Σπύρος Κωστόπουλος
Senior Member
Για να επανέλθουμε στην ουσία του αρχικού post, έστω κι αν οι λέξεις φαντάζουν βαριές, ναι, έχουν υπάρξει αρκετές συσκευές στην σχεδόν τριακονταετή εμπειρία μου με το χώρο που τους άρμοζε ο τίτλος «φύκι». Έστω και αν δεν πωλούνταν όσο οι μεταξωτές κορδέλες.
Πρόχειρα μού έρχονται στο νου οι αμερικάνικοι «υπερενισχυτές» των 200, 300 και βάλε (ονομαστικών, όμως) βατ, που μόλις έβλεπαν στις μπόρνες τους φορτία κομματάκι πιο ζόρικα από τα τυπικά αμερικάνικα μπασοκούτια (KLH, JBL και σία) των 98dB/m έπεφταν ανάσκελα…
Η το πανθομολογούμενα «κορυφαίο» πλατό της Linn, που ΠΟΤΕ δεν έχω ακούσει να παίζει, με ό,τι συνδυασμό κεφαλής/βραχίονα/τροφοδοτικού θέλετε (και έχω ακούσει δεκάδες συστήματα με δαύτο, τόσο εδώ, όσο και σε ΗΠΑ/Ευρώπη…).
Πώς στην ευχή εξακολουθούν οι «ευτυχείς κάτοχοι» του να ισχυρίζονται το αντίθετο, όταν ένα ρημάδι Dual 505 (της ίδιας αρχιτεκτονικής) ή ένα «σανιδωμένο» Rega του «παίρνουν τα πάσα» οπουδήποτε κληθούν να παίξουν, ποτέ δεν κατάλαβα.
Το ωραίο είναι ότι, μόλις πήρε χαμπάρι η Rega ότι το ταπεινό Planar 2/3 ήταν πραγματικό «giant killer» του αύξησε σταδιακά την τιμή για να δικαιολογήσει την είσοδό του στα «entry level recommended components» του Stereophile και, συνακόλουθα, στην συλλογική καταναλωτική συνείδηση αυτών που ψωνίζουν μόνο του «πουλιού το γάλα»…
Θέλετε κι άλλο παράδειγμα; Το «πεντάστερο παρά κάτι» Rehdeko 115, που υποτίθεται ότι επανέφερε το μέτρο και την αρμονία (sic) στα ηχεία υπερυψηλών επιδόσεων. Το τεστ του αγαπητού μου φίλου Πάρη Κωτσή στον «Ήχο» δεν διέφερε πουθενά από τα αντίστοιχα reviews καταξιωμένων αρθρογράφων του «Haute Fidelite», του «Audio Prestige», του «Diapason» κ.ο.κ.
Όταν, όμως, τα ακούσαμε σπίτι του, δεν μπορούσε να δικαιολογήσει την έλλειψη χαμηλού (χάρτινο 7ρι σε καμπίνα – πρες παπιέ, που έχασκε από όλες τις μεριές), την απουσία υψηλών (δύο οβάλ χάρτινα 4ρια κώνου!…) καθώς και την ασυνέχεια στο συχνοτικό φάσμα (προφανώς λόγω έλλειψης cross – τα πυκνωτάκια στα tweeter τι να πρωτοκάνουνε; ) και το ρίξαμε στο «mismatch» με τον Unico (που δεν ήταν, ως ώφειλε, SE αλλά PP).
Τι να υποθέσω; Ότι ο Κωτσής δεν ήξερε τι άκουγε όταν έκανε το τεστ; Να πω ότι έφταιγε ο χώρος; Να πω ότι φταίγανε τα υπόλοιπα συνοδά; Μήπως τα «μη-audiophile», απλά CD του εμπορίου που ακούγαμε; Ή να πω – Θεός φυλάξοι- ότι «τα έπαιρνε» και έγραφε παραμύθια; Καλά ο Πάρης, και οι άλλοι «επώνυμοι» reviewers της Εσπερίας τα παίρνανε κι αυτοί;
Και οι «ευτυχείς κάτοχοι»; Γιατί υπήρξαν τέτοιοι και μάλιστα κάμποσοι, μιας και η Rehdeko δεν προλάβαινε να παραδίνει –χειροποίητα, γαρ- ηχεία στους ενδιαφερόμενους. Δεν πήραν χαμπάρι ότι το μαραφέτι που χρυσοπλήρωσαν έπαιζε χειρότερα από τα πλαστικά ηχειάκια των mini/midi της εποχής;
Πράγμα που με φέρνει σε μια άλλη παρατήρηση: το ρόλο που επιτελούν τα τεστ συσκευών στα ειδικά περιοδικά. Παρακολουθώ τον ειδικό Τύπο (τον «Ήχο» στην ουσία, δηλαδή) από το 1974 και, αν εξαιρέσουμε την πρώτη περίοδο (Σπίνουλας / Γαλδαδάς / Καμπουράκης) που όλο το σπορ ήταν καινούργιο για τη χώρα μας και τα τεστ, εκτός των άλλων, επείχαν θέση επιμορφωτικού άρθρου, η μόνη περίοδος κατά την οποία γινόταν αληθινή δουλειά, τεστ με τα όλα του, βρε αδερφέ, ήταν στα τέλη της δεκαετίας του '80-αρχές δεκαετίας του '90, με Δ. Σταματάκο υπεύθυνο εργαστηρίου, Γ. Βαλάκα (ναι, τον συμφορουμίτη μας) υπεύθυνο δοκιμών και Β. Μαρκουλή υπεύθυνο τεχνικών άρθρων.
Όσοι νεότεροι δεν είχατε την τύχη να δείτε από πρώτο χέρι πώς γινόταν μια πραγματική δοκιμή, ασχέτως μάρκας ή «ονόματος» αντιπροσώπου, θα χαρώ να σας στείλω ένα σκαναρισμένο αντίτυπο κάποιων τεστ από τεύχη του 1989-90-91.
Τότε που η δοκιμή δεν περιοριζόταν στην περιγραφή της εμφάνισης και στις «ακουστικές εντυπώσεις» αλλά έμπαινε σε βάθος σε σημαντικά θέματα, όπως ανάλυση κυκλωματικής σχεδίασης, τι και πως επιδρά στον ήχο του συγκεκριμένου δοκιμίου, τι θα μπορούσε να αλλάξει για ακόμα καλύτερες επιδόσεις κ.ο.κ.
Όλα, βέβαια, τεκμηριωμένα από τα αντίστοιχα διαγράμματα μετρήσεων.
Τότε, ναι. Μπορούσες πραγματικά να «ακουμπήσεις» στα άρθρα των τεχνικών δημοσιογράφων και να αντιτάξεις τη διαφωνία σου, εφόσον μπορούσες να την τεκμηριώσεις. Μπορούσες να εμπιστευθείς τις υποκειμενικές τους κρίσεις στην αξιολόγηση συσκευών, χωρίς να τρέχεις από μαγαζί σε μαγαζί για να διαπιστώσεις με τα δικά σου αυτιά αν λένε αλήθεια.
Σήμερα, τι να πεις; Αρκείσαι, λοιπόν, στα αστεράκια, έχεις κι ένα ανάτυπο των ξένων περιοδικών που λένε τα ίδια και καθάρισες. Πού να ψάχνεις φύκια και κορδέλες;
Πρόχειρα μού έρχονται στο νου οι αμερικάνικοι «υπερενισχυτές» των 200, 300 και βάλε (ονομαστικών, όμως) βατ, που μόλις έβλεπαν στις μπόρνες τους φορτία κομματάκι πιο ζόρικα από τα τυπικά αμερικάνικα μπασοκούτια (KLH, JBL και σία) των 98dB/m έπεφταν ανάσκελα…
Η το πανθομολογούμενα «κορυφαίο» πλατό της Linn, που ΠΟΤΕ δεν έχω ακούσει να παίζει, με ό,τι συνδυασμό κεφαλής/βραχίονα/τροφοδοτικού θέλετε (και έχω ακούσει δεκάδες συστήματα με δαύτο, τόσο εδώ, όσο και σε ΗΠΑ/Ευρώπη…).
Πώς στην ευχή εξακολουθούν οι «ευτυχείς κάτοχοι» του να ισχυρίζονται το αντίθετο, όταν ένα ρημάδι Dual 505 (της ίδιας αρχιτεκτονικής) ή ένα «σανιδωμένο» Rega του «παίρνουν τα πάσα» οπουδήποτε κληθούν να παίξουν, ποτέ δεν κατάλαβα.
Το ωραίο είναι ότι, μόλις πήρε χαμπάρι η Rega ότι το ταπεινό Planar 2/3 ήταν πραγματικό «giant killer» του αύξησε σταδιακά την τιμή για να δικαιολογήσει την είσοδό του στα «entry level recommended components» του Stereophile και, συνακόλουθα, στην συλλογική καταναλωτική συνείδηση αυτών που ψωνίζουν μόνο του «πουλιού το γάλα»…
Θέλετε κι άλλο παράδειγμα; Το «πεντάστερο παρά κάτι» Rehdeko 115, που υποτίθεται ότι επανέφερε το μέτρο και την αρμονία (sic) στα ηχεία υπερυψηλών επιδόσεων. Το τεστ του αγαπητού μου φίλου Πάρη Κωτσή στον «Ήχο» δεν διέφερε πουθενά από τα αντίστοιχα reviews καταξιωμένων αρθρογράφων του «Haute Fidelite», του «Audio Prestige», του «Diapason» κ.ο.κ.
