Ο Μονοδιάστατος Άνθρωπος

grio

Αν. Γενικός Διαχειριστής
Staff member
16 March 2011
4,473
Αθήνα
Με επισκέφθηκε πρόσφατα φίλος και ως δείγμα των καιρών είχε μαζί του και μια ταμπλέτα. Χωρίς να είμαι αντίθετος και επειδή εγώ προσωπικά δεν έχω βρει κάποια χρήση, αρέσκομαι να ρωτάω τους άλλους για την δικιά τους οπτική. Κατά τη περιήγηση, λοιπόν, που μου έκανε στα περιεχόμενα έπεσε το μάτι μου σε ένα pdf. Ο τίτλος του "Ο Μονοδιάστατος Άνθρωπος".

Ο "μονοδιάστατος άνθρωπος" γράφτηκε το 1964 από τον Χέρμπερτ Μαρκούζε, γερμανό φιλόσοφο και κοινωνιολόγο (μέλος της Σχολής της Φρανκφούρτης) επηρεασμένο από τους Χέγκελ, Φρόυντ, Χάιντεγκερ και την μαρξιστική θεωρία. Στο "μονοδιάστατο άνθρωπο" θίγονται όλα τα προσφιλή του θέματα, από τη φαντασία και το έλεγχό της μέχρι τα τεχνολογικά επιτεύγματα σαν πραγμάτωση του φανταστικού και τη Μεγάλη Άρνηση.

Ο Μαρκούζε, όπως θα διαβάσετε παρακάτω στα συμπεράσματα του "μονοδιάστατου ανθρώπου", "αρνείται" τη μηχανοποίηση, όπως την αποκαλεί, γιατί αλλοτριώνει και χειραφετεί, προτείνει ένα ριζικά νέο τύπο επιστήμης και τεχνικής και καταλήγει στην αντίσταση για την ανατροπή της κοινωνίας με τη Μεγάλη Άρνηση. Ήταν ο θεωρητικός του χιπισμού και ο μέντορας των κινημάτων της δεκαετίας του '60, με την επιστροφή στην πατριαρχική εποχή και την υποκατανάλωση.

Το οξύμωρο είναι ότι σήμερα διαβάζονται όλα αυτά σε ένα τεχνολογικό επίτευγμα αιχμής που καλύπτει ανάγκες (ερωτηματικό) και δημιουργεί ένα νέο μοντέλο καταναλωτικής συμπεριφοράς και "ιδεολογίας". Πέρα από τη πλάκα και είναι αυτό που θέλω να κουβεντιάσουμε, είναι κατά πόσο η τεχνολογία και τα επιτεύγματά της επανακαθόρισαν τον κοινωνικό μας ρόλο και επαναπροσδιόρισαν τις απαιτούμενες αναγκαίες αλλαγές για το μετασχηματισμό της κοινωνίας μας.
 
Ο ΜΟΝΟΔΙΑΣΤΑΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
MARCUSE HERBERT

Μετάφραση: Λυκούδης Μπάμπης

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

H προχωρημένη μονοδιάστατη κοινωνία τροποποίησε τη σχέση ανάμεσα στο ορθολογικό και στο ανορθολογικό. Παρά τις φανταστικές και φαινομενικά ανορθολογικές του πλευρές, o χώρος του ανορθολογικού γίνεται χώρος του γνήσιου ορθολογικού - των ιδεών που μπορούν να "ανυψώσουν την τέχνη του να ζούμε". H κατεστημένη κοινωνία οργανώνει κάθε κανονική επικοινωνία, την επικυρώνει ή την αμφισβητεί, με βάση τις κοινωνικές απαιτήσεις. Έτσι, οι ξένες προς τις κοινωνικές απαιτήσεις αξίες δεν έχουν ίσως άλλο μέσο να μεταδοθούν απ' τη φαντασία. Στην αισθητική διάσταση υπάρχει ακόμη η ελευθερία έκφρασης που επιτρέπει στο συγγραφέα και στον καλλιτέχνη να αποκαλεί τους ανθρώπους και τα πράγματα με τ' όνομά τους - να κατονομάζει ό,τι, με άλλη μορφή, δεν θα μπορούσε να κατονομαστεί.

Τα μυθιστορήματα του Σάμουελ Μπέκετ δείχνουν το αληθινό πρόσωπο του καιρού μας· το θεατρικό έργο του Ρόλφ Χόχουτ "Ο αντιπρόσωπος", παρουσιάζει την πραγματική ιστορία. Εδώ, δε μιλάει πια η φαντασία αλλά η λογική, μέσα σε μια πραγματικότητα που δικαιολογεί τα πάντα, που δίνει άφεση για τα πάντα - εκτός απ' το έγκλημα ενάντια στο πνεύμα της. Η φαντασία παραιτείται μπροστά σ' αυτή την πραγματικότητα, τούτη όμως τη φτάνει και την ξεπερνά. Το Άουσβιτς εξακολουθεί να ενοχλεί όχι τη μνήμη αλλά τα επιτεύγματα του ανθρώπου - τα διαστημόπλοια· τις ρουκέττες και τους πυραύλους· το "λαβυρινθώδες υπέδαφος του Σνάκ-μπάρ" (σενάριο πυρηνικού πολέμου)· τα κομψά, καθαρά, υγιεινά και με λουλούδια στα παρτέρια ηλεκτρονικά εργαστήρια· το βλαβερό φωταέριο που δεν είναι πραγματικά επικίνδυνο για τους ανθρώπους· τη συνωμοσία της σιωπής όπου συμμετέχουμε όλοι. Αυτή είναι η κατάσταση που μέσα της τοποθετούνται οι μεγάλες ανθρώπινες επιτεύξεις της επιστήμης, της ιατρικής και της τεχνολογίας· οι προσπάθειες για τη σωτηρία και τη βελτίωση της ζωής είναι η μόνη ελπίδα μέσα στην απόγνωση. Ό άνθρωπος παίζει θαρραλέα με φανταστικές δυνατότητες, ξέρει να δρα με καλή πίστη, contra naturam (ενάντια στη φύση), να πειραματίζεται πάνω στους ανθρώπους και στα πράγματα, να μετατρέπει την αυταπάτη σε πραγματικότητα και το φανταστικό σε πραγματικό κι αυτό δείχνει σε ποιο βαθμό η φαντασία γίνεται μέσο προόδου. Και, όπως και σε πολλά άλλα μέσα στις κατεστημένες κοινωνίες, έτσι και σ' αυτό γίνεται μια μεθοδική κατάχρηση. Μέσ' απ' το στυλ της πολιτικής, η εξουσία της φαντασίας πηγαίνει πολύ πιο μακριά απ' την Αλίκη στη χώρα των Θαυμάτων, όταν χειραγωγεί τις λέξεις, όταν ό,τι έχει νόημα το κάνει χωρίς νόημα και δίνει νόημα σ' ό,τι δεν έχει.

Τομείς που πρώτα ήταν ανταγωνιστικοί, τώρα συγχωνεύονται σ' ένα τεχνικό και πολιτικό φόντο - η μαγεία κι η επιστήμη, η ζωή κι ό θάνατος, η χαρά κι η φτώχεια. Η ομορφιά μπορεί να γίνει φοβερή με τη μορφή των πυρηνικών εργοστασίων κι εργαστηρίων, σε μυστικούς χώρους που γίνονται "βιομηχανικά πάρκα" μέσα σ' ένα ευχάριστο περιβάλλον· το γενικό επιτελείο πολιτικής άμυνας οργανώνει μια έκθεση ενός "πολυτελούς καταφυγίου κατά των βομβών" με μακέττα ("λεπτή"), βαθειές πολυθρόνες, τηλεόραση και παιγνίδια· ειπώθηκε γι' αυτό ότι μπορεί "ταυτόχρονα να είναι ένα οικογενειακό ευχάριστο δωμάτιο σε καιρό ειρήνης (sic!) κι ένα οικογενειακό αντιατομικό καταφύγιο σε καιρό πολέμου" - σύμφωνα με τους Τάιμς της Νέας Υόρκης της 11ης Νοέμβρη 1960. Αν η συνείδηση δεν φρικιά μπροστά σ' αυτές τις επιτεύξεις, αν τις δέχεται αδιαμαρτύρητα, αυτό συμβαίνει γιατί οι επιτεύξεις αυτές είναι: (α) απόλυτα ορθολογικές, σύμφωνα με την ορολογία της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων, (β) δείγματα της ανθρωπινής ιδιοφυΐας και δύναμης που ξεπερνούν τα παραδοσιακά όρια της φαντασίας.

Ο πρόστυχος συνδυασμός της αισθητικής και της πραγματικότητας διαψεύδει τους φιλόσοφους που αντιπαρατάσσουν την "ποιητική" στον επιστημονικό και εμπειρικό Λόγο. Η τεχνολογική πρόοδος συμβαδίζει με μια προοδευτική ορθολογικοποίηση κι ακόμη και πραγμάτωση του φανταστικού. Τα αρχέτυπα του φόβου και της χαράς, του πόλεμου και της ειρήνης χάνουν τον καταστροφικό τους χαρακτήρα. Δεν είναι πια, στην καθημερινή ζωή του ατόμου, ανορθολογικές δυνάμεις - είναι οι σύγχρονες ενσαρκώσεις των στοιχείων της τεχνολογικής κυριαρχίας, υποταγμένες σ' αυτήν.

Η κοινωνία περιόρισε κι εξολόθρευσε το ρομαντικό χώρο της φαντασίας, την υποχρέωσε να λειτουργήσει πάνω σε καινούργιες βάσεις όπου οι εικόνες μετατρέπονται σε δυνατότητες και ιστορικά σχέδια. Η μετατροπή αυτή είναι το ίδιο άσχημη και ψεύτικη όσο και η κοινωνία που την κάνει. Όταν λειτουργούσε πέρ' από το χώρο της υλικής παραγωγής και των υλικών αναγκών, η φαντασία ήταν μόνο ένα παιγνίδι που δεν είχε καμιά εξουσία πάνω στην αναγκαιότητα και που εξυπηρετούσε μονάχα μια φανταστική λογική και μια φανταστική αλήθεια. Όταν η τεχνική πρόοδος παράλαβε τη φαντασία, έντυσε τις εικόνες με την δική της λογική και με τη δική της αλήθεια· περιόρισε το ελεύθερο πέταγμα του πνεύματος. Περιόρισε όμως ταυτόχρονα και την απόσταση ανάμεσα στη φαντασία και τη λογική. Οι δυο ανταγωνιστικές ιδιότητες έγιναν εξάρτημα η μια της άλλης. Όταν το κυττάζουμε με βάση τις δυνατότητες του προχωρημένου βιομηχανικού πολιτισμού, κάθε παιγνίδι της φαντασίας δε μας φαίνεται σαν κάτι που εξαρτιέται απ' τις δυνατότητες της τεχνικής και σαν κάτι που μπορούμε να υπολογίσουμε τις πιθανότητες πραγματοποίησής του; Η ρομαντική ιδέα μιας "επιστήμης της φαντασίας" φαίνεται να έχει έναν όλο και περισσότερο εμπειρικό χαρακτήρα.

Ό επιστημονικός και ορθολογικός χαρακτήρας της φαντασίας έχει από παλιά αναγνωριστεί στα μαθηματικά και στις υποθέσεις και εμπειρίες των φυσικών επιστημών. Το ίδιο αναγνωρίζεται και στην ψυχανάλυση που στη θεωρία δέχεται, βασικά, την ειδική ορθολογικότητα του ανορθολογικού· η φαντασία γίνεται κατανοητή, της δίνεται καινούργιος προσανατολισμός και γίνεται μια δύναμη θεραπευτική. Αλλά αυτή η θεραπευτική δύναμη, αν μπορεί να χρησιμέψει για τη θεραπεία των νευρώσεων, μπορεί ακόμη να αποδειχτεί και διαφορετικά αποτελεσματική. Την προοπτική αυτή την έδειξε όχι ένας ποιητής, άλλα ένας άνθρωπος της επιστήμης:
"Κάθε υλική ψυχανάλυση μπορεί... να μας γιατρέψει απ' τις εικόνες μας, ή τουλάχιστον να μας βοηθήσει να περιορίσουμε την επιρροή των εικόνων μας. Μπορούμε να ελπίζουμε... ότι θα κάνουμε τη φαντασία αποτελεσματική, δηλαδή θα της αποδώσουμε καλοπιστία δίνοντάς της όλα τα μέσα έκφρασής της, όλες τις υλικές εικόνες που παράγονται στα φυσικά μας όνειρα, στην φυσιολογική ονειρική μας δραστηριότητα. Κάνοντας τη φαντασία αποτελεσματική, δίνοντάς της όλη της την αφθονία, της δίνουμε την πραγματική της Ιδιότητα της ψυχικής λειτουργίας" (Gaston Bachelard, Le Materialisme rationnel, P.U.F., 1953, σ. 18).

Η διαδικασία της αντικειμενοποίησης (reification) άγγιξε τη φαντασία. Κατεχόμαστε απ' τις εικόνες μας, υποφέρουμε απ' αυτές. Η ψυχανάλυση το κατάλαβε καλά αυτό και τις συνέπειές του. Όμως, το "αν δώσουμε στη φαντασία όλα τα μέσα έκφρασής της", σημαίνει οπισθοδρόμηση. Τα ευνουχισμένα (και στην ιδιότητά τους να φαντάζονται) άτομα τότε θα ανάπτυσσαν πολύ περισσότερες τάσεις οργάνωσης και καταστροφής απ' όσες μπορούν να αναπτύξουν σήμερα. Μια τέτοια απελευθέρωση θα αποτελούσε απόλυτο τρόμο - όχι την ολοκλήρωση της πνευματικής ανάπτυξης, αλλά το ελεύθερο ξεδίπλωμα των πιο καταπιεστικών της τάσεων. Ορθολογική είναι η φαντασία που μπορεί να αποτελέσει ένα a priori για την ανοικοδόμηση του παραγωγικού μηχανισμού και για τον προσανατολισμό του προς μια ύπαρξη ειρηνευμένη, μια ζωή χωρίς άγχος. Η μορφή αυτή φαντασίας δεν έχει καμιά σχέση με τη φαντασία αυτών που διακατέχονται απ' τις εικόνες της κυριαρχίας και του θανάτου.

Η απελευθέρωση της φαντασίας με το σκοπό να της δοθούν όλα τα εκφραστικά της μέσα έχει σαν προϋπόθεση την καταστολή ενός μεγάλου μέρους απ' ό,τι σήμερα είναι ελεύθερο μέσα στην καταπιεστική κοινωνία. Μια τέτοια ανατροπή δεν είναι πρόβλημα ψυχολογικό ή ηθικό αλλά πρόβλημα πολιτικό, με την έννοια που χρησιμοποιούμε εδώ αυτό τον όρο: η πολιτική είναι η πρακτική με την οποία οι βασικοί πολιτικοί θεσμοί αναπτύσσονται, καθορίζονται, διατηρούνται, αλλάζουν. Είναι η πρακτική των ατόμων, μ' οποιοδήποτε τρόπο είναι οργανωμένα. Έτσι, πρέπει ακόμη μια φορά να βάλουμε το ερώτημα: πως μπορούν τα διοικούμενα άτομα - που ο ευνουχισμός τους υπάρχει στις ελευθερίες τους και στις ικανοποιήσεις τους και πολλαπλασιάζεται σε μια σταθερά διευρυνόμενη κλίμακα - ν' απελευθερωθούν ταυτόχρονα απ' τους εαυτούς τους κι απ' τους αφέντες τους; Πως μπορεί να σπάσει αυτός ο φαύλος κύκλος;
 
Κατά παράδοξο τρόπο, η μεγαλύτερη δυσκολία, όπως φαίνεται, δεν είναι ν' αποκαταστήσουμε καινούργιους κοινωνικούς θεσμούς και δεν είναι αυτό εκείνο που εμποδίζει ν' απαντήσουμε στο ερώτημα. Οι κατεστημένες κοινωνίες αλλάζουν ή έχουν κιόλας αλλάξει τους βασικούς θεσμούς στην κατεύθυνση μιας αυξανόμενης σχεδιοποίησης. Απαραίτητη προϋπόθεση για την ειρήνευση είναι η ανάπτυξη και η χρησιμοποίηση όλου του διαθέσιμου πλούτου για την ικανοποίηση με γενικό τρόπο των βιοτικών αναγκών - τα ιδιωτικά συμφέροντα δεν μπορεί παρά να μπαίνουν εμπόδιο στην επίτευξη αυτού του στόχου. Η ποιοτική αλλαγή έχει λοιπόν σαν προϋπόθεση ότι τα πάντα θα οργανωθούν ενάντια στα ιδιωτικά συμφέροντα και μια ελεύθερη και ορθολογική κοινωνία δεν μπορεί να δημιουργηθεί παρά πάνω σε μια τέτοια βάση.

Δεν μπορούμε πια να χρησιμοποιούμε την παραδοσιακή ορολογία για απολυταρχική, συγκεντρωτική, δημοκρατική και φιλελεύθερη κυβέρνηση, προκειμένου να προσδιορίσουμε τους ευνοϊκούς για την ειρήνευση θεσμούς. Σήμερα η αντίθεση σε μια σχεδιοποίηση, συγκεντρωτική ή όχι, που κάνει μια φιλελεύθερη δημοκρατία και που στην πραγματικότητα είναι ανύπαρκτη, είναι μια ιδεολογική τοποθέτηση που εξυπηρετεί τα καταπιεστικά συμφέροντα. Για να φτάσουν τα άτομα σ' έναν αυθεντικό αυτοκαθορισμό, θα πρέπει να αποκτήσουν έναν πραγματικό έλεγχο πάνω στην παραγωγή και τη διανομή του κοινωνικού προϊόντος.

Το κριτήριο, την κατευθυντήρια αρχή για τη σχεδιοποίηση και την ανάπτυξη του φυσικού και πνευματικού πλούτου που θα πρέπει να διαθέτουν όλα τα μέλη μιας κοινωνίας, μονάχα η τεχνολογική ορθολογικότητα, απαλλαγμένη απ' τα εκμεταλλευτικά της στοιχεία, μπορεί να το προμηθεύσει. Ένας ελεύθερος αυτοκαθορισμός στο επίπεδο της παραγωγής και της διανομής αγαθών και υπηρεσιών, θα προκαλούσε κατασπατάληση. Έχουμε μια εργασία τεχνική που, σαν πραγματικά τεχνική εργασία, επιτρέπει τον περιορισμό της επίμοχθης, φυσικής και διανοητικής, εργασίας. Στον τομέα αυτό, ο συγκεντροποιημένος έλεγχος θα είναι ορθολογικός, αν καθιερώσει τις συνθήκες που θα επιτρέψουν μια αυθεντική αυτοδιεύθυνση. H αυτοδιεύθυνση θα μπορεί να είναι αποτελεσματική και στο πεδίο των αποφάσεων για ό,τι αφορά την παραγωγή και τη διανομή του οικονομικού πλεονάσματος και στο πεδίο ταυτόχρονα της ατομικής ζωής.

Οπωσδήποτε θα υπάρχουν, ανάλογα με το βαθμό ανάπτυξης, πολλοί τρόποι συνδυασμού της συγκεντρωτικής εξουσίας και της άμεσης δημοκρατίας. Ο αυτοκαθορισμός θα πραγματοποιηθεί όταν δεν θα υπάρχουν πια μάζες, αλλά άτομα απελευθερωμένα από κάθε προπαγάνδα, κάθε χειραγώγηση και καθοδήγηση και ικανά να γνωρίζουν και να καταλαβαίνουν τα γεγονότα και να εκτιμούν τις δυνατές λύσεις. Μ' άλλα λόγια, η κοινωνία θα γίνεται ορθολογική και ελεύθερη στο βαθμό που θα οργανώνεται, θα μορφοποιείται και θα ανανεώνεται από ένα θεμελιακά καινούργιο ιστορικό υποκείμενο.

Στο τωρινό στάδιο ανάπτυξης των προχωρημένων βιομηχανικών κοινωνιών, το υλικό και πνευματικό σύστημα αρνείται αυτή την αναγκαιότητα. Στις κοινωνίες αυτές υπάρχουν πολυάριθμοι παράγοντες που εμποδίζουν την έλευση ενός καινούργιου Υποκειμένου: η δύναμη και η αποτελεσματικότητα του συστήματος, το γεγονός ότι το πνεύμα αφομοιώνεται ολοκληρωτικά απ' την πράξη, η σκέψη με την ανάλογη συμπεριφορά, οι επιθυμίες με την πραγματικότητα. Οι ίδιοι αυτοί παράγοντες αντικρούουν την αντίληψη ότι η αντικατάσταση του τωρινού ελέγχου της διαδικασίας της παραγωγής από έναν έλεγχο "από τα κάτω" θα οδηγούσε σε μια ποιοτική αλλαγή. Η αντίληψη αυτή ήταν δικαιολογημένη όταν οι εργαζόμενοι αποτελούσαν τη ζωντανή άρνηση και καταδίκη της κατεστημένης κοινωνίας· κι είναι ακόμη δικαιολογημένη για όπου εξακολουθούν να είναι. Όμως, παντού όπου η εργατική τάξη έγινε ένα στήριγμα του Κατεστημένου, η προώθησή της στον έλεγχο δεν θα έκανε τίποτ' άλλο παρά να παρατείνει με άλλο τρόπο αυτό το Κατεστημένο.

Κι όμως τα πάντα δικαιώνουν τη μαρξιστική θεώρηση της κοινωνίας αυτής και της ανάπτυξής της: το ανορθολογικό συνεχώς αναπτύσσεται· η παραγωγικότητα περιορίζεται και βασίζεται στην κατασπατάληση· και ολοένα γίνεται και πιο αισθητή η ανάγκη μιας επιθετικής επέκτασης· ο πόλεμος είναι μια σταθερή απειλή· η εκμετάλλευση οξύνεται· κυριαρχεί η απανθρωποποίηση. Όλα αυτά κάνουν απαραίτητη την ιστορική αλλαγή: χρειάζεται η προγραμματισμένη χρησιμοποίηση του φυσικού και πνευματικού πλούτου για την ικανοποίηση των βιοτικών αναγκών με ελάχιστο μόχθο, για τη μετατροπή του έξωεργασιακού χρόνου σε ελεύθερο, για την ειρήνευση της πάλης για την ύπαρξη.

Τα γεγονότα όμως αυτά κι οι δυνατές εξελίξεις παραμένουν εντελώς ασύνδετα μεταξύ τους, ένας κόσμος βουβών αντικείμενων, χωρίς κανένα υποκείμενο· λείπει η πράξη που θα έδινε στα αντικείμενα αυτά μια καινούργια κατεύθυνση. Η διαλεκτική θεωρία δεν έχει χρεωκοπήσει αλλά δεν μπορεί να δώσει λύση. Δεν μπορεί να γίνει θετική. Είναι αλήθεια ότι η διαλεκτική αντίληψη, συλλαμβάνοντας τα δεδομένα, τα υπερβαίνει. Σ' αυτό βρίσκεται κι η αλήθεια της. Καθορίζει τις ιστορικές δυνατότητες, ακόμη και τις ιστορικές αναγκαιότητες· αλλά τη θεωρία μόνο η πράξη μπορεί να την υλοποιήσει και σήμερα τέτοια πράξη δεν υπάρχει.

Η διαλεκτική αντίληψη φανερώνει, τόσο στο θεωρητικό όσο και στο εμπειρικό πεδίο, ότι η υπόθεσή της είναι χαμένη. Η ιστορία της είναι η ανθρώπινη πραγματικότητα, και στην πραγματικότητα αυτή, οι αντιθέσεις δεν εκρήγνυνται μόνες τους. Υπάρχει σύγκρουση ανάμεσα στην αποτελεσματικώτατη κυριαρχία που δημιουργεί το κέρδος, απ' τη μια, και στις πραγματοποιήσεις που είναι ευνοϊκές για τον αυτοκαθοριρμό και την ειρήνευση, απ' την άλλη. Η σύγκρουση αυτή είναι ολοφάνερη και δεν μπορεί πια να αμφισβητηθεί η ύπαρξή της· ταυτόχρονα όμως εξακολουθούν να τη χρησιμοποιούν και να την κατευθύνουν με παραγωγικό τρόπο, γιατί ενώ η τεχνολογία εξαπλώνει προοδευτικά την κυριαρχία της πάνω στη φύση, τον ίδιο καιρό ο άνθρωπος κατακτά προοδευτικά τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος χάνει έτσι την ελευθερία που είναι το απαραίτητο a priori της απελευθέρωσης. Μιλάω για την ελευθερία της σκέψης, με τη μόνη έννοια που μπορεί νάχει αυτή μέσα σε μια διοικούμενη κοινωνία - την έννοια της συνειδητοποίησης του καταπιεστικού χαρακτήρα της παραγωγικότητας, την απόλυτη ανάγκη αποδέσμευσης από τα πάντα, της θραύσης των πάντων. Αλλά αυτή η απόλυτη ανάγκη δεν βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη εκεί που θα μπορούσε να γίνει η κυριαρχική δύναμη μιας ιστορικής πράξης, η υπαρκτή αιτία μιας ποιοτικής αλλαγής. Χωρίς την υλική αυτή δύναμη ακόμη και η πιο φωτισμένη συνείδηση είναι αδύναμη.

Ακόμη κι αν η ανορθολογικότητα του κόσμου είναι ολοφάνερη κι η ανάγκη της αλλαγής εξόφθαλμη, αυτό δεν αρκεί για να γίνει η αλλαγή· δεν αρκεί να καταλάβουμε ότι είναι απαραίτητη μια αλλαγή για να γίνει δυνατή μια διαφορετική εξέλιξη. Συγκρινόμενη με την αποτελεσματικότητα και την καθολική παρουσία του δοσμένου συστήματος ζωής, η διαφορετική αυτή εξέλιξη φαίνεται ουτοπική. Έτσι, η κατανόηση της αναγκαιότητας της αλλαγής κι η συνειδητοποίηση της ολέθριας υφής της τάξης πραγμάτων δεν χρησιμεύουν σε τίποτα, ακόμη κι αν, χάρη στις επιτεύξεις της επιστήμης στο επίπεδό της παραγωγικότητας, η διαφορετική δυνατή αυτή εξέλιξη έπαψε να έχει ουτοπικό χαρακτήρα - ακόμη κι αν η κατεστημένη πραγματικότητα έχει, πριν απ' όλα, γίνει ουτοπική.
 
Αυτό σημαίνει ότι η κριτική θεωρία θα πρέπει να παραιτηθεί και να αφήσει το έδαφος ελεύθερο στην εμπειρική κοινωνιολογία; (Η εμπειρική κοινωνιολογία αρνείται να συνδεθεί με θεωρία, εργάζεται μόνο με μεθοδολογία, αλλά είναι θύμα μιας αυταπάτης γιατί χρησιμοποιεί σαν αντικείμενό της ένα στραβοβαλμένο συγκεκριμένο· παίζει λοιπόν έναν ιδεολογικό ρόλο παρ' όλες τις διακηρύξεις της ότι καταργεί τις αξιολογήσεις). Ή οι διαλεκτικές έννοιες μαρτυρούν ακόμη μια φορά για την αλήθεια τους - επιτρέπουν να καταλάβουμε ότι η δική τους κατάσταση είναι η ίδια με της κοινωνίας που αναλύουν; Η απάντηση είναι έτοιμη· για να την γνωρίσουμε αρκεί να κυττάξουμε την κριτική θεωρία απ' το σημείο ακριβώς της μεγαλύτερης αδυναμίας: είναι ανίκανη να αποδείξει ότι υπάρχουν απελευθερωτικές δυνάμεις στο εσωτερικό της κατεστημένης κοινωνίας.

Η κριτική θεωρία της κοινωνίας, όταν πρωτοεμφανίστηκε, είχε διαμορφωθεί από πραγματικές (αντικειμενικές και υποκειμενικές) δυνάμεις μέσα στην κατεστημένη κοινωνία, που αναζητούσαν (ή που μπορούσαν να μάθουν να αναζητούν) πιο ορθολογικούς, πιο ελεύθερους θεσμούς, εξαλείφοντας τους υπάρχοντες που είχαν πια γίνει εμπόδια στην πρόοδο. Πάνω σ' αυτή την εμπειρική βάση στήθηκε η θεωρία· και με βάση το εμπειρικό αυτό σχέδιο άρχισε να γίνεται κατανοητή η δυνατότητα απελευθέρωσης των δυνατοτήτων που υπήρχαν - η δυνατότητα ανάπτυξης της παραγωγικότητας, η δυνατότητα διαμόρφωσης των αληθινά ανθρώπινων υλικών και πνευματικών αναγκών και ιδιοτήτων. Όσο οι πραγματικές κοινωνικές δυνάμεις δεν έχουν δοκιμαστεί, η κριτική της κοινωνίας είναι ακόμη σωστή και ορθολογική, αλλά ανίκανη να μεταφράσει την ορθολογικότητά της σε όρους ιστορικής πρακτικής. Τι πρέπει να συμπεράνουμε; Η "απελευθέρωση των δυνατοτήτων που ενυπάρχουν" δεν εκφράζει πια με αντίστοιχο τρόπο μια δυνατή ιστορική εξέλιξη.

Οι δυνατότητες, που εμποδίζεται η πραγματοποίησή τους απ' την προχωρημένη βιομηχανική κοινωνία, θα μπορούσαν να είναι η ανάπτυξη σε διευρυνόμενη κλίμακα των παραγωγικών δυνάμεων, η κυριάρχηση πάνω στη φύση, η αύξηση της ικανοποίησης των αναγκών ενός όλο και μεγαλύτερου αριθμού ανθρώπων, η δημιουργία νέων αναγκών και ιδιοτήτων. Όλα αυτά όμως βρίσκονται στο στάδιο της πραγματοποίησής τους από όργανα και θεσμούς που καταργούν την απελευθερωτική τους δύναμη κι η διαδικασία αυτή αγγίζει όχι μόνο τα μέσα αλλά και τους σκοπούς. Η παραγωγικότητα και η ανάπτυξη, οργανωμένες μέσα σ' ένα ολοκληρωτικό σύστημα, καθορίζουν όχι μόνο τις χρήσεις που τώρα γίνονται, αλλά κι εκείνες που ενδέχεται να γίνουν.

Στο πιο εξελιγμένο της στάδιο, η κυριαρχία λειτουργεί σαν διοίκηση· στους υπερανεπτυγμένους τομείς της μαζικής κατανάλωσης, η κατευθυνόμενη ζωή είναι η καλή ζωή όλων και για την υπεράσπισή της έχουν ενωθεί και οι αντίθετοι μεταξύ τους. Είναι η καθαρή μορφή της κυριαρχίας. Αντίστοιχα, η άρνησή της είναι η καθαρή μορφή της άρνησης. Τα πάντα συνοψίζονται στη διεκδίκηση του τέλους της κυριαρχίας που είναι η μοναδική γνήσια επαναστατική απαίτηση και που θα δικαιολογούσε τα τόσο ακριβοπληρωμένα επιτεύγματα του πολιτισμού. Μπροστά όμως στο κατεστημένο σύστημα η άρνηση χρεωκοπεί με τέτοιον τρόπο που δεν είναι πια παρά η επένδυση, χωρίς καμιά πολιτική δύναμη, της "απόλυτης άρνησης" - μιας άρνησης που φαίνεται όλο και περισσότερο "παράλογη", στο βαθμό που το κατεστημένο σύστημα αναπτύσσει την παραγωγικότητά του και ξαλαφρώνει το βάρος της ζωής. Σύμφωνα με τον Μωρίς Μπλανσώ:
"Αυτό που αρνιόμαστε δεν είναι ασήμαντο ούτε χωρίς αξία. Ακριβώς γι' αυτό η άρνηση είναι αναγκαία. Υπάρχει μια λογική που δεν θα τη δεχτούμε πια, ένα επίστρωμα σωφροσύνης που μας τρομάζει, μια προσφορά συμφωνίας και συμφιλίωσης που δεν θα την εισακούσουμε. Η ρήξη είναι γεγονός. Φτάσαμε στο σημείο εκείνο που δεν ανέχεται πια τη συνενοχή" ("Le Refus", στο "Le 14 Juillet", άρ. 2, Οκτώβρης 1958).

Αλλά αν η άρνηση έχει αφηρημένο χαρακτήρα γιατί εκδηλώνεται μέσα στα πλαίσια της απόλυτης αντικειμενοποίησης, θα πρέπει όμως να υπάρχει μια συγκεκριμένη αφετηρία για την άρνηση, μια και η αντικειμενοποίηση δεν είναι παρά μια αυταπάτη. Για τον ίδιο λόγο, η ενοποίηση των αντίθετων που είναι αποτέλεσμα της τεχνολογικής ορθολογικότητας θα πρέπει, μ' όλη της την πραγματικότητα, να είναι κι αυτή μια απατηλή ενοποίηση· δεν μπορεί να καταργήσει την ουσιαστική αντίφαση των πραγμάτων· απ' τη μια η παραγωγικότητα αυξάνεται, απ' την άλλη χρησιμοποιείται με καταπιεστικό τρόπο· δεν μπορεί να παρακάμψει τη ζωτική ανάγκη να λυθεί αυτή η αντίφαση.

Η πάλη όμως που θα φέρει τη λύση δεν μπορεί πια να γίνει με τις παραδοσιακές μορφές. Απέναντι στις ολοκληρωτικές τάσεις της μονοδιάστατης κοινωνίας, οι παραδοσιακές μορφές διαμαρτυρίας έπαψαν να είναι αποτελεσματικές - έγιναν ίσως και επικίνδυνες γιατί συντηρούν την αυταπάτη της λαϊκής κυριαρχίας. Η αυταπάτη αυτή περιέχει μια κάποια αλήθεια: "ό λαός", που πρώτα ήταν η ζύμη της κοινωνικής αλλαγής, "ανυψώθηκε", έγινε η ζύμη της κοινωνικής συνοχής. Αυτό είναι το χαρακτηριστικό φαινόμενο της καινούργιας ταξικής διάρθρωσης της προχωρημένης βιομηχανικής κοινωνίας κι όχι η ανακατανομή του πλούτου ή η εξίσωση των τάξεων.

Όμως, κάτω απ' τις συντηρητικές λαϊκές τάξεις, υπάρχει το υπόστρωμα των παριών και ξένων, των άλλων φυλών, των άλλων χρωμάτων, των εκμεταλλευομένων και κυνηγημένων τάξεων, των ανέργων, κι αυτών που δεν μπορούν να βρουν δουλειά. Βρίσκονται έξω απ' τη δημοκρατική διαδικασία· η ζωή τους εκφράζει την αμεσώτερη και τη γνησιώτερη ανάγκη να μπει τέρμα στις απαράδεκτες συνθήκες και στους απαράδεκτους θεσμούς. Έτσι, η αντίθεσή τους είναι επαναστατική ακόμη κι αν η συνείδησή τους δεν είναι. Η αντίστασή τους χτυπάει το σύστημα απ' έξω και, γι' αυτό, το σύστημα δεν μπορεί να την ενσωματώσει· είναι μια στοιχειακή δύναμη που παραβιάζει τους κανόνες του παιγνιδιού και, δρώντας έτσι, δείχνει ότι πρόκειται για ένα κίβδηλο παιγνίδι. Όταν μαζεύονται, όταν βαδίζουν στους δρόμους, άοπλοι κι απροστάτευτοι, διεκδικώντας τα στοιχειωδέστερα πολιτικά δικαιώματα, ξέρουν ότι είναι εκτεθειμένοι στους σκύλους, στις πέτρες, στις βόμβες, στη φυλακή, στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως κι ακόμη στο θάνατο. Η δύναμή τους βρίσκεται πίσω από κάθε εκδήλωση ευνοϊκή για τα θύματα του νόμου και της τάξης. Το ότι δεν θέλουν πια να παίζουν το παιγνίδι είναι ίσως ένα γεγονός που σημειώνει το τέλος μιας περιόδου και την αρχή μιας άλλης.

Τίποτα δεν δείχνει ότι αυτό το τέλος θα είναι καλό. Οι κατεστημένες κοινωνίες έχουν τέτοια οικονομική και τεχνική δύναμη ώστε μπορούν να συμβιβάζονται και να κάνουν παραχωρήσεις στους απόκληρους· έχουν αρκετά καλά συγκροτημένους στρατούς για ν' αντιμετωπίζουν τις έκτακτες περιστάσεις. Η απειλή όμως είναι ακόμη ζωντανή, μέσα κι έξω απ' τα σύνορα των ανεπτυγμένων κοινωνιών. Εύκολα μπορούν να γίνονται ιστορικοί παραλληλισμοί με τους βάρβαρους που απείλησαν την κυριαρχία του πολιτισμού (παραλληλισμοί που προδιαγράφουν αυτό που θα γίνει)· αλλά μπορεί κάλλιστα η δεύτερη βαρβαρική περίοδος να είναι η συνεχιζόμενη κυριαρχία του ίδιου του πολιτισμού. Παρ' όλ' αυτά, υπάρχουν πιθανότητες να συναντηθούν ξανά, στη διάρκεια αυτής της περιόδου, τα ιστορικά άκρα: δηλαδή η πιο εξελιγμένη ανθρώπινη συνείδηση κι η πιο άγρια εκμεταλλευόμενη ανθρώπινη δύναμη. Όλ' αυτά δεν είναι βέβαια σίγουρα. Η κριτική θεωρία της κοινωνίας δεν περιλαμβάνει έννοιες που να επιτρέπουν την κάλυψη της απόστασης ανάμεσα στο παρόν και στο μέλλον· δεν δίνει υποσχέσεις· δεν έχει πετύχει· έχει παραμείνει αρνητική. Έτσι, μπορεί να μένει πιστή απέναντι σ' εκείνους που, χωρίς ελπίδα, έδωσαν και δίνουν τη ζωή τους στη Μεγάλη Άρνηση.

Στις αρχές της φασιστικής περιόδου, ό Βάλτερ Μπένιαμιν έγραφε:
"Αν έχουμε ακόμη μια ελπίδα, τη χρωστάμε σ' αυτούς που δεν έχουν καμιά".

OneDimensional.jpg
 
Last edited: