Ποίηση....γιατί όχι;

KleKoR

Supreme Member
30 November 2007
7,568
K.Π Καβάφης-Δεκέμβρης 1903


"Κι αν για τον έρωτά μου δεν μπορώ να πω —
αν δεν μιλώ για τα μαλλιά σου, για τα χείλη, για τα μάτια·
όμως το πρόσωπό σου που κρατώ μες στην ψυχή μου,
ο ήχος της φωνής σου που κρατώ μες στο μυαλό μου,
οι μέρες του Σεπτέμβρη που ανατέλλουν στα όνειρά μου,
τες λέξεις και τες φράσεις μου πλάττουν και χρωματίζουν
εις όποιο θέμα κι αν περνώ, όποιαν ιδέα κι αν λέγω. "


Και μια υπέροχη μελοποίηση από τον Σωκράτη Μάλαμα:

http://www.youtube.com/watch?v=EM7ZF7SdX1I
 
17 June 2006
14,350
portrait.jpg



Baudelaire - Eloge du maquillage (1860)

"La femme est bien dans son droit, et même elle accomplit une espèce de devoir en s'appliquant à paraître magique et surnaturelle; il faut qu'elle étonne, qu'elle charme ; idole, elle doit se dorer pour être adorée. Elle doit donc emprunter à tous les arts les moyens de s'élever au-dessus de la nature pour mieux subjuguer les coeurs et frapper les esprits. Il importe fort peu que la ruse et l'artifice soient connus de tous, si le succès en est certain et l'effet toujours irrésistible. C'est dans ces considérations que l'artiste philosophe trouvera facilement la légitimation de toutes les pratiques employées dans tous les temps par les femmes pour consolider et diviniser, pour ainsi dire, leur fragile beauté. L'énumération en serait innombrable; mais, pour nous restreindre à ce que notre temps appelle vulgairement maquillage, qui ne voit que l'usage de la poudre de riz, si niaisement anathématisé par les philosophes candides, a pour but et pour résultat de faire disparaître du teint toutes les taches que la nature y a outrageusement semées, et de créer une unité abstraite dans le grain et la couleur de la peau, laquelle unité, comme celle produite par le maillot, rapproche immédiatement l'être humain de la statue, c'est-à-dire d'un être divin et supérieur ? Quant au noir artificiel qui cerne l'oeil et au rouge qui marque la partie supérieure de la joue, bien que l'usage en soit tiré du même principe, du besoin de surpasser la nature, le résultat est fait pour satisfaire à un besoin tout opposé. Le rouge et le noir représentent la vie, une vie surnaturelle et excessive ; ce cadre noir rend le regard plus profond et plus singulier, donne à l'oeil une apparence plus décidée de fenêtre ouverte sur l'infini ; le rouge, qui enflamme la pommette, augmente encore la clarté de la prunelle et ajoute à un beau visage féminin la passion mystérieuse de la prêtresse. Ainsi, si je suis bien compris, la peinture du visage ne doit pas être employée dans le but vulgaire, inavouable, d'imiter la belle nature, et de rivaliser avec la jeunesse. On a d'ailleurs observé que l'artifice n'embellissait pas la laideur et ne pouvait servir que la beauté. Qui oserait assigner à l'art la fonction stérile d'imiter la nature ? Le maquillage n'a pas à se cacher, à éviter de se laisser deviner; il peut, au contraire, s'étaler, sinon avec affectation, au moins avec une espèce de candeur."
 

caerbannog

Established Member
7 May 2008
290
Της Κατερίνας Γώγου, από το ¨Ιδιώνυμο¨ του 1980.
Μελοποιήθηκε από τον Κυριάκο Σφέτσα

Θα 'ρθεί καιρός

Θαρθεί καιρός που θ' αλλάξουν τα πράματα.
Να το θυμάσαι Μαρία.
Θυμάσαι Μαρία στα διαλείμματα εκείνο το παιχνίδι
που τρέχαμε κρατώντας τη σκυτάλη
– μη βλέπεις εμένα – μην κλαις. Εσύ είσ' η ελπίδα
άκου θάρθει καιρός
που τα παιδιά θα διαλέγουνε γονιούς
δε θα βγαίνουν στην τύχη
Δε θα υπάρχουν πόρτες κλειστές
με γερμένους απέξω
Και τη δουλειά
θα τη διαλέγουμε
δε θά 'μαστε άλογα να μας κοιτάνε στα δόντια.
Οι άνθρωποι – σκέψου! – θα μιλάνε με χρώματα
κι άλλοι με νότες
Να φυλάξεις μοναχά
σε μια μεγάλη φιάλη με νερό
λέξεις κι έννοιες σαν κι αυτές
απροσάρμοστοι-καταπίεση-μοναξιά-τιμή-κέρδος-εξευτελισμός
για το μάθημα της ιστορίας.
Είναι Μαρία – δε θέλω να λέω ψέματα –
δύσκολοι καιροί.
Και θάρθουνε κι άλλοι.
Δεν ξέρω – μην περιμένεις κι από μένα πολλά –
τόσα έζησα τόσα έμαθα τόσα λέω
κι απ' όσα διάβασα ένα κρατάω καλά:
«Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος».
Θα την αλλάξουμε τη ζωή!
Παρ' όλα αυτά Μαρία.
 

Δημήτρης Θ.

