Ποίηση....γιατί όχι;

Μανόλης Αναγνωστάκης

(Θεσσαλονίκη, 10 Μαρτίου 1925 – Αθήνα, 23 Ιουνίου 2005)

-Προδίδετε πάλι τὴν Ποίηση, θὰ μοῦ πεῖς,
Τὴν ἱερότερη ἐκδήλωση τοῦ Ἀνθρώπου
Τὴ χρησιμοποιεῖτε πάλι ὡς μέσον, ὑποζύγιον
Τῶν σκοτεινῶν ἐπιδιώξεών σας
Ἐν πλήρει γνώσει τῆς ζημιᾶς ποὺ προκαλεῖτε
Μὲ τὸ παράδειγμά σας στοὺς νεωτέρους.

-Τὸ τί δὲν πρόδωσες ἐσὺ νὰ μοῦ πεῖς
Ἐσὺ κι οἱ ὅμοιοί σου, χρόνια καὶ χρόνια,
Ἕνα πρὸς ἕνα τὰ ὑπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στὶς διεθνεῖς ἀγορὲς καὶ τὰ λαϊκὰ παζάρια
Καὶ μείνατε χωρὶς μάτια γιὰ νὰ βλέπετε, χωρὶς ἀφτιὰ
Ν᾿ ἀκοῦτε, μὲ σφραγισμένα στόματα καὶ δὲ μιλᾶτε.
Γιὰ ποιὰ ἀνθρώπινα ἱερὰ μᾶς ἐγκαλεῖτε;

Ξέρω: κηρύγματα καὶ ρητορεῖες πάλι, θὰ πεῖς.
Ἔ ναὶ λοιπόν! Κηρύγματα καὶ ρητορεῖες.

Σὰν πρόκες πρέπει νὰ καρφώνονται οἱ λέξεις

Νὰ μὴν τὶς παίρνει ὁ ἄνεμος.
 
Ο ΠΟΤΑΜΟΣ του Αλέξανδρου Ίσαρη


Όταν γεννήθηκα
εκείνο το κτίριο ήταν στέρεο, στιλπνό
και το ποτάμι άστραφτεi
καθώς χυνόταν από τα φωτεινά δωμάτια.
Χυνόταν και σπαρταρούσε σαν μουσική από δελφίνια
από κείνες τις ακοίμητες που μου τρυπούσανε τ’ αυτιά.
Όταν ο παφλασμός μεγάλωνε, έμπαιναν στρατοί ολόκληροι
μες στο κρανίο, που το πολιορκούσαν.

Το σώμα λούφαζε ανυπόμονο
κάτω από καλπασμούς αλλόπιστων ανδρών.
Η μάνα μου άνοιγε τα παράθυρα, τα έκλεινε με θόρυβο
άπλωνε το μέλλον μου στα σχοινιά
και πετροβολούσε τα κακά πνεύματα.

Το σώμα ψήλωνε, διαστελλόταν και μουρμούριζε
του ποταμού τους ήχους
που άλλοτε έπεφταν ή μ’ έπαιρναν στην αγκαλιά τους.
Όποτε φύτρωνα στους αγρούς
το νερό με χάιδευε, έφτανε ως την κοιλιά
ως το λαιμό σκαρφάλωνε
κι έπειτα λούφαζε σε μια χούφτα.
Κατρακυλούσε στο γυμνό κορμί
γεννώντας λάγνα τέρατα
ή μας έλουζε σαν κερασιά
στης κλίνης τους λειμώνες
με κόκκινα πετράδια....


Ο ποταμός έπεφτε σαν μανδύας και με σκέπαζε.
Σκάλιζε το δέρμα, έβαφε τα μαλλιά
που όλο και ξεθώριαζαν στον ήλιο.
Το σπίτι έτρεμε από ηδονή ουρλιάζοντας
μέσα σε σάλια, σπέρματα
ή δάκρυα χύνοντας προς το δειλινό
όταν η μέρα έγερνε νωθρή κατά τη θάλασσα.
Τριγύρω τα βουνά ριγούσαν
κοιτώντας την Ανατολή.
Αρρώστιες έμπαιναν από παντού
με νύχια έσχιζαν το χρόνο
καθώς εγώ δαγκώνοντας τα χείλη μου περίμενα
να κάνει καλοσύνη και να σταθώ και πάλι.
Η μάνα δίπλα στο κρεβάτι στύλωνε τα χέρια της
στους ώμους μου και με κοιτούσε.
Από τα μάτια της κυλούσανε ανταύγειες
μ’ ένα μαντίλι δροσερό στο βλέμμα.

Το σπίτι στένευε βαρύ μέσα στους δρόμους
κάνοντας την καρδιά να σπαρταρά
μα όταν ξέφευγα, κινούσα για τα πεύκα
τ’ ανήσυχα λιμάνια, τους σκοτεινούς δρυμούς.
Σφαγές ζωγράφιζα που μ’ έμαθαν να τραγουδώ
κάτι αλλότριες φωνές σε στίχους να εντοιχίζω.
Οι τρυφερότητες με πήγαιναν στα σύννεφα
όταν ο ορίζοντας άνοιγε τα φτερά του
και τα φιλιά στις ρώγες, στις μασχάλες
στα τσίνορα και στο λαιμό
άνθιζαν σαν πασχαλιές.
Βούλιαζα σε ολόγλυκες σπηλιές
ρουφούσα τα αγάλματα
και δεν ρωτούσα προς τα πού αρμενίζει η Αγάπη.

Κατέβαινα τα σκαλοπάτια του νερού
ανάμεσα σε μαύρα ψάρια, σε νύμφες
και σε βράχους μυτερούς.
Εκεί κουρνιάζουνε τα όνειρα
όταν εγκαταλείπουν τους ανθρώπους.
Εκεί μαζεύονται και οι νεκροί
που στο κεφάλι μου έκοβαν ξύλα τραγουδώντας.
Αμέτρητοι νεκροί χιλιάδες, απ’ όλες τις φυλές
να χάνονται σε αχανή πηγάδια
να διασχίζουνε σπηλιές και λαβυρίνθους
που οδηγούν στη Νύχτα.

Διδάσκοντας το μάθημα της Αντοχής
εγώ γερνούσα γρήγορα
δύσκολα στρέφοντας το βλέμμα
εκεί που το ποτάμι θα συνεχίσει να κυλά.
Τώρα απόκαμα να το κοιτώ.
Κουράστηκα να σέρνομαι ζητώντας.
Το σπίτι ράγισε και πέφτει – Σιωπή.
Οι ιστορίες πάλιωσαν πια.
Το φως της μέρας τις μασά και τις ξερνά αμέσως.
Ο τοίχος ψήλωσε, κρώζουν τα πουλιά
μουρμουρητά μυρμήγκια γέμισαν το χώρο.

(Από την ανέκδοτη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του Αλέξανδρου Ίσαρη, Ο κλόουν του Θεού, η οποία θα κυκλοφορήσει εντός του 2012 από τις εκδόσεις Κίχλη.)
 
ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΑΙΜΑΤΑ

Της αγάπης αίματα με πορφύρωσαν
και χαρές ανείδωτες με σκιάσανε
οξειδώθηκα μες στη νοτιά των ανθρώπων
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο

Στ' ανοιχτά του πελάγου με καρτέρεσαν
Με μπομπάρδες τρικάταρτες και μου ρίξανε
αμαρτία μου να 'χα κι εγώ μιαν αγάπη
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο

Τον Ιούλιο κάποτε μισανοίξανε
τα μεγάλα μάτια της μες στα σπλάχνα μου
την παρθένα ζωή μια στιγμή να φωτίσουν
μακρινή μητέρα ρόδο μου αμάραντο

ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ
Μέρος Β´ Τα πάθη
http://www.youtube.com/watch?v=TrXeUIeShYk&feature=related

Στίχοι: Οδυσσέας Ελύτης
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Γρηγόρης Μπιθικώτσης

Άλλες ερμηνείες:
Γιώργος Νταλάρας
Γιάννης Κότσιρας
Δημήτρης Μπάσης
Φωτεινή Δάρρα
Βασἰλης Λέκκας

Το ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ: Λαϊκό Ορατόριο για συμφωνική ορχήστρα, χορωδία, μικρή λαϊκή ορχήστρα, βαρύτονο, λαϊκό τραγουδιστή και αφηγητή.

"...να μπορούσαν και τη σημασία των λαών να τη μετράνε όχι από το πόσα κεφάλια διαθέτουνε για μακέλεμα, όπως συμβαίνει στις μέρες μας, αλλά απ' το πόση ευγένεια παράγουν, ακόμη και κάτω από τις πιο δυσμενείς και βάναυσες συνθήκες, όπως ο δικός μας ο λαός στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όπου το παραμικρό κεντητό πουκάμισο, το πιο φτηνό βαρκάκι, το πιο ταπεινό εκκλησάκι, το τέμπλο, το κιούπι, το χράμι, όλα τους αποπνέανε μιαν αρχοντιά κατά τι ανώτερη των Λουδοβίκων."

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ
 
ΔΡΟΜΟΙ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΑ

Δρόμοι που χάθηκα
γωνιές που στάθηκα
δάκρυα που πίστεψα
παιχνίδια στο νερό.
Πικρό το βράδυ φτάνει.

Νύχτες που έκλαψα
γέφυρες που έκαψα
άστρα π' αγάπησα
που πάω και τι θα βρω.
Πικρό το βράδυ φτάνει.

Λόγια που ξέχασα
φίλοι που έχασα
καημέ μεγάλε μου
ας πάμε τώρα οι δυο.
Πικρό το βράδυ φτάνει

http://www.youtube.com/watch?v=cm6u8dVxXqs


Τα Λυρικά
Στίχοι: Τάσος Λειβαδίτης
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης
Πρώτη εκτέλεση: Μίκης Θεοδωράκης
 
Νίκος Καββαδίας, Εσμεράλδα

Στο Γιώργο Σεφέρη

Ολονυχτίς τον πότισες με το κρασί του Μίδα
κι ο φάρος τον ελίκνιζε με τρεις αναλαμπές.
Δίπλα ο λοστρόμος με μακριά πειρατική πλεξίδα
κι αλάργα μας το σκοτεινό λιμάνι του Gabes.

Απά στο γλυκοχάραμα σε φίλησε ο πνιγμένος
κι όταν ξυπνήσεις με διπλή καμπάνα θα πνιγείς.
Στο κάθε χάδι κι ένας κόμπος φεύγει ματωμένος
απ' το σημάδι της παλιάς κινέζικης πληγής.

Ο παπαγάλος σου 'στειλε στερνή φορά το «γεια σου»
κι απάντησε απ' το στόκολο σπασμένα ο θερμαστής,
πέτα στο κύμα τον παλιό που εσκούριασε σουγιά σου
κι άντε μονάχη στον πρωραίον ιστό να κρεμαστείς.

Γράφει η προπέλα φεύγοντας ξοπίσω: «Σε προδίνω»,
κι ο γρύλος το ξανασφυράει στριγγά του τιμονιού.
Μη φεύγεις. Πες μου, το 'πνιξες μια νύχτα στο Λονδίνο
ή στα βρωμιάρικα νερά κάποιου άλλου λιμανιού;

Ξυπνάν οι ναύτες του βυθού ρισάλτο να βαρέσουν
κι απέ να σου χτενίσουνε για πάντα τα μαλλιά.
Τρόχισε κείνα τα σπαθιά του λόγου που μ' αρέσουν
και ξαναγύρνα με τις φώκιες πέρα στη σπηλιά.

Τρεις μέρες σπάγαν τα καρφιά και τρεις που σε καρφώναν
και συ με τις παλάμες σου πεισματικά κλειστές
στερνή φορά κι ανώφελα ξορκίζεις τον τυφώνα
που μας τραβάει για τη στεριά με τους ναυαγιστές.

Από τη συλλογή Πούσι (1947)

http://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=1989.0#ixzz209k43gxJ

To view this content we will need your consent to set third party cookies.
For more detailed information, see our cookies page.
 
Χώρος αναμονής - Τάκης Σινόπουλος


Εδώ δεν είναι τόπος για περηφάνια.
Εδώ δεν είναι τόπος για έκσταση.
Ενα μακρύ ποτάμι ημέρες αργοκίνητες.
Η νύχτα ο φόβος και το κάθισμα.
Εσύ γυρεύοντας τη σκάλα για τον ουρανό.
Εγώ ψάχνοντας με τα νύχια το πρόσωπο
ανάμεσα στα σιωπηλά ερείπια της πείνας
στον τόπο τούτο με την παγωμένη φωτιά
τι περιμένω;

Τι περιμένω εδώ που ο πυρετός παροξύνεται;
Αν κάποιος φωνάξει βοήθεια απ´ το δρόμο
αν κάποιος χτυπήσει τον τοίχο
αν έρθουν απέναντι να καθίσουν
όλα τα παιχνίδια που κερδίζονται χωρίς το θεό
η συνέχεια του σκοταδιού
η λάμπα που έφαγε το πετρέλαιο
τ´ αποτσίγαρα χάμου στο πάτωμα
τα ξένα ρούχα
ακόμη ζεστά
αν έρθει το θαύμα με τα γέρικα χέρια
η πράξη
που γυρίζει ξάφνου σε φόνο;

Γιατί να επικαλούμαι την άσπιλη γυναίκα
που καθόριζε ολημέρα το βασίλειό της;
Γιατί να θυμηθώ την περηφάνια που την έφθειρε ο καιρός
την ησυχία στην κάμαρη τη ζέστα και την άρνηση;
Το στόμα ήταν ακόμα ζωντανό
η αλήθεια καρφωνόταν στο ψέμα και σφάδαζε
η λευτεριά πηδούσε από πόλη σε πόλη
έσταζε το αίμα
η γύμνια ντυνόταν με προσχήματα
κι εγώ κρύωνα
όπως τώρα κρυώνεις εσύ και τρομάζεις και κρύβεσαι
μες στο σπίτι όπου τρίζει η σιωπή
κι ανασαίνει βαθιά στο σκοτάδι.

Σε τούτη την κάμαρα έγιναν οι φανταστικοί βιασμοί
η επινόηση του έρωτα και της απόγνωσης
εδώ εφευρέθηκε το ψέμα κι ο ουρανός
υπάρχει μια τρύπα στο κάθισμα
υπάρχει η σιωπή και ο χρόνος
υπάρχουν κι άλλες επινοήσεις ομοιώματα σχέσεων
ομοιώματα επαφών συναρτήσεων
πίσω απ´ τον τοίχο η νύχτα υφαίνει έναν κόσμο σκιές
εξόριστα διαστήματα μετατοπίζονται
οι πιθανότητες κοιμούνται μες στο δίχτυ τους
η ώρα ενεδρεύει στο εκκρεμές
μ´ ένα κρύο χαμόγελο τα φαντάσματα σαλεύουν ακίνητα
πλησιάζουν και είναι ακίνητα
στην κάμαρα τούτη που είμαι ακίνητος και περιμένω
τι περιμένω;

Ισως κατέβεις παραπαίοντας εκεί που τα σπίτια χάνονται
εκεί που η αυγή ανάβει ένα εκατομμύριο χαλίκια
ίσως κατέβεις πιο χαμηλά
εκεί που το σκοτάδι σκάβει το χώμα ακατάπαυστα
εκεί που στροβιλίζονται μισοφώτιστα πρόσωπα
εκεί που η μοναξιά σχεδιάζει
ατελείωτα συμπλέγματα ατελείωτα έργα
στον ατελείωτο χώρο που υπάρχει πίσω από τα πράγματα
όπου το σχήμα χάνεται κι η κίνηση χάνεται
εκεί που είσαι ωστόσο
σκοτεινά τα μάτια τσακισμένα τα χέρια
το καμπύλο κορμί μες στο χρόνο
μες στη νύχτα που καίει
εκεί που είμαι ακίνητος και κοιτάζω και περιμένω
τι περιμένω;
 
Με το κεφάλι θρύψαλα
απ' τη μέγγενη των παζαριών σας
την ώρα της αιχμής και κόντρα στο ρεύμα
θ' ανάψω μια μεγάλη φωτιά
και' κει θα ρίξω όλα τα Μαρξιστικά βιβλία
έτσι που να μη μάθει ποτέ η Μυρτώ
τα αίτια του θανάτου μου.
Μπορείτε να της πείτε
πως δεν άντεξα την άνοιξη ή πως πέρασα με κόκκινο.
Ναι. Αυτό είναι πιο πιστευτό.
Με κόκκινο. Αυτό να πείτε.

κατερίνα γ.
 
ΕΓΩ ΜΕ ΤΙΣ ΙΔΕΕΣ ΜΟΥ

Εγώ με τις ιδέες μου κι εσείς με τα λεφτά σας
νομίζω πως τα θέλετε μονά ζυγά δικά σας
δε θέλω την κουβέντα σας, ούτε τη γνωριμιά σας
Θα κτυπήσω εκεί που σας πονάει
κανένα δε θ' αφήσω εμένα να κερνάει
Θα με χρήσω ιππότη και τζεντάι
και άμα ξεμεθύσω σας λέω και γκουντ-μπάι

Και οι Θεοί σαν πείθονται
εάν υπάρχει ανάγκα
για πόλεμο δεν έκανα ποτέ εγώ τον μάγκα
και ούτε νεροπίστολο δεν έχω στην παράγκα
Θα τραβήξω τον δρόμο μου όπου πάει
κανένα δε θ' αφήσω εμένα να κερνάει
Θα κολλήσω κι όποιον με περιγελάει
χιλιάδες δυο αλήθειες ο πόνος μου γεννάει

Εγώ στα δίνω έτοιμα κι εσύ τα θες δικά σου
πληγούρα που σε έδερνε παρόλα τα λεφτά σου
και ούτε στο νυχάκι μου δεν φτάνει η αφεντιά σου
Δε σε παίρνει εμένα να κοιτάξεις
χωρίς καμμιά ουσία εσύ θα τα τινάξεις
Είσαι θύμα του νόμου και της τάξης
δεν ξέρεις καν το λόγο για να με υποτάξεις

Νικόλας Άσιμος
 
Νίκος Καρούζος - Η έναστρη φωτεινότητα

Ὁ ἄνθρωπος ποὺ εἰσόρμησε πιὰ στὴν ἀπώτερη θλίψη
μὲ δίχως ἔστω ἕνα τριαντάφυλλο
μ᾿ ἐκεῖνα τ᾿ ἀκατέργαστα στὴν ὤχρα μεινεσμένα μάτια
στὸ μισοσκέπαστο ἐρημόκκλησο σέρνοντας
τὴ μεγάλη ἀνάπηρη σιωπὴ στὸ καροτσάκι τῆς ὁμιλίας
ἀνέκαθεν ἤξερε τὴν ἄσωστη κατάσταση-: πὼς εἴμαστε
καθημαγμένοι ἐρασιτέχνες τοῦ Πραγματικοῦ
μ᾿ ἕνα μυστήριο ποὺ βεβηλώνει τὴ διάνοια διχάζοντας
πρὶν ἡ δορὰ τῆς θάλασσας σηκώσει τὸ ἀνάστημα τοῦ Ἅδη.

Πολύκρουνη ἡ θύελλα σπάζει τὰ ματογυάλια της κι ὁ μέγας
τρόμος ἀδράχνει τὰ μελλούμενα
σχηματίζοντας ἀποστήματα στὴ μνήμη.
Κατάχαμα τῆς ἀσίγαστης σιγῇς ἕνα κινούμενο
κειμήλιο-σκουλῆκι.

Ἡ ζωὴ ποὺ μικραίνει: ἡ μεγάλη ἀλήθεια.
Στὸν ὁποὺ πιάνει τὸ τσαπὶ γίνεται τσάπισμα
στὸν ὁποὺ πίνει τὸ νερὸ γίνεται πιόμα.
Ἔρχεται ἔαρ ἀειπάρθενο προφέροντας ἀρώματα
κρατεῖ μία κατάμαυρη λεπτότατη κλωστὴ
στὰ ὕπαιθρα τῆς νύχτας
τὸ σημεῖο τοῦ γκιώνη ποὺ εἶν᾿ ἄγνωστο πέρα...
 
Απάντηση: Re: Ποίηση....γιατί όχι;

Δεν ξερω (γιατι ειμαι λιγο τεμπελης να διαβασω 60 σελιδες) αν δεχομαστε και ξενογλωσσα, αλλα τελως παντων

A Dream Within A Dream

Take this kiss upon the brow!
And, in parting from you now,
Thus much let me avow-
You are not wrong, who deem
That my days have been a dream;
Yet if hope has flown away
In a night, or in a day,
In a vision, or in none,
Is it therefore the less gone?
All that we see or seem
Is but a dream within a dream.

I stand amid the roar
Of a surf-tormented shore,
And I hold within my hand
Grains of the golden sand-
How few! yet how they creep
Through my fingers to the deep,
While I weep- while I weep!
O God! can I not grasp
Them with a tighter clasp?
O God! can I not save
One from the pitiless wave?
Is all that we see or seem
But a dream within a dream?
Edgar Allan Poe
 
Re: Απάντηση: Re: Ποίηση....γιατί όχι;

Κική Δημουλά, Το διαζευκτικόν ή

Μ' έκλεισε μέσα η βροχή
και μένω τώρα να εξαρτιέμαι από σταγόνες.

Όμως πού ξέρω αν αυτό είναι βροχή
ή δάκρυα από τον μέσα ουρανό μιας μνήμης;
Μεγάλωσα πολύ για να ονομάζω
τα φαινόμενα χωρίς επιφύλαξη,
αυτό βροχή, αυτό δάκρυα.

Στεγνή στέκομαι ανάμεσα
στα δύο ενδεχόμενα : βροχή ή δάκρυα,
κι ανάμεσα σε τόσα διφορούμενα :
βροχή ή δάκρυα,
έρωτας ή τρόπος να μεγαλώνουμε,
εσύ ή μικρή αποχαιρετιστήρια αιώρηση σκιάς
του τελευταίου φύλλου.
Το κάθε τελευταίο,
τελευταίο τ' ονομάζω χωρίς επιφύλαξη.
Και μεγάλωσα πολύ
για να είναι αυτό αφορμή δακρύων.
Δάκρυα ή βροχή, πού να ξέρω;
Και μένω να εξαρτιέμαι από σταγόνες.
Και μεγάλωσα πολύ
για να περιμένω άλλο μέτρο όταν βρέχει
κι όταν δεν βρέχει άλλο.
Σταγόνες για όλα.
Σταγόνες βροχής ή δάκρυα.
Από τα μάτια κάποιας μνήμης ή τα δικά μου.
Εγώ ή μνήμη, πού να ξέρω;
Μεγάλωσα πολύ για να χωρίζω τους χρόνους.
Βροχή ή δάκρυα.

Εσύ ή μικρή αποχαιρετιστήρια αιώρηση σκιάς
του τελευταίου φύλλου.

Από τη συλλογή Το λίγο του κόσμου (1971)
 
Re: Απάντηση: Re: Ποίηση....γιατί όχι;

Γήπεδον - Ανδρέας Εμπειρίκος

Είσουν σαν μια σιγή που την διαπερά ο άνεμος. Το τραύμα σου όμως, το είχα επουλώσει και οι λέξεις που λέγαμε, μας πλησιάσανε τόσο, που και η σιγή και το διάκενο των ημερών πριν γνωρισθούμε, χάθηκαν ολοτελώς. Στο γήπεδο της αγάπης μας, δεν γειτνιάζουν άλλοι. Είσαι καλή και η καλλονή σου υπερβαίνει τα όρια της πολιτείας, και φθάνει ίσαμε τα κράσπεδα της χθεσινής σου μοναξιάς, που την κατέλυσες εσύ. Ναι, στο γήπεδον αυτό, δεν γειτνιάζουν άλλοι. Είμαι κοντά σου εγώ και μένω μέσ’ στις ελπίδες σου, όπως μένεις εσύ μέσα στα βλέφαρά μου, όταν κοιμάμαι. Οι λέξεις των άλλων ήρχισαν να μοιάζουν με ξένα πρόσωπα, άγνωστα σε μένα και, ίσως, και σε σένα. Ωστόσο, τι πειράζει. Το κέλυφος του παρελθόντος έσπασε, και βγήκες εσύ, γιομάτη, οριστική και με βελούδο που άφινε ημίγυμνο το στήθος σου. Γι’ αυτό, τούτο το γήπεδον, δεν θα το λησμονήσω ποτέ˙ θα το αγοράσω, και ποτέ δεν θα το πουλήσω. Γι’ αυτό θα σου πω πως είμαι σαν μια πέτρα που την κρατάς εσύ στο χέρι σου. Πέτρα θερμή, παλλομένη με κάθε χτυποκάρδι μου, μέσ’ την ηδύτητα της αφής σου. Όταν ξυπνήσουν μέσα της οι αναμνήσεις άλλων ετών, θα φανούν και στους δυο μας, σαν απολιθωμένα χρονικά της ιστορίας, γιατί και οι πέτρες έχουν την ιστορία τους, όπως και η πέτρα που θα κρατάς εσύ στο χέρι σου. Γι’ αυτό, τούτο το γήπεδον δεν θα το πουλήσω, μα θα το κρατήσω με όλες τις πέτρες του, με όλα τα πετράδια, με όλα του τα στολίδια, και ας ψάχνουν οι άλλοι να βρουν ό,τι γυρεύουνε μέσα στην λυδία λίθο τους.
Οι μηχανές και τα δρεπάνια του κτήματός μας δεν ηγοράσθησαν εισέτι. Αλλά τούτο δεν σημαίνει, αγάπη μου, πως το σιτάρι μας δεν θα θεριστή. Θα θεριστή μια μέρα, και οι δρέποντες τους καρπούς θάμαστε πάλι εμείς, χιλιάκις εμείς, με τα χέρια μας απλωμένα επάνω από τους κάμπους μας και επάνω από τις πεδιάδες των παιδιών μας. Ένα παιδί μπορεί να σκύβη κάποτε μέσα στα στάχυα, για να βρη ένα κουμπί ή μια χρυσόμυιγα, 38 απαστράπτουσα, μα αυτό δεν σημαίνει πως το σιτάρι μας θα μείνει άκοπο. Τίποτε δεν είναι πιο χαρίεν, από τα βήματα των παιδιών που μεγαλώνουν. Τίποτε δεν είναι πιο σαφές, από τα βήματα των όντων που ενηλικιώθησαν. Τίποτε πιο ωραίο, από την ανάτασι των οφθαλμών και των βραχιόνων ανθρώπων, που, βγάζοντας τα υποκάμισά των, λυτρώνουν τους πόθους των κορμιών των. Και οι πιο ασήμαντες κινήσεις των μπορούν να καρποφορήσουν. Μπορούν να γίνουν εργαστήρια με πρασιές και ανθούς, μέσα στο μένος των αγρών. Αγάπη μου, είπα εργαστήρια. Τα εργαστήρια αυτά θάναι δικά μας˙ και θάναι φωτεινά ιδρύματα, ρόδινα στην όψι τους και ορθοστήλωτα στον βόμβο τους, κάθε φορά που θα περνάμε εμείς εμπρός απ’ τα κατώφλια τους, ως ερμηνευταί της λειτουργίας των, ή ως θερισταί του πέριξ σίτου, του σίτου που αναθρώσκει από τη γη, όπως αναπηδούν οι ορμέμφυτες κραυγές από τα στόματα πλασμάτων που φρυάττουν.
Αγάπη μου, σε αγαπώ, και θάναι το ταξείδι μας, σαν ανοιξιάτικη πομπή των μύρων.
 
Το νερό μαθαίνεται απ' τη δίψα - Έμιλι Ντίκινσον (μτφρ. Ερρίκος Σοφράς)

Το Νερό, μαθαίνεται απ’ τη δίψα.
Η Στεριά – απ’ το αρμένισμα στα Πέλαγα.
Η Έκσταση – απ’ την οδύνη –
Η Ειρήνη, απ’ των πολέμων της το χρονικό –
Η Αγάπη, απ’ του τάφου το ανάγλυφο –
Τα Πουλιά, απ’ το χιόνι.
 
Δὲ χάσαμε μόνο τὸν τιποτένιο μισθό μας
Μέσα στὴ μέθη τοῦ παιχνιδιοῦ σᾶς δώσαμε καὶ τὶς γυναῖκες μας
Τὰ πιὸ ἀκριβὰ ἐνθύμια ποὺ μέσα στὴν κάσα κρύβαμε
Στὸ τέλος τὸ ἴδιο τὸ σπίτι μας μὲ ὅλα τὰ ὑπάρχοντα.

Νύχτες ἀτέλειωτες παίζαμε, μακριὰ ἀπ᾿ τὸ φῶς τῆς ἡμέρας
Μήπως πέρασαν χρόνια; σαπίσαν τὰ φύλλα τοῦ ἡμεροδείχτη
Δὲ βγάλαμε ποτὲ καλὸ χαρτί, χάναμε· χάναμε ὁλοένα
Πῶς θὰ φύγουμε τώρα; ποῦ θὰ πᾶμε; ποιὸς θὰ μᾶς δεχτεῖ;

Δῶστε μας πίσω τὰ χρόνια μας δῶστε μας πίσω τὰ χαρτιά μας
Κλέφτες!
Στὰ ψέματα παίζαμε!

(ΜΑ)
 
Οταν ένα εξαίσιο ποίημα,έχει την σπάνια τύχη να γίνει και μοναδικής αισθητικής τραγούδι!

Μυρτιώτισσα "Σ' αγαπώ".



http://www.youtube.com/watch?v=ien4xLBdrPk&feature=related

ΜΥΡΤΙΩΤΙΣΣΑ(1885-1968)

Σ´ΑΓΑΠΩ

Σ´αγαπώ - δεν μπορώ
τίποτ´άλλο να πω
πιο βαθύ, πιο απλό,
πιο μεγάλο!

Μπρος στα πόδια σου εδώ
με λαχτάρα σκορπώ
τον πολύφυλλο ανθό
της ζωής μου.

Ώ μελίσσι μου, πιες
απ´αυτόν τις γλυκές,
τις αγνές ευωδιές
της ψυχής μου!

Τα δυο χέρια μου - νά!
στα προσφέρω δετά,
για να γείρεις γλυκά
το κεφάλι,

κ´η καρδιά μου σκιρτά
κι όλη ζήλεια ζητά
να σου γίνει ως αυτά
προσκεφάλι!

Και για στρώμα, καλέ,
πάρε όλην εμέ -
σβήσ´τη φλόγα σε με
της φωτιάς σου,

ενώ δίπλα σου εγώ
τη ζωή θ´αγροικώ
να κυλάει στο ρυθμό
της καρδιάς σου!..

Σ´αγαπώ - τι μπορώ
ακριβέ, να σου πώ,
πιο βαθύ, πιο απλό,
πιο μεγάλο;..
 
Last edited:
Νά 'χα το κεντημένο τ’ ουρανού το υφάδι
Το Δουλεμένο με χρυσό και ασημένιο φως
Το γαλανό και τα θαμπό το σκοτεινό το υφάδι
Της νύχτας του φωτός του ημι-φωτός
Να τ’ άπλωνα κάτω από τα πόδια σου
μα είμαι φτωχός, κι έχω μονάχα τα όνειρά μου
Απλώνω τα όνειρά μου κάτω από τα πόδια σου

Βάδιζε απαλά
γιατί βαδίζεις πάνω στα όνειρά μου

William Butler Yeats
 
Το πέμπτο ορατό ποίημα - Πωλ Ελυάρ


Ζω μες στις αρίφνητες των εποχών εικόνες
Και των ετών
Ζω μες στις αρίφνητες εικόνες της ζωής
Μες στο υφάδι
Των μορφών των χρωμάτων της κίνησης των λόγων

Μες στην αιφνιδιασμένη ομορφιά
Μες στην κοινή ασκήμια
Μέσα στο φως τ’ ολόδροσο στη σκέψη θερμό στους πόθους
Ζω μες στη μιζέρια και τη θλίψη κι αντιστέκομαι
Ζω κι ας υπάρχει θάνατος

Ζω μες στο μετριασμένο φλόγινο ποτάμι
Σκοτεινό και διάφανο
Ποτάμι από μάτια και βλέφαρα
Μέσα στο πνιγερό δάσος μες στο μακάβριο λιβάδι
Για μια θάλασσα μακριά δεμένη στο χαμένο ουρανό
Ζω μες στην έρημο ενός πεπρωμένου λαού
Στο μυρμήγκιασμα του μοναχικού ανθρώπου
Και στ’ αδέρφια μου που ξαναβρήκα
Και ζω μαζί και στην πείνα και τον πλούτο
Στην ταραχή της μέρας και την τάξη του ερέβους

Δίνω το λόγο μου για τη ζωή δίνω το λόγο μου για το σήμερα
Και για το αύριο
Στ’ όνομα του συνόρου και της έκτασης
Στ’ όνομα της φωτιάς στ’ όνομα του καπνού
Στ’ όνομα του λογικού και στ’ όνομα της τρέλας
Κι ας υπάρχει θάνατος κι ας υπάρχει γη λιγότερο πραγματική
Απ’ τις αρίφνητες εικόνες του θανάτου
Είμαι επί γης κι όλα επί γης μαζί μου
Τ’ αστέρια είναι μες στα μάτια μου γεννάω τα μυστήρια
Στα μέτρα της γης που μας αρκεί

Η μνήμη κι η ελπίδα δεν της ορίζουν τα μυστήρια
Βάζουν θεμέλιο της ζωής αύριο σήμερα.
 
Τούτη εδώ η αμβροσία
είναι θεία,
κι όποιος την έχει γευτεί
και την έχει δοκιμάσει
θ' αποδράσει απ' ανθρώπινη φυλή.

Φθάνει, μη μου δώσεις πια
αν θεά
δε στεφτείς κι εσύ, καλή μου:
τί Θεός δε θέλω εγώ
να γενώ,
εκτός αν κι εσύ, μαζί μου

Ζαν Αντουάν ντε Μπαϊφ, Ποικίλοι Έρωτες
 
.....ΚΛΑΙΣ, κοριτσάκι;
Λείπει η μητέρα;
Μην κλαις.

Η μητέρα που λείπει
έχει βγει μια στιγμή στον ουρανό
να ποτίσει
τα λουλουδάκια των άστρων.

Δυό μικρά αγγελούδια
τη συνάντησαν
στο πιο δροσερό
μονοπάτι του Παραδείσου.

Τη ρωτήσανε για σένα, κοριτσάκι,
βγάλαν δυό φτερά απ'τα φτερά τους
και στα στέλνουν
να τα βρέξεις στην καρδιά μας
και να γράψεις στο θεό.

Γράψ'του:

"Καλέ θεούλη
εμείς είμαστε καλά.
Κάνε, καλέ θεούλη,
νάχουν όλα τα παιδάκια
ένα ποταμάκι γάλα
μπόλικα αστεράκια
μπόλικα τραγούδια.

Κάνε, καλέ θεούλη
νάναι όλοι καλά
έτσι που κι εμείς να μη ντρεπόμαστε
για τη χαρά μας."

Έκανες ένα λάθος, κοριτσάκι.
Η χαρά δε γράφεται με πράσινο.
Η χαρά γράφεται με κόκκινο.
Η χαρά είναι
κόκκινο γαρύφαλλο.

Να το θυμάσαι:
Κόκκινο γαρύφαλλο.

Μεθαύριο θα σου πω. ....


Κοριτσάκι μου,
θέλω να σου φέρω
τα φαναράκια των κρίνων
να σου φέγγουν στον ύπνο σου.

Κοιμήσου κοριτσάκι.
Είναι μακρύς ο δρόμος.
Πρέπει να μεγαλώσεις.
Είναι μακρύς
μακρύς
μακρύς ο δρόμος.

Το παιδί μου κοιμήθηκε
κι εγώ τραγουδάω...

Δύσκολα είναι, κοριτσάκι,
στην αρχή.
Τι να πεις, δεν ξέρεις.
Δύσκολα είναι στην αρχή.
Γιατί δεν είναι, κοριτσάκι,
να μάθεις μόνο
εκείνο που είσαι,
εκείνο που έχεις γίνει.
Είναι να γίνεις
ό,τι ζητάει
η ευτυχία του κόσμου,
είναι να φτιάχνεις, κοριτσάκι,
την ευτυχία του κόσμου.

Άλλη χαρά δεν είναι πιο μεγάλη
απ' τη χαρά που δίνεις.
Να το θυμάσαι, κοριτσάκι......................................



Γ. Ρίτσος.....