- 17 June 2009
- 3,594
Ο Nikolaus Harnoncourt ήταν αδιαμφισβήτητα ένας γοητευτικός άνδρας: Προικισμένος δημιουργός, εξαιρετικός μαέστρος και δεξιοτέχνης τσελλίστας.
Απόγονος του Οίκου των Αψβούργων βίωσε, μεγαλώνοντας στο Graz,την υστερική προσωπολατρεία προς τον Χίτλερ, πράγμα που τον έκανε να αντιμετωπίζει επιφυλακτικά την λέξη «χαρισματικός».
Οι μουσικές του ανησυχίες τον οδήγησαν από νωρίς στην Μουσική Ακαδημία της Βιέννης.
Ένα χρόνο μετά από το ντεμπούτο του με την Συμφωνική της Ορχήστρα, αποφασίζει, ωθούμενος από τις προσωπικές του ανησυχίες για την πολιτιστική κληρονομιά και συνεπικουρούμενος από την σύζυγό του, να ιδρύσει την Concentus Musicus Wien.
Περνάει τις μέρες του ξετρυπώνοντας από κάθε λογής παλαιοπωλεία ξεχασμένα Αναγεννησιακά και Μεσαιωνικά μουσικά όργανα.
Η φαντασία του ταξιδεύει, προσπαθεί να φανταστεί πόσο διαφορετικός ήταν ο ήχος τότε, από αυτόν της σύγχρονης ορχήστρας, πως άκουγε τα έργα του ο ίδιος ο Μπαχ, ο Σκαρλάττι, ο Μοντεβέρντι.
Σε μια σχεδόν «οικογενειακή» συνεργασία με τον καλό του φίλο Gustav Leonhardt και τις συζύγους τους, ηχογραφεί -πέφτοντας έτσι στην δυσμένεια του «βελούδινου» φον Κάραγιαν ο οποίος ποτέ δεν κατάλαβε την εμμονή του στα όργανα εποχής - το Magnum Opus του, τις καντάτες του Κάντορα, που χρειάστηκε περίπου μια εικοσαετία μέχρι να ολοκληρωθεί. Και στο ίδιο πνεύμα, τρεις όπερες του Μοντεβέρντι: Orfeo, Il Ritorno d’ Ulisse, L’ Incoronazione di Poppea.
Πίσω όμως από τον ευγενή άνδρα κρυβόταν μια αντισυμβατική προσωπικότητα που αρνιόταν να βάλει τους κανόνες της αγοράς και των εταιρειών πάνω από τη μουσική, που στάθηκε αρωγός σε πολλούς νέους καλλιτέχνες, που αποτίναξε τις προκαταλήψεις από πολλά μουσικά έργα και τα ξαναδιάβασε κάτω από το δικό του σκοτεινό και υποβλητικό πρίσμα.
Ένας εστέτ, που παρά την αγάπη του για το παρελθόν απέδωσε εξαιρετικά και στα σύγχρονα μουσικά όργανα εμφυσώντας την προοδευτική του ματιά στην ιστορική συνείδηση.
Ο μαέστρος που προσπάθησε να μπει μέσα στο μυαλό του συνθέτη, να ανακαλύψει το πως, το γιατί, και να τα μοιραστεί εν συνεχεία με την ορχήστρα του, έφυγε στις αρχές του Μάρτη αφήνοντας ως παρακαταθήκη μεταξύ πολλών άλλων μια συναρπαστική και ταυτόχρονα κατανυκτική εικονοκλαστική προσέγγιση στα Κατά Ματθαίον Πάθη, το Απόλυτο - κατά έναν καλό φίλο - αριστούργημα της Μουσικής και έναν πολύ καλό κύκλο συμφωνιών Μπετόβεν με την Chamber Orchestra of Europe.
Απόγονος του Οίκου των Αψβούργων βίωσε, μεγαλώνοντας στο Graz,την υστερική προσωπολατρεία προς τον Χίτλερ, πράγμα που τον έκανε να αντιμετωπίζει επιφυλακτικά την λέξη «χαρισματικός».
Οι μουσικές του ανησυχίες τον οδήγησαν από νωρίς στην Μουσική Ακαδημία της Βιέννης.
Ένα χρόνο μετά από το ντεμπούτο του με την Συμφωνική της Ορχήστρα, αποφασίζει, ωθούμενος από τις προσωπικές του ανησυχίες για την πολιτιστική κληρονομιά και συνεπικουρούμενος από την σύζυγό του, να ιδρύσει την Concentus Musicus Wien.
Περνάει τις μέρες του ξετρυπώνοντας από κάθε λογής παλαιοπωλεία ξεχασμένα Αναγεννησιακά και Μεσαιωνικά μουσικά όργανα.
Η φαντασία του ταξιδεύει, προσπαθεί να φανταστεί πόσο διαφορετικός ήταν ο ήχος τότε, από αυτόν της σύγχρονης ορχήστρας, πως άκουγε τα έργα του ο ίδιος ο Μπαχ, ο Σκαρλάττι, ο Μοντεβέρντι.
Σε μια σχεδόν «οικογενειακή» συνεργασία με τον καλό του φίλο Gustav Leonhardt και τις συζύγους τους, ηχογραφεί -πέφτοντας έτσι στην δυσμένεια του «βελούδινου» φον Κάραγιαν ο οποίος ποτέ δεν κατάλαβε την εμμονή του στα όργανα εποχής - το Magnum Opus του, τις καντάτες του Κάντορα, που χρειάστηκε περίπου μια εικοσαετία μέχρι να ολοκληρωθεί. Και στο ίδιο πνεύμα, τρεις όπερες του Μοντεβέρντι: Orfeo, Il Ritorno d’ Ulisse, L’ Incoronazione di Poppea.
Πίσω όμως από τον ευγενή άνδρα κρυβόταν μια αντισυμβατική προσωπικότητα που αρνιόταν να βάλει τους κανόνες της αγοράς και των εταιρειών πάνω από τη μουσική, που στάθηκε αρωγός σε πολλούς νέους καλλιτέχνες, που αποτίναξε τις προκαταλήψεις από πολλά μουσικά έργα και τα ξαναδιάβασε κάτω από το δικό του σκοτεινό και υποβλητικό πρίσμα.
Ένας εστέτ, που παρά την αγάπη του για το παρελθόν απέδωσε εξαιρετικά και στα σύγχρονα μουσικά όργανα εμφυσώντας την προοδευτική του ματιά στην ιστορική συνείδηση.
Ο μαέστρος που προσπάθησε να μπει μέσα στο μυαλό του συνθέτη, να ανακαλύψει το πως, το γιατί, και να τα μοιραστεί εν συνεχεία με την ορχήστρα του, έφυγε στις αρχές του Μάρτη αφήνοντας ως παρακαταθήκη μεταξύ πολλών άλλων μια συναρπαστική και ταυτόχρονα κατανυκτική εικονοκλαστική προσέγγιση στα Κατά Ματθαίον Πάθη, το Απόλυτο - κατά έναν καλό φίλο - αριστούργημα της Μουσικής και έναν πολύ καλό κύκλο συμφωνιών Μπετόβεν με την Chamber Orchestra of Europe.