Εδώ και πολύ καιρό έχω αρχίσει να διαβάζω τα Άπαντα του Παπαδιαμάντη-με πολύ αργό ρυθμό, αλλά δε βιάζομαι. Πριν λίγες μέρες έφτασα στο "Βαρδιάνος στα Σπόρκα", που είχα διαβάσει πριν πολύ καιρό σε μια παμπάλαια έκδοση τσέπης των Εκδόσεων Γαλαξίας, και το είχα ξεχάσει. Εκεί συνάντησα αυτό το συγκλονιστικό απόσπασμα, νομίζω ένα από τα πιο σπαραχτικά αποσπάσματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Έχει περάσει σχεδόν μια βδομάδα κι ακόμα το σκέφτομαι:
"Εἰς τὴν πλησιεστέραν σκηνὴν εἶχε κατοικήσει μία οἰκογένεια ἐκ μητρὸς καὶ τεσσάρων τέκνων, τῆς ὁποίας ὁ πατὴρ εἶχεν ἀποθάνει εἰς τὸν Γαλατᾶν πρό τινων ἑβδομάδων, θῦμα τῆς νόσου. Ἡ δυστυχὴς μήτηρ εἶχε φύγει ἐν συντροφίᾳ ἄλλης οἰκογενείας γνωρίμου της, σπεύδουσα νὰ γλυτώσῃ αὐτὴ καὶ τὰ τέκνα της, μετὰ τὴν στέρησιν τοῦ πατρός. Ἀλλ᾽ ἐπειδὴ τὸ πλοῖον εἰς τὸ ὁποῖον θὰ ἐπεβιβάζοντο ἔμελλε νὰ συμπλεύσῃ μὲ ἄλλο πλοῖον «κοσέρβα»*, καὶ οἱ δύο πλοίαρχοι εἶχον, κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των, κοινὰ τὰ συμφέροντα, συνέβη εἰς τὸ ἐμβαρκάρισμα, μὲ ὅλας τὰς διαμαρτυρίας των, νὰ χωρίσουν οἱ ναῦται, τυχαίως καὶ χάριν τῆς εὐκολίας των, τὰς δύο σχετικὰς οἰκογενείας, λέγοντες ὅτι τὸ ἴδιον ἦτο, καὶ ὅτι εὐθὺς κατόπιν θὰ ἐφρόντιζον, ἅμα ἀπέπλεον, νὰ ἑνώσωσι τὰς δύο οἰκογενείας. Τώρα δὲν ἦτο καιρός, διότι ὁ ἀπόπλους ἦτο ἐσπευσμένος. Ἡ χήρα μὲ τὰ τέκνα της καθησύχασε καὶ ἤλπισε νὰ εὕρῃ μετ᾽ οὐ πολὺ τὴν φιλικήν της οἰκογένειαν. Ἀλλ᾽ εἰς τὸ πέλαγος, τὸ νὰ συμπλέωσι δύο ἱστιοφόρα εἶναι δύσκολον πρᾶγμα, διότι ἐνῷ τὸ ἓν πλοῖον εὑρίσκει τὸν ἄνεμον «δευτερόπρυμα»* ἢ πηδαλιουχεῖ «γεμᾶτα»* ἢ κάμνει βόλτες*, τὸ ἄλλο πέφτει εἰς «καραντί»*. Οὕτω συνέβη μετ᾽ ὀλίγον τὸ δεύτερον πλοῖον νὰ μείνῃ ὀπίσω, καὶ νὰ χωρισθῶσι τὰ δύο εἰς τὸν πλοῦν, καὶ ἐνῷ ἐκεῖνο εἰς τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο ἡ χήρα μὲ τὰ τέκνα της ἔφθασε διὰ νὰ καθαρισθῇ εἰς τὸ μέρος τοῦτο, τὸ ἄλλο ἴσως κατῆλθε νοτιώτερον καὶ ὑπέστη ἀλλοῦ τὴν κάθαρσιν. Ἡ δυστυχὴς χήρα ἔφθασε, κ᾽ ἐπερίμενεν ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν νὰ ἔλθῃ ἡ φίλη της. Ἀλλ᾽ εἰς μάτην. Τὸ δεύτερον πλοῖον δὲν ἐφάνη.
Ἡ χήρα περιμένουσα ἀρρώστησε, καὶ ἀρρωστήσασα ἐμαράνθη. Καὶ ἠγάπησε μᾶλλον τὸν σύζυγόν της ἢ τὰ τέκνα της. Καὶ ἀπῆλθε νὰ τὸν συναντήσῃ ἐκεῖ ὅπου οἱ προτρέξαντες περιμένουν τοὺς ὑστερήσαντας συμπλωτῆρας. Καὶ τώρα ἐκοιμήθη τὸν ἄλυπον ὕπνον, ἔρημος καὶ ἄφιλος εἰς ξένην ὄχθην, ἀφήσασα ξένα ἐν μέσῳ ξένων τὰ τέκνα της. Καὶ τώρα ἡ μικρὰ κόρη, ἡ ὀκταέτις Ὀλυμπία, προσπαθεῖ νὰ γίνῃ ὡς μήτηρ εἰς τὰ τρία μικρότερα ἀδελφάκια της, εἰς τὸν πενταετῆ Γιῶργον, τὴν τετραετῆ Ἄνναν, καὶ τὸν διετῆ Κωστήν. Χελιδὼν ἥτις ἀσκεῖται διὰ νὰ μάθῃ νὰ ἐκτελῇ ἔργα πελαργοῦ. Ἀσθενὲς νεόφυτον τὸ ὁποῖον εἶναι ἀνάγκη νὰ φουντώσῃ ταχέως, διὰ νὰ σκιάσῃ κόσμον ὑπὸ τοὺς κλῶνάς του. Νεοσσὶς ἥτις διὰ μιᾶς εὑρέθη κλῶσσα, χωρὶς νὰ κλωσσάσῃ*, χωρὶς νὰ ἐπῳάσῃ καὶ χωρὶς νὰ ἐκκολάψῃ, καὶ ὀφείλει νὰ σκεπάζῃ τοὺς νεοσσοὺς ὑπὸ τὰς πτέρυγάς της. Παιδίον αὐτή, ὁδηγοῦσα μὲ τὴν χεῖρα δύο ἄλλα παιδία, καὶ κρατοῦσα τρίτον παιδίον εἰς τὴν ἀγκάλην της. Κλαίουσα παιδίσκη, ἄγουσα τρία κλαίοντα παιδία εἰς τὴν τραχεῖαν καὶ σκολιὰν ὁδόν, εἰς τὸν κοπιώδη ἀνήφορον τοῦ κόσμου."