Είναι τουλάχιστον ενδιαφέρον θέμα. Όμως χρειάζονται πρόσθετες πληροφορίες.
Πρώτον αν είναι ένα πείραμα ή ένα σύνολο μετρήσεων. Ποιοι το έκαναν, με τι υλικό και μεθοδολογία, ποια ήσαν τα αποτελέσματα, αν δημοσιεύτηκε και που (πράγματα γνωστά σε όσους κατά καιρούς έχουν κάνει κάποια δημοσίευση σε ελληνικά η ξένα επιστημονικά έντυπα). Αν είναι απλά μια συζήτηση δεν έχει νόημα ούτε που έγινε ούτε από ποιους.
Με τη δική μου εμπειρία μπορώ να καταθέσω τα ακόλουθα.
Όταν μιλάμε για κατευθυντικότητα μίας σύνδεσης αναφερόμαστε στην ασύμμετρη διακύμανση που εμφανίζουν οι ηλεκτρικές ιδιότητες κατά μήκος των αγωγών, συμπεριλαμβανομένων των απολήξεων (τερματισμοί, βύσματα) στις συνδέσεις.
Αυτές οι μεταβολές επιφέρουν κυρίως γραμμικού τύπου παραμορφώσεις και μπορεί να είναι :
α) αποτέλεσμα κατασκευαστικών ανοχών των αγωγών και των σημείων σύνδεσης. Εμφανίζονται κυρίως σε υψηλές συχνότητες ή σε διαφορικές συνδέσεις. Πχ ένα καλώδιο RG58 με ένα αντίστοιχο βύσμα BNC στη μια πλευρά και ένα SMA στην άλλη, θα έχει μικρές αλλά μετρήσιμες διαφορές σε συχνότητες πάνω από μερικές 10δες MHz, μόνο και μόνο από τις κατασκευαστικές ανοχές και τη φιλοσοφία των δύο συνδέσεων, παρά το ότι είναι αμφότερες 50 ohm. Αν το καλώδιο και τα βύσματα ήσαν απόλυτα συμμετρικά τότε δεν θα υπήρχε κατευθυντικότητα. Στη πράξη αυτό δεν συμβαίνει ακόμα και σε καλώδια με ίδια βύσματα, όμως υπάρχουν διατάξεις αναφοράς που δίνουν μια προσέγγιση με διακυμάνσεις κάτω από 1 – 2%.
β) αποτέλεσμα συνειδητής επιλογής του κατασκευαστή. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελούν τα probes των παλμογράφων όπου υπάρχει εκτεταμένο δίκτυο αντισταθμίσεων, διαφορετικό στο κάθε άκρο του καλωδίου και με απόλυτη γνώση των βαθμίδων front end που θα συνδεθούν.
Στο κόσμο του audio το συναντάμε μερικές φορές διάφορα κουτάκια σε αναλογικά ή ψηφιακά interconnect καθώς επίσης και σε καλώδια ηχείων. Η παρουσία τους δηλώνει αυτόματα πως έχουμε να κάνουμε με ένα κατευθυντικό σύστημα σύνδεσης. Στις περισσότερες περιπτώσεις δεν είναι γνωστή η τοπολογία τους. Σε κάθε περίπτωση αν επιφέρουν ευνοϊκό ηχητικό αποτέλεσμα, αυτό θα είναι περιορισμένο σε κάποιο συγκεκριμένο συνδυασμό μηχανημάτων στα πλαίσια του τυχαίου και όχι κάτι με γενικότερη εφαρμογή. Αν πρόκειται για γενικές αντισταθμίσεις τότε μιλάμε για διόρθωση λάθους με ένα άλλο λάθος. Αντισταθμίσεις με γενική χρήση δεν υπάρχουν.
Στην ανωτέρω δημοσίευση θα έχει ενδιαφέρον αν ανιχνεύθηκαν κατευθυντικές ιδιότητες σε χαμηλές συχνότητες (π.χ έως 1 MHz), σε τι στάθμες και κυρίως με τι τοπολογία συνδέσεων. Όσο αφορά την αντιληπτικότητα των κατευθυντικών ιδιοτήτων των καλωδίων, νομίζω πως θα απαιτούσε πολύ μεγάλο κόπο ώστε να γίνει με τη μέθοδο που θα εξασφάλιζε ασφαλή στατιστικά στοιχεία.
Τέλος δύο εντελώς διαφορετικά σημεία αποτελούν:
α) οι διατάξεις των καλωδίων και η γενικότερη σχεδίαση της πλακέτας. Νομίζω πως οι γενικοί κανόνες τη καλής ηλεκτροτεχνίας με τη σχετική εμπειρία, στις περισσότερες περιπτώσεις δίνουν καλά αποτελέσματα (π.χ δυναμική περιοχή έως 90 db είναι σχετικά εύκολο θα επιτευχθεί αν υπάρξει προσοχή στη καλωδίωση ενός προενισχυτή ή ενός DAC). Για μικρότερες τιμές απαιτείται μεγαλύτερη προσπάθεια, προσοχή, έξοδα και κατασκευαστική δεινότητα.
β) οι αναφερόμενες πολικότητες που δημιουργούνται στους αγωγούς( π.χ από την ανάπτυξη οξειδώσεων) ή άλλων φαινομένων που σχετίζονται με το υλικό (καθαρότητα) και τη μοριακή δομή των αγωγών (κρυσταλλική διάταξη). Οι ισχυρισμοί αυτοί εμφανίζονται κατά καιρούς στους κύκλους του audio. Αν υπάρχουν σημαντικές επιδράσεις από τέτοια φαινόμενα στις ακουστικές συχνότητες, θα αφορούν κυρίως μη γραμμικές παραμορφώσεις, ενώ η μετρήσεις τους θα είναι δύσκολο να ποσοτικοποιηθούν, (αν φυσικά μπορούν να απομονωθούν), πόσο μάλλον να αναπαραχθούν με τρόπο που θα επιτρέψει την ασφαλή διενέργεια δοκιμών με στατιστική επάρκεια. Μιλάμε για δύσκολες και πολύπλοκες μελέτες που ξεφεύγουν από τις δοκιμές του τύπου <<ακούσαμε δέκα καλώδια και βγάλαμε συμπέρασμα>>.
Εν αναμονή της δημοσίευσης λοιπόν.