AVClub Fanatic
17 June 2006
12,627
Απάντηση: Re: Ποίηση....γιατί όχι;

Της Κατερίνας Γώγου, από το ¨Ιδιώνυμο¨ του 1980.
Μελοποιήθηκε από τον Κυριάκο Σφέτσα

Θα 'ρθεί καιρός

Θαρθεί καιρός που θ' αλλάξουν τα πράματα.
Να το θυμάσαι Μαρία.
Θυμάσαι Μαρία στα διαλείμματα εκείνο το παιχνίδι
που τρέχαμε κρατώντας τη σκυτάλη
– μη βλέπεις εμένα – μην κλαις. Εσύ είσ' η ελπίδα
άκου θάρθει καιρός
που τα παιδιά θα διαλέγουνε γονιούς
δε θα βγαίνουν στην τύχη
Δε θα υπάρχουν πόρτες κλειστές
με γερμένους απέξω
Και τη δουλειά
θα τη διαλέγουμε
δε θά 'μαστε άλογα να μας κοιτάνε στα δόντια.
Οι άνθρωποι – σκέψου! – θα μιλάνε με χρώματα
κι άλλοι με νότες
Να φυλάξεις μοναχά
σε μια μεγάλη φιάλη με νερό
λέξεις κι έννοιες σαν κι αυτές
απροσάρμοστοι-καταπίεση-μοναξιά-τιμή-κέρδος-εξευτελισμός
για το μάθημα της ιστορίας.
Είναι Μαρία – δε θέλω να λέω ψέματα –
δύσκολοι καιροί.
Και θάρθουνε κι άλλοι.
Δεν ξέρω – μην περιμένεις κι από μένα πολλά –
τόσα έζησα τόσα έμαθα τόσα λέω
κι απ' όσα διάβασα ένα κρατάω καλά:
«Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος».
Θα την αλλάξουμε τη ζωή!
Παρ' όλα αυτά Μαρία.
:grinning-smiley-043:grinning-smiley-043:grinning-smiley-043
 
14 December 2006
4,265
Της Κατερίνας Γώγου, από το ¨Ιδιώνυμο¨ του 1980.
Μελοποιήθηκε από τον Κυριάκο Σφέτσα

Θα 'ρθεί καιρός

Θαρθεί καιρός που θ' αλλάξουν τα πράματα.
Να το θυμάσαι Μαρία.
Θυμάσαι Μαρία στα διαλείμματα εκείνο το παιχνίδι
που τρέχαμε κρατώντας τη σκυτάλη
– μη βλέπεις εμένα – μην κλαις. Εσύ είσ' η ελπίδα
άκου θάρθει καιρός
που τα παιδιά θα διαλέγουνε γονιούς
δε θα βγαίνουν στην τύχη
Δε θα υπάρχουν πόρτες κλειστές
με γερμένους απέξω
Και τη δουλειά
θα τη διαλέγουμε
δε θά 'μαστε άλογα να μας κοιτάνε στα δόντια.
Οι άνθρωποι – σκέψου! – θα μιλάνε με χρώματα
κι άλλοι με νότες
Να φυλάξεις μοναχά
σε μια μεγάλη φιάλη με νερό
λέξεις κι έννοιες σαν κι αυτές
απροσάρμοστοι-καταπίεση-μοναξιά-τιμή-κέρδος-εξευτελισμός
για το μάθημα της ιστορίας.
Είναι Μαρία – δε θέλω να λέω ψέματα –
δύσκολοι καιροί.
Και θάρθουνε κι άλλοι.
Δεν ξέρω – μην περιμένεις κι από μένα πολλά –
τόσα έζησα τόσα έμαθα τόσα λέω
κι απ' όσα διάβασα ένα κρατάω καλά:
«Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος».
Θα την αλλάξουμε τη ζωή!
Παρ' όλα αυτά Μαρία.

:grinning-smiley-043:grinning-smiley-043:grinning-smiley-043
dromos.jpg


Σαν να χρειάζεται μια παρουσίαση ο συγκεκριμένος δίσκος.....
 

McZab

Supreme Member
3 July 2006
4,843
Belleville
portrait.jpg



Baudelaire - (1860)

"La femme est bien dans son droit, et même elle accomplit une espèce de devoir en s'appliquant à paraître magique et surnaturelle; il faut qu'elle étonne, qu'elle charme ; idole, elle doit se dorer pour être adorée. Elle doit donc emprunter à tous les arts les moyens de s'élever au-dessus de la nature pour mieux subjuguer les coeurs et frapper les esprits. Il importe fort peu que la ruse et l'artifice soient connus de tous, si le succès en est certain et l'effet toujours irrésistible. C'est dans ces considérations que l'artiste philosophe trouvera facilement la légitimation de toutes les pratiques employées dans tous les temps par les femmes pour consolider et diviniser, pour ainsi dire, leur fragile beauté. L'énumération en serait innombrable; mais, pour nous restreindre à ce que notre temps appelle vulgairement maquillage, qui ne voit que l'usage de la poudre de riz, si niaisement anathématisé par les philosophes candides, a pour but et pour résultat de faire disparaître du teint toutes les taches que la nature y a outrageusement semées, et de créer une unité abstraite dans le grain et la couleur de la peau, laquelle unité, comme celle produite par le maillot, rapproche immédiatement l'être humain de la statue, c'est-à-dire d'un être divin et supérieur ? Quant au noir artificiel qui cerne l'oeil et au rouge qui marque la partie supérieure de la joue, bien que l'usage en soit tiré du même principe, du besoin de surpasser la nature, le résultat est fait pour satisfaire à un besoin tout opposé. Le rouge et le noir représentent la vie, une vie surnaturelle et excessive ; ce cadre noir rend le regard plus profond et plus singulier, donne à l'oeil une apparence plus décidée de fenêtre ouverte sur l'infini ; le rouge, qui enflamme la pommette, augmente encore la clarté de la prunelle et ajoute à un beau visage féminin la passion mystérieuse de la prêtresse. Ainsi, si je suis bien compris, la peinture du visage ne doit pas être employée dans le but vulgaire, inavouable, d'imiter la belle nature, et de rivaliser avec la jeunesse. On a d'ailleurs observé que l'artifice n'embellissait pas la laideur et ne pouvait servir que la beauté. Qui oserait assigner à l'art la fonction stérile d'imiter la nature ? Le maquillage n'a pas à se cacher, à éviter de se laisser deviner; il peut, au contraire, s'étaler, sinon avec affectation, au moins avec une espèce de candeur."

Είμαι μέγας οπαδός κυρίως των 20 πεζών ποιημάτων του. Όπως και της ιδεολογίας της απαισιοδοξίας του. Κορυφή.
 

caerbannog

Established Member
7 May 2008
290
Από τη συμπατριώτισά μας τη Διαμάντω στο Αμέρικα,ότι πρέπει για τους καιρούς μας:


Les Litanies de Satan

Ô toi, le plus savant et le plus beau des Anges,
Dieu trahi par le sort et privé de louanges,
Ô Satan, prends pitié de ma longue misère!

Ô Prince de l'exil, à qui l'on a fait tort
Et qui, vaincu, toujours te redresses plus fort,
Ô Satan, prends pitié de ma longue misère!


Toi qui sais tout, grand roi des choses souterraines,
Guérisseur familier des angoisses humaines,
Ô Satan, prends pitié de ma longue misère!

Toi qui, même aux lépreux, aux parias maudits,
Enseignes par l'amour le goût du Paradis,
Ô Satan, prends pitié de ma longue misère!

Ô toi qui de la Mort, ta vieille et forte amante,
Engendras l'Espérance, — une folle charmante!
Ô Satan, prends pitié de ma longue misère!

Toi qui fais au proscrit ce regard calme et haut
Qui damne tout un peuple autour d'un échafaud.
Ô Satan, prends pitié de ma longue misère!

Toi qui sais en quels coins des terres envieuses
Le Dieu jaloux cacha les pierres précieuses,
Ô Satan, prends pitié de ma longue misère!

Toi dont l'oeil clair connaît les profonds arsenaux
Où dort enseveli le peuple des métaux,
Ô Satan, prends pitié de ma longue misère!

Toi dont la large main cache les précipices
Au somnambule errant au bord des édifices,
Ô Satan, prends pitié de ma longue misère!

Toi qui, magiquement, assouplis les vieux os
De l'ivrogne attardé foulé par les chevaux,
Ô Satan, prends pitié de ma longue misère!


Toi qui, pour consoler l'homme frêle qui souffre,
Nous appris à mêler le salpêtre et le soufre,
Ô Satan, prends pitié de ma longue misère!

Toi qui poses ta marque, ô complice subtil,
Sur le front du Crésus impitoyable et vil,
Ô Satan, prends pitié de ma longue misère!

Toi qui mets dans les yeux et dans le coeur des filles
Le culte de la plaie et l'amour des guenilles,
Ô Satan, prends pitié de ma longue misère!

Bâton des exilés, lampe des inventeurs,
Confesseur des pendus et des conspirateurs,
Ô Satan, prends pitié de ma longue misère!

Père adoptif de ceux qu'en sa noire colère
Du paradis terrestre a chassés Dieu le Père,
Ô Satan, prends pitié de ma longue misère!

Prière

Gloire et louange à toi, Satan, dans les hauteurs
Du Ciel, où tu régnas, et dans les profondeurs
De l'Enfer, où, vaincu, tu rêves en silence!
Fais que mon âme un jour, sous l'Arbre de Science,
Près de toi se repose, à l'heure où sur ton front
Comme un Temple nouveau ses rameaux s'épandront!

Charles Baudelaire
 

caerbannog

Established Member
7 May 2008
290
Ένα πολύ ωραίο του Μαγιακόβσκι στην Αγγλική μετάφραση (με τα Ρώσικα δεν έχω δυστυχώς επαφή), όπως το τραγούδησαν οι Mecano:

Untitled

I know the power of words,
I know the tocsin of words.
They are not those that make theater boxes applaud.
Words like that make coffins break out
make them pace with their four oak legs.
It happens they are thrown out,
not printed, not published.
But the word gallops, its saddle girth tightened,
it rings through the ages and trains creep nearer
to lick... poetry's toil-hardened hands.
 
17 June 2006
62,722
Χολαργός
´Πάντα στηριζόμουν στήν καλοσύνη τών ξένων´..
Μπλάνς Ντυμπουά,από τό ´Λεωφορείον ο Πόθος´τού Τέννεσι Ουϊλλιαμς..
Απολύτως επίκαιρο..

Αλλά τό νά βλέπεις τήν Isabelle Hyppert ως Μπλάνς Ντιμπουά στήν μοντέρνα παράσταση τού Πολωνού σκηνοθέτη Κριστόφ Βαρλικόσκι χτές βράδυ στό Φεστιβάλ Αθηνών ,δέν περιγράφεται μέ λόγια..
Πρόκειται γιά ποίηση υψηλοτάτου βαθμού,τέτοια πού βλέποντας αυτή την λεπτούλα μικρόσωμη και μεσήλικη πλέον ηθοποιό νά σού προκαλεί βαθύτατα και αυτόματα αισθήματα γνήσιας συγκίνησης,νά υψώνεις τό βλέμμα σου στον ουρανό καί νά ευχαριστείς τήν Υπαρξη πού κάποιες στιγμές έχει τέτοια κέφια και γεννά μικρές ανθρώπινες λάμψεις πού λές ´ημουν τυχερός πού ήμουν εκεί καί τό έζησα´..
Φτάνει πού τήν είδα στά δυό μέτρα μπροστά μου νά χορεύει τό ´Common People' τών Pulp σάν μιά ρωγμή ολόκληρη ,δείχνοντας τήν απόλυτη μοναξιά τής ηρωϊδας,πού ξεγελά ακόμα καί τόν ίδιο της τόν εαυτό ,καλύπτοντας τό κενό προσποριζόμενη στιγμές ´αγκαλιάς´από τούς περαστικούς.....

6a00d8341c630a53ef0120a87ee1e2970b-350wi



tram.jpg



Isabelle Hyppert.

Aντί ποιήσεως...:worshippy::worshippy:
 
17 June 2009
3,594
Re: Απάντηση: Ποίηση....γιατί όχι;

tram.jpg



Isabelle Hyppert.

Aντί ποιήσεως...:worshippy::worshippy:

:grinning-smiley-043 Σπύρο. Κρίμα που μου είχε διαφύγει η παράσταση. Όταν το έμαθα από εσένα,ήταν ήδη αργά :frown:

And certainly not only for her big blue eyes....
(Besides, I....hate big blue eyes)
 
17 June 2006
14,350
Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης

Ὁ Ἀστραπόγιαννος


«Λαμπέτη ἐδείλιασα !...Τὰ σωθικά μου
ἄσπλαχνο ἐθέρισε βόλι, πικρό.
Νεκρὰ στὸ σκάνδαλο τὰ δάκτυλά μου
βλέπεις ἐπάγωσαν...Δῶσ' μου νερό...

»Λαμπέτη, ἐσβήστηκα!...Ὥραν τὴν ὥρα
φεύγει ἀνυπόμονη, πετᾶ ἡ ψυχή.
Στὰ κρύα τὰ χείλη μου στέκεται τώρα·
σκύψε καὶ πιέ τηνε μ ' ἕνα φιλί .

»Λαμπέτη χόρτασε τὴ δύναμή μου.
Μέσα στὰ στήθια σου θέλω νὰ βρῶ
στερνὸ λημέρι σου, θέλω ἡ πνοή μου
νὰ βρῆ στὰ σπλάχνα σου τὸν οὐρανό .

»Μόχτα κι ἐπλάκωσαν σὰν ἄγριοι σκύλοι
γιὰ τὸ κεφάλι μου ...τί καρτερεῖς ;...
Φορτώσου τ' ἄρματα, τὸ καρυοφύλλι,
κόψε με γρήγορα...μὴ μ' ἀρνηθῆς.

»Λαμπέτη, σφόγγισε, τρίψε μὲ χῶμα
τὸ γιαταγάνι σου, κι εἶναι θολό...
Πῶς κλαῖς ;...τί δέρνεσαι ;...Τρίψε το ἀκόμα ...
Μὴν τρέμεις ...ζύγωσε ...Δῶσ ' μου νὰ ἰδῶ .

»Τὸ αἷμα τ' ἄπιστο μὲ τὸ δικό μου
δὲ θέλω ἐπάνω μου ν' ἀνταμωθῆ,
φαρμάκι ἀγλύκαντο μὲς τὸ λαιμό μου
δὲ θέλω σύντροφο κάτου στὴ γῆ .

»Χτύπα Λαμπέτη μου!...Ἅπλωσε, πιάσε,
σφίξε στὰ δάκτυλα τ ' ἄσπρα μαλλιά ...
Τὰ χέρια ἐσταύρωσα ...Μὴ μὲ φοβᾶσαι ...
Κόψε με...πάρε με στὴν ἀγκαλιά».

Ὁλόρθο ἐπέταξε τ' ἄξιο λεπίδι,
τ ' ἀγέρι ἐξέσχισε , παίρνει φτερό ,
ἄστραψ ' ἐσφύριξε γοργὸ σὰ φίδι ,
τὸ δέντρο ἐλύγισε στὴ γῆ νεκρό .

Βαρειὰ σπαράζει φοβερὴ στὸ χέρι τοῦ Λαμπέτη
ἡ κάρα τ ' Ἀστραπόγιαννου . Τὸ μάτι ἀνταριασμένο
τοῦ σκοτωμένου τρεῖς φορὲς ἀνεβοκατεβαίνει
καὶ βασιλεύει σκοτεινό. Στὸ μέτωπό του ἡ νύχτα
ἄλλο σημάδι ὀπίσω της παρὰ στ ' ἀχνὸ τὸ στόμα ,
σὰ μιὰν ἀχτίδα φεγγαριοῦ στὸ μάρμαρο τοῦ τάφου ,
ἕνα χαμόγελο βουβό , νεκρό , σαβανωμένο
τοῦ γέροντα τ ' ἀρματωλοῦ τὰ κάτασπρα τὰ γένια .
Σπρώχνει στὴ θήκη κόκκινο τὸ γιαταγάνι ὁ κλέφτης ,
κι ἁρπάζει τὸ δισάκι του! Στὴ μιὰ μεριὰ φορτώνει
τὸ κρίθινό του τὸ ψωμί , στὴν ἄλλη ματωμένο
τὸ λείψανό του τ ' ἀκριβό . Τὸ δάκτυλό του βάφει
στὸ αἷμα , π ' ἄφριζε στὴ γῆ , σταυρώνει τὸ κουφάρι
καὶ χάνεται στὴ λαγκαδιά ...Καπνὸς ὁ πεζοδρόμος .

Τρέχουνε πίσω του ξαγριωμένοι
πενῆντα Λιάπηδες τὸν κυνηγοῦν.
Ὁ ἥσκιος ἔφευγε , πετᾶ , διαβαίνει ...
Ἡ νύχτα ἐπλάκωνε , λυσσομανοῦν .

Στὴ ράχη ἐμαύρισε σὰ συγνεφάκι...
Ἀδειάζουν τ ' ἄρματα ...στέκουν νὰ ἰδοῦν .
Βροχὴ τὰ βόλια τους, μὲς στὸ δισάκι
τὸν Ἀστραπόγιαννο ψόφια χτυποῦν .

Ὁ κλέφτης ἄνοιξε τὸ πάτημά του,
πηδᾶ χαλάσματα καὶ λαγκαδιές ,
παίρνει τὸ λείψανο στὴν ἀγκαλιά του ...
Κάλλιο στὴν πλάτη του χίλιες βολιές.

Ἀγριοπρίναρα, παλούρια, βάτοι
τὴ σάρκα τὤτρωγαν , ὅθε διαβῆ .
Τὸ αἷμα του ἔβαψε τὸ μονοπάτι,
ἐμπρὸς τρισκότειδο καὶ πίσω ἐχθροί .

