Το ανέκδοτο της ημέρας

Ο απογοητευμένος άντρας λέει στο φίλο του:

- Σήμερα το πρωί που σηκώθηκα, ένιωθα τόσο άσχημα που προσπάθησα να αυτοκτονήσω παίρνοντας χίλιες ασπιρίνες.

- Σοβαρά; και τι έγινε;

- Μετά τις δυο πρώτες ένιωθα καλύτερα και σταμάτησα...
 
Ήταν μια κοπέλα που είχε αρραβωνιαστεί πρόσφατα και ένα βράδυ θα πήγαινε να
κοιμηθεί στο σπίτι του αρραβωνιαστικού της. Τη συμβούλεψε λοιπόν η μάνα της.


- Τώρα που θα πας στον αρραβωνιαστικό σου αυτός σίγουρα θα θελήσει να
κοιμηθείτε μαζί. Αυτό, παιδί μου, δεν είναι και τόσο κακό. Αν όμως εκεί που
θα σε φιλάει σου πιάσει το στήθος εσύ να του πεις: "Μη εδώ έχει αγκάθια και
τσιμπάει." Αν σε πιάσει πιο κάτω να του πεις: "Εδώ είναι φούρνος και καίει."
Kατάλαβες τι θα κάνεις κόρη μου;

- Κατάλαβα, απάντησε η κόρη.

Το βράδυ λοιπόν πήγε η κοπέλα στο σπίτι του αρραβωνιαστικού της κι όταν εκεί
που τη φιλούσε προχώρησε το χέρι του και της έπιασε το στήθος αυτή του είπε:


- Μην με πιάνεις εδώ. Εδώ έχει αγκάθια και θα τσιμπηθείς.

Όταν πήγε να την πιάσει πιο κάτω του είπε πάλι:

- Μην με πιάνεις ούτε εδώ. Εδώ είναι φούρνος και θα καείς.

Τότε της είπε αυτός:

- Ωραία, έχω ένα λουκάνικο να ψήσω.

Την άλλη μέρα πήγε η κοπέλα στην μαμά της κι εκείνη την ρώτησε:

- Τι έγινε κόρη μου; Έκανες ό,τι σου είπα;

- Ό,τι μου είπες έκανα μάνα. Αλλά όταν του είπα ότι εδώ είναι φούρνος και
καίει μου είπε ότι είχε ένα λουκάνικο να ψήσει.

- Και τι έγινε κόρη μου; ρώτησε ταραγμένη η μάνα.

- Τι να σου πω, ρε μάνα. Έγινε κάτι πολύ παράξενο. Όλη νύχτα έψηνε το
λουκάνικο και το πρωί μου το' δωσε ωμό να το φάω.
 
Δύο φίλοι συζητούν στο γραφείο:

- Ρε Γιάννη, ακόμη εδώ είσαι; Δεν πήγες στην κηδεία της πεθεράς σου;

- Πρώτα η δουλειά και... ύστερα η διασκέδαση.
 
Συναντιούνται δύο φίλοι μετά από καιρο... Ο ένας φοράει πένθος στο χέρι, και
είναι γεμάτος γρατζουνιές. Τον βλέπει ο φίλος του και ρωτάει:

- Τι έγινε ρε Γιάννη; Γιατί φοράς πένθος;

- Αστα, ρε συ, έθαψα την πεθερά μου...

- Καλά, και οι γρατζουνιές;

- Δεν ήθελε...
 
Η παραβολή του ψαρά
Είναι απόγευμα και ο μπαρμπας απο το ωραιο νησάκι του Αιγαίου έχει
πάει για ψάρεμα στην αμμουδιά. Αφού ρίχνει την πετονιά ξαπλώνει προς
τα πίσω στηριζόμενος στους αγκώνες του και αρχίζει να αγναντεύει
περιμένοντας κάποιο τσίμπημα. Σε λίγο εμφανίζεται ένας επιχειρηματίας
στην αμμουδιά που είχε πάει βόλτα για να αποβάλει λίγο από το στρες
που του δημιουργούσαν οι δουλειές του.

Βλέποντας τον ψαρά να ψαρεύει τόσο νωχελικά, τον πλησιάζει και του λέει:
- Δεν κάνεις καλά, με αυτό τον τρόπο δεν θα πιάσεις ψάρια. Πρέπει να
βρέξεις κώλο αν θέλεις να πιάσεις ψάρια
- Για ποιο λόγο; τον ρωτάει ο ψαράς.
- Θα τα πουλάς και θα βγάζεις κέρδος.
- Για ποιο λόγο;
- Μετά από λίγο καιρό με τα κέρδηθα πάρεις δίχτυα ώστε να πιάνεις περισσότερα ψάρια
- Για ποιο λόγο; λέει και πάλι ο ψαράς.
Λίγο ενοχλημένος, ο επιχειρηματίας αποκρίνεται :
- Πιάνοντας περισσότερα ψάρια θα μπορέσεις να πάρεις μία βάρκα και να βγάλεις περισσότερα χρήματα
- Για ποιο λόγο; ξαναλέει ο ψαράς.
Έχει αρχίσει να του την δίνει του επιχειρηματία η μονότονη απάντηση του ψαρά αλλά υπομονετικά του εξηγεί:
- Με τα χρήματα θα αγοράσεις ένα μεγαλύτερο πλοίο και θα προσλάβεις ανθρώπους να σε βοηθούν!
- Για ποιο λόγο; ρωτάει και πάλι ο ψαράς.
Ο επιχειρηματίας είναι πλέον κατακόκκινος, γεμάτος θυμό!
- Μα δεν καταλαβαίνεις; Σε λίγα χρόνια θα έχεις έναν ολόκληρο στόλο από ψαράδικα, με πολλούς υπαλλήλους, που θα ψαρεύουν σε όλες τις θάλασσες του κόσμου, για λογαριασμό σου.
- Για ποιο λόγο;

- 'Ετσι, θα μπορέσεις να εισάγεις την εταιρεία σου στο χρηματιστήριο.
Θα θησαυρίσεις και μετά, χωρίς να σκας, το μόνο που θα έχεις να κάνεις είναι να κάθεσαι στην αμμουδιά και να βλέπεις το ηλιοβασίλεμα!!

- Γιατί, τώρα τι κάνω;







Aνδρόγυνο κάθεται στον καναπέ.

Ο άνδρας ρωτά τη σύζυγο:
- Πάω στοίχημα πως δεν μπορείς να μου πεις μια φράση που να με κάνει ταυτόχρονα ευτυχισμένο και δυστυχισμένο!
Και η γυναίκα:

- Την έχεις μεγαλύτερη από τον υδραυλικό...







Εν αρχή εποίησηε ο Θεός τον Αδάμ και του είπε "Κατέβα στην κοιλάδα"

-"Τι είναι κοιλάδα;" ρώτησε ο Αδάμ και ο Θεός του εξήγησε

-"Ανέβα στο βουνό που είναι στο τέλος της κοιλάδας" του είπε ο Θεός

-"Τι είναι βουνό;" ρώτησε ο Αδάμ και ο Θεός του εξήγησε

-"Εκεί θα βρεις μια σπηλιά" του είπε ο Θεός

-"Τι είναι σπηλιά ;" ρώτησε ο Αδάμ και ο Θεός του εξήγησε

-"Μέσα στη σπηλιά υπάρχει μιά γυναίκα" του είπε ο Θεός

-"Τι είναι γυναίκα;" ρώτησε ο Αδάμ και ο Θεός του εξήγησε (μέσες-άκρες)

-"Αυξάνεσθε και πληθύνεστε" του είπε ο Θεός

-"Τι είναι Αυξάνεσθε και πληθύνεστε ;" ρώτησε ο Αδάμ και ο Θεός του εξήγησε Ξεκίνησε λοιπόν ο Αδάμ, κατέβηκε την κοιλάδα, ανέβηκε στο βουνό, βρήκε τη σπηλιά, μπήκε στη σπηλιά, βρήκε τη γυναίκα, και μετά από 15 λεπτά βγήκε από τη σπηλιά, κατέβηκε το βουνό, διέσχισε την κοιλάδα και πλησίασε τον Κύριο και τον ρώτησε:

-"Τι είναι πονοκέφαλο;"







Ήταν μία γυναίκα που ο άνδρας της ήταν ναυτικός και τον κεράτωνε με όλους.
Έλειπε λοιπόν ο άνδρας της σε ταξίδι, χτυπάει η πόρτα, ανοίγει η γυναίκα, ήταν ο γείτονας με κάτι σοκολατάκια. Πηγαίνουν στο κρεβάτι, αλλά μετά από λίγο ξαναχτυπάει η πόρτα.
- Γρήγορα κρύψου, ο άνδρας μου, λέει η γυναίκα. Στην ντουλάπα, στην ντουλάπα!
Ανοίγει την πόρτα και βλέπει έναν άλλο γείτονα με ένα μπουκέτο λουλούδια. Τον παίρνει στο δωμάτιο και κάνουν σεξ. Χτυπάει ξανά το κουδούνι.
- Γρήγορα κρύψου, ο άνδρας μου! Κάτω από το κρεβάτι!
Ανοίγει την πόρτα, και βλέπει έναν παλιό γκόμενο που δεν της είχε φέρει τίποτε.
Πηγαίνουν στην κρεβατοκάμαρα και αρχίζουν πάλι το σεξ. Ξαναχτυπάει το κουδούνι:
- Γρήγορα κρύψου, θα είναι ο άνδρας μου, λέει η γυναίκα. Στο μπαλκόνι, στο μπαλκόνι!! Ανοίγει την πόρτα, και βλέπει τον άνδρα της. Τον παίρνει και πηγαίνουν στην κρεβατοκάμαρα και αρχίζουν τα... προκαταρκτικά. Μετά από λίγο η γυναίκα σκέφτεται πως να βγάλει έξω τους γκόμενους.
- Αγάπη μου, τόσο καιρό έλειπες, και ούτε ένα κουτί σοκολατάκια δεν μου έφερες... Σηκώνεται ο άνδρας και λέει:
- Εχεις δίκιο... Αχ... Αγιε Φανούριε, φανέρωσε μου ένα κουτί σοκολατάκια. Τότε βγαίνει ο γκόμενος από την ντουλάπα:
- Εκ μέρους του Αγίου Φανουρίου, τα σοκολατάκια που ζητήσατε. Τα δίνει και φεύγει. Κόκκαλο ο σύζυγος!
- Αγάπη μου, λέει πάλι η γυναίκα. Τόσο καιρό έλειπες και ούτε ένα μπουκέτο λουλούδια δεν μου έφερες. Σηκώνεται ο άνδρας και λέει:
- Αγιε Φανούριε, φανέρωσε μου ένα μπουκέτο λουλούδια!
Βγαίνει ο γκόμενος κάτω από το κρεβάτι και λέει:
- Εκ μέρους του Αγίου Φανουρίου, τα λουλούδια που ζητήσατε... Τα δίνει και φεύγει. Ξανά μένει άγαλμα ο σύζυγος... Ο τρίτος δεν αντέχει, έχει παγώσει από το κρύο στο μπαλκόνι και αποφασίσει να μπει στο δωμάτιο:
- Συγνώμη... Εκ μέρους του Αγ. Φανουρίου έρχομαι. Επειδή κλείνουμε στις 19:00, μήπως θέλετε τίποτε άλλο;...
 
