Η κλασική διάσταση 4:3 στις τηλεοράσεις που ίσχυε για δεκαετίες, καθιερώθηκε για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες προβολής ταινιών, όπου για πολλά χρόνια το στάνταρ ήταν 1,33:1.
Φυσικά εννοούμε το λόγο του μήκους της οθόνης προβολής (1,33μ) προς το ύψος της (1μ).
Στην πράξη όμως η διάσταση αυτή στο σινεμά χρησιμοποιήθηκε μέχρι το 1926 και περάσαμε στο νέο στάνταρ 1,37:1 που ήταν και το μοναδικό μέχρι το 1953. Η διαφορά δεν ήταν σημαντική για να δημιουργήσει πρόβλημα στην μεταφορά ταινιών στην TV.
Και ερχόμαστε στην μετά 1953 εποχή όπου κάνει την εμφάνισή του το cinemascope. Η βιομηχανία κινηματόγραφου εισήγαγε την ευρεία οθόνη και ο ανταγωνισμός δεν επέτρεψε την καθιέρωση ενός κοινά αποδεκτού στάνταρ. Έτσι έχουμε διαστάσεις από 1.85:1 (Vistavision, Panavision) μέχρι το Ultra Panavision 77mm 2.76:1, η μεγαλύτερη αναλογία που χρησιμοποιήθηκε ποτέ και με την οποία γυρίστηκε το ΜενΧουρ).
Πάντως από τις πλέον διαδεδομένες σήμερα διαστάσεις είναι το 2.35:1 (Cinemascope, Panavision, Todd AO κ.α.) καθώς και το 1.85:1 (Vistavision, Panavision).
Και τι έγινε στις τηλεοράσεις με το πρόβλημα των ταινιών ευρείας προβολής;
Για πολλά χρόνια το πρόβλημα αντιμετωπίστηκε – και αντιμετωπίζεται συχνά μέχρι και σήμερα – με το πριόνισμα της εικόνας δεξιά – αριστερά, ώστε να χωρέσει στην οθόνη 4:3, με ότι αυτό συνεπάγεται.
Στο εξωτερικό και με την διάδοση μεγάλων τηλεοράσεων των 29 ιντσών και άνω, οι τηλεοπτική σταθμοί άρχισαν να εκπέμπουν τις κινηματογραφικές προβολές με σύστημα Leterbox. Δηλαδή προβάλλεται η ταινία αυτούσια χωρίς πριόνισμα, αφήνοντας μαύρες μπάρες άνω και κάτω της εικόνας. Με τον τρόπο αυτό δεν χάνουμε τίποτα από το περιεχόμενο της εικόνας, με μειονέκτημα την χαμηλή ανάλυση. Για μικρές τηλεορασούλες όμως ο τρόπος αυτός είναι μειονεκτικός.
Και φθάσαμε στο περίφημο 16:9 (1,78:1)το οποίο πουθενά δεν χρησιμοποιείται στο κινηματογράφο παρά μόνο στην τηλεόραση. Πρόκειται για μια ενδιάμεση διάσταση που ή μας πριονίζει πάλι την εικόνα – λιγότερο όμως απ’ ότι στο 4:3, ή μας αφήνει πάλι μαύρες μπάρες άνω και κάτω, στενότερες όμως.
Γιατί άραγε η βιομηχανία τηλεοράσεων προχώρησε σε αυτόν τον συμβιβασμό και δεν πήγε κατευθείαν στην διάσταση τουλάχιστον 1,85:1;
Όποιος είναι της δουλειάς ξέρει την απάντηση. Η διάσταση αυτή καθιερώθηκε με γνώμονα τις τηλεοράσεις καθοδικού σωλήνα CRT. Οι δυνάμεις που απαιτούνται για να κινηθεί η ακτίνα ηλεκτρονίων από αριστερά στα δεξιά και μάλιστα σε οθόνη κοντού λαιμού είναι τεράστιες. Το ότι πετύχαμε διαστάσεις 32 και 36 ιντσών σε οθόνες 16:9 με κοντό λαιμό είναι ένα τεχνολογικό θαύμα.
Και ερχόμαστε στην σημερινή εποχή με τις φλατ οθόνες. Εδώ δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα στο να πάμε κατευθείαν από 1,78:1 (16:9) στο 1,85:1 ή ακόμα και στο 2,35:1. Οι λόγοι που παραμείναμε στο 16:9 έχουν να κάνουν με την ήπια προσαρμογή. Είμαι βέβαιος πως όταν οι οθόνες CRT θα αποτελούν μουσειακό είδος (κάτι σαν τις σημερινές ασπρόμαυρες TV) η βιομηχανία θα παρουσιάσει κάποιο νέο φορμάτ, πιθανών κάτι ενδιάμεσο στο 1,85:1 και 2.35:1 και θα προσπαθεί να πείσει τους κατόχους των κλασικών για σήμερα οθονών 16:9, να αναβαθμιστούν.
Φυσικά εννοούμε το λόγο του μήκους της οθόνης προβολής (1,33μ) προς το ύψος της (1μ).
Στην πράξη όμως η διάσταση αυτή στο σινεμά χρησιμοποιήθηκε μέχρι το 1926 και περάσαμε στο νέο στάνταρ 1,37:1 που ήταν και το μοναδικό μέχρι το 1953. Η διαφορά δεν ήταν σημαντική για να δημιουργήσει πρόβλημα στην μεταφορά ταινιών στην TV.
Και ερχόμαστε στην μετά 1953 εποχή όπου κάνει την εμφάνισή του το cinemascope. Η βιομηχανία κινηματόγραφου εισήγαγε την ευρεία οθόνη και ο ανταγωνισμός δεν επέτρεψε την καθιέρωση ενός κοινά αποδεκτού στάνταρ. Έτσι έχουμε διαστάσεις από 1.85:1 (Vistavision, Panavision) μέχρι το Ultra Panavision 77mm 2.76:1, η μεγαλύτερη αναλογία που χρησιμοποιήθηκε ποτέ και με την οποία γυρίστηκε το ΜενΧουρ).
Πάντως από τις πλέον διαδεδομένες σήμερα διαστάσεις είναι το 2.35:1 (Cinemascope, Panavision, Todd AO κ.α.) καθώς και το 1.85:1 (Vistavision, Panavision).
Και τι έγινε στις τηλεοράσεις με το πρόβλημα των ταινιών ευρείας προβολής;
Για πολλά χρόνια το πρόβλημα αντιμετωπίστηκε – και αντιμετωπίζεται συχνά μέχρι και σήμερα – με το πριόνισμα της εικόνας δεξιά – αριστερά, ώστε να χωρέσει στην οθόνη 4:3, με ότι αυτό συνεπάγεται.
Στο εξωτερικό και με την διάδοση μεγάλων τηλεοράσεων των 29 ιντσών και άνω, οι τηλεοπτική σταθμοί άρχισαν να εκπέμπουν τις κινηματογραφικές προβολές με σύστημα Leterbox. Δηλαδή προβάλλεται η ταινία αυτούσια χωρίς πριόνισμα, αφήνοντας μαύρες μπάρες άνω και κάτω της εικόνας. Με τον τρόπο αυτό δεν χάνουμε τίποτα από το περιεχόμενο της εικόνας, με μειονέκτημα την χαμηλή ανάλυση. Για μικρές τηλεορασούλες όμως ο τρόπος αυτός είναι μειονεκτικός.
Και φθάσαμε στο περίφημο 16:9 (1,78:1)το οποίο πουθενά δεν χρησιμοποιείται στο κινηματογράφο παρά μόνο στην τηλεόραση. Πρόκειται για μια ενδιάμεση διάσταση που ή μας πριονίζει πάλι την εικόνα – λιγότερο όμως απ’ ότι στο 4:3, ή μας αφήνει πάλι μαύρες μπάρες άνω και κάτω, στενότερες όμως.
Γιατί άραγε η βιομηχανία τηλεοράσεων προχώρησε σε αυτόν τον συμβιβασμό και δεν πήγε κατευθείαν στην διάσταση τουλάχιστον 1,85:1;
Όποιος είναι της δουλειάς ξέρει την απάντηση. Η διάσταση αυτή καθιερώθηκε με γνώμονα τις τηλεοράσεις καθοδικού σωλήνα CRT. Οι δυνάμεις που απαιτούνται για να κινηθεί η ακτίνα ηλεκτρονίων από αριστερά στα δεξιά και μάλιστα σε οθόνη κοντού λαιμού είναι τεράστιες. Το ότι πετύχαμε διαστάσεις 32 και 36 ιντσών σε οθόνες 16:9 με κοντό λαιμό είναι ένα τεχνολογικό θαύμα.
Και ερχόμαστε στην σημερινή εποχή με τις φλατ οθόνες. Εδώ δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα στο να πάμε κατευθείαν από 1,78:1 (16:9) στο 1,85:1 ή ακόμα και στο 2,35:1. Οι λόγοι που παραμείναμε στο 16:9 έχουν να κάνουν με την ήπια προσαρμογή. Είμαι βέβαιος πως όταν οι οθόνες CRT θα αποτελούν μουσειακό είδος (κάτι σαν τις σημερινές ασπρόμαυρες TV) η βιομηχανία θα παρουσιάσει κάποιο νέο φορμάτ, πιθανών κάτι ενδιάμεσο στο 1,85:1 και 2.35:1 και θα προσπαθεί να πείσει τους κατόχους των κλασικών για σήμερα οθονών 16:9, να αναβαθμιστούν.