Στὸ χιόνι ἐβάλτωνε τὸ παλληκάρι
τὴ γλώσσα τὤφρυγε δίψα σκληρή ,
νύχτα θεότυφλη χωρὶς φεγγάρι ,
καὶ δὲν ἀπόσταινε , πάντα πατεῖ .

Περνοῦν μεσάνυκτα κι ἡ πούλια σβήεται,
τὰ πλάγια ἀσπρίζουνε, σιμώνει ἡ αὐγή.
Στέκει...ἀκουρμαίνεται...δὲν ἀγροικιέται
κανένα πάτημα...παντοῦ σιγή.

Ξυπνοῦν οἱ πέρδικες στὸ χαραμέρι...
Στὸ λόγγο ἐρίχτηκε, γύρω θωρεῖ...
Γνωρίζει ἀνέλπιστα παλιὸ λημέρι,
τὴ βρύση ἐξάνοιξε πὤτρεχ' ἐκεῖ.

Πάλι ἀκουρμαίνεται...γέρνει τ' αὐτιά του,
πέφτει τ' ἀπίστομα, τὴ γῆ ρωτᾶ...
Χτύπο δὲν ἄκουσε...Μόν' ἡ καρδιά του
μέσα στὰ στήθια του βαρεῖ, πετᾶ.
Τοῦ φάνηκε ὅτι ἐξέφυγε...Ἐμέτρησ' ἕνα ἕνα
τ' ἄρματα τ' Ἀστραπόγιαννου, δὲν ἔχασε κανένα
τὸ μαῦρο τὸ κλεφτόπουλο στὸ φοβερό του δρόμο
Σιμὰ στὴ βρύση ἐκάθισε, κατέβασε ἀπ' τὸν ὦμο
τὸ ἔρμο τὸ δισάκι του...Τὸ μάτι του ἔχει ἀντάρα...
Ἁπλώνει μὲς τὸ σάβανο τὸ χέρι μὲ λαχτάρα...
Σφίγγει τὰ κρύα τὰ μαλλιά...Ὁ νοῦς του ἀνεμοζάλη...
ξεσέρνει τὸ κεφάλι.

Μ' ἀνατριχίλα τὸ θωρεῖ. Στὰ χόρτα τὸ καθίζει,
παίρνει στὴ φούχτα του νερό, τὸ νίβει, τὸ χτενίζει.
Ζερβιὰ τοῦ βάνει τὸ σπαθί, δεξιὰ τὸ καριοφύλλι,
πλένει τὸ στόμα του βουβὸ καὶ στὰ νεκρά του χείλη
βρίσκει ὁ Λαμπέτης ἄσβηστο, σὰ νἆταν πετρωμένο,
τοῦ γέρου τὸ χαμόγελο γλυκ' ἀποκοιμισμένο.
Τότε ἐξαλάφρωσε ἡ καρδιά, τότε ἕνα δάκρυ πέφτει
στὸ πρόσωπο τοῦ κλέφτη.

Ἔνοιωσε ὅτι εἶχε τὴν εὐχὴ τοῦ ἀρματωλοῦ μαζί του
καὶ ξεσυγνέφιασε μὲ μιᾶς ἡ θολερὴ ψυχή του.
Τοῦ φάνηκε ὁλοζώντανος ἐκεῖ μὲ τ' ἄρματά του
ὁ γέροντάς του νηστικὸς ὅτι ἔστεκε σιμά του.
Κόβει βλαστάρια τρυφερά, τὴ φτέρη ξεφυλλίζει,
παίρνει ἕνα κρίθινο ψωμί, στὴ μέση τὸ χωρίζει
καὶ τὴ μιὰ σφήνα ἀπὸ τὲς δυὸ τὴ δίνει στὸ κεφάλι
κι αὐτὸς κρατεῖ τὴν ἄλλη.

«Ξύπνα, Ἀστραπόγιαννε, γλυκοχαράζει,
γιατί ἐκοιμήθηκες τόσο βαριά;
Ξύπνα ὁ Λαμπέτης σου γλυκὰ σὲ κράζει
νὰ ἰδῆς τὰ φράξα σου, τὰ κρύα νερά.

»Τὰ μάτια ἄνοιξε, ψυχοπατέρα,
νὰ ἰδῆς ποὺ σ' ἔφερα σὲ μιὰ βραδιά.
Μὲς στὸ λημέρι σου μ' ηὕρηκ' ἡ μέρα,
τὤχω, Ἀστραπόγιαννε, κρυφὴ χαρά.

»Θυμᾶσαι; ἀνήλικο μ' εἶχε πετάξει
στὸ δρόμο ἡ μοῖρα μου, μικρό, μικρό,
τὴ μάννα οἱ ἄπιστοι μοὔχανε σφάξει,
στὸ λόγγο ἐκρύφτηκα γυμνό, ὀρφανό.

»Ἐδῶ ἐπρωτώρθαμε...Μ' ἀκοῦς, πατέρα;...
Ἐδῶ μ' ἀνάστησες νεκρό, φτωχό.
Ἐδῶ μ' ἐπότισες δροσιὰ κι ἀγέρα,
μ' ἔκανες ἔλατο, πατέρα, ἐδῶ.

»Πρῶτος σὺ μὤδειξες τοῦ ἐχθροῦ τὴν ὄψη
καὶ σὺ μ' ἐβάφτισες μὲς στὴ φωτιά.
Ποιός νὰ σοῦ τὄλεγε πὼς θὰ σὲ κόψη,
τὸ χέρι πὤμαθες νὰ πολεμᾶ;

»Ξύπν' Ἀστραπόγιαννε, καὶ κοίταξέ με,
φάγε μ' ἐμένα λίγο ψωμί,
φόρεσε τ' ἄρματα χαιρέτησέ με,
ξύπνα, ζωντάνεψε κι ἦλθε ἡ αὐγή.

»Ἐσὺ ἐπρωτόδινες ψηλὲ στὸ βράχο
τὸ καλημέρισμα στὸν ἀητό,
σὺ πρῶτος ἔδειχνες σ' ἐμέ, στὸ Ζάχο,
τὸ γλυκοχάραμα στὸν οὐρανό.

