Καλησπέρα σε όλους
Εδώ, σ' αυτή την κατηγορία, διαβάζω συχνά και γράφω λίγο. Γράφω κυρίως όταν η συνείδησή μου και το εσωτερικό μου είναι μου λένε: "τώρα είναι ώρα να γράψεις".
Κι επειδή το ποίημα του Σουρή είναι όντως επίκαιρο και θα είναι επίκαιρο συνεχώς, ώσπου να ξεκουμπιστεί αυτό το αδηφάγο, απάνθρωπο και στρεβλό πολιτικό-οικονομικό-κοινωνικό σύστημα, που έχει όνομα και λέγεται "καπιταλισμός" και είναι μάλιστα στο τελευταίο του στάδιο, το κρατικο-μονοπωλιακό, θα παραθέσω κι εγώ ένα επίσης επίκαιρο ποίημα, που γράφτηκε πριν, όχι 100, αλλά περίπου 50 χρόνια (η ακριβής περίοδος δεν είναι γνωστή - πρωτοδημοσιεύτηκε το 1956, από τις εκδόσεις "Κέδρος", μαζί με άλλα ποιήματα σε μια ενιαία έκδοση με τίτλο "Ποιητικά"). ¨Ενα ποίημα, που οι περισσότεροι από μας έχουμε γνωρίσει στη μελλοποιημένη του μορφή με τον αξέχαστο Νίκο Ξυλούρη. Είναι "Η Μπαλάντα του κυρ-Μέντιου" του Κώστα Βάρναλη:
Δε λυγάνε τα ξεράδια
και πονάνε τα ρημάδια!
Kούτσα μια και κούτσα δυο,
της ζωής το ρημαδιό.
Mεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι·
ούλοι: δούλοι, αφεντικό
και μ' αφήναν νηστικό.
Tα παιδιά, τα καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στην παίδεια,
με κοτρώνια στα ψαχνά,
φούχτες μύγα στ' αχαμνά!
Aνωχώρι, Kατωχώρι,
ανηφόρι, κατηφόρι
και με κάμα και βροχή,
ώσπου μού βγαινε η ψυχή.
Eίκοσι χρονώ γομάρι
σήκωσα όλο το νταμάρι
κ' έχτισα, στην εμπασιά
του χωριού, την εκκλησιά.
Kαι ζεβγάρι με το βόδι
(άλλο μπόι κι άλλο πόδι)
όργωνα στα ρέματα
τ' αφεντός τα στρέμματα.
Kαι στον πόλεμ' "όλα για όλα"
κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί
για τ' αφέντη το φαΐ.
Kαι γι' αφτόνε τον ερίφη
εκουβάλησα τη νύφη
και την προίκα της βουνό,
την τιμή της ουρανό!
Aλλ' εμένα σε μια σφήνα
μ' έδεναν το Mάη το μήνα
στο χωράφι το γυμνό
να γκαρίζω, να θρηνώ.
Kι ο παπάς με την κοιλιά του
μ' έπαιρνε για τη δουλειά του
και μου μίλαε κουνιστός:
— Σε καβάλησε ο Xριστός!
Δούλεβε για να στουμπώσει
όλ' η Xώρα κ' οι Kαμπόσοι.
Mη ρωτάς το πώς και τί,
να ζητάς την αρετή!
— Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου!
— Nτράπου! Tις προγόνοι ντράπου!
— Aντραλίζομαι!... Πεινώ!...
— Σουτ! Θα φας στον ουρανό!
K' έλεα: όταν μιαν ημέρα
παρασφίξουνε τα γέρα,
θα ξεκουραστώ κ' εγώ,
του θεού τ' αβασταγό!
Όχι ξύλο! Φόρτωμα όχι!
Θα μου δώσουνε μια κόχη,
λίγο πιόμα και σανό,
σύνταξη τόσω χρονώ!
Kι όταν ένα καλό βράδι
θα τελειώσει μου το λάδι
κι αμολήσω την πνοή
(ένα πουφ! είν' η ζωή),
η ψυχή μου θενά δράμει
στη ζεστή αγκαλιά τ' Aβράμη,
τ' άσπρα, τ' αχερένια του
να φιλάει τα γένια του!...
Γέρασα κι ως δε φελούσα
κι αχαΐρευτος κυλούσα,
με πετάξανε μακριά
να με φάνε τα θεριά.
Kωλοσούρθηκα και βρίσκω
στη σπηλιά τον Άη Φραγκίσκο:
-"Xαίρε φως αληθινόν
και προστάτη των κτηνών!
Σώσε το γέρο κυρ Mέντη
απ' την αδικιά τ' αφέντη
συ που δίδαξες αρνί
τον κυρ λύκο να γενεί!
Tο σκληρόν αφέντη κάνε
από λύκο άνθρωπο κάνε!..."
Mα με την κουβέντ' αφτή
πόρτα μού κλεισε κι αφτί.
Tότενες το μάβρο φίδι
το διπλό του το γλωσσίδι
πίσου από την αστοιβιά
βγάζει και κουνάει με βια:
— "Φως ζητάνε τα χαϊβάνια
κ' οι ραγιάδες απ' τα ουράνια,
μα θεοί κι οξαποδώ
κει δεν είναι παρά δω.
Aν το δίκιο θες, καλέ μου,
με το δίκιο του πολέμου
θα το βρείς. Oπού ποθεί
λεφτεριά, παίρνει σπαθί.
Mη χτυπάς τον αδερφό σου -
τον αφέντη τον κουφό σου!
Kαι στον ίδρο το δικό
γίνε συ τ' αφεντικό.
Xάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο,
χάιντε Σύμβολον αιώνιο!
Aν ξυπνήσεις, μονομιάς
θά ρτει ανάποδα ο ντουνιάς.
Kοίτα! Oι άλλοι έχουν κινήσει
κ' έχ' η πλάση κοκκινήσει
κι άλλος ήλιος έχει βγει
σ' άλλη θάλασσ', άλλη γη".
Με μπλε σημειώνω τους στίχους, οι οποίοι πρέπει να μας προβληματίζουν. Με κόκκινο αυτούς, που πρέπει να μας διδάσκουν.
Βέβαια, ο Βάρναλης, ως κατ' εξοχήν λαϊκός ποιητής, δεν έχει γράψει μόνο τη "Μπαλάντα του κυρ-Μέντιου" ή ακόμα τους "Μοιραίους" και τη "Μπαλάντα του Αντρίκου" που όλοι ξέρουμε. Στη γραφή και στην ποίησή του - και γενικότερα στην ελληνική ποίηση και στα ελληνικά γράμματα - εξέχουσα θέση έχουν "Το Φως Που Καίει" (1921, δηλ. 90 χρόνια πριν), οι "Σκλάβοι Πολιορκημένοι" (1927), η "Αληθινή Απολογία του Σωκράτη" (πεζό - 1931), ο "Άτταλος ο Τρίτος" (θεατρικό - γραμμένο μεταξύ 1950-1954 και εκδοθέν το 1972) κ.α.
Ένα απόσπασμα από "Το Φως που Καίει" (1921)
(Α) Ο ΟΔΗΓΗΤΗΣ
Δεν είμ' εγώ σπορά της τύχης
ο πλαστουργός της νιας ζωής.
Εγώ 'μαι τέκνο της ανάγκης
κι ώριμο τέκνο της οργής.
Δεν κατεβαίνω από τα νέφη,
γιατί δε μ' έστειλε κανείς
Πατέρας, τάχα παρηγόρια
για σένα, σκλάβε, που πονείς.
............................
Μέσα στο νου και στην καρδιά μου
αιώνων φουντώσανε ντροπές
και την παλάμη μου αρματώνουν
με φλογισμένες αστραπές.
........................
Δε δίνω λέξεις παρηγόρια,
δίνω μαχαίρι σ' ολουνούς.
καθώς το μπήγω μές το χώμα
γίνεται φως, γίνεται νους.
.........................
'Οθε περνά, γκρεμίζει κάτου
σαν το βοριά, σαν το νοτιά
όλα τα φονικά ρηγάτα
θεμελιωμένα στην ψεφτιά.
Κ´ένα στυλώνει κι ανασταίνει,
το' να Βασίλειο Της Δουλειάς,
ΕΙΡΗΝΗ ! ΕΙΡΗΝΗ ! Το Βασίλειο
Της Πανανθρώπινης Φιλιάς.
(Β) ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΛΑΟΥ
Βουνά, πελάη αντίμαχα και ριζιμιά καστέλια
και των αιμάτων άβυσσοι, των πατρίδων θεμέλια,
η Νια ζωή τ' αφάνισε και στράτα γίνανε μαβιά,
που την περνά ακατάλυτη τώρα, που ξύπνησε η σκλαβιά.
Ο Γδικιωμός, που χύνεται μαζί φωτιά και μπόρα,
ο καταλύτης Καθαρμός, της Πλερωμής η ώρα
είμαστ' εμείς, που κόψαμε τα που μας δένανε σκοινιά
και την καρδιά ατσαλώσαμε με τη δικιά σου, Οχτρέ, απονιά.
................................................
Ω Πολιτείες, που καθεμιά κι ολάκερ' οικουμένη,
παλάτια και παράδεισοι, παντόγυρα κλεισμένοι,
η πλούσια Γης ολάκερη, τα κόπια μας κλεμμένα ως χτες,
όλα μας ξαναδίνονται με τις αγκάλες ανοιχτές.
...............................................
Στεριά, Θάλασσα κι άνθρωπος, στοιχεία αιώνια τρία,
αφεντικό δεν έχουνε κι αφεντικού ιστορία!
Ήρθε κι εμάς η αράδα μας για να χαρούμε τα πουλιά,
τη θάλασσα και τα βουνά, τον ήλιο και τη σιγαλιά...
.............................................
Και σας, Μορφές και χρώματα, παιχνίδια κι αγωνία,
του Σμιλαριού και του Φωτός διπλή κοσμογονία,
κατάματα σας χαίρεται, της Φαντασιάς ψηλή κορφή,
εκεί, που γήλιος, ουρανός κι άνθρωποι γίνονται αδερφοί.
Βέβαια, σε αντιδιαστολή με τους ποιητές της εποχής του, ο Βάρναλης δεν τήρησε τους κανονες του λυρισμού της εποχής. Μπήκε στα γεμάτα από την αρχή.
Ο Μενέλαος Λουντέμης γράφει:
"Η ποίηση του Βάρναλη, δε μύριζε ποτέ γάλα. Μύριζε από την αρχή μπαρούτι· κατέβηκε δηλαδή στο στίβο χωρίς πάρα πολλά γυμνάσματα και δοκιμές και περιπλανήσεις στους λειμώνες των ασφόδελων. Μ' άλλα λόγια, χωρίς αυτές τις πεισιθάνατες κραυγές που έβγαζαν όλοι οι λυρικοί του καιρού του. Όχι. Η Ποίηση του Βάρναλη ήταν από την αρχή αρσενική, λάσια, μια βολίδα πούπεσε μες στα στεκούμενα νερά του μελίπηχτου λυρισμού".
Γι αυτό και τα ποιήματα που παρέθεσα, μολονότι ξενίζουν κάπως, δεν σκώπτουν απλά, ούτε γελοιοποιούν μόνο. Μυρίζουν μπαρούτι από την πρώτη λέξη. Και για αυτό το λόγο, όχι μόνο σε ανατριχιάζουν, αλλά και σου δείχνουν τον άλλο δρόμο.
Του ξεσηκωμού.
Καλό βράδυ.
-