Ποίηση....γιατί όχι;

Στο εσώφυλλο ενός από τους δίσκους που παρέλαβα...
δεν υπάρχει στο google, άδικος κόπος να ψάξει κανείς εκεί να το βρεί...
Καλύτερα περπατώντας στον κήπο, ν' αφήσει το μυαλό του ελεύθερο και θα τον οδηγήσει, αν δεν το ξέρει βέβαια ήδη!


Live another life on me
when you find it hard to cope
take my eyes if you can't see
give them back when you find hope

and if I shine brighter than I should
take a little light from me
have anything that might do you good
pass on anything you don't need

and everybody's gonna build their house on me

there's a little song that I have sung
that might pass your ears and make you smile
so if you should like what I have done
sing it when you walk the final mile

and everybody's gonna build their house on me
 
Το όνειρο του Τσοπάνου


Ήθελα να ´μουν Λιάκουρα στού Παρνασσού τον ώμο,
να ζήσω χρόνια αμέτρητα, να ζήσω μιλιούνια,
να ´χω το μάτι του αϊτού και του λαγού το άκου,
να διαλαλώ το τι θα δω χειμώνα καλοκαίρι
εδώ ψηλά στον Παρνασσό, εδώ ψηλά στο χιόνι.

Ήθελα και να γνώριζα των αγριμιών τη γλώσσα,
των σταυραετών, των γκιώνηδων, της άσπρης γερακίνας,
να κρένω μ´όλα τα στοιχειά, Κατεβατούς, βοριάδες,
και με τ´αγριολούλουδα του Παρνασσού στολίδια.

Να δέχομαι στις πλάτες μου το παγωμένο χιόνι,
να ταγιαντάω στο βοριά, σ´όλα τα μοχλοβόρια.

Να στήνω στον Καράχαλη ταμπούρι ατσαλένιο
και ν´αγναντεύω τα χωριά, τους κάμπους την Αθήνα,
να λέπω τον Ελλήσποντο της Πόλης το μπουγάζι,
τον ήλιο με τα κάλλη του, σαν βγαίν´απ´τη φωλιά του.

Ν´ακούω το γέρο έλατο, πως σκάζει και βογγάει,
σαν τον χτυπάει ο βοριάς και τα στοιχειά της φύσης,
πως ταγιαντάει κ´ύστερα με δίχως κλαπατάρια,
πως σέρνει απ´τη ρίζα του στης μαύρης γης το χώμα.

Να βλέπω τσοπανόπουλα, να βλέπω τσελιγκάδες
την Άνοιξη σαν έρχονται από τα καμποχώρια,
πως φτιάχνουν τα γιατάκια τους, πως φτιάχνουν τα κονάκια,
πως στένουνε τ´απόσκια τους, πως στένουν τους σταλούς τους,
τσελιγκοπούλες λιγιρές, πως παίζουν στα ρουμάνια
μ´όμορφα τσελιγκόπουλα τα ξένοιαστα παιχνίδια.

Να δω το γέρο τσέλιγκα στη στρούγκα πως αρμέγει,
να δω πως πήζει το τυρί, πως φτιάχνει ξηροτύρια,
πως φτιάχνει με ξυνόγαλο τη νόστιμη μυτζήθρα.

Κ´ύστερα στο γιατάκι του με κοφτερούς σουγιάδες,
πως φτιάχνει κλειδοπίνακα και ξύλινες κουτάλες.

Να δω το γέρο τσέλιγκα σαν βγαίνει το φεγγάρι,
την τσελιγκίνα δίπλα του, τους γιους του τις νυφάδες,
πως κάθεται στον έλατο μ´αγγόνια και ξαγγόνια,
και λέει τραγούδια κλέφτικα, κλέφτικα παραμύθια,
να μολογάει για στοιχειά, για λάμνιες για θηρία,
κι όλοι να ακουρμάζονται με πόθο και λαχτάρα.

Κι´απάνω στο μολόγημα τα βλέφαρα πως κλείνουν
και πως όλοι πλαγιάζουνε στο μαλακό γιατάκι.

Ήθελα να´μουν Λιάκουρα στού Παρνασσού τον ώμο
Και να´ βλεπα και να´λεγα, ποτέ να μην τα σώνω.

Αράχωβα 1946
Δ. Γιαννακόπουλος
 
ΠΑΡΝΑΣΣΟΣ

«….Διπλές εμένανε οι κορφές, διπλό και τ’όνομά μου,
ο γέρος είμαι ο Παρνασσός και η Λιάκουρα η λεβέντρα.
Κι’ είμαι σαν ένα αντρόγενο, κι’ είμαι σαν δυο, σαν ταίρι
σφιχτοδεμένο αχώριστο, μια πλάση κι’ ένας κόσμος,
π’ όσο κι’ αν δείχνονται άμοιαστα, τα κάνω εγώ και μοιάζουν.
Είμαι άντρας κόσμος και γυναίκα πλάση, αρχαίος κόσμος,
νιός ήλιος πάντα στ’ουρανού του νοητού τα’ αστέρια .
…………………………………………………………
Κ’οι βράχοι είναι τα κάστρα μου, τα ελάτια είν’ ο στρατός μου,
και τα πουλιά μου είν’ ο λαός, κ’ οι αϊτοί μου οι πολεμάρχοι,
Στην πιο ψηλή μου την κορφή, στο απάτητο Λυκέρι
λάμπει σαν το ηλιοπάλατο παλάτι κρυσταλλένιο
και κάθεται ο Κατεβατός μέσα ταμπουρωμένος
τύραγνος μέσα στα στοιχιά , των άνεμων ο δράκος,
και το πρωτοπαλλήκαρο κι ’ο αποκρισάρης μου είναι.
…………………………………………………………..
Εγώ είμ’ ακόμα ο Παρνασσός, τώρα κι’ Λιάκουρα είμαι ,
κ’ εγώ είμαι πάντα η εκκλησιά που σε καιρό κανένα
δεν της απόλειψε ο Θεός μ’ όποιο όνομα αν τον κράξεις».

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΛΑΜΑΣ
 
Για τους αδικημένους γερμανομαθείς ένα ποίημα του μεγάλου Paul Celan.Εγώ δυστυχώς είχα πρόσβαση δια της αγγλικής...Περιέχει μια διάσημη φράση που έμεινε παροιμιώδης, "ο θάνατος είναι ένας μάστορας από τη Γερμανία".Αποτέλεσε την έμπνευση για αρκετούς συνθέτες που έγραψαν έργα για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

TODESFUGE

Schwarze Milch der Frühe wir trinken sie abends
wir trinken sie mittags und morgens wir trinken sie nachts
wir trinken und trinken
wir schaufeln ein Grab in den Lüften da liegt man nicht eng
Ein Mann wohnt im Haus der spielt mit den Schlangen der schreibt
der schreibt wenn es dunkelt nach Deutschland dein goldenes Haar Margarete
er schreibt es und tritt vor das Haus und es blitzen die Sterne er pfeift seine Rüden herbei
er pfeift seine Juden hervor läßt schaufeln ein Grab in der Erde
er befiehlt uns spielt auf nun zum Tanz
Schwarze Milch der Frühe wir trinken dich nachts
wir trinken dich morgens und mittags wir trinken dich abends
wir trinken und trinken
Ein Mann wohnt im Haus der spielt mit den Schlangen der schreibt
der schreibt wenn es dunkelt nach Deutschland dein goldenes Haar Margarete
Dein aschenes Haar Sulamith wir schaufeln ein Grab in den Lüften da liegt man nicht eng
Er ruft stecht tiefer ins Erdreich ihr einen ihr andern singet und spielt
er greift nach dem Eisen im Gurt er schwingts seine Augen sind blau
stecht tiefer die Spaten ihr einen ihr andern spielt weiter zum Tanz auf
Schwarze Milch der Frühe wir trinken dich nachts
wir trinken dich mittags und morgens wir trinken dich abends
wir trinken und trinken
ein Mann wohnt im Haus dein goldenes Haar Margarete
dein aschenes Haar Sulamith er spielt mit den Schlangen
Er ruft spielt süßer den Tod der Tod ist ein Meister aus Deutschland
er ruft streicht dunkler die Geigen dann steigt ihr als Rauch in die Luft
dann habt ihr ein Grab in den Wolken da liegt man nicht eng
Schwarze Milch der Frühe wir trinken dich nachts
wir trinken dich mittags der Tod ist ein Meister aus Deutschland
wir trinken dich abends und morgens wir trinken und trinken
der Tod ist ein Meister aus Deutschland sein Auge ist blau
er trifft dich mit bleierner Kugel er trifft dich genau
ein Mann wohnt im Haus dein goldenes Haar Margarete
er hetzt seine Rüden auf uns er schenkt uns ein Grab in der Luft
er spielt mit den Schlangen und träumet der Tod ist ein Meister aus Deutschland
dein goldenes Haar Margarete
dein aschenes Haar Sulamith.
 
Λατρεύω την Ιρλανδία. Βέβαια, έχω κι εγώ πολλές αγάπες, αυτό δεν είναι προνόμιο μόνον ενός....Λατρεύω και την Γαλλία, την Ιταλία, όλες τις παγωμένες χώρες του Βορρά, ας μην ξεφεύγω όμως.
Λατρεύω τα Ιρλανδικά τοπία, τις παραδόσεις και τους θρύλους τους, τον Jaymes Joyce κα τα Γαελικά. Τίποτα δεν καταλαβαίνω απ' όσα λένε. Αλλά αυτό δεν με εμπόδίζει να τα αγαπώ.

Ένα ποίημα της Sarah Robertson Matheson ανάμεσα σε Αγγλικά και Gaelic. Δεν χρειάζεται περισσότερη βοήθεια..

A Kiss of the King's Hand.

It wasna from a golden throne,
Or a bower with milk-white roses blown,
But mid the kelp on northern sand
That I got a kiss of the king's hand.

I durstna raise my een tae see
If he even cared to glance at me;
His princely brow with care was crossed
For his true men slain and kingdom lost.

Think not his hand was soft and white,
Or his fingers a' with jewels dight,
Or round his wrists were jewels grand
When I got a kiss of the king's hand.

But dearer far tae my twa een
Was the ragged sleeve of red and green
O'er that young weary hand that fain,
With the guid broadsword, had found its ain.

Farewell for ever, the distance gray
And the lapping ocean seemed to say
For him a home in a foreign land.
And for me one kiss of the king's hand.
 
Εδω ενα ωραιοτατο ποιημα του Cesare RUFFATO για τα Ιταλοφωνα μελη της κοινοτηττας μας

Da Tempo senzanome, 1960


Vedo le luci dell'altra riva

avvicinarsi lente sulle acque

e sento il loro tremare nel mio sangue.

Questa notte è solo parole

che varcano sponde.

Le membra sono ulivi

la bocca è una valle le mani un vento.

II mondo non sa il mio segreto

ma tu conosci i miei approdi.

Il tuo volto esce dall'acqua

soave come un'onda.

Preghiamo il tempo

che ci porti lontano.
 
Tότε η Αλμήτρα είπε: Μίλησε μας για την Αγάπη.

Κι εκείνος, ύψωσε το κεφάλι του κι αντίκρισε το λαό κι απλώθηκε βαθιά ησυχία.

Και με φωνή μεγάλη είπε:

Όταν η αγάπη σε καλεί, ακολούθησέ την, Μόλο που τα μονοπάτια της είναι τραχιά κι απότομα. Κι όταν τα φτερά της σε αγκαλιάσουν, παραδώσου, μόλο που το σπαθί που είναι κρυμμένο ανάμεσα στις φτερούγες της μπορεί να σε πληγώσει.

Κι όταν σου μιλήσει, πίστεψε την, μ' όλο που η φωνή της μπορεί να διασκορπίσει τα όνειρά σου σαν το βοριά που ερημώνει τον κήπο.

Γιατί όπως η αγάπη σε στεφανώνει, έτσι και θα σε σταυρώσει. Κι όπως είναι για το μεγάλωμα σου, είναι και για το κλάδεμά σου.

Κι όπως ανεβαίνει ως την κορφή σου και χαϊδεύει τα πιο τρυφερά κλαδιά σου που τρεμοσαλεύουν στον ήλιο,
Έτσι κατεβαίνει κι ως τις ρίζες σου και ταράζει την προσκόλληση τους στο χώμα.

Σα δεμάτια σταριού σε μαζεύει κοντά της.

Σε αλωνίζει για να σε ξεσταχιάσει.

Σε κοσκινίζει για να σε λευτερώσει από τα φλούδια σου.

Σε αλέθει για να σε λευκάνει.

Σε ζυμώνει ώσπου να γίνεις απαλός.

Και μετά σε παραδίνει στην ιερή φωτιά της για να γίνεις ιερό ψωμί για του Θεού το άγιο δείπνο.

Όλα αυτά θα σου κάνει η αγάπη για να μπορέσεις να γνωρίσεις τα μυστικά της καρδιάς σου και με τη γνώση αυτή να γίνεις κομμάτι της καρδιάς της ζωής.

Αλλά αν από το φόβο σου, γυρέψεις μόνο την ησυχία της αγάπης και την ευχαρίστηση της αγάπης,

Τότε, θα ήταν καλύτερα για σένα να σκεπάσεις τη γύμνια σου και να βγεις έξω από το αλώνι της αγάπης.
Και να σταθείς στον χωρίς εποχές κόσμο όπου θα γελάς, αλλά όχι με ολάκερο το γέλιο σου και θα κλαις, αλλά όχι με όλα τα δάκρυά σου.

Η αγάπη δε δίνει τίποτα παρά μόνο τον εαυτό της και δεν παίρνει τίποτα παρά από τον εαυτό της.

Η αγάπη δεν κατέχει κι ούτε μπορεί να κατέχεται, γιατί η αγάπη αρκείται στην αγάπη.

Όταν αγαπάς, δε θα 'πρεπε να λες: "Ο Θεός είναι στην καρδιά μου", αλλά μάλλον "Εγώ βρίσκομαι μέσα στην καρδιά του Θεού".

Και μη πιστέψεις ότι μπορείς να κατευθύνεις την πορεία της αγάπης, γιατί η αγάπη, αν σε βρει άξιο, θα κατευθύνει εκείνη τη δική σου πορεία.

Η αγάπη δεν έχει καμιά άλλη επιθυμία εκτός από την εκπλήρωσή της.

Αλλά αν αγαπάς κι είναι ανάγκη να έχεις επιθυμίες, ας είναι αυτές οι επιθυμίες σου:

Να λιώσεις και να γίνεις σαν το τρεχούμενο ρυάκι που λέει το τραγούδι του στη νύχτα.

Να γνωρίσεις τον πόνο της πολύ μεγάλης τρυφερότητας.

Να πληγωθείς από την ίδια την ίδια τη γνώση σου της αγάπης.

Και να ματώσεις πρόθυμα και χαρούμενα.

Να ξυπνάς την αυγή με καρδιά έτοιμη να πετάξει και να προσφέρεις ευχαριστίες για μια ακόμα μέρα αγάπης.

Να αναπαύεσαι το μεσημέρι και να στοχάζεσαι την έκσταση της αγάπης.

Να γυρίζεις σπίτι το σούρουπο με ευγνωμοσύνη στην καρδιά
Και ύστερα να κοιμάσαι με μια προσευχή για την αγάπη που έχεις στην καρδιά σου και μ' έναν ύμνο δοξαστικό στα χείλη σου.

(Απόσπασμα από το βιβλίο του Χαλίλ Γκιμπράν "Ο Προφήτης, Ο κήπος του Προφήτη". Εκδόσεις Μπουκουμάνης)
 
Quelle soie aux baumes de temps

Quelle soie aux baumes de temps
Ou la Chimere s'extenue
Vaut la torse et native nue
Que, hors de ton miroir, tu tends !

Les trous de drapeaux meditants
S'exaltent dans notre avenue :
Moi, j'ai la chevelure nue
Pour enfouir mes yeux contents.

Non ! La bouche ne sera sure
De rien gouter a sa morsure
S'il ne fait, ton princier amant,

Dans la considerable touffe
Expirer, comme un diamant,
Le cri des Gloires qu'il etouffe.

Αντιμετωπίσιμο.
Αλλά πρέπει να μου πει κάποιος πως να βάζω τα accents στα κείμενα και αν μην βγάζει ιερογλυφικά!!!
 
Edgar Alan Poe - The Conqueror Worm

Lo! 'tis a gala night
Within the lonesome latter years!
An angel throng, bewinged, bedight
In veils, and drowned in tears,
Sit in a theatre, to see
A play of hopes and fears,
While the orchestra breathes fitfully
The music of the spheres.

Mimes, in the form of God on high,
Mutter and mumble low,
And hither and thither fly-
Mere puppets they, who come and go
At bidding of vast formless things
That shift the scenery to and fro,
Flapping from out their Condor wings
Invisible Woe!

That motley drama- oh, be sure
It shall not be forgot!
With its Phantom chased for evermore,
By a crowd that seize it not,
Through a circle that ever returneth in
To the self-same spot,
And much of Madness, and more of Sin,
And Horror the soul of the plot.

But see, amid the mimic rout
A crawling shape intrude!
A blood-red thing that writhes from out
The scenic solitude!
It writhes!- it writhes!- with mortal pangs
The mimes become its food,
And seraphs sob at vermin fangs
In human gore imbued.

Out- out are the lights- out all!
And, over each quivering form,
The curtain, a funeral pall,
Comes down with the rush of a storm,
While the angels, all pallid and wan,
Uprising, unveiling, affirm
That the play is the tragedy, "Man,"
And its hero the Conqueror Worm.
 
Του Ennio Cavalli

L’INFINITO QUOTIDIANO

davanti al mausoleo di Aefonius Rufus



Quattordici metri e quindici

- "edicola sul fondo della sala, sfingi affiancate

alla piramide" - letto a tre piazze verticali

per il lungo corpo di Rufus

(impresario teatrale, produttore di formaggi?).



Strati volanti di pelle appesi

alla maniglia che lo incluse nell’avara necropoli.

Sulla guida è scritto "assenza di dinamismo,

capitelli e fregi di repertorio":

grandiosa la fortezza su commissione,

non c’era tempo Rufus di sorvegliare i lavori.



"Restauro ripreso dall’Arias per quanto riguarda

la cuspide", ultimi centimetri d’onore.

L’infinito quotidiano prima e dopo il recupero

è rimasto concetto pagano,

fuga esistenziale di colonne corinzie,



piramide testamentaria: il tuo pregio a Sarsina

è di essere un leggendario faraone-pastore.
 
Το Φιλημα
Μια βοσκοπούλα αγάπησα, μια ζηλεμένη κόρη,
και την αγάπησα πολύ, -
ήμουν αλάλητο πουλί,
δέκα χρονών αγόρι.-

Μια μέρα που καθόμαστε στα χόρτα τ' ανθισμένα,
- Μάρω, ένα λόγο θα σου πω,
Μάρω, της είπα, σε αγαπώ,
τρελλαίνομαι για σένα.-

Από τη μέση με άρπαξε, με φίλησε στο στόμα
και μούπε: -για αναστεναγμούς,
για της αγάπης τους καϋμούς
είσαι μικρός ακόμα.-

Μεγάλωσα και την ζητώ... μ' άλλον ζητά η καρδιά της
και με ξεχνάει τ' ορφανό...
εγώ όμως δε λησμονώ
ποτέ το φίλημά της.

Γεωργιος Ζαλοκωστας
 
Το ωραίο καλοκαίρι​

Ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι
ήταν ωραίο αλλά και επικίνδυνο

Μια κάτασπρη τουρίστρια τα 'φτιαξε με τον ήλιο
κοιμήθηκε μαζί του μέρες μήνες
σκούρυνε, αφομοιώθηκε απ' το τοπίο
τώρα οι δικοί της την αναζητούν μέσω του Ερυθρού Σταυρού

Ένας παππούς που έκανε αμμόλουτρα
ξεχάστηκε θαμμένος μες την άμμο
όταν τον θυμηθήκανε μετά από μέρες
σηκώσαν το καπέλο του, δεν ήταν από κάτω

Ένα παιδί δαρμένο έγινε αχινός
αν τους βαστάει τώρα ας με ξαναδείρουν, είπε
πήρανε ο μπαμπάς κι η μαμά μαχαίρι και πηρούνι
και χωρίς να τρυπηθούν, του φάγαν την καρδιά

Βαθιά, ένα καράβι έμενε ακίνητο
ακίνητο ένα καλοκαίρι
φυσούσαν άνεμοι, φουσκώναν τα πανιά
δεν έλεγε να φύγει, τι περίμενε, τι περίμενε
κανείς δεν ξέρει

Ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι
ήταν ωραίο αλλά και επικίνδυνο
κανείς δεν ξέρει
ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι

Αργύρης Χιόνης «Λεκτικά τοπία» εκδόσεις Καστανιώτη. Αθήνα 1983
 
μπα!!
δεν μου βάζουν mozilla στο γραφείο. Ας με συγχωρήσετε λοιπόν για την ακούσια ανορθογραφία :rolleyes:

Υπαρχει και Firefox portable που δεν θελει εγκατασταση.

Το ωραίο καλοκαίρι​


Ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι
ήταν ωραίο αλλά και επικίνδυνο

Μια κάτασπρη τουρίστρια τα 'φτιαξε με τον ήλιο
κοιμήθηκε μαζί του μέρες μήνες
σκούρυνε, αφομοιώθηκε απ' το τοπίο
τώρα οι δικοί της την αναζητούν μέσω του Ερυθρού Σταυρού

Ένας παππούς που έκανε αμμόλουτρα
ξεχάστηκε θαμμένος μες την άμμο
όταν τον θυμηθήκανε μετά από μέρες
σηκώσαν το καπέλο του, δεν ήταν από κάτω

Ένα παιδί δαρμένο έγινε αχινός
αν τους βαστάει τώρα ας με ξαναδείρουν, είπε
πήρανε ο μπαμπάς κι η μαμά μαχαίρι και πηρούνι
και χωρίς να τρυπηθούν, του φάγαν την καρδιά

Βαθιά, ένα καράβι έμενε ακίνητο
ακίνητο ένα καλοκαίρι
φυσούσαν άνεμοι, φουσκώναν τα πανιά
δεν έλεγε να φύγει, τι περίμενε, τι περίμενε
κανείς δεν ξέρει

Ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι
ήταν ωραίο αλλά και επικίνδυνο
κανείς δεν ξέρει
ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι

Αργύρης Χιόνης «Λεκτικά τοπία» εκδόσεις Καστανιώτη. Αθήνα 1983

Και πολυ ωραια και η μελοποιηση απο τους Χαρη κ Πανο.
 
Υπαρχει και Firefox portable που δεν θελει εγκατασταση.

Βρε καλώς τον...Διακοπές ήσουν και γύρισες ορεξάτος βλέπω...Τόχεις ρίξει στο multiquoting.
Τι να σου κάνω που η τεχνολογία κι εγώ είμαστε ...δύο ευθείες παράλληλες;
 
Αμοργιανό νερό ( Κυκλάδες )

Στίχοι: Παραδοσιακό
Μουσική: Παραδοσιακό
Εκτελέσεις: Ειρήνη Καβακοπούλου || Χάρης&Πάνος Κατσιμίχας

Αμοργιανό είναι το νερό
Αμοργιανή κι η βρύση
Αμοργιανή είν' κι η κοπελιά
που πάει να γεμίσει

Αμοργιανό μου πέρασμα
να 'χεις καλό ξημέρωμα

Αμοργιανό μου πέρασμα
και πώς θα σε περάσω
και πού θε να 'βρω τον καιρό
στη Γιάλη για ν' αράξω

Ορτσάριζε ορτσάριζε
στον κάβο καβατζάριζε

Να 'μουν στη Γιάλη μια βραδιά
στη Χώρα μιαν αυγίτσα
να 'μουν και στα Κατάπολα
όπου 'χει όμορφα κορίτσια

Γιαλίτισσα Γιαλίτισσα
στην πόρτα σου ξενύχτησα
 
Τα παιδιά που χάθηκαν

Στίχοι: Διονύσης Σαββόπουλος
Μουσική: Διονύσης Σαββόπουλος
Πρώτη εκτέλεση: Διονύσης Σαββόπουλος
Άλλες ερμηνείες: Χάρης&Πάνος Κατσιμίχας

Τα πιο ωραία παραμύθια
απ' όσα μου 'χεις διηγηθεί
αχ είν' εκείνα που μιλούσαν
για τα παιδιά που 'χουν χαθεί
αχ είν' εκείνα που μιλούσαν
για τα παιδιά που 'χουν χαθεί.

Για τα παιδιά που χάθηκαν
στο στοιχειωμένο δάσος
στις λίμνες στο βορρά
για τα παιδιά που χάθηκαν
στου δράκου το πηγάδι
στης στρίγκλας τη σπηλιά.

Σε συμμορίες με ζητιάνους
σε αχυρώνες και σ' αυλές
και σε καράβια του πελάγους
με λαθρεμπόρους πειρατές
και σε καράβια του πελάγους
με λαθρεμπόρους πειρατές.

Για τα παιδιά που τα 'συραν
στης Αφρικής τις αγορές
εμπόροι και ληστές
και φοβισμένα κι ορφανά
στη Σμύρνη και στη Βενετιά
τα πιάσαν οι φρουρές.

Ψωμί ζητήσαν του φουρνάρη
λίγο νερό του καφετζή
τα διώχνει ο πρώτος μ' ένα φτυάρι
κι ο άλλος λύνει το σκυλί
τα διώχνει ο πρώτος μ' ένα φτυάρι
κι ο άλλος λύνει το σκυλί.

Στις λυπημένες πολιτείες
πέφτει μια κίτρινη βροχή
στο σώμα μου έχω ανατριχίλες
και το 'να δόντι μου πονεί
στο σώμα μου έχω ανατριχίλες
και το 'να δόντι μου πονεί.

Το γράμμα σου δέκα σελίδες
πάλι η ίδια συμβουλή
μου λες στο σπίτι να γυρίσω
μου λες ν' αλλάξω πια ζωή
μου λες στο σπίτι να γυρίσω
μου λες ν' αλλάξω πια ζωή.

Ομίχλη πέφτει στις σκεπές
φεύγουν οι φάτσες σαν σκιές
και τρέμει το κερί
φωτιές ανάβουν στις ακτές
μέσα στ' αυτιά μου ακούω στριγκλιές
και τρέμω σαν πουλί.