Το κοινόβιο

grio

Αν. Γενικός Διαχειριστής
Staff member
16 March 2011
4,473
Αθήνα
Από δω πάνω έχω μια τέτοια οπτική γωνία της ζωής, που έρχονται και με κατακλύζουν φράσεις πανέτοιμες, νοήματα αστραφτερά, κι αυτό διαρκεί για καιρό, μέρες, μήνες σε οργασμό, δεν μπορώ να κάνω αλλιώς παρά να γράφω, χαλούν τα πλήκτρα της μηχανής, φθείρεται η ταινία, τελειώνει το χαρτί κι ακόμα δεν έχω αρχίσει, δεν έχω πει ούτε το ένα εκατοστό από κείνα που στριμώχνονται μέσα μου.

Σ' αυτό το σημείο της γης τα πάντα φωτίζονται. «Τόσο απλό είναι;» αναρωτιέμαι καθώς βλέπω τους θάμνους ν' ανεβαίνουν την πλαγιά, το λόφο δεξιά με τις καμένες πέτρες, το καψαλισμένο δένδρο που επιμένει να κρατιέται όρθιο, και η δενδροστοιχία με τους ευκάλυπτους – ξερά τα φύλλα από την πυρκαγιά και μόνο στην κορυφή μια τούφα πράσινο, μια κάποια προσπάθεια για επανάληψη. Κι ο κήπος με τα μαδημένα χρυσάνθεμα έτσι που σκύβουν στο χώμα, η κληματαριά που ανεβάζει τα κατακίτρινα φύλλα της στον τοίχο της εκκλησίας, η βρύση που χάλασαν οι βόλτες της και τρέχει κρατώντας το ίσο στη σιγαλιά του τοπίου, κι όλα αυτά να ενώνονται μέσα μου, να 'μαι γερμένο χρυσάνθεμο και μοναχικό δένδρο, ευκάλυπτος μ' ένα ελάχιστο φύλλωμα να ριγεί στον αέρα, κληματαριά που προσπαθεί να στηρίξει κάπου τα φύλλα της. «Αυτός είσαι», σκέφτομαι, «η μικρή ξεχασμένη ρεματιά που επιχειρεί να υπάρξει».

Κι εγώ θ' ανεβώ λαχανιάζοντας στη ράχη ν' αγναντέψω για φίλους, ποιοι στέκουν ακόμα, πόσοι έχουν κουράγιο να στήσουμε ένα ιδιόρρυθμο κοινόβιο…

Όμως δεν θα 'χουμε υπεύθυνο, αρχηγό ή αντιπρόσωπο. Τόσα χρόνια μπουχτίσαμε από θαλαμάρχες, παρεάρχες, ακτινάρχες, όλων των ειδών τους άρχες, όρχεις που μας επέβαλλαν να κατουράμε στη βούτα κατά ομοιόμορφο τρόπο (έπρεπε το κάτουρο να χτυπάει στον τενεκέ αριστερά και πάνω, έτσι και σου ξέφευγε γινόσουν ύποπτος).

Ου να χαθούνε. Εμ κι εμείς τ' ανθρωπάκια που δεχθήκαμε χρόνια να τρώμε στη μάπα τη «ράγια»; Και να σκέφτομαι πως υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που αποδέχονται τους κανόνες μιας τέτοιας ζωής.

Τι τους συμβαίνει και χώνονται μέσα στη μάντρα; Πάντως εγώ, απ' όσο ξέρω και οι φίλοι μου, σε μάντρα δεν ξαναμπαίνω, οποιαδήποτε μάντρα. Αν πρόκειται για λογοτεχνικό σωματείο, γραμματείς, πρόεδρο και ιερατείο, δεν κάνουμε τίποτε. Δεν έχουμε χρόνο πια για μια δοκιμή, κι άλλωστε γιατί να επιχειρήσουμε από δρόμους που ξέρουμε πως δεν οδηγούν πουθενά;

Μήπως φταίγαν τα πρόσωπα και οι αρχές παραμένουν αλώβητες; Να τελειώνει αυτό το μπέρδεμα, αρχές και πρόσωπα, μορφή και περιεχόμενο, ιδέες και πράξη, όλα είναι ένα, όταν τα ξεχωρίζετε πάτε να περισώσετε κάτι. Φταίει λοιπόν στο σύνολο αυτή η ίδια η υπόθεση, οι αρχηγοί και τα μέλη, ιεράρχηση και επιτροπάτα, οικουμενικές και μη σύνοδοι με αποφάσεις «πιστεύω». Τίποτα πια δεν πιστεύω, όλα σαβούρα για πέταμα.

Να το έχουν υπόψη τους όσοι θα οικοδομήσουν στο μέλλον κοινόβια, έστω και στο φεγγάρι, τους αρχηγούς απ' το ποδάρι σαβουρντιστούς μες στον κρατήρα.

Εκεί, ας μαζέψουν στάχτη, πέτρες χώμα κι ας χτίσουν ένα νέο κόμμα. Εμείς πια αποκλείεται, τουλάχιστον με τη θέλησή μας, για να μη λέμε και μεγάλα λόγια. Αν μας στριμώξουνε θα πάμε, τι να κάνουμε; Δε θα σκεφτόμαστε όμως ούτε Μαραθώνα, ούτε Γοργοπόταμο. Μόνο τη γέρικη πλαγιά με το δαφνώνα, το χέρι μας βαλμένο ανάμεσα στα σκέλια της γυναίκας, πώς θα την κοπανήσουμε επιστρέφοντας στο σπίτι με τα φερ φορζέ που θέλουν ένα πέρασμα λευκή λαδομπογιά, να, κάτι τέτοια θα σκεφτόμαστε. Για τις «σταυροφορίες» μην ελπίζουν, σε τέτοια κόλπα πια δεν ξαναμπαίνουμε. Πόσο φυράναν οι ιδέες, πόσο λιγόστεψαν οι αφελείς σ' αυτό τον κόσμο και οι ήρωες.

Κι αν στο κάτω κάτω χρειάζεται και κάποια κυβέρνηση, βάλτε επικεφαλής μια μητέρα στο υπουργείο Γεννήσεων, ένα εικοσάρη στο υπουργείο του Έρωτα, κι ένα γεροντάκι στο υπουργείο θανάτου.

Κι αυτή ας είναι όλη και όλη η κυβέρνηση. Οι άλλοι, κάτι με χαρτοφυλάκια, κι άλλοι χωρίς, ξεσπούν στην καμπούρα μας όλα τα κόμπλεξ τους, κι από πάνω πρέπει να τους θεωρούμε σωτήρες.

Αμ δε. Δεν μας σώζει κανένας, κι αυτό το ξέρει ο υπουργός του θανάτου που βλέπει κάθε μέρα εκθέσεις σωρό, πόσοι και πόσοι ξοφλούν, κανένας δε σώζεται. Γι' αυτό και δεν επαίρεται. Κάνει μια τυπική δουλειά, μετράει τους νεκρούς, συνειδητοποιεί τη μοίρα του και δεν έχει όρεξη για μεγαλύτερη εξουσία.

Ο νεαρός υπουργός του Έρωτα επιθεωρεί τα ξενοδοχεία αν έχουν παραστάσεις ωραίες, ευχάριστη μουσική εκείνη την ώρα, όχι όπως εμείς σε κείνα τα άθλια σεπαρέ με το μεγαφωνάκι να τρίζει όλο γρέζια κι ο ξενοδόχος κατά τα κέφια του ν' αλλάζει σταθμό από το δωμάτιο του. Κι έτσι, τις πιο κρίσιμες στιγμές έτυχε ν' ακούω οδηγίες προς τους ναυτιλλομένους, ειδήσεις που μιλούσαν για χιλιάδες νεκρούς, μάχες, τυφώνες, σαχλά μηνύματα εργατών από τη Γερμανία. Άσε που τα καμαράκια χωρίζονταν μ' ένα φτηνό κόντρα πλακέ κι άκουγες τα διπλανά λαχανιάσματα, ποιος ξέρει πόσες τρύπες θα είχαν και πόσα μάτια θα έβλεπαν.

Και μετά ρωτάς πώς βγήκαμε έτσι. Πάλι σωστοί είμαστε. Θα μπορούσαμε να 'μαστε πολύ πιο χειρότεροι!

Το παιδί των είκοσι χρονών συνεχίζει την επιθεώρησή του, αυτή τη φορά στα πάρκα: «Εδώ», λέει, «να μπει ένα διπλό κρεβάτι με θέα λιμνούλα. Εκεί ν' αξιοποιηθεί το γρασίδι» Γύρω του υπάλληλοι που κρατούν σημειώσεις, όλοι νέοι που ξέρουν καλά τι θα πει να έχεις ένα κορίτσι στην αγκαλιά σου.

Κι όλα θα είναι καλά κι όμορφα, τουλάχιστον για τους νέους. Για τους μεγάλους κανένα σύστημα και καμιά κοινωνία του μέλλοντος δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Αυτοί θα αντιμετωπίζουν το μέγα εξουσιαστή, τον υπουργό του Θανάτου. Εγώ ήδη τον βλέπω κατάματα, νιώθω πολλές φορές να μου χαμογελάει, κι έτσι σιγά-σιγά εξοικειώνομαι να μην ελπίζω.

Όσες φορές ονειρεύτηκα, ήλπισα, δε διαψεύστηκα, μόνο να πω «ε δε βαριέσαι, έπεσα έξω». Κάτι παραπάνω: αναγκάστηκα να πληρώσω γιατί ονειρεύτηκα, μου ήρθε τέτοιο απρόβλεπτο χτύπημα που ορκίστηκα να μην ελπίσω ξανά.

Όπως τότε που είχα ραντεβού με μια γυναίκα που την επιθυμούσα πολύ. Πήγαινα τεντωμένος και κοιτούσα ψηλά. Το βράδυ ούρησα αίμα. Έκτοτε δεν τόλμησα να τεντωθώ, ούτε να ξανακοιτάξω ψηλά. Πάω καμπουριάζοντας και μαζεμένος, υπάρχω σεμνά στα κρυφά αν γίνεται, αν και τελικά δεν ξεχνιέται κανένας. Εκείνος έχει σημειώσει εξαρχής στις καταστάσεις του τσε α και περιμένει. Είμαι πια σημαδεμένος.

Αν υπήρχε μιας εξαρχής εκείνη η μάννα στο υπουργείο Γεννήσεων μπορεί όλα να ήταν καλύτερα. Θα νοιαζόταν να υπάρξω σωστά, να 'χω ια διαρκή επαφή με τον κόσμο. Όχι αυτό που έγινε: με κόψανε από τον αφαλό μου. Τον κάνανε κόμπο για να μην ελπίζω σε καινούρια σύνδεση. Πονούσα κι έβαλα τα κλάματα που δεν είχα άμεσο δεσμό με τον κόσμο. Από τότε αποκομμένος πέφτω σε ιδρωμένα σεντόνια, κι η ζωή μου η αγωνία της πτώσης.

Έπεφτα, πάντα έπεφτα σε σχέση μια κάποιο αστέρι. Έκανα μια ελλειψοειδή τροχιά και στο τέλος θα 'βρισκα στο χώμα, ίσως ανοίγοντας και κάποιο λάκκο. Απατήθηκα. «Δεν ξεμπερδεύεις με μια γενική κι αόριστη πτώση» αναβόσβηναν τ' αστέρια- σήμα κινδύνου. Πέρασα τα βράχια ξυστά, τόσο που σκίστηκε το παντελόνι μου. «Στην άλλη βόλτα», σκέφτηκα και πήρα πάλι την κλίση μου μήπως και βρω κάποια σύνδεση σε γαλαξιακές καταστάσεις, από κάπου να γραπωθώ για να γλιτώσω απ' το χάος.

Μάριος Χάκκας

ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ!

______________________________
ΧΑΚΚΑΣ ΜΑΡΙΟΣ (1931-1972)

Ο Μάριος Χάκκας γεννήθηκε στη Μακρακώμη Φθιώτιδας, όπου έζησε ως τα τέσσερά του χρόνια, αλλά μεγάλωσε στην Καισαριανή. Το 1950, ως σπουδαστής της Σχολής Σαμαρειτών του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, πήγε εθελοντής στη Γυάρο, να περιθάλψει τους κρατούμενους. Αντιμετώπισε προβλήματα λόγω των αριστερών κοινωνικών φρονημάτων του και το 1952 οργανώθηκε στην ΕΔΑ. Άρχισε να ασχολείται ενεργά με τα πολιτιστικά και γράφτηκε στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Παντείου Πανεπιστημίου. Λόγω της αριστερής του δραστηριότητας, δεν θα μπορέσει να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Το 1954 θα συλληφθεί και θα καταδικαστεί σε τετραετή φυλάκιση. Στη φυλακή, θα μάθει ξένες γλώσσες και θα αρχίσει να γράφει ποιήματα και διηγήματα. Το 1958 θα υπηρετήσει τη θητεία του, συνεχίζοντας να γράφει. Μετά την αποστράτευσή του, θα αρχίσει να δουλεύει σε ένα εργοστάσιο πλαστικών. Παντρεύεται, μετακομίζει στο Βύρωνα και έρχεται σε ρήξη με το Κόμμα. Η πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματοποιήθηκε με την ποιητική συλλογή Όμορφο καλοκαίρι, το 1965, ποιήματα γραμμένα στο διάστημα που μεσολάβησε από τη φυλάκισή του ως την έκδοση του βιβλίου, συγκινησιακά φορτισμένα και βιωματικά. Ένα χρόνο αργότερα εξέδωσε την πρώτη του συλλογή διηγημάτων με τίτλο Τυφεκιοφόρος του εχθρού, η οποία κινείται σε ρεαλιστική κατεύθυνση. Παρότι δεν σταματά να γράφει ποίηση, είναι περισσότερο γνωστός ως πεζογράφος. Στη συλλογή Ο μπιντές και άλλες ιστορίες, η γραφή του γίνεται πιο αφαιρετική και αποκτά νέες διαστάσεις, φανταστικές και υπερρεαλιστικές. Στο ίδιο κλίμα ανήκει και το τελευταίο του έργο, δεν πρόλαβε να το δει τυπωμένο, Το κοινόβιο, αλλά και τα τρία θεατρικά του μονόπρακτα. Από το 1960 ως το 1967 διετέλεσε στέλεχος της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ) και δημοτικός σύμβουλος στην Καισαριανή, αναπτύσσοντας έντονη πολιτιστική δράση. Στη δικτατορία συνελήφθη και κρατήθηκε για ένα μήνα. Το 1970 παραστάθηκε το μονόπρακτό του Ενοχή. Το 1969 προσεβλήθη από καρκίνο και το 1972 πέθανε.
 
Last edited:
κοίτα να δεις τώρα ....

ένα γραπτό του, που για κάποιον ανεξήγητο λόγο μου κάνει τόσο σύγχρονο - σχεδόν σημερινό ......

έχω γνωρίσει κι εγώ πολλούς "κουφούς" ...


OI KOYΦΟΙ


ΗΤΑΝ ογδόντα χρονών κι είχε περάσει τα σαράντα κουφός όταν αποφάσισε να βάλει ακουστικά, ν' α*κούσει στο κλουβί το κανάρι, να ξαναθυμηθεί τους ήχους του κόσμου.
Αραγμένος στη γωνιά όσο ήταν κουφός τον σέβονταν όλοι, γυναίκα και γιοί, νυφάδες κι εγγόνια. Δεν μιλούσε πολύ κι ούτε ρώταγε για όσα συ*νέβαιναν γύρω του, γιατί όλα θα πρέπει να πήγαιναν περίφημα. Είχε αναθρέψει με αρχές τα παιδιά του, και τα παιδιά των παιδιών του επίσης, με τις ηθικές αρχές του κινήματος.
Νταμαρτζής χρόνια είχε μπλεχτεί με το κίνη*μα κι είχε ακούσει πολλά για την ηθική και το δί*κιο. Μετά συνέβη το ατύχημα να μην ακούει και άραξε. Όμως κράτησε μέσα του τις αρχές του κινήματος για το σωστό και το δίκιο, να τις μεταδώ*σει σε γιους και σ' εγγόνια.
Ό μεγάλος του γιος έγινε στέλεχος μέσα στο κίνημα, ανώτερο στέλεχος, ο μεσαίος μεσαίο και ο μικρός κατώτατο στέλεχος. Και πέρναγαν απ' το σπίτι κι άλλα στελέχη, μικρά και μεγάλα, να συ*νεργαστούν με τους γιους του.
Μόλις έβαλε τα ακουστικά ανακάλυψε με με*γάλη έκπληξη κάποια αλήθεια. Ο μεγάλος του γιος, το ανώτερο στέλεχος, ήταν κουφός. Όσην ώρα του μίλαγε ό άλλος, αυτός άκουγε με προσοχή τι του έλεγε. Έτσι τουλάχιστον έδειχνε. Μα οι αποκρίσεις του ήταν άσχετες σ' αυτό που του έλεγε ό άλλος, έτσι που γεννούσε την υποψία πως ήταν κουφός.
Ο γέρος τσάκωσε και μια συζήτηση των δυο μικρών εγγονών του.
-Γιατί δεν παίρνει ο θείος ακουστικά σαν τον παππού;
-Μ' ακούει περίφημα, απάντησε ο μικρός ο ατσίδας, μόνο που δεν καταλαβαίνει. Δεν καταλαβαίνει παρά μόνο τον εαυτό του. Για το θείο δεν υπάρχει άλλος και κατά συνέπεια δεν υπάρχει διάλογος. Είναι μια μικρή αδυναμία που την απέκτησε μέσα στο κίνημα. Δυστυχώς με τ' ακουστικά δε γίνεται τίποτα.·
Η έκπληξη του γέρου μεγάλωσε, όταν έστρε*ψε τ' ακουστικά στο μεσαίο του γιο, στο μεσαίο στέλεχος. Ήταν κι αυτός κατά κάποιο τρόπο κουφός. Ενώ άκουγε εξαίρετα τους καθοδηγητές, τα ανώτερα όργανα, ήταν θεόκουφος στα κατώτερα όργανα, στα πιο κάτω στελέχη.
Κι ο μικρός, το κατώτατο στέλεχος; Έχει γούστο κι αυτός να μην άκουγε. Αυτός άκουγε. Δυ*στυχώς αυτός άκουγε. Φιντανάκι στο κίνημα, εκκολαπτόμενο στέλεχος, άκουγε πολλές αντικομματικές συζητήσεις, συνωμοσίες σε βάρος του κόμ*ματος, προδοσίες και· ίντριγκες. Τύχαινε πάντα αυτός να τ' ακούει. ´Ηλπιζε να γίνει σύντομα κατώ*τερο στέλεχος, έπειτα μεσαίο, κατόπιν ανώτερο κι ίσως ίσως κι ανώτατο.. Ήταν η πιο σίγουρη μέθοδος.
Ώστε, ζούσε σ' ένα σπίτι κουφών τόσα χρόνια και δεν το 'χε πάρει χαμπάρι; Κι αυτός νόμιζε πως ήταν ο μόνος κουφός μέσα στο σπίτι, Ενώ γύρω του οι γιοί του ήταν θεόκουφοι κι ας είχαν γαλουχηθεί με τις αρχές του κινήματος. Κι είχε βάλει ακουστικά να χαρεί τους δικούς του, να χαρεί τους ανθρώπους, ν' ακούσει στο κλουβί το κανάρι, τους όμορφους ήχους του κόσμου.
Το κανάρι είχε γεράσει και δεν κελαηδούσε, η γυναίκα του· χρησιμοποιούσε πάντα τη γλώσσα της να λέει, να λέει, κι ήταν πολύς ο θόρυβος μέσα στο σπίτι με τις νύφες, τα εγγόνια, το ράδιο, κι έξω στο δρόμο αυτοκίνητα, μηχανάκια, πλανόδιοι. Δεκαπλασιάστηκε στο κεφάλι του η βαβούρα.
— Δεν αντέχω. -Δεν αντέχω, έλεγε στον εαυτό του. Θα τα πετάξω.
Κι ήταν έτοιμος ν' απαλλάξει απ' αυτό το περιττό φορτίο τ' αυτιά του. αν δεν υπήρχε μια τε*λευταία ελπίδα, η νέα γενιά, τα εγγόνια, αν δεν έμπαινε στη ζωή του εγγονού του, στη ζωή του σπιτιού, στη ζωή του, μια κοπέλα με καναρινιά μαλλιά, με ζεστή φωνή όλο τρίλιες.
—Η νέα γενιά, τουλάχιστον, πρέπει ν' ακούει. Πρέπει ν' ακούει τη φωνή της καρδιάς της, τη φωνή του καθήκοντος, τη φωνή της συνείδησης.
Ένας από τους εγγονούς του ήταν εργάτης κι άκουγε μόνο τη φωνή του κυρίου του-, συμπληρώ*νοντας καρφόσημα που δεν εξαργυρώνονταν, που δεν τον εξασφάλιζαν από γηρατειά κι ατυχήματα. Κι ο άλλος, αυτός που είχε μπάσει στο σπίτι, στη ζωή του γέρου το κορίτσι με τα καναρινιά μαλλιά και τη ζεστή φωνή όλο τρίλιες, δεν άκουγε τη φωνή της καρδιάς του κι έδωσε λόγο να παντρευτεί ένα διαμέρισμα.
Κι η κοπέλα; Το κορίτσι με τα καναρινιά μαλλιά και τη ζεστή φωνή όλο τρίλιες; Δεν άκουγε των αυτοκινήτων τα κλάξον, τη σφυρίχτρα του τροχαίου, των τροχών το απεγνωσμένο φρενάρισμα, ραντίζοντας τη φλεγόμενη άσφαλτο με της καρδιάς της το αίμα. Κι ό γιατρός σκυμμένος με το στηθοσκόπιο δεν άκουγε της καρδιάς της τους χτύπους. Διάβαζε μόνο ένα σύντομο γράμμα, που βρέθηκε μέσα στην τσάντα της, κι εξηγούσε -γιατί δεν μπορούσε ν' ακούσει τα κλάξον, τους τροχούς, το τροχαίο. Εξαιτίας του διαμερίσματος που παντρευότανε κάποιος.
Ό γέρος δεν άντεχε άλλο ν' ακούει. Πέταξε τ' ακουστικά στα σκουπίδια. Τα πέταξε στο σκουπιδοτενεκέ ένα βράδυ οικογενειακής γιορτής, τη βραδιά που αρραβωνιάζονταν ό εγγονός το διαμέρισμα. Ήταν καλύτερα να μη μάθει, να μην ακούει πια άλλα...