- 17 June 2006
- 14,350

Theodor Adorno
Αλλαγή δεν επιτρέπεται
Οι άνθρωποι ξεμαθαίνουν να δωρίζουν. Η παραβίαση της αρχής της ανταλλαγής ισοδύναμων έχει μέσα της κάτι ανόητο και αβάσιμο. Κάπου κάπου ακόμα και τα παιδιά κοιτάζουν με δυσπιστία αυτόν που τους κάνει ένα δώρο, λες και το δώρο είναι απλώς ένα κόλπο για να τους πουλήσει βούρτσες ή σαπουνάκια. Αντί γι αυτό έχουμε τις αγαθοεργίες, την οργανωμένη φιλανθρωπία, την βάσει σχεδίου επούλωση των εμφανών πληγών της κοινωνίας. Στις οργανωμένες της λειτουργίες δεν υπάρχει πια χώρος για το ανθρώπινο, και, στην πραγματικότητα, η δωρεά συνοδεύεται αναγκαστικά απ’ την ταπείνωση με το μοίρασμα, το σωστό ζύγισμα, κοντολογίς με τη μεταχείριση του παραλήπτη σαν αντικειμένου. Ακόμη κι οι ιδιωτικοί μας δωρισμοί έχουν εκφυλιστεί σε μια κοινωνική λειτουργία που ασκείται με ορθολογική απροθυμία, αυστηρή εμμονή στον προϋπολογισμό, σκεπτικιστική παραδοχή του άλλου και την ελάχιστη δυνατή προσπάθεια. Η χαρά του πραγματικού δωρισμού βρίσκεται στο να φανταζόμαστε τη χαρά του παραλήπτη. Αυτό σημαίνει να διαλέγουμε, να χασομεράμε, να βγαίνουμε απ´ το δρόμο μας, να σκεφτόμαστε τον άλλο σαν υποκείμενο: το αντίθετο της αδιαφορίας. Ακριβώς αυτό δεν είναι πια ικανός να κάνει σχεδόν κανένας. Στην καλύτερη περίπτωση δωρίζουν κάτι που θ’ άρεζε σ’ εκείνους, λίγο χειρότερης ποιότητας, βέβαια. Η παρακμή του δωρισμού καθρεφτίζεται στη θλιβερή επινόηση των «αντικειμένων δώρων», που βασίζονται στην υπόθεση ότι δεν ξέρει κάποιος τι να δωρίσει γιατί δεν θέλει στην πραγματικότητα να δωρίσει. Αυτά τα εμπορεύματα είναι άσχετα όπως κι οι αγοραστές τους. Ηταν στα αζήτητα από την πρώτη μέρα. Το ίδιο συμβαίνει και με το δικαίωμα που έχουμε ν’ αλλάξουμε το αντικείμενο, πράγμα που για τον παραλήπτη σημαίνει: πάρε αυτό, είναι δικό σου, καν’το ό,τι θέλεις. Αν δεν το θες, το ίδιο μου κάνει, πάρε κάτι άλλο. Επιπλέον, αν την συγκρίνουμε με την αμηχανία που προκαλούν τα συνηθισμένα δώρα, αυτή η καθαρή ανταλλαξιμότητα αντιπροσωπεύει την πιο ανθρώπινη εναλλακτική λύση, γιατί τουλάχιστον επιτρέπει στον παραλήπτη να κάνει ο ίδιος στον εαυτό του ένα δώρο, πράγμα που, ομολογουμένως, έρχεται σε απόλυτη αντίθεση με το δωρισμό.
Πλάϊ στη μεγαλύτερη αφθονία των αγαθών που μπορούν να τα’ αποκτήσουν ακόμη κι οι φτωχοί, η παρακμή του δωρισμού θα μπορούσε να φανεί κάτι αδιάφορο, κι η σκέψη πάνω σ’ αυτήν καθαρός συναισθηματισμός. Ωστόσο, κι αν ακόμη ο δωρισμός ήταν κάτι περιττό μέσα σ’ όλη την αφθονία -κι αυτό είναι ψέμα, τόσο ιδιωτικά όσο και κοινωνικά, γιατί δεν υπάρχει σήμερα κανένας που να μη μπορούσαμε να βρούμε με τη φαντασία μας κάτι που να του έδινε μεγάλη χαρά- οι άνθρωποι που δεν θα δώριζαν θα είχαν ακόμη την ανάγκη να δωρίζουν. Γιατί μέσα σ’ αυτούς μαραίνονται οι αναντικατάστατες ιδιότητες που δεν μπορούν ν’ ανθίσουν μέσα στο απομονωμένο κύτταρο της καθαρής εσωτερικότητας, αλλά μόνο στη ζωντανή επαφή με τη θέρμη των πραγμάτων. Πάνω σ’ όλα όσα κάνουν, στη φιλική κουβέντα που δεν είπαν, στη λεπτότητα που δεν έδειξαν, πέφτει η ψυχρότητα. Κι αυτή η ψυχρότητα ξαναγυρίζει, τελικά, σ’ εκείνους από τους οποίους εκπορεύεται. Κάθε μη διαστρεβλωμένη σχέση, ίσως ακόμη κι η συνδιαλλαγή που είναι κομμάτι της ίδιας της οργανικής ζωής, είναι ένας δωρισμός. Οποιος, μέσα απ’ τη λογική της συνέπειας, γίνεται ανίκανος γι αυτόν, κάνει τον εαυτό του πράγμα και παγώνει.
Theodor Adorno: Minima Moralia - στοχασμοί από τη φθαρμένη ζωή.
Μετ.: Βασίλης Τομανάς, ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΟΜΑΔΑ, ΘΕΣ/ΝΙΚΗ
Last edited by a moderator: