- 17 June 2006
- 14,350
The Rolling Stones: Exile On Main Street
Βγήκε τον Μάη του 1972.
Στην Ελλάδα κυκλοφόρησε τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς.
Θυμάμαι το πήρα και το άκουγα αποσπασματικά. Πού να βρώ το χρόνο… Ημουνα στα 19 και έδινα διαγωνισμούς για το απολυτήριο Γυμνασίου (τότε).
Σκέφτηκα: “τι απογοήτευση…”: το προηγούμενο - Sticky Fingers - ήταν εξαιρετικό. Κομμάτι προς κομμάτι δεν πέταγες τίποτα. Ένα tour de force που σε πήγαινε καροτσάκι από την πρώτη του στροφή μέχρι την τελευταία.
Αυτό εδώ, αντίθετα, μου ακουγόταν τελείως “χύμα”: λίθοι πλίνθοι κέραμοι ατάκτως ερριμένα, θραύσματα και σπαράγματα από ιδιώματα που τα είχαν υφάνει σ ένα ατέλειωτο jam που έμοιαζε χωρίς αρχή και τέλος - μινιατούρες από country blues και gospel και calypso και rock’n’roll, έσκαγαν από το πουθενά και εξαφανίζονταν μέχρι να πείς κύμινο, σου έφερνε στο νού underground κινηματογραφική ταινία με cut-ups, πλάνα θολά, κακά εστιασμένα. Εψαχνες για hits και απλά δεν υπήρχαν: 18 κομμάτια, μόλις και μετά βίας μπορούσα να συντονισθώ με τα μισά από δαύτα. Ηταν και διπλό άλμπουμ να πάρει…το πήρα σε κόπια εισαγωγής και μου κόστισε το κέρατό του τότε γιατί οι ελληνικές εκτυπώσεις δίσκων των Rolling Stones εκείνη την εποχή ήτανε για τα μπάζα: κάποιοι “φωστήρες” στο εργοστάσιο έλιωναν τα βινύλια μαζί με τις ετικέτες και τύπωναν πάνω τους, έπαιρνες το δίσκο και, στα ενδιάμεσα των κομματιών άκουγες, στο βάθος, μπουζούκια (!). Πού να το έχεις σε τέτοιο χάλι…πλήρωνες περίπου τα διπλά για να το ακούσεις αξιοπρεπώς. Αλλά, το ρημάδι, δεν έλεγε: η ηχογράφησή του έμοιαζε θολή, κακή, εγώ είχα μείνει στο Wild Horses: οι κιθάρες “κρύσταλλο”, τα τύμπανα του Charlie να σε βαράνε στο δόξα πατρί…τούτο δώ αντίθετα ακουγόταν μισοτελειωμένο, σακάτικο, σαν ακουστική αμμοθύελλα…πολλά σαξόφωνα, αυθάδικα, με ήχο σχεδόν πρόστυχο…που ήταν αυτά τα φοβερά interplays από τις κιθάρες των Stones, εκεί που κουμπώνουν και σε στέλνουν στον αγύριστο, και χάνεις το μπούσουλα και δεν θυμάσαι ούτε το όνομά σου…
Μου πήρε καιρό να το εκτιμήσω κι ακόμα περισσότερο να το αγαπήσω. Για καναδυό χρόνια, θυμάμαι, το θεωρούσα μια κακή παρένθεση. Βλέπαμε στον ξένο Τύπο και φωτογραφίες του πειρατή που έδειχνε να είναι σε όλο και χειρότερο χάλι, σαν τον κόμη Δράκουλα. Οι εφημερίδες έγραφαν πως είναι με τα μπούνια μέσα στις σκόνες, πως δεν μπορεί να περπατήσει, πατάει συνέχεια λάθος πεντάλ στις συναυλίες και παίζει άλλα αντ άλλων, στο σόλο του Satisfaction αυτός παίζει το “I’m Popeye, the sailor man”, μπουρδουκλώνεται στο καλώδιο της κιθάρας και τρώει τα μούτρα του συνέχεια πάνω στο πάλκο. Πως λιποθυμάει συνέχεια στο στούντιο και ξοδεύει 7000 δολάρια ημερησίως για το βίτσιο του και κυκλοφορεί με μια θλιβερή ακολουθία από νταβατζήδες και βαποράκια, κάτι υποκείμενα με μονόπετρα, γούνες και χρυσά δόντια…σκέτη Βαβυλώνα. Ή Καρχηδόνα, όπως την περιγράφει ο Φλωμπέρ στο Σαλαμπό. Κυκλοφορούσε στην πιάτσα τότε πως άλλαζε συνέχεια το αίμα του για να αντέξει κι όλοι περίμεναν τη μέρα που θα τα κακαρώσει και η οποία δεν έμοιαζε καθόλου μακρινή. Ο Μικ Ταίηλορ είχε αρχίσει να φλερτάρει με την άσπρη σκόνη. Ο Charlie, μια ζωή ήταν στον κόσμο του: είχε νοικιάσει σπίτι στο Παρίσι και άκουγε κάθε βράδυ τον Dexter Gordon, live, στο κλάμπ που έπαιζε. Ο Wyman ποτέ δεν είχε κάτι να πεί: μανιακός με τον ποδόγυρο, άλλαζε τις γκρούπισες σαν σώβρακα: “έχουτε πίκλες;” “Μάλιστα κοριτσάκι μου…ωραίο πράγμα οι πίκλες, αλλά…τι είν αυτό;”. Ο …επιχειρηματίας του γκρούπ (Τζάγκερ) ήταν αλλού για αλλού: Studio 54, flashy κλώσσες, projects για προσωπικούς δίσκους χωρίς τους υπόλοιπους…σε μια συνέντευξη οι δημοσιογράφοι ρώτησαν τον πειρατή αν αυτά τα σχέδια του Μικ αληθεύουν κι αυτός τον κάρφωσε: Yes, gentlemen, that’s exactly the kind of cunt I have to deal with”.
To Exile On Main Street είναι ένα παγωμένο πλάνο: με κάποιο παράξενο τρόπο μοιάζει να έχει συλλάβει και να έχει αιχμαλωτίσει μέσα στις στροφές του όλη αυτή την ακραία ηδονιστική ατμόσφαιρα της αυτοκαταστροφής και σηματοδοτεί το πραγματικό τέλος των ‘60ς. Είναι εκεί που το όνειρο πεθαίνει, το σπαθί δίνει τη θέση του στο πουγκί, τα οράματα διαλύονται μέσα στην πρέζα, οι Stones μπαίνουν πιά στο Μουσείο. Είναι το τέλος της δεύτερης περιόδου του γκρούπ, της εξαμερικανισμένης, αυτής που άρχισε με το θάνατο του ξανθού και το Let It Bleed και πάνω της στηρίχθηκε όλος ο μετέπειτα θρύλος των Rolling Stones.
Φυσικά και έβγαλαν κάποιους καλούς δίσκους μετά, μέχρι τουλάχιστον το ανοσιούργημα που ακούει στο όνομα Emotional Rescue. Αλλά ο Taylor έφυγε για να γλυτώσει. Στη θέση του πήραν έναν κλόουν που ο πειρατής τον είχε “σήκω-κάτσε”: καλός τυπάκος για παρέα αλλά τον Taylor δεν τον έφτανε ούτε στο δαχτυλάκι του…ο πειρατής δεν είχε πιά ανταγωνισμό και χαλάρωσε, αποφάσισε να νοικοκυρευτεί, πέταξε την Anita και μαζί της όλες τις κακές του συνήθειες, “καθάρισε”.
Θεωρώ το Exile On Main Street τον πιο πολύτιμο δίσκο μου των Rolling Stones. O Greil Marcus τον περιγράφει σαν ένα tour σε χαμαιτυπεία, σκυλάδικα, κωλάδικα, νεκροτομεία, μια ατέλειωτη νύχτα τρόμου, από 5 τσόγλανους που νιώθουν ότι τίποτα δεν είναι πια ίδιο, ότι κι οι ίδιοι είναι φθαρτοί, και δεν διαφέρουν και πολύ από τον μέσο everyday κόπανο που μέχρι τότε περιφρονούσαν και είναι κι αυτοί άνθρωποι και, προπάντων, μεγαλώνουν.
Δεν ψάχνω πιά για ‘τραγούδια”: όποτε το βάζω στο player το ακούω μονοκοπανιά, από την αρχή ως το τέλος - και, ώρες ώρες, πιάνω ακόμα τον εαυτό μου να ανατριχιάζει.
Ντρέπομαι που το λέω αλλά ακόμα δεν έχω αποφασίσει αν αντέχω έναν rehab Keith Richards.
Φοβάμαι πως όλα αυτά που έδωσε σαν αντάλλαγμα για να πάρει τη ζωή του πίσω, ήταν ακριβώς αυτά που τον έκαναν μοναδικό και αυτά για τα οποία τον αγαπούσα τόσο πολύ.