Αυτό σημαίνει ότι η κριτική θεωρία θα πρέπει να παραιτηθεί και να αφήσει το έδαφος ελεύθερο στην εμπειρική κοινωνιολογία; (Η εμπειρική κοινωνιολογία αρνείται να συνδεθεί με θεωρία, εργάζεται μόνο με μεθοδολογία, αλλά είναι θύμα μιας αυταπάτης γιατί χρησιμοποιεί σαν αντικείμενό της ένα στραβοβαλμένο συγκεκριμένο· παίζει λοιπόν έναν ιδεολογικό ρόλο παρ' όλες τις διακηρύξεις της ότι καταργεί τις αξιολογήσεις). Ή οι διαλεκτικές έννοιες μαρτυρούν ακόμη μια φορά για την αλήθεια τους - επιτρέπουν να καταλάβουμε ότι η δική τους κατάσταση είναι η ίδια με της κοινωνίας που αναλύουν; Η απάντηση είναι έτοιμη· για να την γνωρίσουμε αρκεί να κυττάξουμε την κριτική θεωρία απ' το σημείο ακριβώς της μεγαλύτερης αδυναμίας: είναι ανίκανη να αποδείξει ότι υπάρχουν απελευθερωτικές δυνάμεις στο εσωτερικό της κατεστημένης κοινωνίας.
Η κριτική θεωρία της κοινωνίας, όταν πρωτοεμφανίστηκε, είχε διαμορφωθεί από πραγματικές (αντικειμενικές και υποκειμενικές) δυνάμεις μέσα στην κατεστημένη κοινωνία, που αναζητούσαν (ή που μπορούσαν να μάθουν να αναζητούν) πιο ορθολογικούς, πιο ελεύθερους θεσμούς, εξαλείφοντας τους υπάρχοντες που είχαν πια γίνει εμπόδια στην πρόοδο. Πάνω σ' αυτή την εμπειρική βάση στήθηκε η θεωρία· και με βάση το εμπειρικό αυτό σχέδιο άρχισε να γίνεται κατανοητή η δυνατότητα απελευθέρωσης των δυνατοτήτων που υπήρχαν - η δυνατότητα ανάπτυξης της παραγωγικότητας, η δυνατότητα διαμόρφωσης των αληθινά ανθρώπινων υλικών και πνευματικών αναγκών και ιδιοτήτων. Όσο οι πραγματικές κοινωνικές δυνάμεις δεν έχουν δοκιμαστεί, η κριτική της κοινωνίας είναι ακόμη σωστή και ορθολογική, αλλά ανίκανη να μεταφράσει την ορθολογικότητά της σε όρους ιστορικής πρακτικής. Τι πρέπει να συμπεράνουμε; Η "απελευθέρωση των δυνατοτήτων που ενυπάρχουν" δεν εκφράζει πια με αντίστοιχο τρόπο μια δυνατή ιστορική εξέλιξη.
Οι δυνατότητες, που εμποδίζεται η πραγματοποίησή τους απ' την προχωρημένη βιομηχανική κοινωνία, θα μπορούσαν να είναι η ανάπτυξη σε διευρυνόμενη κλίμακα των παραγωγικών δυνάμεων, η κυριάρχηση πάνω στη φύση, η αύξηση της ικανοποίησης των αναγκών ενός όλο και μεγαλύτερου αριθμού ανθρώπων, η δημιουργία νέων αναγκών και ιδιοτήτων. Όλα αυτά όμως βρίσκονται στο στάδιο της πραγματοποίησής τους από όργανα και θεσμούς που καταργούν την απελευθερωτική τους δύναμη κι η διαδικασία αυτή αγγίζει όχι μόνο τα μέσα αλλά και τους σκοπούς. Η παραγωγικότητα και η ανάπτυξη, οργανωμένες μέσα σ' ένα ολοκληρωτικό σύστημα, καθορίζουν όχι μόνο τις χρήσεις που τώρα γίνονται, αλλά κι εκείνες που ενδέχεται να γίνουν.
Στο πιο εξελιγμένο της στάδιο, η κυριαρχία λειτουργεί σαν διοίκηση· στους υπερανεπτυγμένους τομείς της μαζικής κατανάλωσης, η κατευθυνόμενη ζωή είναι η καλή ζωή όλων και για την υπεράσπισή της έχουν ενωθεί και οι αντίθετοι μεταξύ τους. Είναι η καθαρή μορφή της κυριαρχίας. Αντίστοιχα, η άρνησή της είναι η καθαρή μορφή της άρνησης. Τα πάντα συνοψίζονται στη διεκδίκηση του τέλους της κυριαρχίας που είναι η μοναδική γνήσια επαναστατική απαίτηση και που θα δικαιολογούσε τα τόσο ακριβοπληρωμένα επιτεύγματα του πολιτισμού. Μπροστά όμως στο κατεστημένο σύστημα η άρνηση χρεωκοπεί με τέτοιον τρόπο που δεν είναι πια παρά η επένδυση, χωρίς καμιά πολιτική δύναμη, της "απόλυτης άρνησης" - μιας άρνησης που φαίνεται όλο και περισσότερο "παράλογη", στο βαθμό που το κατεστημένο σύστημα αναπτύσσει την παραγωγικότητά του και ξαλαφρώνει το βάρος της ζωής. Σύμφωνα με τον Μωρίς Μπλανσώ:
"Αυτό που αρνιόμαστε δεν είναι ασήμαντο ούτε χωρίς αξία. Ακριβώς γι' αυτό η άρνηση είναι αναγκαία. Υπάρχει μια λογική που δεν θα τη δεχτούμε πια, ένα επίστρωμα σωφροσύνης που μας τρομάζει, μια προσφορά συμφωνίας και συμφιλίωσης που δεν θα την εισακούσουμε. Η ρήξη είναι γεγονός. Φτάσαμε στο σημείο εκείνο που δεν ανέχεται πια τη συνενοχή" ("Le Refus", στο "Le 14 Juillet", άρ. 2, Οκτώβρης 1958).
Αλλά αν η άρνηση έχει αφηρημένο χαρακτήρα γιατί εκδηλώνεται μέσα στα πλαίσια της απόλυτης αντικειμενοποίησης, θα πρέπει όμως να υπάρχει μια συγκεκριμένη αφετηρία για την άρνηση, μια και η αντικειμενοποίηση δεν είναι παρά μια αυταπάτη. Για τον ίδιο λόγο, η ενοποίηση των αντίθετων που είναι αποτέλεσμα της τεχνολογικής ορθολογικότητας θα πρέπει, μ' όλη της την πραγματικότητα, να είναι κι αυτή μια απατηλή ενοποίηση· δεν μπορεί να καταργήσει την ουσιαστική αντίφαση των πραγμάτων· απ' τη μια η παραγωγικότητα αυξάνεται, απ' την άλλη χρησιμοποιείται με καταπιεστικό τρόπο· δεν μπορεί να παρακάμψει τη ζωτική ανάγκη να λυθεί αυτή η αντίφαση.
Η πάλη όμως που θα φέρει τη λύση δεν μπορεί πια να γίνει με τις παραδοσιακές μορφές. Απέναντι στις ολοκληρωτικές τάσεις της μονοδιάστατης κοινωνίας, οι παραδοσιακές μορφές διαμαρτυρίας έπαψαν να είναι αποτελεσματικές - έγιναν ίσως και επικίνδυνες γιατί συντηρούν την αυταπάτη της λαϊκής κυριαρχίας. Η αυταπάτη αυτή περιέχει μια κάποια αλήθεια: "ό λαός", που πρώτα ήταν η ζύμη της κοινωνικής αλλαγής, "ανυψώθηκε", έγινε η ζύμη της κοινωνικής συνοχής. Αυτό είναι το χαρακτηριστικό φαινόμενο της καινούργιας ταξικής διάρθρωσης της προχωρημένης βιομηχανικής κοινωνίας κι όχι η ανακατανομή του πλούτου ή η εξίσωση των τάξεων.
Όμως, κάτω απ' τις συντηρητικές λαϊκές τάξεις, υπάρχει το υπόστρωμα των παριών και ξένων, των άλλων φυλών, των άλλων χρωμάτων, των εκμεταλλευομένων και κυνηγημένων τάξεων, των ανέργων, κι αυτών που δεν μπορούν να βρουν δουλειά. Βρίσκονται έξω απ' τη δημοκρατική διαδικασία· η ζωή τους εκφράζει την αμεσώτερη και τη γνησιώτερη ανάγκη να μπει τέρμα στις απαράδεκτες συνθήκες και στους απαράδεκτους θεσμούς. Έτσι, η αντίθεσή τους είναι επαναστατική ακόμη κι αν η συνείδησή τους δεν είναι. Η αντίστασή τους χτυπάει το σύστημα απ' έξω και, γι' αυτό, το σύστημα δεν μπορεί να την ενσωματώσει· είναι μια στοιχειακή δύναμη που παραβιάζει τους κανόνες του παιγνιδιού και, δρώντας έτσι, δείχνει ότι πρόκειται για ένα κίβδηλο παιγνίδι. Όταν μαζεύονται, όταν βαδίζουν στους δρόμους, άοπλοι κι απροστάτευτοι, διεκδικώντας τα στοιχειωδέστερα πολιτικά δικαιώματα, ξέρουν ότι είναι εκτεθειμένοι στους σκύλους, στις πέτρες, στις βόμβες, στη φυλακή, στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως κι ακόμη στο θάνατο. Η δύναμή τους βρίσκεται πίσω από κάθε εκδήλωση ευνοϊκή για τα θύματα του νόμου και της τάξης. Το ότι δεν θέλουν πια να παίζουν το παιγνίδι είναι ίσως ένα γεγονός που σημειώνει το τέλος μιας περιόδου και την αρχή μιας άλλης.
Τίποτα δεν δείχνει ότι αυτό το τέλος θα είναι καλό. Οι κατεστημένες κοινωνίες έχουν τέτοια οικονομική και τεχνική δύναμη ώστε μπορούν να συμβιβάζονται και να κάνουν παραχωρήσεις στους απόκληρους· έχουν αρκετά καλά συγκροτημένους στρατούς για ν' αντιμετωπίζουν τις έκτακτες περιστάσεις. Η απειλή όμως είναι ακόμη ζωντανή, μέσα κι έξω απ' τα σύνορα των ανεπτυγμένων κοινωνιών. Εύκολα μπορούν να γίνονται ιστορικοί παραλληλισμοί με τους βάρβαρους που απείλησαν την κυριαρχία του πολιτισμού (παραλληλισμοί που προδιαγράφουν αυτό που θα γίνει)· αλλά μπορεί κάλλιστα η δεύτερη βαρβαρική περίοδος να είναι η συνεχιζόμενη κυριαρχία του ίδιου του πολιτισμού. Παρ' όλ' αυτά, υπάρχουν πιθανότητες να συναντηθούν ξανά, στη διάρκεια αυτής της περιόδου, τα ιστορικά άκρα: δηλαδή η πιο εξελιγμένη ανθρώπινη συνείδηση κι η πιο άγρια εκμεταλλευόμενη ανθρώπινη δύναμη. Όλ' αυτά δεν είναι βέβαια σίγουρα. Η κριτική θεωρία της κοινωνίας δεν περιλαμβάνει έννοιες που να επιτρέπουν την κάλυψη της απόστασης ανάμεσα στο παρόν και στο μέλλον· δεν δίνει υποσχέσεις· δεν έχει πετύχει· έχει παραμείνει αρνητική. Έτσι, μπορεί να μένει πιστή απέναντι σ' εκείνους που, χωρίς ελπίδα, έδωσαν και δίνουν τη ζωή τους στη Μεγάλη Άρνηση.
Στις αρχές της φασιστικής περιόδου, ό Βάλτερ Μπένιαμιν έγραφε:
"Αν έχουμε ακόμη μια ελπίδα, τη χρωστάμε σ' αυτούς που δεν έχουν καμιά".
