Ποίηση....γιατί όχι;

Η δίψα στο Μυστρά
Γιάννης Ρίτσος











Ήλιος κονταρομάχος, παντοκράτορας της ερημιάς.

Διψούσαμε ανάμεσα στις πέτρες και στα χρόνια,
διψούσαμε όσα διψάσαμε πριν απ' τη γνώση της δίψας
σε πέτρινα μονοπάτια μιαν έξοδο στον ουρανό
σε πέτρινα χείλη δυο φούχτες νερό
νερό.

Αγριοσυκιές δυναστεύοντας τ' αρχαία ερείπια,
τρούλλοι σιωπής με κόκκινα κεραμίδια,
αγκάθια ανάμεσα στα σφιγμένα δόντια της πέτρας.
Ο μαρμάρινος δικέφαλος στο νάρθηκα
φθαρμένος απ' τα πέλματα χρόνων και χρόνων,
μόλις ανοίγοντας τα μάτια του στο τελευταίο βυζαντινό μισόφωτο.

Διψούσαμε. Κ' οι παραπόταμοι τον Ευρώτα άσπρα γυμνά χαλίκια
άσπρα γυμνά κόκκαλα, κ' οι πικροδάφνες σκονισμένες
κοιτάζοντας τον παντοκράτορα ήλιο, τον τύραννο, τον αδυσώπητο.

ΤΟ ΡΑΣΟ του Παχώμιου ξεθώριασε μες στο λιοπύρι,
το μαύρο γύρισε στο κόκκινο,
το κόκκινο στο κίτρινο,
κ' ύστερα πράσινο
κι αργότερα σταχτί - καθόλού χρώμα.
Το ράσο του Παχώμιου το κόψαμε λουρίδες,
βάλαμε πένθος στο μανίκι μας,
μπαλώσαμε τις σκηνές του Άη-Στράτη -
η καλόγρια τόκανε σφουγγαρόπανο,
πλένει το προαύλιο της Παντάνασσας
μιλώντας με την αυτοκράτειρα Θεοδώρα
πού σαπουνίζει στη σκάφη το πουκάμισό της,
μ' αυτό το ίδιο πράσινο σαπούνι που πλένουμε τα χέρια μας
μιλώντας για τ' αρχαία κλέη και τις δυσκολίες του νοικοκυριού
για την ακρίβεια τον ψωμιού και της πατάτας
για την ακρίβεια γενικά της ζωής
και πιο πολύ για την ακρίβεια κάποιων ασήμαντων πραγμάτων.
Διψούσαμε πάντα στην Παντάνασσα, δουλεύοντας μες στο λιοπύρι
σκαλίζοντας τους Νόμους, Πλήθων Γεμιστέ, πάνου στην πέτρα
κι ο Μανουήλ Χρυσολωράς μόνος στα ξένα με τα ερωτήματά του, και το δικό σου λείψανο στα ξένα, ένδοξο λάφυρο στα χέρια του
Σιγισμούνδου Μαλατέστα
κ' εδώ η καρδιά σου η διψασμένη να χτυπάει κάτου απ' την πέτρα.

ΠΑΝΩ στο βράχο τα φαρδιά χνάρια απ' τα πέλματα των στρατιωτών.
Με τέτοιον ήλιο πώς τους οδήγησαν στο θάνατο;
Πώς δέχτηκαν το θάνατο με τόσον ήλιο;
Πώς έγινε να σκεπάσουν με στάχτη τα μαλλιά τους;

Τώρα κρατούσαμε το σκοινί της καμπάνας στο χέρι μας,
ακούγαμε να τρέμει το σκοινί στην παλάμη μας,
χωρίς να χτυπάμε την καμπάνα,
χωρίς να λευτερώνουμε την κραυγή,
μην αντηχήσει η φρυγμένη κοιλάδα του Ευρώτα,
μη και ξυπνήσουν οι νεκροί φρουροί στα καραούλια,
μη κι ανεβούν οι σκλάβοι βροντώντας τις αλυσσίδες τους
στις τρομερές πέτρες του καλοκαιριού.

ΠΡΟΣΩΠΑ αγίων μπαλωμένα με τσιμέντο,
στο κάτω μέρος της τοιχογραφίας τα παιχνίδια των παιδιών και
των πουλιών,
τα σταμνιά κι ο θόρυβος της κρήνης -
γραφικές λεπτομέρειες γδαρμένες απ' τα νύχια του χρόνου,
επιμένοντας δίχως να καταφέρνουν να ευθυμήσει
αυτός ο Ωραίος Νέος με το άσπρο γαϊδουράκι,
τόσο συλλογισμένος απ' την ευθύνη του και την απόφασή του,
τόσο απελπισμένος μες στο φως του,
διψώντας πλάι στις κρήνες και στις γεμάτες στάμνες και στα
γεμάτα μάτια των μαθητών Του.

Δούλευαν μες στο μεσημέρι του Μυστρά - δε σήκωναν το μέτωπο,
δούλευαν για το Ανώλεθρο, Πλήθων, μη φτάνοντας,
έτρεχε ο ιδρώτας μη μιλώντας καθόλου για τη δίψα τους
μήπως και σωριαστούνε γλείφοντας την πέτρα.

Είταν ωραίο το πράσινο της τοιχογραφίας
και το κεραμιδί συμπληρώνοντας το πράσινο,
συμπληρώνοντας - Με τι θα συμπληρώσουμε
τούτο το κόκκινο που δεν επιδέχεται παρά μόνο το κόκκινο;

Κι αυτός ο ορμητικός άγγελος,
σταματημένος στη στάση της ορμής,
τι έρχεται ν' αναγγείλει,
ποιο πένθος του κρίνου,
ποιο θάνατο με τον κρίνο,
ποια νίκη, ποια ευτυχία του κρίνου;

Διψούσαμε κάτω απ' την Κοίμηση της Θεοτόκου
σταματημένοι στη στάση της ορμής.

ΕΔΩ το φλογερό πράσινο των δέντρων,
η βέβαιη βουή των νερών,
οι νέοι σπαρτιάτες με τα ποδήλατα,
ο νέος ιερέας με το κυανό αντερί διασχίζοντας την εσπέρα,
το λεωφορείο στη σκιά της Μητρόπολης.

Εκεί τ' ασκητικό βουνό με το σφιγμένο του σαγόνι
με το γδαρμένο στέρνο της υπεροψίας του
γυμνό, κατάγυμνο
τ' ασκητικό βουνό.

Κι εμείς, ανάμεσα.

Τη νύχτα, πλάι στις ροδοδάφνες, - έλεγε -
περπατούν ο Χριστός με τον Απόλλωνα.
Οι νέοι σπαρτιάτες ξεπεζεύουν απ' τα ποδήλατα,
κόβουν κλαδιά, ντουφεκάνε, στέκουν και κατουράνε στον Ευρώτα.
Ο Απόλλωνας σωπαίνει
ο Χριστός σωπαίνει. Ο Ευρώτας κυλάει.
Δεν ακούσαμε τι είπε.

ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΙ κολλημένοι στον τοίχο,
οι εβδομήντα Μάρτυρες ανηφορίζοντας στην αγγαρεία της Μακρόνησος
μεγάλα δάκρυα βουλιαγμένα στις πέτρες και στα γένεια των αγίων.

Μια ροδιά επιμένει - ανάβει στο καταμεσήμερο τα κόκκινα
λουλούδια της
σαν τους βάλανους κοιμισμένων στρατιωτών. Αγριοσυκιές
τεντώνουν τα συστραμμένα χέρια τους έξω απ' τ' αρχαία παράθυρα - δεν παραδίδονται.

Κι αυτός ο στρατιώτης χώνει το κεφάλι του στη βρύση
φτιάχνοντας ένα κράνος από νερό, αυτός
δεν υπακούει, δεν παραδίδεται, δεν παραιτείται.

ΕΙΝΑΙ τέσσερα χέρια απλωμένα στο σκοτάδι,
τέσσερα χέρια - δεν επαιτούν,
τέσσερις δέσμες ακτίνων καίγοντας τα χέρια,
μπορεί κιόλας οι ακτίνες να εκπέμπονται απ' τα χέρια.

Σ' αυτό τον τόπο η ευπρέπεια χαμογελάει πάνω απ' τα κόκκαλα πάνω απ' τη δίψα αστράφτουν τ' αυστηρά σιγίλλια των άστρων.
Όμορφοι τάφοι σκαλισμένοι με δάχτυλα προσεχτικά
- τίποτα δεν προδίνει την κραυγή τους. Τα πιο όμορφα γυμνά
σμιλεύονται
στις σαρκοφάγους. Λέγαμε
για την πτωχεία των πατέρων μας
- φτωχοί αυτοί με την αξιοπρέπεια στη στάση και στο βάδισμα!
Στο πρόσωπό τους
οι σκιές απ' τις τρομαχτικές χειρονομίες ενός εφιάλτη.
Φτωχοί και μεις - ο μέγας πλούτος που δεν δίνεται.

Οι εχθροί καλύτερα μαντεύουν απ' τους φίλους
τι θησαυροί στοιβάζονται κάτου απ' τις πέτρες.
Είχαμε αργήσει ανάμεσα στα ερείπια.

Κ' είσουν εσύ, ο Περίβλεπτος, κλεισμένος (σε είδαμε)
μέσα στην κυκλική σου δόξα - αμίλητος,
κλεισμένος, ανεβαίνοντας κλεισμένος,
όπως κι ο ήλιος μες στον κύκλο της φωτιάς του,
καίγοντας τη μεταλλική του σάρκα,
καίγοντας και φωτίζοντας, φωτίζοντας και καίγοντας



Υπέροχος Ριτσος...
 
Από το "ΙΔΙΩΝΥΜΟ" 1978


Κοίτα πως χάνονται οι δρόμοι
μες τους ανθρώπους...
τα περίπτερα πως κρυώνουνε
απ´τις βρεγμένες εφημερίδες
ο ουρανός
πως τρυπιέται στα καλώδια
και το τέλος της θάλασσας
από το βάρος των πλοίων
πόσο λυπημένες είναι οι ξεχασμένες ομπρέλες
στο τελευταίο δρομολόγιο
και το λάθος εκείνου που κατέβηκε
στην πιό πρίν στάση
τα αφημένα ρούχα στο καθαριστήριο
και τη ντροπήσου
ύστερα από δύο χρόνια που βρήκες λεφτά
πως να τα ζητήσεις
πως τσούκου τσούκου
αργά μεθοδικά
μς αλοιώνουνε
να καθορίζουμε τη στάση μας στη ζωή
από το στύλ της καρέκλας...

