Το τι φιλμ και με ποιον τρόπο φτάνει στους κινηματογράφους μας, είναι μεγάλη ιστορία...
Ας ξεκινήσουμε προσπαθώντας να βρούμε μία αντιστοιχία της ανάλυσης του φιλμ με τα διαδεδομένα ψηφιακά μέσα, έτσι ώστε να έχουμε μία κατανοητή αναφορά. Η αλήθεια είναι πως δεν υπάρχει κάποια άμεση αντιστοιχία, καθώς η "αναλυτικότητα" του φιλμ εξαρτάται από τον τύπο του και την ευαισθησία του. Πάραυτα, η MPAA (Motion Picture Association of America) έχει αποφανθεί πως ο συνήθης τύπος αρνητικού 35mm που χρησιμοποιείται στο Hollywood για εξωτερικό γύρισμα σε ήλιο, έχει ευκρίνεια που αντιστοιχεί σε ψηφιακό φορμά 7,5 Megapixel. Δυστυχώς, αυτή η "ανάλυση", δεν φτάνει σχεδόν ποτέ στο κοινό, και αυτό έχει να κάνει με τις μεθόδους αντιγραφής του φιλμ, όπως και με τη φθορά στην οποία υπόκειται κάθε φορά που περνάει από τη μηχανή προβολής.
Στις μέρες μας υπάρχουν δύο τρόποι αντιγραφής του φιλμ, ο αναλογικός και ο ψηφιακός. Στον πρώτο, χρησιμοποιείται μία συσκευή που ονομάζεται optical film printer, με την οποία το είδωλο στο γραμμένο φιλμ διεγείρει άμεσα το άγραφο φιλμ και αποτυπώνεται πάνω του (έπειτα ακολουθεί η εμφάνιση). Έχει υπολογιστεί από την ΜΡΑΑ πάλι, πως αυτή η μέθοδος ρίχνει την ευκρίνεια στο 1/3. Στον ψηφιακό τρόπο, το προς αντιγραφή φιλμ σκανάρεται σε ανάλυση 2Κ, 4Κ ή 8Κ (ανάλογα με τις απαιτήσεις και τον τύπο του φιλμ) και η κόπια τυπώνεται με έναν laser film printer. Με αυτή την μέθοδο για φιλμ 35mm και σκανάρισμα 4Κ, έχει βρεθεί πως η πτώση της ποιότητας και ευκρίνειας είναι μικρότερη από 5%. Το μειονέκτημα της ψηφιακής μεθόδου, είναι πως είναι ακριβότερη και χρονοβόρα.
Μία ταινία που έχει γυριστεί με φιλμ, έχει δύο δρόμους επεξεργασίας: ο ένας είναι να γίνει το τελικό μοντάζ πάνω στο πρωτότυπο αρνητικό κι έπειτα από αυτό να προκύψει μία πρώτη κόπια σε θετικό φιλμ. Αυτή η κόπια, ονομάζεται κόπια-0. Ο δεύτερος δρόμος, είναι να σκαναριστεί το πρωτότυπο αρνητικό σε ανάλυση τουλάχιστον 2Κ (μεταφορά σε digital intermediate), να πραγματοποιηθεί το τελικό μοντάζ και η επεξεργασία ψηφιακά και στο τέλος, από το ψηφιακό αρχείο, να τυπωθεί μία πρώτη κόπια σε θετικό φιλμ ως μήτρα για τις αίθουσες που δεν έχουν δυνατότητα ψηφιακής προβολής. Αυτή η κόπια ονομάζεται επίσης κόπια-0.
Όλες οι κόπιες που καταλήγουν στους κινηματογράφους, προέρχονται από την κόπια-0.
Συγκεκριμένα, από την κόπια-0 και με τον ψηφιακό τρόπο που αναφέρθηκε παραπάνω, κατασκευάζονται μερικές δεκάδες κόπιες, οι κόπιες-1 οι οποίες στέλνονται στους κεντρικούς διανομείς ανά τον κόσμο. Αυτές χρησιμοποιούνται ως μήτρες για ό,τι ζητηθεί από τους κατά τόπους διανομείς. Έτσι, η Ελλάδα, ζητεί μία "αναλογική" ή "ψηφιακή" κόπια της κόπιας-1, πάνω στην οποία με laser καίγονται οι υπότιτλοι. Έπειτα, από αυτήν, θα προκύψουν με αναλογικό τρόπο στην συντριπτική πλειοψηφία των ταινιών (είναι μικρή η αγορά για "ψηφιακές" πολυτέλειες) οι κόπιες που θα προβληθούν στις αίθουσες.
Αυτή είναι η αλυσίδα που ακολουθείται για να φτάσει μία ταινία από τις εγκαταστάσεις post production της εταιρείας παραγωγής να προβάλλεται στον κινηματογράφο της γειτονιάς μας, οπότε ελπίζω πλέον να είναι κατανοητές και οι όποιες πτώσεις της ποιότητας και το πως μπορεί η τελική κόπια που θα φτάσει στην ελληνική αίθουσα να έχει καταλήξει με ευκρίνεια που αντιστοιχεί σε 0,7-0,8 Megapixel (τα παραπάνω ισχύουν για ταινίες ταυτόχρονης προβολής, όταν προβάλλονται με καθυστέρηση, οι διανομείς μας πολλές φορές αγοράζουν μεταχειρισμένες κόπιες από την Αγγλία ή τις ΗΠΑ και καίνε τους υπότιτλους ξεχωριστά στην κάθε μια, πιο φτηνά τους έρχεται).
Όσον αφορά την φθορά του φιλμ από την μηχανή προβολής, μπορείτε να κάνετε το ακόλουθο πείραμα για να την διαπιστώσετε ιδίοις όμμασι: πολύ απλά, δείτε μία ταινία ταυτόχρονης προβολής στην πρεμιέρα, σε αίθουσα που την παίζει καθημερινά μόνη της (όχι σε multiplex) και ξαναπάτε μετά από 10 ημέρες να την ξαναδείτε στην ίδια αίθουσα. Θα εκπλαγείτε δυσάρεστα...
