Είναι πολύ διαδεδομένη η πεποίθηση ότι κερδίσαμε την ανεξαρτησία μας χάρη και μόνο στην επέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής. Με λογική κατάληξη -για ορισμένους- ότι "
χρωστάμε" την ανεξαρτησία μας στους ξένους.
Αυτή η άποψη είναι εντελώς
λάθος. Δεν έχει
καμμία σχέση με την ιστορική πραγματικότητα. Οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον στραβό τρόπο που μαθαίνουμε, ή μάλλον δεν μαθαίνουμε ιστορία στα σχολεία. Αλλά και σε άλλους παράγοντες, ιδεολογικούς και πολιτικούς.
Η ελληνική Επανάσταση ΔΕΝ τελείωσε με τη ναυμαχία του Ναυαρίνου.
Οι Έλληνες συνέχισαν να πολεμούν νικηφόρα σε στεριά και θάλασσα για τρία ακόμα χρόνια. Τελευταίο πολεμικό επεισόδιο ήταν η νικηφόρα μάχη της Πέτρας στη Βοιωτία με την οποία απαλλάχτηκε οριστικά η Ρούμελη από την Οθωμανική παρουσία. Στο τέλος αυτής της τρετίας οι Έλληνες κέρδισαν εδάφη, πολύ περισσότερα από όσα είχαν σκεφτεί οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής να τους επιτρέψουν. Και αντί για το μικρό προτεκτοράτο που υπολόγιζαν να τους αφήσουν οι Έλληνες κέρδισαν την Ανεξαρτησία,
Η Εθνική Ανεξαρτησία ΔΕΝ παραχωρήθηκε.
Κερδήθηκε με Αίμα, Αγώνες και Θυσίες, ως την τελευταία στιγμή.
Τα δύο επόμενα ιστορικά άρθρα του Πέτρου Θ. Πιζάνια, ομότιμου καθηγητή ιστορίας, στο Τμήμα Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου που ακολουθούν αναδεικνύουν το θέμα και μπορούν να γίνουν αφετηρία για περαιτέρω έρευνα και μελέτη.
Η Μεγάλη Βρετανία, η Ρωσία και η Γαλλία είχαν υπογράψει ένα Πρωτόκολλο τον Ιούλιο του 1827, επιδιώκοντας να επιλύσουν το ελληνικό ζήτημα. Αυτό, προέβλεπε μεταξύ άλλων, κατάπαυση του πολέμου μεταξύ των Ελλήνων και των Τουρκοαιγυπτίων. Η αρμοδιότητα για την εφαρμογή του είχε ανατεθεί στον στόλο των τριών ευρωπαϊκών κρατών.
Τέσσερις ημέρες μετά την ναυμαχία του Ναβαρίνου, οι τρεις Ευρωπαίοι ναύαρχοι έστειλαν στην ελληνική ηγεσία, εν προκειμένω στο Βουλευτικό Σώμα, μια ιδιαιτέρως απειλητική επιστολή, απαιτώντας την άρση του ναυτικού αποκλεισμού, τον οποίο είχαν επιβάλλει οι Έλληνες από το 1822 σε λιμάνια του Αιγαίου έως την Κρήτη, αιχμαλωτίζοντας πλοία οιασδήποτε εθνικότητας βοηθούσαν τους Οθωμανούς.
Η ελληνική πολιτική ηγεσία δεν απέρριψε ρητά την απαίτηση των τριών ναυάρχων, αλλά δεν έπαψε να πολεμάει, ούτε να ασκεί τον ναυτικό αποκλεισμό. Δύο μήνες αργότερα, τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου, ο Μέτερνιχ σε επιστολή του διαπίστωνε ότι οι Έλληνες πολεμούσαν και μάλιστα είχαν συλλάβει τέσσερα αυστριακά εμπορικά πλοία, των οποίων οι πλοίαρχοι και τα πληρώματα δικάζονταν στο ελληνικό ναυτικό δικαστήριο στην Αίγινα.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις του Πρωτοκόλλου για ένα ελληνικό προτεκτοράτο υποτελές στον Σουλτάνο, το ζήτημα της ελληνικής ανεξαρτησίας φαινόταν να έχει χαθεί και το ζήτημα της έκτασης της ελληνικής εθνικής επικράτειας δεν είχε καθοριστεί, επειδή είχε και αυτό καταστεί πρόβλημα μεταξύ των ευρωπαϊκών δυνάμεων. Η Μεγάλη Βρετανία απαιτούσε πολύ περιορισμένη επικράτεια στα όρια της Πελοποννήσου και των Κυκλάδων, προκειμένου να προστατέψει την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ενώ οι άλλες δύο δυνάμεις ευρύτερη επικράτεια, χωρίς, ωστόσο, να την καθορίζουν επακριβώς.
Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος ως ευκαιρία
Σε αντίθεση με τις κυβερνήσεις της Μεγάλης Βρετανίας και της Αυστρίας, όλες οι ελληνικές ηγεσίες ήταν ευθέως και δημόσια θετικές στην ευρύτερη δυνατή επέκταση των ελληνικών συνόρων. Ανέμεναν την κατάλληλη ευκαιρία, η οποία σύμφωνα με τις αναλύσεις τους ευλόγως θα προερχόταν από έναν ακόμη ρωσοτουρκικό πόλεμο, όπως είχε συμβεί κατ’ επανάληψη στο παρελθόν. Ο Ιωάννης Καποδίστριας, ίσως για τους ίδιους λόγους για τους οποίους παρέκαμπτε την ελληνική ανεξαρτησία, επιδίωκε από νωρίς εκτεταμένη ελληνική επικράτεια.
Από το Φθινόπωρο του 1828 έγραψε αλλεπάλληλες επιστολές στον Γάλλο στρατηγό Μαιζόν, επικεφαλής του γαλλικού εκστρατευτικού σώματος στην Πελοπόννησο, να βοηθήσει με το στράτευμα του στην απελευθέρωση της Αττικής, αλλά το γαλλικό ανακτοβούλιο αρνήθηκε να δώσει την εντολή στον στρατηγό, λόγω της αντίδρασης του βρετανικού. Οι Έλληνες στηρίχτηκαν για μια ακόμη φορά στις δικές τους δυνάμεις, και παρά τις έντονες αντιδράσεις των αντιπροσώπων των τριών ευρωπαϊκών δυνάμεων δεν έπαψαν να πολεμάνε.
Με το ξέσπασμα του ρωσοτουρκικού πολέμου την Άνοιξη του 1828 οι Έλληνες άλλαξαν αμέσως τις προτεραιότητές τους. Η ανεξαρτησία μετατέθηκε μια ακόμη φορά για αργότερα, επειδή ο πόλεμος αυτός έδινε την ευκαιρία να απελευθερώσουν περιοχές, ιδίως τη Στερεά, την Κρήτη, τη Χίο και άλλες. Ούτως ή άλλως
δεν είχαν χαλαρώσει τις πολεμικές συγκρούσεις μετά τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου.
Κατά την διάρκεια του ρωσοτουρκικού πολέμου, ο οποίος διήρκεσε από την άνοιξη του 1828 έως τον Σεπτέμβριο του 1829, οι Έλληνες έδωσαν εναντίον των Οθωμανών πέντε ναυμαχίες, είχαν τρεις ναυτικές εμπλοκές, πραγματοποίησαν τρεις αποβάσεις στρατού και άσκησαν δύο τοπικούς ναυτικούς αποκλεισμούς. Νίκησαν σε όλες. Όπως και στις εικοσιπέντε χερσαίες συγκρούσεις, οι περισσότερες στην Στερεά, με τελευταία μάχη υπό τον Δημήτριο Υψηλάντη εναντίων 5.000 Οθωμανών στην Πέτρα Βοιωτίας, δύο ημέρες πριν οι επιτετραμμένοι του Τσάρου και του Σουλτάνου υπογράψουν την Συνθήκη της Αδριανούπολης.
Η ανεξαρτησία και ο συσχετισμός δυνάμεων
Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος έληξε με τη νίκη της Ρωσίας. Σε αυτό το διάστημα οι Έλληνες, με επικεφαλής τον Δημήτριο Υψηλάντη στην ανατολική Στερεά και τον Sir Richard Church στην δυτική, είχαν εκμεταλλευτεί την ευκαιρία με εξαιρετική ακρίβεια και εκκαθάρισαν την Στερεά Ελλάδα από τους Οθωμανούς. Είχαν, επιπλέον, προσπαθήσει να καταλάβουν τμήματα της νότιας Θεσσαλίας και της Ηπείρου, να κερδίσουν και την Χίο, όμως χωρίς επιτυχία.
Οι Κρήτες, σε αμφίρροπη ισορροπία δυνάμεων στο νησί τους με τους Οθωμανούς, δέχτηκαν βοήθεια από ρωσικά πολεμικά πλοία, αλλά αντέδρασε η Βρετανία και οι Ρώσοι αποσύρθηκαν. Ένα χρόνο αργότερα, υπό την απειλή του βρετανικού στόλου, αναγκάστηκαν να κηρύξουν ένοπλη ανακωχή και τελικά αποκλείστηκαν από την ελληνική επικράτεια.
Οι επίσημες διεθνείς διαπραγματεύσεις για τον ορισμό της εθνικής επικράτειας των Ελλήνων ξεκίνησαν στον Πόρο τον Δεκέμβριο του 1828. Οι πρεσβευτές των τριών δυνάμεων και ο Καποδίστριας συγκεντρώθηκαν, προκειμένου να συντάξουν μία αναλυτική πρόταση. Ο Καποδίστριας, παρότι εχθρικός ή αδιάφορος για την ανεξαρτησία, απαιτούσε μια εκτεταμένη επικράτεια με άξονα από την Θεσσαλία και την Ήπειρο και νοτίως έως την Κρήτη. Αλλά τελικά οι πρεσβευτές κατέληξαν στην πρόταση μιας έκτασης που θα ξεκινούσε νοτίως της γραμμής Άρτας-Παγασητικού κόλπου με τα νησιά, την Σάμο, όπως ενδεχομένως και την Κρήτη, να περιλαμβάνονται.
Η πρόταση απορρίφθηκε από τον Βρετανό πρωθυπουργό Δούκα του Ουέλινγκτον, αλλά όχι από τις άλλες δύο δυνάμεις, αν και λόγω του ρωσοτουρκικού πολέμου επικράτησε αρκετή σύγχυση για το ελληνικό ζήτημα. Οπότε ο καθορισμός της ελληνικής επικράτειας, παρότι συμφωνήθηκε στο Πρωτόκολλο του Μαρτίου το 1829, δεν έπαυε ταυτόχρονα να βρίσκεται στην πλοκή του συσχετισμού των δυνάμεων, όπως θα τον καθόριζαν τα ρωσικά όπλα εναντίον της Πύλης.
Απόσπασμα από το τελευταίο κεφάλαιο του υπό έκδοση βιβλίου “Η Ελληνική Επανάσταση – Από το 1821 έως το 1830”.
Η Ρωσία κατά τον πόλεμο του 1828-29 είχε ανοίξει δύο μέτωπα, με τον Σουλτάνο και παλαιότερα με τον Σάχη του Ιράν, κάτι που οι Βρετανοί αντιμετώπιζαν ως διπλή απειλή για τα συμφέροντά τους στην Ανατολική Μεσόγειο και στην Ινδία. Αλλά η Ρωσία δεν μπορούσε να διαλύσει πλήρως την Οθωμανική Αυτοκρατορία, όχι τόσο στρατιωτικά, αλλά κυρίως στην περίπτωση που πραγματοποιούσε αυτό τον στόχο, θα μπορούσε ενδεχομένως να αντιμετωπίσει την αντίδραση της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας, της Αυστρίας και της Πρωσίας από κοινού. Οπότε έπρεπε να περιοριστεί σε μια καθαρή νίκη σε βάρος των Οθωμανών.
Το βρετανικό ανακτοβούλιο υπό τον Ουέλινγκτον, ξεπερασμένο από τα πράγματα, επιδίωκε να διασώσει με κάθε τρόπο την εδαφική ακεραιότητα και την σχετική, τουλάχιστον, πολιτική αυτοτέλεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ώστε να μην μετατραπεί σε άτυπο προτεκτοράτο της Ρωσίας. Και αυτό, σε ό,τι αφορούσε τα ελληνικά ζητήματα, οδηγούσε τον Βρετανό πρωθυπουργό να προτρέπει προφορικά τον Σουλτάνο να δεχτεί μόνο ένα προτεκτοράτο περιορισμένο στην Πελοπόννησο και τις Κυκλάδες, χωρίς να υποστηρίζει αυτή τη θέση δημόσια.
Ωστόσο, επρόκειτο για απολύτως ανέφικτη θέση. Πρωτίστως επειδή οι Έλληνες είχαν δημιουργήσει και εξακολουθούσαν να χτίζουν με τα όπλα τους εδαφικά τετελεσμένα, ενώ επιπλέον η βρετανική λύση προσέκρουε σε έντονες εσωτερικές αντιδράσεις. Οι Έλληνες, όχι μόνο είχαν συνεχίσει να πολεμάνε, αγνοώντας τις προειδοποιήσεις της βρετανικής κυβέρνησης. Επιπλέον, όλα μαζί τα κόμματα της Γερουσίας ομόφωνα, εξέφραζαν έντονη δυσαρέσκεια και δήλωναν ότι η συνέχιση του πολέμου για την επέκταση της εθνικής επικράτειάς τους θα ήταν αναπόφευκτη, αν περνούσαν οι βρετανικές θέσεις.
Ο φόβος του Μέτερνιχ
Η απειλή είχε διαβιβαστεί από τους Έλληνες στο βρετανικό ανακτοβούλιο και στην Βουλή των Λόρδων από τον πρίγκιπα Χριστιανό Λεοπόλδο Φρειδερίκο υποψήφιο για τον ελληνικό θρόνο. Το ίδιο παρουσίαζε, αλλά ως αναπόφευκτη συνέπεια και ο Ιωάννης Καποδίστριας σε ένα υπόμνημά του προς τα τρία ευρωπαϊκά ανακτοβούλια. Τι μπορούσε, άραγε, να σημαίνει η απειλή των Ελλήνων για συνέχιση του πολέμου; Νέες αρνήσεις των Ελλήνων, νέες καταστροφές, ατελείωτοι πόλεμοι που θα οδηγήσουν σε διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και κίνδυνο ευρωπαϊκού πολέμου, όπως φοβόταν ο Μέτερνιχ από τον Ιανουάριο του 1828.
Πράγματι, ο Αυστριακός καγκελάριος έβγαινε έξω από το πλαίσιο της συζήτησης για το εύρος της ελληνικής επικράτειας και έθετε το ζήτημα της ανεξαρτησίας ως μόνη λύση για να σταματήσει ο διαρκής κίνδυνος ενός γενικευμένου ευρωπαϊκού πολέμου εξαιτίας της Ελληνικής Επανάστασης. «Οι Έλληνες έχουν εξαρχής διακηρύξει σε όλους τους τόνους ότι θέλουν να κατακτήσουν την απόλυτη ανεξαρτησία τους», έγραψε ο Μέτερνιχ σε ένα υπόμνημα, το οποίο απηύθυνε προς το βρετανικό ανακτοβούλιο και σε άλλα.
Η γαλλική πρόταση στον Τσάρο
Στις αρχές Σεπτεμβρίου του 1829, όσο τα ρωσικά στρατεύματα βρίσκονταν έξω από την Κωνσταντινούπολη και οι Έλληνες έδιναν την τελευταία μάχη εναντίον των Οθωμανών στην Πέτρα της Βοιωτίας, ο Γάλλος υπουργός των εξωτερικών Αύγουστος Πολινιάκ, εν αγνοία των Βρετανών, παρουσίασε στον Τσάρο ένα σχέδιο αναδιάταξης των συνόρων και των κυριαρχιών στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Οι κερδισμένοι θα ήταν η Γαλλία, η Ρωσία και οι Έλληνες. Και οι χαμένοι οι Ολλανδοί, οι Φλαμανδοί, οι Βαλόνοι και σε κάποιο βαθμό η Βρετανία και η Αυστρία. Η Ελλάδα στο σχέδιο του Γάλλου υπουργού των εξωτερικών θα είχε πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη και θα εκτεινόταν έως την Κρήτη. Ο Τσάρος αντιλήφθηκε ότι με το σχέδιο αυτό η Γαλλία του πρότεινε δύο επιλογές:
Είτε να διαλύσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία αλλά έτσι να δεχτεί ένα μεγάλο, νέο και ανεξέλεγκτο επαναστατικό κράτος, το ελληνικό, στα νοτιοδυτικά σύνορά του με το οποίο θα μοίραζε τον έλεγχο των στενών των Δαρδανελίων αλλά ταυτόχρονα με το περιορισμένο, έστω, ενδεχόμενο να αντιμετωπίσει πόλεμο ή να διακόψει τις σχέσεις με τις άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις. Είτε, να μην διαλύσει την Οθωμανική αυτοκρατορία, αλλά να περιοριστεί στον άτυπο πολιτικό έλεγχο σε αυτήν, οπότε η ελληνική επικράτεια θα περιοριζόταν.
Διάλεξε, φυσικά την δεύτερη λύση. Και αυτή αποτυπώθηκε στην μάλλον εξευτελιστική για τον Σουλτάνο Συνθήκη της Αδριανούπολης, την οποία υπέγραψαν η Ρωσία και η Οθωμανική αυτοκρατορία στις 14 Σεπτεμβρίου 1829. Σε αυτήν την Συνθήκη ο Σουλτάνος αναγνώρισε, μεταξύ άλλων, όλες τις προβλέψεις για την Ελλάδα τις οποίες είχαν υπογράψει οι τρεις ευρωπαϊκές δυνάμεις στην Συνθήκη του Ιουλίου του 1827 και στο Πρωτόκολλο του Μαρτίου του 1828, δηλαδή ένα προτεκτοράτο.
Οι Έλληνες επιβάλουν τετελεσμένα
Οι Έλληνες ήθελαν να ακυρώσουν την περιορισμένη επικράτεια στην οποία επέμενε η Μεγάλη Βρετανία, και επίσης να κερδίσουν την ανεξαρτησία για την οποία, άλλωστε, είχαν επαναστατήσει. Ωστόσο, ανεξαρτησία και επικράτεια απαιτούσαν ανυπερθέτως διεθνή ευρωπαϊκή αναγνώριση για να αποκτήσουν νόμιμη υπόσταση. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος, επειδή με την Ελληνική Επανάσταση είχε γεννηθεί ένα νέο εθνικό κράτος το οποίο δεν διέθετε καμία προηγούμενη επίσημη κρατική ιστορία, ώστε να συνεχίσει την διεθνή νομιμότητά του.
Για την επιτυχία αυτών των στόχων είχαν δημιουργήσει, όπως είδαμε, δύο τετελεσμένα στα οποία προσέκρουαν οι σχεδιασμοί των ευρωπαϊκών δυνάμεων για την Ελλάδα. Το πρώτο ήταν το εδαφικό, δηλαδή η εκκαθάριση της Στερεάς από τους Οθωμανούς και οι προσπάθειες για περαιτέρω γεωγραφική επέκταση.
Το δεύτερο ήταν η ομόφωνη απόφαση της Δ’ Εθνοσυνέλευσης του Άργους το καλοκαίρι του 1829, σύμφωνα με την οποία οποιαδήποτε απόφαση των ευρωπαϊκών δυνάμεων για την Ελλάδα θα ίσχυε μόνο εφόσον θα εγκρινόταν από τους ίδιους τους Έλληνες πληρεξούσιους, όπως ακριβώς το είχαν θέσει πριν εφτά χρόνια στο Συνέδριο της Ιερής Συμμαχίας στην Βερόνα το 1822. Αυτά τα τετελεσμένα ήταν αδύνατο να ανατραπούν από τα τρία ευρωπαϊκά κράτη με διπλωματικά ή άλλα πολιτικά μέσα. Και η χρήση στρατιωτικών μέσων εναντίον των Ελλήνων ήταν αδιανόητη.
Η στάση της Μεγάλης Βρετανίας
Ωστόσο, η βρετανική κυβέρνηση διευκόλυνε ανεπίγνωστα τους Έλληνες επειδή υπονόμευε η ίδια τους σχεδιασμούς της. Ναι μεν η Ελλάδα, με την επιμονή της Βρετανίας, προοριζόταν να γίνει προτεκτοράτο του Σουλτάνου, αλλά την ίδια στιγμή η Οθωμανική αυτοκρατορία με βάση την Συνθήκη της Αδριανούπολης μετατρεπόταν, σχεδόν de jure, σε υποτελές κράτος του Τσάρου.
Μόνο όταν διάβασαν την ρωσοτουρκική συνθήκη αντιλήφθηκαν οι Βρετανοί πολιτικοί ιθύνοντες ότι είχαν συμβάλει οι ίδιοι να συγκροτηθεί εν δυνάμει μια πολιτική δομή η οποία θα έσπρωχνε τους Έλληνες σε μια συμφέρουσα, όσο και αναγκαστική, συμμαχία με την Ρωσία, η οποία μάλιστα, θα διευκολυνόταν από το γεγονός ότι κυβερνήτης ήταν ο Ιωάννης Καποδίστριας. Έλληνες και Ρώσοι θα είχαν κοινό συμφέρον να διαλύσουν ότι θα είχε απομείνει από την Οθωμανική αυτοκρατορία και σε αντάλλαγμα οι Έλληνες θα μπορούσαν να κερδίσουν την ανεξαρτησία τους, ίσως και επιπλέον εδάφη.
Με ξαφνικό διπλωματικό τροχάδην σε τέσσερις μήνες από την υπογραφή της Συνθήκης της Αδριανούπολης, με πλήρη υπαναχώρηση και επισπεύδον το βρετανικό ανακτοβούλιο δια του υπουργού των εξωτερικών Λόρδου Άμπερντην και πριν καν συμφωνηθούν οριστικά τα όρια της ελληνικής επικράτειας, την 3η Φεβρουαρίου του 1830 οι τρεις ευρωπαϊκές δυνάμεις αναγνώρισαν νομικά και εγγυήθηκαν την πλήρη και ολοκληρωμένη ανεξαρτησία, την οποία οι Έλληνες είχαν εμπράκτως κατακτήσει με την Επανάσταση.
Η Επανάσταση πέτυχε τον κρισιμότερο στόχο της
Οι Έλληνες είχαν νικήσει, είχαν κερδίσει τον κρισιμότερο στόχο τους. Η επικράτεια οριστικοποιήθηκε αργότερα, το 1832, και εν τέλει με εξαίρεση την Σάμο, περιέκλειε τις περιοχές εκείνες τις οποίες οι Έλληνες είχαν απελευθερώσει με τις δικές τους δυνάμεις και με τα όπλα τους: την Στερεά και την Πελοπόννησο, τα νησιά του Αργοσαρωνικού, τις Κυκλάδες και τις Σποράδες, περιοχές στις οποίες προστέθηκε η Εύβοια.
Το Σύνταγμα της Τροιζήνας στο κεφάλαιο Β’ όριζε την ελληνική επικράτεια ως μία και αδιαίρετη, την οποία συγκροτούσαν επαρχίες, ενώ η έκταση της καθοριζόταν με επαναστατικά κριτήρια: «επαρχίαι της Ελλάδος είναι όσαι έλαβον και θα λάβωσι τα όπλα κατά της Οθωμανικής δυναστείας». Το πρώτο σκέλος της ενιαίας και αδιαίρετης επικράτειας το είχαν εξασφαλίσει.
Το δεύτερο σκέλος του επαναστατικού ορισμού της έκτασης της επικράτειας, το κέρδισαν σταδιακά στο διάστημα των επόμενων ενενήντα δύο χρόνων. Τότε, στους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-13, η Ελλάδα που θέλησαν οι επαναστάτες του 1821 είχε ολοκληρωθεί εν πολλοίς.
Απόσπασμα από το τελευταίο κεφάλαιο του υπό έκδοση βιβλίου “Η Ελληνική Επανάσταση – Από το 1821 έως το 1830”.