- 17 June 2006
- 14,350

Steven Spielberg: '1941' (Columbia Pictures - 1979)
Δεκέμβριος του 1941, λίγες μέρες μετά την Γιαπωνέζικη επίθεση στο Πέρλ Χάρμπορ. Ένα υποβρύχιο του Ιαπωνικού αυτοκρατορικού στόλου ξεστρατίζει κατά λάθος από την πορεία του και βρίσκεται έξω από τα παράλια του Λος Αντζελες. Η υστερία χτυπάει την πόρτα ενός έθνους ανυποψίαστου και χαζοχαρούμενου που μέχρι τότε κοιμάται τον ύπνο του δικαίου.
Με βάση αυτό το σενάριο ο Στήβεν Σπίλμπεργκ στήνει μία επική κωμωδία καταστροφής, ένα άνευ προηγουμένου μπάχαλο, slapstick και μπουρλέσκ στο πνεύμα των μεγάλων του είδους από τη δεκαετία του ’60, του Stanley Kramer (‘It’s A Mad, Mad, Mad World’-1963) και του Blake Edwards (‘The Great Race’-1965).
Το ‘1941’ σηματοδοτεί το τέλος μίας ολόκληρης εποχής. Προφανώς θέλησε να είναι η τελευταία λέξη πάνω στο είδος, πράγμα που κατάφερε. Το φιλμ ήταν μία υπερπαραγωγή με μεγάλες προσδοκίες και ασύλληπτο για την εποχή της κόστος παραγωγής. Ο σκηνοθέτης της ήταν το κατ’ εξοχήν Golden Boy του Αμερικάνικου Σινεμά. Ερχόταν από 2 ανεπανάληπτες επιτυχίες, ‘Τα Σαγόνια του Καρχαρία’ και τις ‘Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου’. Τα στούντιο του έδωσαν πρόσβαση άνευ όρων σε ένα τεράστιο budget και στην τελευταία λέξη από άποψη τεχνικών μέσων. Τα special effects και η φωτογραφία του είναι state of the art. Τη μουσική υπόκρουση ανέλαβε ο John Williams. Το σενάριο ο Robert Zemeckis με τον Bob Gale. Εμβληματικές μούρες του Σινεμά κάνουν σύντομες εμφανίσεις σε μικρούς ρόλους (Slim Pickens, Warren Oates, Toshiro Mifune, Christofer Lee, Robert Stack κ.α.), βασικοί πρωταγωνιστές είναι μεταξύ άλλων η Nancy Allen και οι Dan Aykroyd-John Belushi που εκείνη την εποχή σάρωναν στην Αμερικάνικη TV με το σόου ‘Saturday Night Live’.
Η εισπρακτική επιτυχία της ταινίας ήταν μικρότερη του αναμενόμενου και σε καμία περίπτωση δεν πλησίασε τις άλλες ταινίες του Σπίλμπεργκ. Το κοινό βρήκε την ταινία παραφορτωμένη και σχεδόν επιθετική και την ξέχασε σύντομα. Ο Στάνλεϋ Κιούμπρικ σύστησε στον δημιουργό της να την προωθήσει σαν δράμα, ο Σπίλμπεργκ ωστόσο την διεκπεραίωσε σαν κωμωδία. Η ταινία είναι άκρως χαοτική. Θυμίζει τρελό φορτηγό ή τραίνο έτοιμο ανα πάσα στιγμή να εκτροχιασθεί καθώς τρέχει σαν δαιμονισμένο και δεν δίνει δεκάρα τσακιστή για τη σήμανση, τις διασταυρώσεις και τα κόκκινα φανάρια που τα παραβιάζει το ένα μετά το άλλο: τέσσερις (!) παράλληλες ιστορίες εξελίσσονται στο σενάριο, άπειρες ατάκες, σεξουαλικά υπονοούμενα (το κορίτσι, στην αρχή, γαντζωμένο πάνω στο μεταλλικό περισκόπιο που αναδύεται απ’ το πουθενά θεωρείται All Time Classic), κάθε λογής νύξεις και gags σωριάζονται το ένα πάνω στο άλλο.
Αν το κοινό της γύρισε την πλάτη, αυτή η υπερβολική extravaganza είναι ωστόσο ένα Συμπόσιο για τα μάτια και τις αισθήσεις του Σινεφίλ θεατή. Για όλους του λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω καθώς και για το ότι σαρκώνει μία συγκεκριμένη Χολιγουντιανή οπτική, ένα πνεύμα βροντερό, καυχησιάρικο, μία υπερβολή εν πολλοίς νεοπλουτίστικη, βάρβαρη και απολίτιστη που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στο ευφυές και στο τραχύ, στην οξύνοια και στην καφρίλα - μια ολομέτωπη επίθεση προς κάθε τι ‘καθώς πρέπει’ που βάζει φωτιά στα τόπια και χορεύει σαν να μην υπάρχει Αύριο.
Ένα έπος σε τελική ανάλυση.
Μία ταινία που συνοψίζει με τρόπο μοναδικό και τελεσίδικο όλες τις αρετές και μαζί όλα τα σακατηλίκια του Αμερικάνικου Σινεμά.
They don’t make them like this anymore.