Όταν, όμως, τα ακούσαμε σπίτι του, δεν μπορούσε να δικαιολογήσει την έλλειψη χαμηλού (χάρτινο 7ρι σε καμπίνα – πρες παπιέ, που έχασκε από όλες τις μεριές), την απουσία υψηλών (δύο οβάλ χάρτινα 4ρια κώνου!…) καθώς και την ασυνέχεια στο συχνοτικό φάσμα (προφανώς λόγω έλλειψης cross – τα πυκνωτάκια στα tweeter τι να πρωτοκάνουνε; ) και το ρίξαμε στο «mismatch» με τον Unico (που δεν ήταν, ως ώφειλε, SE αλλά PP).

Τι να υποθέσω; Ότι ο Κωτσής δεν ήξερε τι άκουγε όταν έκανε το τεστ; Να πω ότι έφταιγε ο χώρος; Να πω ότι φταίγανε τα υπόλοιπα συνοδά; Μήπως τα «μη-audiophile», απλά CD του εμπορίου που ακούγαμε; Ή να πω – Θεός φυλάξοι- ότι «τα έπαιρνε» και έγραφε παραμύθια; Καλά ο Πάρης, και οι άλλοι «επώνυμοι» reviewers της Εσπερίας τα παίρνανε κι αυτοί;
Και οι «ευτυχείς κάτοχοι»; Γιατί υπήρξαν τέτοιοι και μάλιστα κάμποσοι, μιας και η Rehdeko δεν προλάβαινε να παραδίνει –χειροποίητα, γαρ- ηχεία στους ενδιαφερόμενους. Δεν πήραν χαμπάρι ότι το μαραφέτι που χρυσοπλήρωσαν έπαιζε χειρότερα από τα πλαστικά ηχειάκια των mini/midi της εποχής;
Πράγμα που με φέρνει σε μια άλλη παρατήρηση: το ρόλο που επιτελούν τα τεστ συσκευών στα ειδικά περιοδικά. Παρακολουθώ τον ειδικό Τύπο (τον «Ήχο» στην ουσία, δηλαδή) από το 1974 και, αν εξαιρέσουμε την πρώτη περίοδο (Σπίνουλας / Γαλδαδάς / Καμπουράκης) που όλο το σπορ ήταν καινούργιο για τη χώρα μας και τα τεστ, εκτός των άλλων, επείχαν θέση επιμορφωτικού άρθρου, η μόνη περίοδος κατά την οποία γινόταν αληθινή δουλειά, τεστ με τα όλα του, βρε αδερφέ, ήταν στα τέλη της δεκαετίας του '80-αρχές δεκαετίας του '90, με Δ. Σταματάκο υπεύθυνο εργαστηρίου, Γ. Βαλάκα (ναι, τον συμφορουμίτη μας) υπεύθυνο δοκιμών και Β. Μαρκουλή υπεύθυνο τεχνικών άρθρων.
Όσοι νεότεροι δεν είχατε την τύχη να δείτε από πρώτο χέρι πώς γινόταν μια πραγματική δοκιμή, ασχέτως μάρκας ή «ονόματος» αντιπροσώπου, θα χαρώ να σας στείλω ένα σκαναρισμένο αντίτυπο κάποιων τεστ από τεύχη του 1989-90-91.
Τότε που η δοκιμή δεν περιοριζόταν στην περιγραφή της εμφάνισης και στις «ακουστικές εντυπώσεις» αλλά έμπαινε σε βάθος σε σημαντικά θέματα, όπως ανάλυση κυκλωματικής σχεδίασης, τι και πως επιδρά στον ήχο του συγκεκριμένου δοκιμίου, τι θα μπορούσε να αλλάξει για ακόμα καλύτερες επιδόσεις κ.ο.κ.
Όλα, βέβαια, τεκμηριωμένα από τα αντίστοιχα διαγράμματα μετρήσεων.
Τότε, ναι. Μπορούσες πραγματικά να «ακουμπήσεις» στα άρθρα των τεχνικών δημοσιογράφων και να αντιτάξεις τη διαφωνία σου, εφόσον μπορούσες να την τεκμηριώσεις. Μπορούσες να εμπιστευθείς τις υποκειμενικές τους κρίσεις στην αξιολόγηση συσκευών, χωρίς να τρέχεις από μαγαζί σε μαγαζί για να διαπιστώσεις με τα δικά σου αυτιά αν λένε αλήθεια.
Σήμερα, τι να πεις; Αρκείσαι, λοιπόν, στα αστεράκια, έχεις κι ένα ανάτυπο των ξένων περιοδικών που λένε τα ίδια και καθάρισες. Πού να ψάχνεις φύκια και κορδέλες;
Last edited: