Κατά τη γνώμη μου μεγάλο μέρος της πορείας χτισίματος μιας δισκοθήκης είναι η αναζήτηση είτε νέων είται παλαιότερων δουλειών.
Είτε με το spotify, είτε με το tidal (που είναι και το αντικείμενο του παρόντος νήματος) για τον 1 μήνα που κράτησε η συνδρομή μου σε αυτό (τελικά παραμένω στη free υπηρεσία του spotify), έχω ξοδέψει πάρα πολλές ώρες στέλνοντας ήχο από ένα smartphone σε ένα bluethooth ηχείο της συμφοράς δίπλα στο κομοδίνο μου.
Είχα και έχω τη δυνατότητα να ακούω κάτι που μου έχουν προτείνει στο άψε σβήσε, μια νέα κυκλοφορία για την οποία διάβασα ένα άρθρο, ενώ επιλέγοντας το radio ενός καλλιτέχνη μπορώ να βρω σχετικές μουσικές δουλειές και να ανακαλύψω άλμπουμς που δε θα έβρισκα ούτε στον ύπνο μου.
Είχα και έχω την άποψη ότι όσοι ασχολούμαστε με το δικάναλο, είτε τα έχουμε καταφέρει είτε όχι ηχητικά στο χώρο μας, έχουμε φάει μια επιπλέον ρακετιά με την ποιότητα του ήχου. Αυτό δε μας καθιστά περισσότερο μουσικόφιλους, αλλά λάτρεις του καλού ήχου.
Ο καλός ήχος από την άλλη, δεν είναι συνυφασμένος με την τέχνη της μουσικής. Ολόκληρα μουσικά είδη (punk, new wave, garage κλπ) έχουν χτιστεί με χαρακτηριστικό τον κακό ή τελοσπάντων DIY ήχο (Βάλτε να ακούσετε Dead Moon όπου έχουν άρρωστους ακροατές ανά τον κόσμο και τα ξαναλέμε
).
Για να σταματήσω να πλατιάζω, στο νήμα αυτό μιλάμε για το tidal. Μια μουσική υπηρεσία που με ένα σχετικά χαμηλό ετήσιο αντίτιμο, δίνει πρόσβαση σε μια τεράστια δισκοθήκη. Υπό άλλους όρους και προυποθέσεις δε θα είχαμε καμία πρόσβαση σε τόση πολλή μουσική τόσο εύκολα, ούτε την ευκαιρία να ανακαλύψουμε όμορφες, αδιάφορες ή κακές νέες μουσικές.
Αυτό έχει σίγουρα τους συμβιβασμούς του και δε μένει παρά να δοκιμάσουμε για ένα διάστημα και να διαμορφώσουμε την άποψή μας, είτε να ενημερωθούμε από άλλους όπως ο Σταύρος Τρύπης, που αν μη τι άλλο έχει σχηματίσει μια γνώμη μετά από ικανή σε διάρκεια χρήση.