!», «Εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλάδα!». Οι προβοκάτορες είχαν εξαφανιστεί. Οι Άγγλοι, που ήσαν συγκεντρωμένοι στα ξενοδοχεία της Πλατείας, μαζί με όλη την «αφρόκρεμα» της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας και τους πολιτικούς και στρατιωτικούς εκπροσώπους της, βλέποντας τη λαοθάλασσα να μένει στην περιοχή του κέντρου της πόλης και να φουσκώνει με νέες εξαγριωμένες μάζες, φέρνουν στην Πλατεία Συντάγματος καινούργιες βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις με τανκς και θωρακισμένα αυτοκίνητα. Το μίσος του λαού, που ερχόταν πρόσωπο με πρόσωπο με τους αποικιοκράτες, κορυφώθηκε.
Η δολοφονική επίθεση στην Πλατεία Συντάγματος, που ξάπλωσε πάνω στην άσφαλτο 21 νεκρούς και πάνω από 140 τραυματίες, άοπλους διαδηλωτές, δεν έπρεπε να μείνει ατιμώρητη. Με πίστη στην ηγεσία του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, ο λαός περίμενε οδηγίες. Μάζεψε τους νεκρούς, έδωσε τις απαραίτητες πρώτες βοήθειες στους τραυματίες, που τους μετέφερε στα πλησιέστερα νοσοκομεία, και περίμενε.
Τις πρώτες απογευματινές ώρες, ο Γραμματέας της ΚΕ του ΕΑΜ προσπάθησε να καθησυχάσει τα πλήθη. Ζήτησε ψυχραιμία και πίστη στο ΕΑΜ και τον δίκαιο αγώνα του λαού. Τους ανακοίνωσε την απόφαση της ΚΕ του ΕΑΜ για παλλαϊκή κηδεία των θυμάτων και τους κάλεσε να αποχωρήσουν με τάξη και πειθαρχία στις γειτονιές τους.
Αμέσως, γρήγορα και πειθαρχημένα, η λαοθάλασσα άδειασε την Πλατεία Συντάγματος. Το θέαμα της αποχώρησης ήταν εκπληκτικό και προκάλεσε τρόμο στους ντόπιους αντεπαναστάτες και τους ξένους υποκινητές του εμφυλίου πολέμου, περισσότερο απ’ ό,τι δοκίμασαν όταν ξέσπασε η οργή του λαού. Ένας εξαγριωμένος λαός, που σε ένα μόνο νεύμα της ηγεσίας του πειθαρχεί, δεν είναι δούλος, αλλά συνειδητός αγωνιστής, που έχει συναίσθηση πως η δύναμη του βρίσκεται στην ενότητα και την ενιαία και συντονισμένη δράση του.
Πολλές λαχτάρες μέσα σε λίγες ώρες δοκίμασαν οι υποκινητές του εμφυλίου πολέμου.
Last edited: