Μάγκες, σας βρήκα την τέλεια λύση.
Δείτε παρακάτω.
Κυπριακή Διάλεκτος. Για να... μην μας καταλαβαίνουνε.
Α
ακκάννω= δαγκώνω
αλόπως =μήπως, πιθανώς
αμινιάζω =υπολογίζω
αμπλέπω =βλέπω
αμπούστα =κουτί
αντζελοσσιάστηκα= τρόμαξα
αντινάσσω =τινάζω
αξινόστραφη= ανάποδη
απόπατος= αποχωρητήριο
άππαρος =άλογο
αππιθκιά =αχλαδιά, ένδειξη κοντινού χώρου
άρκοψες =αύριο βράδυ
αρμαρόλα =μικρή ντουλάπα
αρφός, αρφή =αδελφός, αδελφή
ασσιελιά =ένα σκέλος (για μήκος)
ατζία= άκρη του ψωμιού
αφτένω= ανάβω
άψε το =άναψε το
αψιουρίζομαι= φταρνίζομαι
Β
βάκλα= η ουρά του προβάτου
βαρκούμαι= βαριέμαι
βαστώ =κρατώ
βίτσα =μαγγούρα, έγινες ~ αδυνάτισες
βλαντζί= συκώτι
βόρτακος= βάτραχος
βόρτος= χοντρός
βούκκα =μάγουλο
βουκκαλλέτικον= μπούλλης
βουναλλούι= μικρός λόφος
βούρνα= νεροχύτης
βουρώ= τρέχω
βρίξε= σώπα (προστακτική)
Γ
γάρος= γαϊδούρι
γιουτά μου =με βολευεί
Δ
δρώμα= ιδρώτας
Ε
εβόλυσα =πάτησα λάσπες
ελαόθικα =τρελάθηκα
ελύσσιασα =πεινάω πολύ (έχω λυσσάξει από την πείνα)
έππεσεν το αρφάλι μου= πεθαίνω της πίνας (έπεσε ο αφαλός μου)
έρκουμαι =έρχομαι
έσιει =έχει
έσσω= μέσα
εφάτσησα =χτύπησα
Ζ
ζάβαλλι= αλίμονο
ζαβός =στραβός
ζάμπα= μπούτι
ζίλικουρτι= σκασμός
ζώλος =άσχημη μυρωδιά, βρωμιά
Η
ήντα= τι
ήντα μπον τούτον;= τι είναι αυτό;
Θ
θκιούλλα =θεία
θωρώ =βλέπω
Κ
καϊλώ =δέχομαι
κάκκαφα= πολύ ανώμαλα εδάφη
καλώ =αμέ
καμμώ =κλείνω τα μάτια μου
καρκασιαλλίκκι= φασαρία
καρκόλα= κρεβάτι
καρτζί =απέναντι
κάττος= γάτα
κατρακύλα= τσουλήθρα
κατσιαρίζω= κάνω θόρυβο
καύκει =καίει
κάφκα =ερωμένη παντρεμένου άντρα
κκελλέ =κεφάλι
κκελλέ κουλούμπρα =αγύριστο κεφάλι
κόλλα =χαρτί
κοτζιάκαρη= γερόντισσα
κοτολεττα =μπριζόλα
κούλλουφος= ατημέλητος
κουφή= φίδι
κρούζω =καίω
κρώννουμαι= ακούω, συμβουλεύομαι
κωλοσύρνω= τραβώ
Λ
λαλώ =λέω
λαός =λαγός
λάου λάου= σιγά σιγά
λάσσω =γαυγίζω
λαφαζάνης =αυτός που λέει βλακείες (εξωπραγματικά γεγονότα)
λίξης =λιγούρης
λυσσιάρης= λιγούρης
λυσσιοπεινώ =πεθαίνω της πίνας
λουβώ =μαδάω
λούκκος =λακκάκι, τρύπα στο έδαφος
Μ
μαΐρισσα= κατσαρόλα
μαϊττάππι =κορόιδεμα
μαλαχτός =μαλακός, ο ευάλωτος
μαννός =ηλίθιος
μάππα =μπάλα
μάππουρος =κουκουνάρι
μεζετζής =αυτός που του αρέζουν οι μεζέδες
μίλλα =λίπος ζώου (χρησιμοποιείται στα σουβλάκια)
μιτσής =μικρός
μοτόρα =μοτοσυκλέτα
μούλος/λα= μουλάρι
μουτταρκά =κορυφή
μούττη =μύτη, κορυφή
μούχτιν =δωρεάν
μιάλος= μεγάλος
Ν
νησιάνι =διακριτικό υπαξιωματικού (γαλόνια)
ντζίζω =αγγίζω
Ξ
ξημαρισμένος =λερωμένος
Ο
όϊ =όχι
ολάν= τι νόμιζες
οξά =ή
όξινο =λεμόνι, ξινό
ούσσου =σιώπα (προστακτική)
ούτσιαλι =πολύ φαΐ (φάγαμε το …. μας!)
Π
παγκούι =παγκάκι
παουρίζω =φωνάζω
παπίλλαρος= τα πρώτα σύκα
παπίρα =πάπια
πάππαλλα= τέλος
παραπόττης= αυτός που κάνει ατιμίες
παρπέρης =κουρέας
πασιαμάς =χαβαλές
πασιής =παχύς
πατανία= κουβέρτα
πατσαρκά= χαστούκι
πατσιαούρι =πατσαβούρα
πατταλόνι= παντελόνι
παττίχα =καρπούζι
πεζούνι= περιστέρι
πιθκιαβλοζάμπης =τα πόδια του είναι λεπτά σαν πιθκιαύλι (ελλ. αυλός)
πιλέ= ήδη
πίσσα= τσίχλα
πιττώνω= πλακώνω
ποδά =απ' εδώ
ποθκιάντροπος= ξεδιάντροπος
ποΐνες= μπότες
πολογιάζω= διώχνω
πομιλόρι= ντομάτα
πόμπα =βόμβα
ποξαμάτι= παξιμάδι
πορνόν πορνόν= πρωί πρωί
πότσα =μπουκάλα
ποτζεί =απ' εκεί
πουλλαόφωνος= άντρας που μιλά με λεπτή φωνή
πουπούξιος= κουκουβάγια
πόφκαλες με= με κούρασες
ππαραόπιστος =τσιγκούνης, φυλάργυρος
ππεζεβένκης =κερατάς
ππούλλι =βλήμα (ηλίθιος)
ππουνιά =γροθιά
πρότσα= πιρούνι
πυρκόλα του την= χτύπα τον
πύρουλλος, πυρά =ζέστη, καύσωνας
Ρ
ρέσσω =περνώ
ριάλια =λεφτά
ρότσος =πέτρα
Σ
σαντανοσιά =ανακατωσούρα
σιακατούρι =κατηφόρα
σιεηττάνης =σατανάς, πονηρός
σιέσιης= δειλός
σιονώνω= χύνω
σιόρ =κύριος
σιουτζιούκκος= παραδοσιακό κυπριακό γλυκό από μούστο (μοιάζει με δυναμίτη)
στέκκα =λεπτός/ή
στράτα= δρόμος
σύξηλος= άναυδος
συνάω =μαζεύω
συντυχάνω= μιλώ
σύρνω =ρίχνω
Τ
τάβλα =τραπέζι / κρεβάτι
τάνγκα =ακριβώς
ταπέλλα =πινακίδα
ττάππος =κοντός / τάπα
τατάς =νονός
τζαι =και
τζυλώ= κυλάω
τζείνη =αυτή
τζείνος= αυτός
τζιαμέ =εκεί
τζιενκένης= τεμπέλης
τζισβές =μπρίκι
τζοιμισμένος= κοιμισμένος
τζυλώ =κυλώ
τουρτουρώ= κρυώνω
τσαέρα= καρέκλα
τσεντί =πορτοφόλι
τσιλλώ =πλακώνω
τσούρα =κατσίκα
Φ
φακκώ =χτυπώ
φάουσα =σκασμός
φιλούθκια= φιλάκια
φκάλλω =βγάζω
φκιολί =βιολί
φκιόρο= λουλούδι
φλόκκος= σφουγγαρίστρα
φόκος= φωτιά
φουντάνα= βρύση
Χ
χάι χούι =χαβαλές
χαμέ =κάτω
χαρτωμένος= αρραβωνιασμένος
χογλά =βράζει
χτηνό =ζώο (κάποιος πολύ δυνατός)
χτητζιολοά= βρωμάει άσχημα
χτιτζιόν =αηδία, πολύ βρώμικο
Ψ
ψατζή= κρυο.
Μετά την «σαντανοσιά» επειδή είμαι «λαφαζάνης» λοιπόν, αρχίζω τον… «πασιαμά»!:grandpa: