Ο Φέλιξ Μέντελσον – απ’ όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω – ήταν ένας αξιοπρεπής άνθρωπος. Πολυσχιδής, με ευρύτατη μόρφωση, ήταν αυστηρός με τον εαυτό του και δύσπιστος απέναντι στη καινοτομία. Προτιμούσε να προσανατολίζει τη φιλέρευνη φύση του στην μελέτη των έργων του Μπαχ, του οποίου όπως είναι γνωστό, υπήρξε ο αναβιωτής.
Μολονότι η καινοτομία – και δη η ριζοσπαστική - όταν μπολιάζει την ιδιοφυΐα οδηγεί σε έργα τέχνης – ορόσημο, δεν αποτελεί ούτε ικανή, ούτε αναγκαία συνθήκη για τη δημιουργία σημαντικών έργων. Ούτε επίσης η έλλειψη της οδηγεί αναγκαστικά στην κοινοτοπία. Μπορούν να υπάρξουν και καλές συνταγές με τα γνωστά υλικά. Και σε πολλές περιπτώσεις η καινοτομία εντοπίζεται στις λεπτομέρειες και στον τρόπο εφαρμογής κανόνων γνωστών και ξεχασμένων.
Έχει κατηγορηθεί πως επιδιώκει έναν καθωσπρεπισμό βικτωριανού ύφους στα έργα του. Στο βαθμό που αυτό συνδέεται με τη συναισθηματική χειραγώγηση και ανειλικρίνεια, είναι αβάσιμο και άδικο. Παρά την επιμέλεια του ύφους τους, τις εξαιρετικές μελωδίες τους (ο Μέντελσον υπήρξε ο καλύτερος μελωδός ρομαντικός μετά το Σούμπερτ), την καθαρότητα και την κομψότητα της δομής τους, ορισμένα έργα του εκπέμπουν μια άμεση δραματικότητα, μια ειλικρινή αντανάκλαση ψυχικής δοκιμασίας και συνειδητοποίησης της τραγικότητας της ύπαρξης.
Το πλέον αγαπημένο μου τέτοιο έργο, σταθερά λατρεμένο από την πρώτη στιγμή που το άκουσα στο Γ’ Πρόγραμμα μαθητής της Β’ Λυκείου πριν σχεδόν τριάντα χρόνια, είναι το δεύτερο τρίο του για πιάνο, έργο 66. Είναι γραμμένο στην κατεξοχήν ‛σοβαρή’ και ‛δραματική’ τονικότητα της ντο ελάσσονος, στην οποία έχουν γραφτεί έργα όπως η ‛παθητική’ σονάτα για πιάνο, η 5η συμφωνία και η εισαγωγή στον Κοριολανό του Μπετόβεν.
Το πρώτο μέρος ‛allegro energico en con fuoco’ ξεκινά με ένα σκοτεινό, τυρβώδες θέμα, μια απειλητική περιδίνηση από τα χαμηλές νότες του πιάνου, που επαναλαμβάνεται από το βιολοντσέλο, για ν’ ακολουθήσει ένα επουλωτικό τραγουδιστό θέμα από το βιολί. Η ανάπτυξη και διαπλοκή αυτών των θεμάτων προκαλεί μια κλιμακούμενη ανησυχία και δραματική ένταση, η πρόσκαιρη αποφόρτιση της οποίας μέσω του δεύτερου θέματος αφήνει μια υποχρέωση στοχαστικής αναδρομής, ανασκόπησης σε προγενέστερες πράξεις μας και βιώματα προς αναζήτηση λύσης. Η οποία τελικά δεν επέρχεται και το μέρος κλείνει οδυνηρά με ένα απότομο σφυροκόπημα. Περιττό να πω πως το πρώτο μέρος είναι το πλέον αγαπημένο μου.
Το δεύτερο μέρος είναι ένα γλυκό, μελωδικό σανατόριο για τα θραύσματα της μνήμης και της ψυχής μας που άφησε πίσω του το πρώτο μέρος. Στις σκιασμένες, οξυγονωμένες μελωδικές διαδρομές του έχουμε την ευκαιρία να επουλώσουμε τις πληγές με τον προστατευτικό υμένα της λήθης.
Το τρίτο μέρος είναι ένα εύθραυστο σκέρτσο λεπτής υφής, μακρινός συγγενής στο ύφος του με την εισαγωγή από το Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας του ίδιου, μόνο που εδώ ανάμεσα στη ζωντάνια διακρίνονται ίχνη ανησυχίας και απαισιοδοξίας.
Το τέταρτο μέρος είναι αυτό που συγκεντρώνει τα εγκώμια των μουσικοκριτικών, με τη δομική αναφορά του εναρκτήριου θέματος στη ζιγκ από την αγγλική σουίτα του Μπαχ. Το ίδιο αυτό εναρκτήριο θέμα ‛δανείστηκε’ ο Μπραμς, δέκα χρόνια μετά, για το σκέρτσο της τρίτης του σονάτας για πιάνο. Τη λύση των εκκρεμοτήτων που συσσωρεύτηκαν στη διάρκεια του έργου, ο συνθέτης την επιφυλάσσει στο κεντρικό θέμα του μέρους, ένα επιβλητικό χορικό που προσομοιάζει με λουθηρανικό θρησκευτικό ύμνο. Εδώ η μουσική σηκώνει το βλέμμα ψηλά, αναζητώντας παρηγοριά και ελπίδα. Το κατά πόσον αυτό λειτουργεί, είναι στην κρίση του καθενός.
Για βιωματικούς λόγους είμαι προσκολλημένος με την ερμηνεία του παλιού Beaux Arts Trio, σε βινύλιο της Philips του 1967. Οικονομία έκφρασης και ισορροπία ύφους μετατοπισμένη μάλλον προς την εσωτερικότητα από τη δραματικότητα. Σε cd υπάρχει νομίζω μόνο σε κασετίνα.

Πιο νευρώδης αλλά και πιο ανάλαφρη, η ερμηνεία από το Florestan Trio από cd της Υπερίων, η οποία όπως αναμενόταν από τα standards της εταιρείας έχει πολύ καλή ηχογράφηση και πολύ επιμελημένο συνοδευτικό φυλλάδιο.

Όσοι προτιμούν η αναστάτωση στην ψυχή τους από το δεύτερο τρίο να ‛διεγερθεί’ και από άλλες οδούς


Αντίστοιχα καλή δουλειά έχει κάνει και ο φωτογράφος του εξωφύλλου του δίσκου, γιατί οι κοπέλες είναι μεν γλυκές και χαριτωμένες αλλά όχι οι κούκλες που φαίνονται εδώ.
