Με τους Can το πολυφορεμένο κλισέ « μουσική μπροστά από την εποχή της» αποκτά πλέον νόημα και αναντίρρητη ουσία . Όχι με κάποια μεταφυσική έννοια ότι είναι δήθεν δυνατόν να υπάρξει πράξη- όπως η σύνθεση μουσικής- ενεργούμενη στο παρόν , η οποία όμως να έρχεται από το μέλλον με έναν μαγικό τρόπο ή με την επιφοίτηση περίεργων δυνάμεων , αλλά υπό την έννοια ότι ο αντίκτυπος αυτής της πράξης γίνεται κατανοητός στο μέλλον , όταν έχει καταλαγιάσει ο κουρνιαχτός , έχει ξεκαθαρίσει η όραση μας , έχει οξυνθεί η αντιληπτική μας ικανότητα εμπλουτισμένη από την εμπειρία . Και σήμερα , 40 χρόνια μετά , ο αντίκτυπος της μουσικής των Can είναι τόσο έντονα παρόν , τόσο εύκολα ανιχνεύσιμος , ώστε να μπορούμε , χωρίς να λαθέψουμε ή να «κομίσουμε γλαύκαν» , να ισχυρισθούμε πως οι Can , ασχέτως της γερμανικής προελεύσεως τους , απετέλεσαν ένα από τα 4-5 blueprints της ροκ ιστορίας και μυθολογίας , επί των οποίων βασίσθηκε ο εξελικτικός κορμός της .
Απ’ ότι φαίνεται , τελικά , εάν η αρχέγονη , σκοτεινή πρωτο-ύλη στο αχανές σύμπαν του ροκ λίγο πριν από το big bang , από την οποία ξεπήδησαν τα πάντα , ήταν οι Velvet Underground ( με τους Beatles να αποτελούν τον ζωογόνο , θερμό και ως εκ τούτου απαραίτητο ήλιο ) , τότε, η γερμανική Αγία Τριάδα - Can , Kraftwerk , Faust ( και λιγότερο οι Neu ) – ήταν η Ενεργειακή Δύναμη διαμόρφωσης , σχηματισμού , οριοθέτησης και Υπέρβασης της ίδιας της φύσης του ροκ . Διότι οι Can , μαζί με τους άλλους δύο επιφανείς εκπροσώπους του kraut rock ένωσαν σε ένα σώμα αφ’ ενός την αίσθηση του ρυθμού , ως παράγοντα του συλλογικού ασυνειδήτου με την tribal έννοια του και αφ’ ετέρου την ευρωπαϊκή αβαν γκαρντ και κλασσική μουσική παράδοση , ακυρώνοντας την ίδια στιγμή την έννοια της ροκ μπάντας με τις blues καταβολές , ομνύοντας σε μια κολλεκτιβιστική , συλλογική αισθητική . Στους Can δεν υπήρχε σολίστας , αφού όταν σόλαραν , σόλαραν όλοι μαζί , δεν υπήρχε front man , αλλά αντίθετα μια συλλογική Οντότητα , αποτελούμενη από τις επι μέρους μονάδες της , η οποία αποκτούσε ξέχωρη από αυτές δημιουργική , καλλιτεχνική και αισθητική προσωπικότητα και η οποία υπήρχε χάρις στην απαλλοτρίωση του Εγώ κάθε μονάδας της .
Σημαντικό στοιχείο της εξαιρετικά ιδιοσυγκρασιακής αισθητικής των Can απετέλεσε το γεγονός ότι δύο εκ των τεσσάρων βασικών μελών τους , υπήρξαν μαθητές του Κarlheinz Stockhausen – o Irmin Schmidt και ο Ηolger Czukay . Ως εκ τούτου , ήταν εξοικειωμένοι , ή ακόμα καλύτερα , είχαν αφομοιώσει έννοιες όπως musique concrete ηχητικό κολλάζ , editing , σύγχρονη μουσική σύνθεση . Και τα εφάρμοσαν δίχως ουδεμία αναστολή στο σώμα του ροκ . Μαζί με ένα έξοχο κιθαρίστα , τον Michael Karoli– μίλια μακριά από την έννοια του ροκ κιθαρίστα -και έναν ντράμμερ – Jaki Liebezeit- που μπορούσε να παίξει οτιδήποτε , από το απλό στακάτο μπητ , μέχρι το πλέον πολυρρυθμικό groove κινούμενος με απίστευτη ευκολία από την μονοτονία και την ακρίβεια ενός drum machine έως την πολυεπίπεδη φρενίτιδα μιάς tribal , θρησκευτικής και οργασμιακής τελετής . Και δίπλα σε αυτούς , δύο τραγουδιστές ( ? ) τον αφροαμερικάνο γλύπτη Michael Mooney με την υπερβολή ενός σόουλ ουρλιαχτού , και μετά τον ιάπωνα Damo Suzuki με την αέρινη φωνή που όσο υπογράμμιζε , άλλο τόσο καθόριζε τις συνθέσεις .
Από το 1969 που κυκλοφόρησε το μνημειακό Monster Movie , έως το 1977 που είδε το φως το Saw Delight , περνώντας από τον ογκόλιθο του Tago Mago , τον σχεδόν συμφωνικό εστετισμό του Future Days και τον χλιδάτο εκλεκτισμό του Soon Over Babaluma οι Can διαμόρφωσαν μια μοναδική γλώσσα , καθόρισαν μια νέα αισθητική , επαναπροσδιόρισαν την θέση του ροκ ως σύγχρονη μουσική , γκρέμισαν προκαταλήψεις και στερεότυπα , άνοιξαν δρόμους , κυοφορώντας σχεδον οτιδήποτε ακούγεται σήμερα και είναι άξιο αναφοράς . Τόλμησαν να είναι ακόμα και χορευτικοί ( Vitamin C ) την ίδια ώρα που συνδιαλλασσόντουσαν με τον Stockhausen και την ηλεκτρονική και ατονική σύνθεση ( Aumgn) , έφτιαξαν επικών διαστάσεων κομμάτια από το μυθικό “You Doo Right” στο τιτάνιο “Halleluwah” , την ίδια στιγμή που έδειχναν συμπάθεια προς την ρέγγε (“Dizzy Dizzy” , σχεδόν όλο το Flowmotion ) , ταξίδεψαν στην Αφρική ( “Chain reaction”) και στην Ανατολή ( “Animal Waves” )
Απ’ ότι φαίνεται , τελικά , εάν η αρχέγονη , σκοτεινή πρωτο-ύλη στο αχανές σύμπαν του ροκ λίγο πριν από το big bang , από την οποία ξεπήδησαν τα πάντα , ήταν οι Velvet Underground ( με τους Beatles να αποτελούν τον ζωογόνο , θερμό και ως εκ τούτου απαραίτητο ήλιο ) , τότε, η γερμανική Αγία Τριάδα - Can , Kraftwerk , Faust ( και λιγότερο οι Neu ) – ήταν η Ενεργειακή Δύναμη διαμόρφωσης , σχηματισμού , οριοθέτησης και Υπέρβασης της ίδιας της φύσης του ροκ . Διότι οι Can , μαζί με τους άλλους δύο επιφανείς εκπροσώπους του kraut rock ένωσαν σε ένα σώμα αφ’ ενός την αίσθηση του ρυθμού , ως παράγοντα του συλλογικού ασυνειδήτου με την tribal έννοια του και αφ’ ετέρου την ευρωπαϊκή αβαν γκαρντ και κλασσική μουσική παράδοση , ακυρώνοντας την ίδια στιγμή την έννοια της ροκ μπάντας με τις blues καταβολές , ομνύοντας σε μια κολλεκτιβιστική , συλλογική αισθητική . Στους Can δεν υπήρχε σολίστας , αφού όταν σόλαραν , σόλαραν όλοι μαζί , δεν υπήρχε front man , αλλά αντίθετα μια συλλογική Οντότητα , αποτελούμενη από τις επι μέρους μονάδες της , η οποία αποκτούσε ξέχωρη από αυτές δημιουργική , καλλιτεχνική και αισθητική προσωπικότητα και η οποία υπήρχε χάρις στην απαλλοτρίωση του Εγώ κάθε μονάδας της .
Σημαντικό στοιχείο της εξαιρετικά ιδιοσυγκρασιακής αισθητικής των Can απετέλεσε το γεγονός ότι δύο εκ των τεσσάρων βασικών μελών τους , υπήρξαν μαθητές του Κarlheinz Stockhausen – o Irmin Schmidt και ο Ηolger Czukay . Ως εκ τούτου , ήταν εξοικειωμένοι , ή ακόμα καλύτερα , είχαν αφομοιώσει έννοιες όπως musique concrete ηχητικό κολλάζ , editing , σύγχρονη μουσική σύνθεση . Και τα εφάρμοσαν δίχως ουδεμία αναστολή στο σώμα του ροκ . Μαζί με ένα έξοχο κιθαρίστα , τον Michael Karoli– μίλια μακριά από την έννοια του ροκ κιθαρίστα -και έναν ντράμμερ – Jaki Liebezeit- που μπορούσε να παίξει οτιδήποτε , από το απλό στακάτο μπητ , μέχρι το πλέον πολυρρυθμικό groove κινούμενος με απίστευτη ευκολία από την μονοτονία και την ακρίβεια ενός drum machine έως την πολυεπίπεδη φρενίτιδα μιάς tribal , θρησκευτικής και οργασμιακής τελετής . Και δίπλα σε αυτούς , δύο τραγουδιστές ( ? ) τον αφροαμερικάνο γλύπτη Michael Mooney με την υπερβολή ενός σόουλ ουρλιαχτού , και μετά τον ιάπωνα Damo Suzuki με την αέρινη φωνή που όσο υπογράμμιζε , άλλο τόσο καθόριζε τις συνθέσεις .
Από το 1969 που κυκλοφόρησε το μνημειακό Monster Movie , έως το 1977 που είδε το φως το Saw Delight , περνώντας από τον ογκόλιθο του Tago Mago , τον σχεδόν συμφωνικό εστετισμό του Future Days και τον χλιδάτο εκλεκτισμό του Soon Over Babaluma οι Can διαμόρφωσαν μια μοναδική γλώσσα , καθόρισαν μια νέα αισθητική , επαναπροσδιόρισαν την θέση του ροκ ως σύγχρονη μουσική , γκρέμισαν προκαταλήψεις και στερεότυπα , άνοιξαν δρόμους , κυοφορώντας σχεδον οτιδήποτε ακούγεται σήμερα και είναι άξιο αναφοράς . Τόλμησαν να είναι ακόμα και χορευτικοί ( Vitamin C ) την ίδια ώρα που συνδιαλλασσόντουσαν με τον Stockhausen και την ηλεκτρονική και ατονική σύνθεση ( Aumgn) , έφτιαξαν επικών διαστάσεων κομμάτια από το μυθικό “You Doo Right” στο τιτάνιο “Halleluwah” , την ίδια στιγμή που έδειχναν συμπάθεια προς την ρέγγε (“Dizzy Dizzy” , σχεδόν όλο το Flowmotion ) , ταξίδεψαν στην Αφρική ( “Chain reaction”) και στην Ανατολή ( “Animal Waves” )