Συνδέσεις και ρεύμα
Στα καλώδια ρεύματος ποιό είναι το κριτήριο για να επιλέξει κανείς μεταξύ ασημοκόλλησης ή βιδώματος? Επίσης θέλω να ρωτήσω ξανά: τα amperes του καλωδίου έχουν να κάνουν με τη διατομή ή με τους connectors?
Αν θέλετε να μιλήσουμε συγκεκριμένα για καλωδια, ας πούμε για shunyata ή για nordost.
Η ηλεκτρική σύνδεση δύο αγωγών ρεύματος ή ενός αγωγού και ενός ακροδέκτη έχει ένα σκοπό: να μεταφέρει απρόσκοπτα το ρεύμα, που διαρρέει τον πρώτο αγωγό, στον δεύτερο.
Σε όλα τα καλώδια ρεύματος, ανεξάρτητα αν αυτά προορίζονται για συσκευές AV, για πλυντήριο ρούχων ή πιάτων, για ηλεκτρική κουζίνα, για ηλεκτροκινητήρα ή ακόμα και για ηλεκτρογεννήτρια
το κριτήριο για τη μεταφορά ηλεκτρικής ισχύος στις συνδέσεις είναι ένα και μοναδικό: Η επίτευξη όσο το δυνατόν καλύτερης και σταθερότερης σύνδεσης, τέτοιας που θα μεταφέρει το μέγιστο ρεύμα που μπορεί να διέλθει μέσα από τους αγωγούς χωρίς αυτή να αποτελεί τροχοπέδη.
Ότα συνδέονται δύο χάλκινοι αγωγοί (γιατί για τέτοιους μιλάμε), το ιδανικό θα ήταν να μπορούσαμε να τους κολλάγαμε με χαλκοκόλληση ή έστω με μπρουτζοκόλληση (με χρήση οξυγόνου-ασετυλίνης). Αυτό όμως για τα καλώδια είναι ανέφικτο γιατί η υψηλή θερμοκρασία θα έλιωνε τη μόνωση. Εφαρμόζεται σε μεγάλες εγκαταστάσεις, εκεί που οι αγωγοί είναι χάλκινες μπάρες (γυμνές) και στα σημεία της σύνδεσης δεν απαιτείται μελλοντική αποσύνδεση (π.χ. σε ορισμένα σημεία ηλεκτρικών πινάκων μεγάλης ισχύος στη ναυτιλία και στη βιομηχανία).
Η επόμενη σε αξία σύνδεση είναι η λεγόμενη
ΨΥΧΡΗ σύνδεση, αυτή που προσδένει με σταθερή σύσφιξη το καθαρό ξεγυμνωμένο μέρος του χαλκού στις άκρες των δύο αγωγών (καλωδίων). Τέτοια, που να εκμεταλλεύεται τη μέγιστη δυνατή γυμνή επιφάνεια ΚΑΙ των δύο στοιχείων της σύνδεσης (αγωγών ή αγωγού και ακροδέκτη), ώστε η ροή των ηλεκτρονίων από τον ένα στον άλλο να γίνεται με τη μικρότερη δυνατή αντίσταση.
Μια τέτοια σύνδεση όμως προϋποθέτει:
1) Μη καταστροφή των κλώνων των αγωγών (ή του αγωγού). Στην περίπτωσή μας, αφού μιλάμε για καλώδιο, πρέπει να θεωρήσουμε ότι αυτό είναι πολύκλωνο και μάλιστα - στις περισσότερες περιπτώσεις - με πολύ λεπτούς κλώνους. Επειδή στις περισσότερες περιπτώσεις, η σύσφιξη γίνεται συνήθως με ένα ψιλό βιδάκι, είναι σημειακή, δηλαδή πολύ μικρής επιφάνειας, και έχει ως αποτέλεσμα στις μισές τουλάχιστον περιπτώσεις να κόβονται οι περισσότεροι κλώνοι του καλωδίου, με αποτέλεσμα να μειώνεται η συνολική διατομή στο σημείο της σύνδεσης και να αυξάνεται η αντίσταση. Για να αποφευχθεί, λοιπόν, η καταστροφή των κλώνων θα πρέπει ή η σύσφιξη να επιτελείται σε μεγάλη επιφάνεια (π.χ. πλατύ βιδάκι) ή να είναι οριακή ώστε να μην καταστραφούν οι κλώνοι, πράγμα που εμπεριέχει τον κίνδυνο της ατελούς σύσφιξης, ή να χρησιμοποιείται ειδικός χάλκινος ακροδέκτης τύπου μανδύα, ο οποίος εφαρμόζεται με ειδικό εργαλείο στην άκρη του απογυμνωμένου καλωδίου και ο οποίος κατόπιν μπορεί να δεχθεί χωρίς πρόβλημα το απαιτούμενο δυνατό σφίξιμο από το βιδάκι της σύνδεσης.
2) Καλή επαφή μεταξύ αγωγού και ακροδέκτη (στο φις ή στο βύσμα ισχύος). Αυτό παραπέμπει στα παραπάνω, στα οποία είπαμε ότι ο κανόνας είναι η χρήση μιας μικρής βίδας, που καλείται να κάνει δυο δουλειές, σχεδόν αντίθετες μεταξύ τους: Η πρώτη δουλειά είναι να σφίξει καλά ΚΑΙ σταθερά το καλώδιο πάνω στον ακροδέκτη και η δεύτερη να του προσφέρει τη μέγιστη δυνατή επιφανειακή επαφή, πράγμα που αντίκειται στο πρώτο, λόγω του μικρού της μεγέθους.
Εδώ έρχεται να βοηθήσει η κόλληση με το καλάϊ. Να εξηγήσουμε κάτι εδώ. Πολύς κόσμος ακούει τη λέξη "ασημοκόλληση" και πιστεύει ότι πρόκειται για κόλληση με υλικό το ασήμι.
Παρένθεση: πράγματι ο άργυρος (το ασήμι) είναι το περισσότερο αγώγιμο μέταλλο με σχετική αγωγιμότητα 105, ενώ ο χαλκός είναι το αμέσως επόμενο με σχετική αγωγιμότητα 100. Ακολουθούν ο χρυσός με 71, το αλουμίνο με 62, εκ των κραμμάτων ο μπρούτζος με 38 και ο ορείχαλκος με 25, ο ψευδάργυρος με 30, το νικέλιο με 25 κι αυτό, ο καθαρός σίδηρος με 17, ο λευκόχρυσος (πλατίνα) με 16, ο κοινός χάλυβας και ο κασσίτερος με 15, ο μόλυβδος (μολύβι) με 8 και ο υδράργυρος με 2. Ο καθαρός άνθρακας παρουσιάζει μια αξιόλογη ιδιαιτερότητα και κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες κατατάσσεται κι αυτός στα αγώγιμα υλικά. Τα νούμερα που αναφέρω είναι ενδεικτικά και περίπου, διότι οι διάφορες πηγές τα παρουσιάζουν ελαφρά διαφοροποιημένα, αλλά η ουσία δεν αλλάζει σχετικά με την κατάταξη.
Κλείνει η παρένθεση.
Ξαναρχόμαστε στην πιο πάνω παράγραφο, σχετικά με την ασημοκόλληση. Αυτό που κυκλοφορεί λοιπόν στο εμπόριο για ηλεκτρονικές εφαρμογές, με χρήση του ηλεκτρικού κολλητηριού, δεν είναι ασήμι, ούτε καν κάποιο κράμα με αρκούντως υψηλή περιεκτικότητα σε ασήμι. Θα ήταν ευχής έργον να υπήρχε τέτοια κόλληση, αλλά δυστυχώς οι φυσικές ιδιότητες του ασημιού δεν του επιτρέπουν να χρησιμοποιείται σε κολλήσεις με το γνωστό μας κολλητήρι. Λιώνει στους 962 Β. Κελσίου περίπου, κι όπως καταλαβαίνετε αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί με κολλητήρι, θέλει φλόγα οξυγόνου. Αυτό ή μάλλον αυτά που κυκλοφορούν είναι κολλήσεις με μικρή περιεκτικότητα σε ασήμι, συνήθως 2 έως 4% και τα υπόλοιπα υλικά είναι κασσίτερος και ψευδάργυρος. Σε σχέση με την κοινή κασσιτεροκόλληση (κράμα κασσίτερου και ψευδάργυρου μόνο) δίνει καλύτερα και πιο ομοιόμορφα αποτελέσματα και προσφέρει ελαφρά καλύτερες ιδιότητες αγωγιμότητας.
Πότε επιλέγουμε, λοιπόν την κόλληση (αποφεύγω τη λέξη ασημοκόλληση, διότι ακόμα και η κοινή κασσιτεροκόλληση μπορεί να προσφέρει σε μεγάλο βαθμό τα αποτελέσματα της λεγόμενης "ασημοκόλλησης"); Την επιλέγουμε όταν η
ΨΥΧΡΗ σύνδεση, αυτή με τα βιδάκια που λέγαμε πιο πάνω, ενέχει τους κινδύνους που περιγράψαμε, δηλαδή να μην είμαστε σίγουροι αν το βιδάκι σφίγγει καλά, αν θεωρήσουμε ότι θα καταστραφεί η άκρη του καλωδίου και οι κλώνοι του, κλπ. κλπ.
Μια καλή λύση, όπου και όταν μπορεί να εφαρμοστεί είναι ένα μεικτός τρόπος, που κάνει χρήση και των δύο μεθόδων. Δηλαδή, θα μπορούσαμε να σφίξουμε καλά, χωρίς να την καταστρέψουμε, την άκρη του καλωδίου και μετά να κολλήσουμε την ένωση με μια καλή κόλληση. Αυτό βέβαια μας απαγορεύει στο μέλλον να μπορούμε να ξαναλύσουμε και να αποσυνδέσουμε το καλώδιο από τον ακροδέκτη, αλλά είναι ένας καλός τρόπος ασφαλούς και αξιόπιστης σύνδεσης, εφ' όσον η αποσύνδεση δεν είναι στα σχέδιά μας.
Ένας επίσης καλός τρόπος μεικτής σύνδεσης είναι να "γαλβανίσουμε" το απογυμνωμένο άκρο του καλωδίου με "ασημοκόλληση", ώστε να το καταστήσουμε συμπαγές (σαν ένα μονόκλωνο καλώδιο) και μετά να σφίξουμε τη βίδα του ακροδέκτη όσο δυνατά μας παίρνει, χωρίς να έχουμε το φόβο της καταστροφής των κλώνων του. Αν με ρωτήσετε, αυτή τη συγκεκριμένη μέθοδο την εφαρμόζω σχεδόν παντού, σε όλες τις συνδέσεις ισχύος. Με έναν όρο, όμως: το λεγόμενο "γαλβάνισμα", δηλαδή η εφαρμογή "ασημοκόλλησης" στην άκρη του απογυμνωμένου καλωδίου, γίνεται με πολύ φειδώ, ίσα-ίσα που πέφτει λίγη κόλληση πάνω στον άκρη, τόση ώστε να σταθεροποιήσει μεν τους κλώνους μεταξύ τους, αλλά να μην τους σκεπάσει τελείως. Έτσι, στη σύσφιξη της βίδας του ακροδέκτη, ουσιαστικά συμπιέζεται το καλάϊ και η βίδα μαζί με την εσωτερική επιφάνεια της τρύπας του ακροδέκτη έρχονται σε απ' ευθείας επαφή με πολλούς από τους χάλκινους κλώνους, αποκαθιστώντας έτσι την επαφή χαλκού με χαλκό.
Σε ότι αφορά στο δεύτερο ερώτημά σου, η διατομή του καλωδίου καθορίζει τα αμπέρ που θα δεχτεί το φις (ή η πρίζα ή το βύσμα ισχύος IEC). Ανάλογα με το καλώδιο κανονίζουμε και το είδος και μέγεθος του φις ή της πρίζας ή του βύσματος IEC.
-