»Τότ' ἐξεφύτρωνες σὰ κυπαρίσσι
στὰ καταρράχια μας τρομαχτικό.
Τὸν ἥσκιο σου ἔστενες νὰ φοβερίση
κατὰ τὰ Σάλωνα...καὶ τώρα ἐδῶ.

»Ὁ Ζάχος ἔπεσε...κι ἦταν γραμμένο
ἐγώ, Ἀστραπόγιαννε, πάλ' ὀρφανό,
τὸ ξυλοκρέβατο γιὰ σὲ νὰ γένω,
γιὰ σέ, πατέρα μου, γῆ νὰ ζητῶ».

Κι ἐκεῖ ποὺ ὁ δύστυχος μοιρολογοῦσε
μὲ μιᾶς αὐτιάζεται...κι ἕνα σκυλὶ
μακρὰ τοῦ φάνηκε σὰ ν' ἀλυχτοῦσε,
κούφια σὰν κι ἄκουσε ποδοβολή.

Τὰ δένδρα ἐσείστηκαν, τὰ χαμοκλάδια·
σκιασμένα ἐπρόβαιναν συχνὰ συχνὰ
πλατώνια, ἀγριόπουλα, λαγοί, ζαρκάδια...
Μὴν ἐπαγάνιζε ἡ Λιαπουριά;...

Σκύφτει ἀκουρμαίνεται...σιμών ἡ ἀντάρα...
Τοὖβραν τὸ πάτημα στὸ χιόνι οἱ ἐχθροί.
Ἁρπάζει τ' ἄρματα, κρύβει τὴν κάρα,
πετᾶ, ἀναλήφτηκε σὰν ἀστραπή.

Τρέχει ἐδῶθ' ἐκεῖθε γέρνει
ἡ ἔρμη φτέρνα στὸ βουνό,
μαῦρο κῦμα ἀνεμοδέρνει
καὶ δὲ βρίσκει ἕνα γιαλό.

Τὸν ἐπῆρε γι' ἀγωγιάτη
Χάρος ἄγρυπνος, σκληρός...
Σαλαγάει, βαρεῖ τὴν πλάτη
πάντα πίσω του ὁ νεκρός.

Στὸ τυφλὸ τὸ τρέξιμό του
μὲς τὴ φοῦχτα του ἁρπαχτὰ
γιὰ νὰ βρέξη τὸ λαιμό του
πίνει πάχνη καὶ περνᾶ.

Τὸν ἐθέριζε ἄγρια πεῖνα
καὶ δὲν ἔχει ἄλλο ψωμί...
Στὸ σακκί του μένει ἡ σφῆνα
τ' Ἀστραπόγιαννου ξερή.

Στ' ἀχαμνὰ τὰ δάχτυλά του
τὴν ἐπῆρε μιὰ φορά...
Θολωμένη εἶν' ἡ ματιά του
καὶ τὰ χείλη του ἀνοιχτά.

Ὅλος ἔτρεμε...στὸ στόμα
τὴν ἐζύγωσε σκιαχτά...
Δὲν ἁμάρτησε, ὄχι ἀκόμα...
Ἀναστέναξε βαρειά.

Μὲ μιᾶς τὤφυγ' ἕνα δάκρυ,
τὴν ἐφίλησα γλυκά,
καὶ στὸν κόρφο σὲ μιὰν ἄκρη
τὴν ἐχώνιασε βαθειά.

Πόσες μέρες καὶ ποῦ τρέχει
Πόσες νύχτες δὲ μετρᾶ,
μέσα ὁ νοῦς του πάντα βρέχει
στὴν ψυχή του συγνεφιά.

Μὲς τὸν λόγγο ἂν σταματήση
γιὰ νὰ πάρη ἀνασασμό,
κάποιος λύκος θὰ χουμίση
γιὰ ν' ἁρπάξη τὸ νεκρό.

Καλιακοῦδες καὶ κοράκοι
τὸ κεφάλι κυνηγοῦν,
μὲ τὰ νύχια ἀπ' τὸ δισάκι
νὰ τὸ κλέψουν πολεμοῦν.

Ἀνδρειεύεται ἡ καρδιά του,
τρέχει ἀκόμη λίγο ἐμπρός,
μιὰ κρυφὴ βρίσκει σπηλιά του,
μέσα ρίχνεται ὁ φτωχός.

Ξεφορτώνεται, δειλιάζει
γέρνει ἀναίσθητος στὴ γῆ,
κλεῖ τὰ μάτια του, πλαγιάζει
καὶ τὸ λείψανο κρατεῖ.

Κι ἐκεῖ ποὔτανε θαμμένος
μὲς τοῦ ὕπνου τὴ νυχτιά,
στὸ πλευρό του ὁ σκοτωμένος
ἀνταριάζεται, ξυπνᾶ.

Στέκει ἐμπρός του...Τὰ δυὸ μάτια,
κούφια χάσκουνε πλατειά.
Πέφτ' ἡ σάρκα του κομμάτια,
τὰ δυὸ χείλη λαγκαδιά.

Τὸ γλυκὸ χαμόγελό του
λίγο λίγο εἶχε σβηστεῖ
καὶ περνοῦν στὸ μέτωπό του
μαῦρα γνέφη ἐδῶ κι ἐκεῖ.

«Παιδί μου, ἐγέρασε τὸ λείψανό μου
τόσα μερόνυχτα χωρὶς ταφή,
ὁ Χάρος ἔφαγε τὸ προσωπό μου·
δῶσ' μου, Λαμπέτη, μιὰ φοῦχτα γῆ.

«Κάτου στὰ Σάλωνα, ξεψυχισμένος
ὁ ἐχθρὸς ἐφώλιασε μακρὰ ἀπ' ἐδῶ·
ξύπνα Λαμπέτη μου κι ἀποσταμένος
θέλω στὸ μνῆμα μου νὰ πάω κι ἐγώ.

»Βλέπεις μυρίστηκαν τὸ σκοτωμό μου
ὄρνεια ἀνυπόμονα, μαῦρα πουλιά,
πρὶν μὲ ξεσχίσουνε στὸ σάβανό μου,
παιδί μου κρύψε με στὴ γῆ βαθειά.

»Τώρα ποὺ ἐκόρνιασαν κι ὁλόγυρά μου
σκοτάδι τρίδιπλο μὲ πλυμμηρεῖ,
πάρ' τὸ δισάκι σου, πάρ' τ' ἄρματά μου,
ξύπνα νὰ φύγωμε πρὶν ἔρθ' ἡ αὐγή.

»Θέλω τὸ χάραμα, πὤβγαινε πρῶτο
καὶ μοῦ καμάρωνε τὴ λεβεντιά,
τ' ἀγέρι, πὤτρεχε χνῶτο μὲ χνῶτο
καὶ μοῦ ζωντάνευε τὰ σωθικά.

»Οἱ ἀριές, τὰ πεῦκα μου, τὰ κρύα νερά μου,
θέλω, Λαμπέτη μου, νὰ μὴ μὲ ἰδοῦν,
νὰ μὴ γνωρίσουνε τὴν ἀσχημιά μου...
Ἔλα νὰ φύγωμε, μὴν πικραθοῦν.

»Τώρα ποὺ μ᾿ ἔφερες ὡς τὰ Παλάτια
σκάψε τὸ λάκκο μου σ' αὐτὴ τὴ γῆ.
Ἐδῶ δὲ φτάνουνε τοῦ ἐχθροῦ τὰ μάτια
δὲν ἀνεβαίνουν παρὰ ἀητοί.

»Λαμπέτη, χῶσε με μὲ τ' ἄρματά μου
ὁλόρθα στῆσε με, δεξιὰ ζερβιά,
Νἆναι στὸ μνῆμα μου κεροδοσά μου,
πρωτοπαλλήκαρα στὴν ἐρημιά.

»Κι ὅταν Λαμπέτη μου μὲ χωματίσης,
ἔβγα στὸ Τρίκορφο γοργὰ γοργᾶ
νὰ πῆς πὼς σ' ἔστειλα νὰ πολεμήσης,
πὲς χαιρετίσματα στὴν κλεφτουριά.

»Ἐχθὲς ἐπιάστηκε κι ἐκεῖ τουφέκι,
στὸν ὕπνο μου ἄκουσα τὸ βογκητὸ
ἐγὼ ἀποσβήστηκα κι ἀστροπελέκι,
Λαμπέτη μὤμεινες ἐσὺ στερνό.

»Μὴ μοῦ πικραίνεσαι κι εἶναι γραμμένο
μ' ἐμένα γρήγορα ν' ἀνταμωθῆς,
τρέχα πολέμησε καὶ σὲ προσμένω
στὸ μνῆμα μου ἄλυωτος ὅσο νὰ 'ρθῆς».

Ξυπνᾶ, ἀλαφιάζεται, ὁ νοῦς του ἀνάφτει,
βουβὸς ἐπέρασε μιὰ λαγκαδιά.
Βρίσκει ἕνα ἀπόγωνο, τὸ χῶμα σκάφτει
τὰ χείλη ἐπέστρωσαν, πάντα βουβά.

Τὸ νύχι αἱμάτωνε μὲς τὸ στουρνάρι
ἔχωσε τ' ἄρματα καὶ τὸ ψωμί
στὸ λείψανο ἔστρωσε χλωρὸ γρυπάρι,
τὸ μνῆμα ἐσφράγισε, σκύφτει, φιλεῖ.

Βαστᾶ τὸ δάκρυ του, τὸ καταπίνει
δὲν ἐξανάσαινε μὴν προδοθῆ·
κοιτάζει ὁλόγυρα, πετιέται, χύνει,
τρέμει στὸν πόλεμο μὴ δὲ βρεθῆ.

Βλέπει τὸ Τρίκορφο, σφίγγεται, φτάνει,
τὸ λιανοτούφεκο πέφτει πυκνό.
Σέρνει στὰ δόντια του τὸ γιαταγάνι,
ρουφᾶ ἀνυπόμονα φλόγα, καπνό.

Ποῦθε νὰ πλάκωσε παρόμοια ἀντάρα,
παρόμοιος σίφουνας, ὁ ἐχθρὸς ρωτᾶ.
Τὸ χέρι ἐδούλευε καὶ βουβαμάρα
πάντα τὰ χείλη του κρατεῖ κλειστά.

Χάρος ἀνέλπιστος περνᾶ θερίζει,
ἀναστηλώθηκε κι ἡ κλεφτουριά.
Ρυάζετ' ἡ Ρούμελη στὸ μετερίζι,
ρίχνεται, πίσω του παύει ἡ φωτιά.

Δὲν τὸν ἐπρόφταιναν...Τὸν ἀνακράζουν,
δὲν ἀποκρένεται, διαβαίνει ἐμπρός.
Τὰ χέρια του ἄκοπα χτυποῦνε σφάζουν,
σκορπᾶ ἀνταριάζεται, φεύγει ὁ ἐχθρός.

Στὸ δρόμο του ἄξαφνα τοῦ λυέται ἡ χαίτη,
στὴν πλάτη ἀνέμισε σὰ δυὸ φτερά·
τότε τοῦ φώναξαν - «Στάσου, Λαμπέτη,
ἄφησε κι ἕνανε γι' ἄλλη φορά».

Κι αὐτὸς δὲν ἔνοιωθε ποιός τονε κράζει,
πάντα ἐσαλάγαγε τὴ Λιαπουριά,
τ' ἀγέρι ἐθόλωσε, ξεμοναχιάζει...
Ἄσταψ' ἔβρόντησε μιὰ πιστολιά.

Τὸν ἐλαβώσανε...Στὸ χῶμα γέρνει,
τὸ βόλι ἐχώνεψε μὲς στὰ πλευρά.
Πέφτει τ' ἀπίστομα, σιγὰ ξεσέρνει,
σὰ φίδι κρύβεται μὲς στὰ κλαριά.

Ἔβοσκε ὁ θάνατος τὰ σωθικά του
κι ἐκεῖνος ἔτρεχε ὁλονυχτίς,
πατεῖ σωριάζεται, σβήετ' ἡ καρδιά του...
Ποὖσ' Ἀστραπόγιαννε νὰ τὸνε ἰδῆς;...

Διάβαινε ἀνήφορους καὶ μονοπάτια,
βράχους ἀπάτητους, νεροσυρμές,
ἐξημερώθηκε μὲς τὰ Παλάτια,
ἐψυχομάχησε χίλιες φορές.

Τὸ μνῆμα ἐπρόσμενε...Λιγάκι ἀκόμα
νὰ φτάση τὤλειπε...πετιέται ὀρθός,
πηδᾶ, ἀνδρειεύεται...τὸ ἔρμο χῶμα
σφίγγει στὰ δόντια του, πέφτει νεκρός.

Τὸ βράδυ ἀνέλπιστα πιάνει τὸ χιόνι
κι ὁ τάφος κρύβεται βαθειὰ βαθειά,
λὲς κι ἐσαβάνωσαν σ' ἕνα σεντόνι
τὰ δυὸ τὰ λείψανα σφιχτὰ σφιχτά.



Σε σένα που μου το διάβαζες, από 8χρονο παιδάκι και μου έκανες όλες τις διασυνδέσεις ανάμεσα στην κλεφτουριά του '21 και στους άλλους, 'τους δικούς μας', 1945-49.
Σε σένα που δεν μπορείς να μου το διαβάσεις πια.
 
10 July 2006
5,257
Θεσσαλονίκη
´Πάντα στηριζόμουν στήν καλοσύνη τών ξένων´..
Μπλάνς Ντυμπουά,από τό ´Λεωφορείον ο Πόθος´τού Τέννεσι Ουϊλλιαμς..
Απολύτως επίκαιρο..

:adore:
Άγνωστη λέξη η καλοσύνη πιά, την έχουμε αντικαταστήσει με το αλισβερίσι.
Ας είναι καλά οι "ξένοι άνθρωποι" που βρέθηκαν στο δρόμο μου.
 

caerbannog

Established Member
7 May 2008
290
Η καϋμένη η Μπλανς, πλήρωνε πανάκριβα την "καλοσύνη" των ξένων. Σφάγιο και τρόπαιο ζούσε στο φαντασιακό της με το αντίδωρο του σπαραγμού μυαλού και σώματος.
Η μόνη ανιδιοτελής προσφορά προς αυτήν ήταν το άσυλο.
 
17 June 2009
3,594
τι κρίμα που οι μενεξέδες ανθίζουν μόνο το καταχείμωνο
αντέχουν όμως έτσι
το κρύο
τη μοναξιά
το σκοτάδι
και μαραίνονται ένα ξημέρωμα αφημένοι σε μιαν άδεια καρέκλα
κάθε χρόνο
τέτοια μέρα
όσο ζω
και σα δεν θα ζω
 
17 June 2006
62,722
Χολαργός
Απάντηση: Re: Ποίηση....γιατί όχι;

Η καϋμένη η Μπλανς, πλήρωνε πανάκριβα την "καλοσύνη" των ξένων. Σφάγιο και τρόπαιο ζούσε στο φαντασιακό της με το αντίδωρο του σπαραγμού μυαλού και σώματος.
Η μόνη ανιδιοτελής προσφορά προς αυτήν ήταν το άσυλο.

Ακριβώς.
Σάν τον ζητιάνο τής γωνιάς θορυβωδών οδών,πού ´στηρίζεται´στήν ´συμπόνοια´τών περαστικών.
Αλλά όταν τελειώσει τό ´ωράριο´φορά τά καλά του γιά νά επιστρέψει στητός στήν κάμαρά του σάν κάποιος αλλος νάταν όλη μέρα στήν γωνιά.
 
Last edited:

zavara

Senior Member
1 May 2007
660
"Επιστροφή"

Νά' μαι, ξανάρθα πίσω.
Κι έχω τραγούδια να σας πω πολλά
μα πριν σας τραγουδήσω,
που ειν` τα κρίνα;
Που είν` τα γιασεμιά;
Έχω μια θλίψη να κοιμίσω..






"Μη καρτεράτε να λυγίσουμε
μήτε για μια στιγμή,
μήδ' όσο στην κακοκαιριά
λυγά το κυπαρίσσι.
Έχουμε τη ζωή πολύ
πάρα πολύ αγαπήσει"

Φώτης Αγγουλές (1911-1964)
 

Elina

Senior Member
13 January 2009
556
Γέρακας
Απ'το Συρτάρι

Εσκόπευα στης κάμαράς μου έναν τοίχο να την θέσω.

Αλλά την έβλαψεν η υγρασία του συρταριού.

Σε κάδρο δεν θα βάλλω την φωτογραφία αυτή.

Έπρεπε πιο προσεκτικά να την φυλάξω.

Αυτά τα χείλη, αυτό το πρόσωπο -
α για μέρα μόνο, για μιαν ώρα
μόνο, να επέστρεφε το παρελθόν τους.

Σε κάδρο δεν θα βάλλω την φωτογραφία αυτή.

Θα υποφέρω να την βλέπω έτσι βλαμένη.

Άλλωστε, και βλαμένη αν δεν ήταν,
θα μ' ενοχλούσε να προσέχω μη τυχόν καμιά
λέξις, κανένας τόνος της φωνής προδόσει -
αν με ρωτούσανε ποτέ γι' αυτήν.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης

------------------


για τις στοιχειωμένες γωνιές της ζωής