Μια νέα γυναίκα έπαθε κάτι τρομερά εγκαύματα, είδικά στο πρόσωπο, σ' ένα
δυστύχημα. Οι γιατροί δε βρίσκανε δέρμα άκαυτο επάνω της, για να της κάνουν
πλαστική και να της φτιάξουν το πρόσωπο κι ο άντρας της αποφάσισε να της
"δωρίσει" δέρμα απ' τον πισινό του.

Μετά απ' την επιτυχημένη επέμβαση, όλοι συμφωνούσαν ότι η νέα γυναίκα ήταν
πάλι όσο όμορφη ήταν και πριν το δυστύχημα. Μια μέρα όμως η γυναίκα ξέσπασε
σε λυγμούς.

- Τι συμβαίνει; ρώτρησε ο άντρας της ξαφνιασμένος

- Έχω πολύ συγκινηθεί απ' αυτό που έκανες για μένα, του λέει αυτή.

- Έλα τώρα, μωρό μου. Σ' αγαπάω τόσο πολύ, που θα 'κανα ό,τι περνάει απ' το
χέρι μου για σένα, της λέει αυτός, αγκαλιάζοντά την.

- Πώς μπορώ να σου ξεπληρώσω τέτοιο πράμα; ρωτάει αυτή.

- Δε χρειάζεται, της λέει ο άντρας της. Δεν μπορείς να φανταστείς τη
ικανοποίηση που παίρνω, όταν βλέπω τη μητέρα σου να σε φιλάει στο μάγουλο.
 
Σκοτώνεται μια γυναίκα που ήταν μεγάλη πολιτικός.
Όταν έφτασε στον άλλο κόσμο, την υποδέχτηκε ο Άγιος Πέτρος ο οποίος τη ρωτά:

- Πού θα ήθελες να περάσεις την αιωνιότητά σου, στην Κόλαση ή στον Παράδεισο;

Εκείνη το σκέφτεται λίγο και λέει:

- Δεν είμαι σίγουρη.
- Τότε, λέει ο Άγιος Πέτρος, «θα κάνουμε το εξής, θα περάσεις 24 ώρες στην Κόλαση και 24 ώρες στον Παράδεισο και μετά αποφασίζεις».

Η πολιτικός συμφωνεί. Πάνε λοιπόν, στην Κόλαση. Εκεί βλέπει όλους τους πολιτικούς φίλους της που είχαν πεθάνει να παίζουν γκολφ, να ποντάρουν στο καζίνο, να πίνουν
σαμπάνια και γενικά να διασκεδάζουν πολύ. Όλα πολύ ωραία και η πολιτικός περνούσε υπέροχα.

Πριν το καταλάβει πέρασαν οι 24 ώρες και ήρθε ο Αγιος Πέτρος να την πάρει να πάνε στον Παράδεισο. Ο Παράδεισος ήταν ένα πολύ ήσυχο μέρος, με ήρεμη ατμόσφαιρα, οι άγγελοι έπαιζαν γαλήνια μουσική με τις άρπες και τις λύρες τους, οι φιλόσοφοι
μιλούσαν για τη ζωή και το θάνατο και όλοι μαζί συζητούσαν με τον Θεό, που ήταν
πολύ γλυκός κι ευχάριστος τύπος. Η πολιτικός αισθανόταν πολύ όμορφα και πριν
το καταλάβει πέρασαν και αυτές οι 24 ώρες, ώσπου ήρθε ο Αγιος Πέτρος να τη ρωτήσει τι
αποφάσισε τώρα που είδε και τα δύο μέρη.

- «Ο Παράδεισος ήταν πολύ ωραίος και γαλήνιος, αλλά στην Κόλαση ήταν όλοι οι
φίλοι μου και διασκέδαζαν πιο πολύ, οπότε θα προτιμήσω την Κόλαση».

Ο Άγιος Πέτρος σέβεται την επιθυμία της και τη στέλνει στην Κόλαση. Όμως, η Κόλαση ήταν λίγο διαφορετική τώρα. Ένα διαλυμένο μέρος, με αποπνικτική ατμόσφαιρα και όλοι οι φίλοι της πολιτικού δούλευαν στα κάτεργα και κουβαλούσαν τεράστιες πέτρες, ενώ
και ο διάβολος ήταν πάνω από τα κεφάλια τους και τους διέταζε συνεχώς. Η πολιτικός
δυσαρεστημένη πάει και τον ρωτά:

- «Τι έγινε εδώ; Προχθές όλα ήταν τόσο ωραία και όλοι διασκέδαζαν».

Και ο διάβολος της απαντά:

- «Τότε είχαμε προεκλογική εκστρατεία, σήμερα μας ψήφισες!!»
 
Ήταν ένας τύπος που κάθε πρωί έδινε στο ζητιάνο της γειτονιάς του από ένα ευρώ. Αυτό γινόταν για κανένα τρίμηνο. Στη συνέχεια συνέχιζε κάθε πρωί να τον χαρτζιλικώνει, αλλά πλέον του έδινε 50 λεπτά. Μετά από κανένα χρόνο μειώθηκε το ποσό σε 20 λεπτά και στο τέλος σταμάτησε να του δίνει λεφτά.

Κάποια μέρα τον σταμάτησε ο ζητιάνος και τον ρώτησε γιατί δεν του δίνει πια λεφτά. Οπότε ο τύπος του είπε:

- Στην αρχή ήμουν ελεύθερος, οπότε σου έδινα ένα ευρώ. Μετά παντρεύτηκα, ξέρεις, γυναίκα, έξοδα... οπότε σου έδινα 50 λεπτά. Μετά έκανα ένα παιδί, ξέρεις, πάμπερς, γάλατα... οπότε σου έδινα είκοσι λεπτά. Μετά έκανα και δεύτερο παιδί, αυξήθηκαν τα έξοδα, οπότε σταμάτησα να σου δίνω λεφτά.

Και ο ζητιάνος έξαλλος:
- Καλά, ρε βλαμμένε, κάνεις παιδιά με τα λεφτά μου;
 
Ο γύφτος δεν σταματάει και ο τροχονόμος τον κυνηγάει με την μηχανή του, τον σταματά και του λέει.

-Γιατί δεν σταματήσατε όταν σας έκανα σήμα; Και ο γύφτος απαντάει

-Και πού ήθελες να σε βάλω, ρε φίλε, στην καρότσα;
 
Ένας τύπος, γνωστός τσιγκούνης, μπαίνει στο καφενείο μπουρινιασμένος.

-Τι έπαθες πάλι; τον ρωτούν.

-Με τέτοια γυναίκα που έχω, πως να μην είμαι μπουρινιασμένος και να μην έχω πάρει ανάποδες; Όλο λεφτά μου ζητάει!

-Και τι τα κάνει;

-Ξέρω κι εγώ; Σάμπως της έδωσα ποτέ;
 
Είναι μια ξανθιά και μια μελαχρινή και βλέπουν ειδήσεις. Το δελτίο είναι σχετικά με ένα τύπο που απειλεί να αυτοκτονήσει πηδώντας από ένα ουρανοξύστη. Μετά από λίγο μπαίνουν σπόντα διαφημίσεις: λεει η ξανθιά:
-Βάζω στοίχημα 20 χιλιάρικα ότι δεν θα πηδήξει.

-Πάει!

Γυρνάμε στο δελτίο όπου μετά από λίγη ώρα ο τύπος πηδάει.
-Ορίστε, πάρε τα 20 χιλιάρικά σου.

-Δεν μπορώ να τα δεχτώ. Παραήταν εύκολο.

-Μα επιμένω!

-Κοίτα, για να σου πω την αλήθεια, είχα δει το ίδιο πράγμα στο δελτίο των έξι και έτσι ήξερα ότι θα πηδήξει.

-Κι εγώ το είχα δει αλλά δεν πίστευα ότι είναι τόσο ηλίθιος να πηδήξει και δεύτερη φορά...
 
-Γιατρέ, το αριστερό μου πόδι με έχει μουρλάνει στις σουβλιές

-Μην ανησυχείς. Της ηλικίας είναι.

-Δεν το πιστεύω. Γιατί και το δεξί την ίδια ηλικία έχει, αλλά δεν πονάει.
 
Ήταν δυο ξανθιές και καθώς προχωράγανε σε ένα λιβάδι βλέπουν μια άλλη ξανθιά να κάνει κουπί μέσα στο χόρτο και λεει η μια στην άλλη.

-Να γιατί ο κόσμος μας λεει χαζες, Γιατί βλέπουν κάτι τέτοια βούρλα!

-Δίκιο έχεις (της λεει η άλλη) που άμα ήξερα κολύμπι θα πήγαινα και θα την βούταγα από τα μαλλιά!!!!!!!!!!!!!
 
Είναι δυο φίλοι και κάνουν εκδρομή με το αυτοκίνητο κάπου στην επαρχία. Σε λίγο βλέπουν ένα κοπάδι από πρόβατα.

-Πόσα να είναι άραγε, λέει ο συνοδηγός.

-168, απαντά ο οδηγός.

Κατεβαίνει ο συνοδηγός να πάει να ρωτήσει το βοσκό και πράγματι τα πρόβατα είναι τόσα. Λίγο πιο κάτω βλέπουν ένα άλλο κοπάδι.

-Πόσα είναι αυτά, λέει ο συνοδηγός.

-428, απαντά αμέσως ο οδηγός.

Κατεβαίνει ο συνοδηγός και πάει και ρωτάει το βοσκό και όντως τα πρόβατα είναι τόσα. Γυρίζει στο αυτοκίνητο και όλο περιέργεια ρωτά τον οδηγό.

-Πως ξέρεις πόσα είναι κάθε φορά, μετράς τα κεφάλια;

-Υπάρχει και ποιο εύκολος τρόπος: απλά μετράω τα πόδια και διαιρώ δια 4.
 
Μια ξανθιά παίρνει τηλέφωνο στην Ολυμπιακή και ρωτάει την τηλεφωνήτρια:

-Πόσο διαρκεί το ταξίδι Αθήνα - Θεσσαλονίκη;

-Μισό λεπτό.

-Α! Ευχαριστώ!

και κλείνει το τηλέφωνο...
 
Δυο εργαζόμενοι σε μια μεγάλη εταιρία συναντιούνται στον δρόμο:

- "Τα `μαθες τα νέα;" ρωτάει ο ένας.

- "Ποια νέα;"

- "Σήμερα το πρωί πέθανε ο αντιπρόεδρος της εταιρίας!"

- "Σοβαρά; Μα καλά πως;"

- "Έπαθε καρδιακή προσβολή. Κοντά του ήταν μονάχα η γραμματέας του, ξέρεις, εκείνη η ξανθιά..."

- "Πως δεν την ξέρω..."

- "Δυστυχώς όμως τον έκαψε τον άνθρωπο..."

- "Τι εννοείς;"

- "Να, εκείνος της έλεγε να τηλεφωνήσει στο 166 κι εκείνη περίμενε να της πει και τα υπόλοιπα τέσσερα νούμερα..."
 
Μια τραβεστί πηγαίνει σε ένα ψυχαναλυτή για να καταλάβει γιατί έγινε… αυτό που έγινε… Πάνω στη συζήτηση λοιπόν, λέει στο γιατρό..

- Κοιτάξτε να δείτε γιατρέ μου, εγώ όταν ήμουν μικρός ήμουν κανονικό αγόρι, να φανταστείτε ότι δούλευα στα χωράφια του πατέρα μου. Κάποια μέρα, ενώ είχαν φύγει όλοι οι εργάτες, εγώ έμεινα λίγο παραπάνω για να θερίσω. Εκεί λοιπόν που θέριζα, ξαφνικά βλέπω έναν άνδρα να τρέχει καταπάνω μου.. για να με βιάσει!!

- Καλά βρε παιδί μου και συ γιατί δεν έτρεξες να φύγεις;

- Μα πώς να τρέξω γιατρέ μου με τα τακούνια στους αγρούς;
 
Είναι δύο ξανθιές πάνω σ'ένα κλαδί ενός δέντρου και κόβουν μ'ένα πριόνι το κλαδί!!!
Εκείνη την στιγμή κάτω απ'το δέντρο παιρνάει μία μαυρομάλα και λέει:

- Καλέ κορίτσια θα πέσετε!!!!

- Άντε ρε πήγαινε απ'εδώ, που θα μας πείς τι θα κάνουμε, λένε οι ξανθιές.

Μετά από λίγο κι ενώ συνεχίζουν, σπάει το κλαδί και πέφτουν κάτω.......
Δέκα μέρες αργότερα σε μία καφετέρια, οι ξανθιές με σπασμένα χέρια πίνουν καφέ. Ξαφνικά περνάει από μπροστά τους η μαυρομάλα που τις είχε προειδοποιήσει. Τότε λέει η μία στην άλλη:

- Ρε κοίτα........το μέντιουμ!!!!!!!
 
Πάει σπίτι ο Γιωρίκας και παίρνει τη γυναίκα του μαζί με το παιδί του για να πάνε να φάνε σε μια ταβέρνα. Στη Γλυφάδα, στο γυρισμό στην παραλιακή, τον σταματάει η αστυνομία και του κάνει αλκοτέστ. Φυσάει ο Γιωρίκας. Τέρμα ο δείκτης.

- “Είσαι πίτα”, του λέει ο αστυνομικός και ετοιμάζεται να τον γράψει.

- “Είναι χαλασμένο”, του λέει ο Γιωρίκας, “εγώ δεν πίνω πότε. Ας δοκιμάσει και η γυναίκα μου που δεν πίνει ούτε κι αυτή.”
Τον πείθει τον αστυνομικό, δοκιμάζει και η γυναίκα του… τέρμα ο δείκτης.

- “Το βλέπεις κύριε αστυνομικέ είναι χαλασμένο.”

- “Δεν ξέρω τίποτα εγώ θα σε γράψω.”

- “Να δοκίμασε και τον γιο μου που δεν πίνει.”

Δοκιμάζει και ο γιος του. Τέρμα ο δείκτης.
- “Το βλέπεις κύριε αστυνομικέ είναι χαλασμένο το μηχάνημά σας.”

- “Ναι συγνώμη έχετε δίκιο”, και τους αφήνει να φύγουν.

Στο δρόμο λέει ο Γιωρίκας στην σύζυγό του:
“Είδες γυναίκα κάτι ήξερα και έδωσα να πιει 5 μπιρίτσες στον γιο μας.”
 
Μια ξανθιά μόλις είχε βρει δουλειά ως γραμματέας σ’ ένα γραφείο. Η πρώτη της δουλειά ήταν να βγει έξω να φέρει καφέ.

Θέλοντας να κάνει καλά τη δουλειά της, πήρε ένα θερμός και επισκέφτηκε μια καφετέρια εκεί κοντά.

Έδειξε το θερμός σε έναν υπάλληλο της καφετέριας ο οποίος έσπευσε να την εξυπηρετήσει.
Τον ρωτάει η ξανθιά «Λες να χωράει έξι φλιτζάνια καφέ;»

Ο υπάλληλος περιεργάστηκε το θερμός για λίγη ώρα, και τελικά της είπε, «Ναι… το βλέπω να χωράει έξι φλιτζάνια.»

«Τέλεια!» είπε ανακουφισμένη η ξανθιά.

«Τότε βάλε μου δυο μέτριους, δυο γλυκούς και δυο σκέτους!»