Η μοναξιά...
δεν έχει το θλιμένο χρώμα στα μάτια
της συννεφένιας γκόμενας.
Δεν περιφέρεται νωχελικά κι αόριστα
κουνώντας τα γοφιά της στις αίθουσες συναυλιών
και στα παγωμένα μουσεία.
Δεν είναι κίτρινα κάδρα παλαιών "καλών" καιρών
και ναφθαλίνη στα μπαούλα της γιαγιάς
μενεξελιές κορδέλες και ψάθινα πλατύγυρα.
Δεν ανοίγει τα πόδια της με πνιχτά γελάκια
βοιδίσο βλέμα κοφτούς αναστεναγμούς
κι ασορτί εσώρουχα.
Η μοναξιά.
Έχει το χρώμα των Πακιστανών η μοναξιά
και μετριέται πιάτο-πιάτο
μαζί με τα κομμάτια τους
στον πάτο του φωταγωγού.
Στέκεται υπομονετικά όρθια στην ουρά
Μπουρνάζι - Αγ. Βαρβάρα - Κοκκινιά
Τούμπα - Σταυρούπολη - Καλαμαριά
Κάτω από όλους τους καιρούς
με ιδρωμένο κεφάλι.
Εκσπερματώνει ουρλιάζοντας κατεβάζει μ´αλυσίδες τα τζάμια
κάνει κατάληψη στα μέσα παραγωγής
βάζει μπουρλότο στην ιδιοχτησία
ειναι επισκεπτήριο τις Κυριακές στις φυλακές
ίδιο βήμα στο προαύλιο ποινικοί κι επαναστάτες
πουλιέται κι αγοράζεται λεφτό λεφτό ανάσα ανάσα
στα σκλαβοπάζαρα της γής - εδώ κοντά είναι η Κοτζιά-
ξυπνήστε πρωί.
Ξυπνήστε να τη δείτε.
Είναι πουτάνα στα παλιόσπιτα
το γερμανικό νούμερο στους φαντάρους
και τα τελευταία
ατελείωτα χιλιόμετρα ΕΘΝΙΚΗ ΟΔΟΣ-ΚΕΝΤΡΟΝ
στα γατζωμένα κρέατα από τη Βουλγαρία.
Κι όταν σφίγγει το αίμα της και δεν κρατάει άλλο
που ξεπουλάν τη φάρα της
χορεύει στα τραπέζια ξυπόλυτη ζεμπέκικο
κρατώντας στα μπλαβιασμένα χέρια της
ένα καλά ακονισμένο τσεκούρι.
Η μοναξιά
η μοναξιά μας λέω. Γιά τη δική μας λέω
είναι τσεκούρι στα χέρια μας
που πάνω από τα κεφάλια σας γυρίζει γυρίζει γυρίζει γυρίζει

Πάει. Αυτό ήταν.
Χάθηκε η ζωή μου φίλε
μέσα σε κίτρινους ανθρώπους
βρώμικα τζάμια
κι ανιστόρητους συμβιβασμούς.
Άρχισα να γέρνω
σαν εκείνη την ιτιούλα
που σουχα δείξει στη στροφή του δρόμου.
Και δεν είναι που δεν θέλω να ζήσω.
Είναι το γαμώτο που δεν έζησα.
κι ούτε που θα σε ξαναδώ.

Κατερίνα Γ.
 
Από το "ΙΔΙΩΝΥΜΟ" 1978


Κοίτα πως χάνονται οι δρόμοι
μες τους ανθρώπους...
τα περίπτερα πως κρυώνουνε
απ´τις βρεγμένες εφημερίδες
ο ουρανός
πως τρυπιέται στα καλώδια
και το τέλος της θάλασσας
από το βάρος των πλοίων
πόσο λυπημένες είναι οι ξεχασμένες ομπρέλες
στο τελευταίο δρομολόγιο
και το λάθος εκείνου που κατέβηκε
στην πιό πρίν στάση
τα αφημένα ρούχα στο καθαριστήριο
και τη ντροπήσου
ύστερα από δύο χρόνια που βρήκες λεφτά
πως να τα ζητήσεις
πως τσούκου τσούκου
αργά μεθοδικά
μς αλοιώνουνε
να καθορίζουμε τη στάση μας στη ζωή
από το στύλ της καρέκλας...

Η μοναξιά...
δεν έχει το θλιμένο χρώμα στα μάτια
της συννεφένιας γκόμενας.
Δεν περιφέρεται νωχελικά κι αόριστα
κουνώντας τα γοφιά της στις αίθουσες συναυλιών
και στα παγωμένα μουσεία.
Δεν είναι κίτρινα κάδρα παλαιών "καλών" καιρών
και ναφθαλίνη στα μπαούλα της γιαγιάς
μενεξελιές κορδέλες και ψάθινα πλατύγυρα.
Δεν ανοίγει τα πόδια της με πνιχτά γελάκια
βοιδίσο βλέμα κοφτούς αναστεναγμούς
κι ασορτί εσώρουχα.
Η μοναξιά.
Έχει το χρώμα των Πακιστανών η μοναξιά
και μετριέται πιάτο-πιάτο
μαζί με τα κομμάτια τους
στον πάτο του φωταγωγού.
Στέκεται υπομονετικά όρθια στην ουρά
Μπουρνάζι - Αγ. Βαρβάρα - Κοκκινιά
Τούμπα - Σταυρούπολη - Καλαμαριά
Κάτω από όλους τους καιρούς
με ιδρωμένο κεφάλι.
Εκσπερματώνει ουρλιάζοντας κατεβάζει μ´αλυσίδες τα τζάμια
κάνει κατάληψη στα μέσα παραγωγής
βάζει μπουρλότο στην ιδιοχτησία
ειναι επισκεπτήριο τις Κυριακές στις φυλακές
ίδιο βήμα στο προαύλιο ποινικοί κι επαναστάτες
πουλιέται κι αγοράζεται λεφτό λεφτό ανάσα ανάσα
στα σκλαβοπάζαρα της γής - εδώ κοντά είναι η Κοτζιά-
ξυπνήστε πρωί.
Ξυπνήστε να τη δείτε.
Είναι πουτάνα στα παλιόσπιτα
το γερμανικό νούμερο στους φαντάρους
και τα τελευταία
ατελείωτα χιλιόμετρα ΕΘΝΙΚΗ ΟΔΟΣ-ΚΕΝΤΡΟΝ
στα γατζωμένα κρέατα από τη Βουλγαρία.
Κι όταν σφίγγει το αίμα της και δεν κρατάει άλλο
που ξεπουλάν τη φάρα της
χορεύει στα τραπέζια ξυπόλυτη ζεμπέκικο
κρατώντας στα μπλαβιασμένα χέρια της
ένα καλά ακονισμένο τσεκούρι.
Η μοναξιά
η μοναξιά μας λέω. Γιά τη δική μας λέω
είναι τσεκούρι στα χέρια μας
που πάνω από τα κεφάλια σας γυρίζει γυρίζει γυρίζει γυρίζει

Πάει. Αυτό ήταν.
Χάθηκε η ζωή μου φίλε
μέσα σε κίτρινους ανθρώπους
βρώμικα τζάμια
κι ανιστόρητους συμβιβασμούς.
Άρχισα να γέρνω
σαν εκείνη την ιτιούλα
που σουχα δείξει στη στροφή του δρόμου.
Και δεν είναι που δεν θέλω να ζήσω.
Είναι το γαμώτο που δεν έζησα.
κι ούτε που θα σε ξαναδώ.

Κατερίνα Γ.

Θα το έβαζα στο six feet underground,,αλλά νομίζω πως εδώ ταιριάζει καλύτερα... :ernaehrung004:

ps...ψαξε να βρεις στίχους...Οι αντιθέσεις είναι πολλές....Θα καταλάβεις...

http://www.youtube.com/watch?v=SEAKYPovggw
 
Η ελευθερία μου είναι στις σόλες
των αλήτικων παπουτσιών μου.
Φέρνω τον κόσμο άνω κάτω.
Μπορώ να σεργιανίσω ότι ώρα μου γουστάρει.
Π.χ. την ώρα που βάζετε τις μασέλες σας
Στο ποτηράκι με το νερό πριν κοιμηθείτε
την ώρα που απαυτωνόσαστε
την ώρα που κάνετε το χρέος σας
στα παιδιά σας, στο σωματείο σας
την ώρα που σας έχουν χώσει την ιδέα
πως τρώτε αυγολέμονο
και τρώτε σκατά
μπορώ και περπατάω,
με τα αλήτικα παπούτσια μου
πάνω από τις στέγες σας
-όχι ρε παιδάκι μου σαν εκείνη
την ηλίθια με τη σκούπα, τη Μαίρη Πόπινς-
δεν πιάνετε το κανάλι μου
μόνο όσοι έχουμε το ίδιο μήκος κύματος
ανθρωπάκια χέστες, κατά βάθος σας λυπάμαι
αλλά τώρα δε χάνω το χρόνο μου μαζί σας
δεν θέλω παρτίδες με κανέναν σας
η ελευθερία σας
είναι στις σόλες των τρύπιων παπουτσιών μου
θάρθει η ώρα που θα τις γλύφετε
και θα ουρλιάζετε κλαίγοντας "θαύμα, θαύμα"
αυτά τα παπούτσια
ποτέ δεν ξεκουράζονται και ούτε βιάζονται
όταν εγώ καθαρίσω από εδώ
θα τα φορέσει ο Παύλος, η Μυρτώ, φοράμε το ίδιο νούμερο, δεν λειώνουν,
όσες πρόκες και αν ρίχνετε στο δρόμο.
Σας βαράνε στο δόξα πατρί σας
θα έρθει η ώρα
που θα τρέχετε απεγνωσμένα στο στιλβωτήριο
"συνοδοιπόροι" και "αποστάτες"
να βάψετε τα δικά σας
μα η μπογιά
δεν θα πιάνει
ότι και αν κάνετε, όσα και αν δίνετε
τέτοιο άτιμο κόκκινο είναι το δικό μας.

Κατερίνα Γ.



Υ.Γ Αύριο είναι η μέρα σου. Το είχα τάξει σε εμένα......
 
Θα το έβαζα στο six feet underground,,αλλά νομίζω πως εδώ ταιριάζει καλύτερα... :ernaehrung004:

ps...ψαξε να βρεις στίχους...Οι αντιθέσεις είναι πολλές....Θα καταλάβεις...

Σπυράκο thanx!!!!

:worshippy:

Y.Γ Θα το ακούσω άυριο γιατί τώρα αδυνατώ....
 
ΑΒΕΛ ΚΑΙ ΚΑΙΝ - ΚΑΡΟΛΟΣ ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ (ΜΤΦΡ. Γ. ΣΗΜΗΡΙΩΤΗΣ)


Φυλή του Άβελ, τρώγε, πίνε και κοιμήσου
ο Θεός σ’ εσένα γλυκά χαμογελά!
Φυλή του Κάιν, μες στη λάσπη σου κυλήσου
και ψόφα μέσα στην κακομοιριά.
Φυλή του Άβελ, το θυμίαμά σου ευφραίνει
των Σεραφείμ τη μύτη εκεί ψηλά!
Φυλή του Κάιν, η αγωνία που σε βαραίνει,
θε να τελειώσει εδώ καμιά φορά;
Φυλή του Άβελ, κοίτα: τα σπαρτά σου εσένα,
τα ζώα σου, πάν’ όλα κατ’ ευχή.
Φυλή του Κάιν, στ’ άντερά σου, λυσσασμένα
η πείνα ουρλιάζει, ως γέρικο σκυλί.
Φυλή του Άβελ, ζέσταινε συ την κοιλιά σου
στο τζάκι σου το πατριαρχικό.
Φυλή του Κάιν, σαν τσακάλι στη σπηλιά σου,
τρεμούλιαζε απ’ το κρύο το φριχτό!
Φυλή του Άβελ, ερωτεύου, γεννοβόλα!
Και το πουγκί σου όμοια γεννοβολά.
Φυλή του Κάιν, στην καρδιά σου φλόγα είν’ όλα,
μα απ’ τους μεγάλους πειρασμούς, μακριά!
Φυλή του Άβελ, όλο πλήθαινε βοσκίζεις,
σαν πάνω στο σανίδωμα οι κοριοί!
Φυλή του Κάιν, σ’ έρμους δρόμους που γυρίζεις,
σέρνε τη φαμελιά σου που θρηνεί.
Φυλή του Άβελ, το ψοφίμι το δικό σου,
θε να λιπάνει σαν κοπριά τη γη!
Φυλή του Κάιν, η δουλειά που ’χεις εμπρός σου,
για ’σε δεν έχει ακόμα τελειωθεί.
Φυλή του Άβελ, να ποια είναι η ντροπή σου:
το σίδερο έχει απ’ το κοντάρι νικηθεί!
Φυλή του Κάιν, ως τα ουράνια ας φτάσει η οργή σου
κι ας ρίξει το Θεό κάτω στη γη!
 
Δεν περιλαμβάνεται σε καμία ποιητική της συλλογή....

Μη με σταματάς. Ονειρεύομαι. Ζήσαμε σκυμμένοι αιώνες αδικίας. Αιώνες μοναξιάς. Τώρα μη. Μη με σταματάς. Τώρα κι εδώ για πάντα και παντού. Ονειρεύομαι Ελευθερία. Μέσα απ' του καθένα την πανέμορφη ιδιαιτερότητα ν αποκαταστήσουμε του Σύμπαντος την Αρμονία. Ας παίξουμε.
Η γνώση είναι χαρά. Δεν είναι επιστράτευση απ' τα σχολεία.

Ονειρεύομαι γιατί αγαπώ. Μεγάλα όνειρα στον ουρανό. Εργάτες με δικά τους εργοστάσια συμβάλλουν στην παγκόσμια σοκολατοποιία. Ονειρεύομαι γιατί ΞΕΡΩ και ΜΠΟΡΩ. Οι τράπεζες γεννάνε τους «ληστές». Οι φυλακές τους «τρομοκράτες».

Η μοναξιά τους «απροσάρμοστους». Το προϊόν την «ανάγκη». Τα σύνορα τους στρατούς. Όλα η ιδιοχτησία. Βία γεννάει Βία. Μη τώρα. Μη με σταματάς. Είναι τώρα ν αποκαταστήσουμε του ηθικού δικαίου την υπέρτατη πράξη. Να κάνουμε ποίημα τη Ζωη. Και τη Ζωη πράξη. Είναι ένα όνειρο που μπορώ μπορώ μπορώ Σ' ΑΓΑΠΩ και δεν με σταματάς δεν ονειρεύομαι. Ζω. Απλώνω τα χέρια στον Έρωτα στην αλληλεγγύη στην Ελευθερία. Όσες φορές χρειαστεί κι απ' την αρχή. Υπερασπίζομαι την ΑΝΑΡΧΙΑ.
Απο το βιβλίο "Κατερίνα Γώγου: Έρωτας θανάτου"...
Αγάπη Βιργινία Σπυράτου

Κατερίνα Γ.

Χρόνια Πολλά σε όλες τις Μάνες του Κόσμου...τούτου.
 
Με αφορμή τη χτεσινή επέτειο των πενήντα πέντε χρόνων από το θάνατό του...

ΤΙ ΩΦΕΛΕΙ Η ΚΑΛΟΣΥΝΗ

1
Τί ωφελεί η καλοσύνη
Όταν οι καλοί παρευτύς δολοφονούνται
Ή δολοφονούνται αυτοί
Που δέχονται την καλοσύνη;

Τί ωφελεί η λευτεριά
Όταν οι λεύτεροι αναγκάζονται να ζουν αντάμα
με τους σκλάβους;

Τι ωφελεί η λογική
Όταν το παράλογο μονάχα εξασφαλίζει την τροφή
που ο καθένας χρειάζεται;

2
Αντί να είστε καλοί μονάχα, προσπαθείστε
Να δημιουργήσετε μια κατάσταση που να κάνει
Δυνατή την καλοσύνη, ή καλύτερα
Περιττή!

Αντί να είστε λεύτεροι μονάχα, προσπαθείστε
Να δημιουργήσετε μια κατάσταση που να λευτερώνει όλους
Που να κάνει ακόμα και την αγάπη για λευτεριά
Περιττή!

Αντί να είστε λογικοί μονάχα, προσπαθείστε
Να δημιουργήσετε μια κατάσταση
Που να μεταβάλλει το παράλογο στον άνθρωπο
Σε μια επιχείρηση κακή!

brecht.jpg


Bertolt Brecht
 
Αντανάκλαση

Το πρόσωπό μου δεν είναι πια
Μονάχο κ' έρημο
Σαν αφημένο στο σκοτάδι.

Το πρόσωπό μου είναι ωραίο.

Γιατί το βλέπεις ωραίο είναι ωραίο
Το πρόσωπό μου,

Γιατί το δείχνει
Ωραίο το πρόσωπό σου, φαίνεται ωραίο.
Γιατί το δέχεται, γιατί το αντανακλά
Το πρόσωπό μου, το πρόσωπό σου.



Γιώργος Θέμελης
Από τη συλλογή Το Δίχτυ των ψυχών, 1965
 
Οι απόντες


Δεν είναι ο έρωτας, δεν είναι ο Θεός
Αυτό που μας λείπει∙ εμείς
Λείπουμε και μας λείπει,
Έχουμε φύγει κ' είναι απών.

Τον γυρεύουμε τάχα ή μας γυρεύει
Και δε μας βρίσκει; Τον ποθούμε ή μας ποθεί
Και δε μας βλέπει το πρόσωπό του;

Εμείς έχουμε πεθάνει, ο θάνατός μας
Είναι ο μέγας θάνατος, δεν πέθανε ο Θεός.

Εμείς είμαστε οι απόντες απ' το δείπνο,
Αυτοί που λείπουν και δεν είναι, κλείστηκαν έξω,
Δεν πρόφτασαν ναρθούν, τρέχουν στους δρόμους,
Και σκουντουφλούν στη γη, χτυπούν την πόρτα.

Δεν έχουν πρόσωπο, δεν έχουν φως.



Γιώργος Θέμελης
από τη συλλογή Φωτοσκιάσεις, 1961
 
Nada του Νίκου Καρούζου

Σ' αυτά τα κακούργα χαράματα η νεκρίλα των πεύκων
ευαγγελίζεται τη νιόκοπη γαλήνη.
τώρα το σκέφτομαι: η σιωπή των πάγων
αναγκάζει την αγιότητα να 'ναι άσπρη.

Το μαύρο μ' έχει προασρτήσει.
Μια κραυγή δίχως λόγο επεκτείνει την ύπαρξη
μια κραυγή στον αέρα μεγαλώνει το ύψος μου.
Στον αέρα κι ο γέρος ερυθρόδερμος
με τ' άσπρα του μαλλιά σαν γνέμα
κειμήλιο της αγάπης ανεχτίμητο.

Η νύχτα η βία και η έμπνευση.
Την είδα την αποκαθήλωση του Γκουεβάρα
σε μια γούρνα της Βολιβίας.
Ολόγυρα στέκονταν οι λοχαγοί με το δάχτυλο
δείχναν απάνω στο κορμάκι του τις τρύπες
 
Luis Cernuda - Τα μάτια και η φωνή

Αυτό που ο άνθρωπος είναι, αν κάτι είναι, στα μάτια και στη φωνή προβάλλει, τόσο που μπορούν να κερδίσουν αυτόν που τα βλέπει και τα ακούει. Ακόμα και του κορμιού του όμορφου, όσο όμορφο κι αν είναι, του λείπει κάτι: μια σπίθα από φως, μια ηχώ μουσική. Να καεί σε δυο μάτια, να χαθεί σε μια φωνή! Ποιος δεν το πόθησε ποτέ του;

Για πολλά χρόνια έζησες ανάμεσα σε κόσμο με μάτια σβησμένα και φωνή ανέκφραστη. Και δεν είναι πως κάποιο από αυτούς δεν ήτανε εντάξει, αλλά τα μάτια τους, κατά κανόνα ήταν νερά στεκάμενα, και κατ’ εξαίρεση φεγγίτες. Υπήρχε κάτι μέσα τους; Αν υπήρχε, που όχι λίγες φορές το αμφισβήτησες, ήταν πεθαμένο.

Και οι φωνές τους, ή μνησίκακες ή περιφρονητικές. Ανάμεσα σ’ αυτά τα δύο άκρα, φασαρία, φασαρία, φασαρία. Τρέμουλο κανένα. Φωνές ακαλλιέργητες ήταν εκείνες (καλλιέργεια: κληρονομιά ανιδιοτελών φωνών), χωρίς χρωματισμό, χωρίς χάδι, φωνές για το εμπόριο ή για τη χρεία, και τίποτε παραπάνω.

Λίγες, ή καμιά, είναι οι ακαλλιέργητες φωνές εδώ: όσο ταπεινός κι αν είναι ο ομιλητής μιλά με λαλιά εκλεπτυσμένη. Μια ομιλία αλάνθαστη, μια γλώσσα κλασική, χωρίς κοινούς ιδιωματισμούς, ούτε λαϊκιστικούς τονισμούς. Και πως ηχούν αυτές οι φωνές, καθάριες, μεταξένιες, σαν το ψυχρό και αέρινο ψιθύρισμά του μεταξιού.

Αυτά τα μελαχρινά τα μάτια με το παρατεταμένο βλέμμα που αγγίζει και διαπερνά, μάτια που από μέσα τους προβάλλει η ψυχή, μάτια που από μόνα τους είναι η ψυχή. Στο πέρασμά τους, αιφνιδιαστικά, ανοίγουν και πέφτουν σαν καμένο λιόγερμα, αφήνοντας σ’ αυτόν που τα είδε μια ατέλειωτη αγαλλίαση, και μαζί της τον πόθο να τα δει ν’ ανοίγουν ξανά το πρωί.

Υπάρχουν μερικοί που χάνονται από απληστία και μερικοί που χάνονται από ματαιότητα, μερικοί που χάνονται από φιλοδοξία και μερικοί που χάνονται επειδή δεν θέλουν αν χαθούν, υπάρχουν μερικοί που χάνονται για ένα πλάσμα, και συ θα χανόσουνα για δυο μάτια και για μια φωνή. Θα μπορούσες να τα ακολουθήσεις μέχρι την κόλαση (αν δεν είσαι κιόλας στον πηγαιμό), για μια λέξη, μια ματιά, και πάλι θα σου φαινότανε μικρό το τίμημα.
 
ΣΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΜΕ ΤΙΣ ΛΙΡΕΣ

Στὸ καφενεῖο
ἔρχεται ὁ χοντρὸς νονός μου
μὲ τὶς λίρες
Οὔτε μία δὲν εἶναι γιὰ σένα, λέει
γιατὶ δὲν ἔγινες ὁ βαφτιστικός μου
ποὺ περίμενα.
Τότε λέω κι ἐγὼ στὸ γκαρσόνι, πλάι μου
- Φέρε μου ἕνα φλιτζάνι μὲ μελάνι.

Μίλτος Σαχτούρης


Για όλα τά τσιράκια(''καλλιτέχνας''-''διανοητάς''-''πανεπιστημιακούς''),τίς αμοιβάδες και τούς γλύφτες τής θλιβερής εξουσίας πού έγιναν οπως περίμεναν οι ''νονοί'' τους.
 
Πῶς μᾶς θέλει ἡ «ἀληθὴς δημοκρατία»

Νὰ μὴν ἀκούω καὶ νὰ μὴ βλέπω νὰ πατῶ.
Νὰ μὴ νογάω καὶ νά ῾χω τὸ στόμα βουλωτό.
Νὰ μὴ μὲ φαρμακών᾿ ἡ μπόχα τοῦ καιροῦ μου.
Χωρὶς αὐτιὰ καὶ μάτια, μύτη καὶ μυαλό,
μουγκὸς νὰ πηαίνω, ὅποτε μοῦ ῾ρθει, πρὸς νεροῦ μου,
κι ἅμα τσινάει ὁ Γάϊδαρος νὰ μὴ γελῶ.
Καὶ σὰ μὲ καρυδώνουνε μουνοῦχο σκλάβο
οἱ Ἀμερικάνοι, ἐγὼ νὰ βλαστημάω τὸ Σλάβο.

Κώστας Βάρναλης.
 
Οἱ πόνοι τῆς Παναγιᾶς

Ποῦ νὰ σὲ κρύψω, γιόκα μου, νὰ μὴ σὲ φτάνουν οἱ κακοί;
Σὲ ποιὸ νησὶ τοῦ Ὠκεανοῦ, σὲ ποιὰ κορφὴν ἐρημική;
Δὲ θὰ σὲ μάθω νὰ μιλᾷς καὶ τ᾿ ἄδικο φωνάξεις.
Ξέρω πῶς θἄχεις τὴν καρδιὰ τόσο καλή, τόσο γλυκή,
ποὺ μὲ τὰ βρόχια τῆς ὀργῆς ταχιὰ θενὰ σπαράξεις.

Σὺ θἄχεις μάτια γαλανά,θἄχεις κορμάκι τρυφερό,
θὰ σὲ φυλάω ἀπὸ ματιὰ κακὴ κι ἀπὸ κακὸν καιρό,
ἀπὸ τὸ πρῶτο ξάφνισμα τῆς ξυπνημένης νιότης.
Δὲν εἶσαι σὺ γιὰ μάχητες, δὲν εἶσαι σὺ γιὰ τὸ σταυρό.
Ἐσὺ νοικοκερόπουλο -ὄχι σκλάβος ἢ προδότης.

Τὴ νύχτα θὰ συκώνομαι κι ἀγάλια θὰ νυχοπατῶ,
νὰ σκύβω τὴν ἀνάσα σου ν᾿ ἀκῶ, πουλάκι μου ζεστὸ
νὰ σοῦ ῾τοιμάζω στὴ φωτιὰ γάλα καὶ χαμομήλι,
κ᾿ ὕστερα ἀπ᾿ τὸ παράθυρο μὲ καρδιοχτύπι νὰ κοιτῶ
ποὺ θὰ πηγαίνεις στὸ σκολιό με πλάκα καὶ κοντύλι.

Κι ἂν κάποτε τὰ φρένα σου μ᾿ ἀλήθεια, φῶς τῆς ἀστραπῆς,
χτυπήσει ὁ Κύρης τ᾿ οὐρανοῦ, παιδάκι μου νὰ μὴ τὴν πεῖς!
Θεριὰ οἱ ἀνθρώποι, δὲ μποροῦν τὸ φῶς νὰ τὸ σηκώσουν!
Δὲν εἶν᾿ ἀλήθεια πιὸ χρυσὴ σὰν τὴν ἀλήθεια τῆς σιωπῆς.
Χίλιες φορὲς νὰ γεννηθεῖς, τόσες θὰ σὲ σταυρώσουν!


Κώστας Βάρναλης.
 
Αγαπητέ Σπύρο έβαλες ένα ποίημα το οποίο αγγίζει κάθε σπιθαμή του κορμιού και φτάνει μέχρι το κόκκαλο,από αυτά που σε περνάει ένα ρίγος αργά αργά στο σώμα.
Ακούγοντάς το δε από τον μεγάλο Ξυλούρη κάθε φορά δακρύζω...είναι το μοναδικό πράγμα που μπορεί να με κάνει να νιώσω στο ελάχιστο τον πόνο της μάνας.
Ευχαριστώ..
 
Η Μαρινέτ, από το ύφος που την κοίταζαν, κατάλαβε πως μιλούσαν γι αυτήν κατά τρόπο όχι κόσμιο.
«Λεν’ βρωμιές, τους αρέσω, μ’ επιθυμούν. Θα έπρεπε να δυσαρεστηθώ που τους ξυπνάω μοναχά τα ζωώδη ένστικτα;
Όχι. Οι άντρες θέλουν να δείχνονται πιο κτήνη απ’ όσο είναι. Το πιο μικρό ενδιαφέρον αν έδειχνα, αυτοί οι δυό κυνικοί της δειλίας θα με λάτρευαν με τον πιο έξαλλο ιδεαλισμό. Γιατί είμαι όμορφη. Απόψε μάλιστα, είμαι περισσότερο όμορφη παρά ποτέ:»

Είχε πάντοτε το συναίσθημα της ομορφιάς της.
Και σήμερα, άγνωστο γιατί, θέλησε να ξεπεράσει τον εαυτό της.
Το κατάφερε με το μοντέλο του Rochas από βελούδο μπλέ νατιέ, με το αισθητικότατο χτένισμα των μαλλιών, με το έντονη γαλάζια σκιά στα μάτια.
Αλλά κυρίως με την παντοδύναμη θέληση να είναι ωραία, που ακτινοβολούσε απ’ όλη της την ύπαρξη, προσδίνοντας τη γοητεία της έκφρασης στην αρμονία της σάρκας.

«Ναι, είμαι όμορφη κι ευτυχισμένη. Ευτυχισμένη σαν κάθε γυναίκα που βλέπει την ομορφιά της να καθρεφτίζεται με θαυμασμό στα μάτια των αντρών. Κι’ όμως, δεν είναι αυτός ο λόγος της ευτυχίας μου. Οι ρίζες της βρίσκονται σε εδάφη πολύ μακρινά από την ερωτική ματαιοδοξία».

Γύρισε και κοίταξε το Μηνά, που φλυαρούσε με τέσσερες κοπέλλες.

«Κι’ αυτός είναι ωραίος. Έχει εκείνη την ομορφιά που κλονίζει και την πιο άγρια αρετή.
Αλίμονο στη γυναίκα που γι’ αντάλλαγμα της αγάπης της θα της χαρίσει συγκαταβατικά τη στοργή του.
Οι άντρες αυτού του είδους είναι πλασμένοι μονάχα για ν’ αγαπιώνται. Ν’ αγαπιώνται βαθιά, παθητικά, απελπισμένα.
Μπορεί όμως κάποτε κι αυτοί ν’ αγαπήσουν μια γυναίκα πλασμένη ν’ αγαπιέται βαθιά, παθητικά, απελπισμένα.
Αρσενικό του Σατανά με Θηλυκό του Διαβόλου. Τότε, πρέπει να είναι κάτι το φοβερό.
Κάτι που να έχει μέσα του το σπέρμα του θανάτου»



Από την Μεγάλη Χίμαιρα του Μ. Καραγάτση
 
Οἱ πόνοι τῆς Παναγιᾶς

Ποῦ νὰ σὲ κρύψω, γιόκα μου, νὰ μὴ σὲ φτάνουν οἱ κακοί;
Σὲ ποιὸ νησὶ τοῦ Ὠκεανοῦ, σὲ ποιὰ κορφὴν ἐρημική;
Δὲ θὰ σὲ μάθω νὰ μιλᾷς καὶ τ᾿ ἄδικο φωνάξεις.
Ξέρω πῶς θἄχεις τὴν καρδιὰ τόσο καλή, τόσο γλυκή,
ποὺ μὲ τὰ βρόχια τῆς ὀργῆς ταχιὰ θενὰ σπαράξεις.

Σὺ θἄχεις μάτια γαλανά,θἄχεις κορμάκι τρυφερό,
θὰ σὲ φυλάω ἀπὸ ματιὰ κακὴ κι ἀπὸ κακὸν καιρό,
ἀπὸ τὸ πρῶτο ξάφνισμα τῆς ξυπνημένης νιότης.
Δὲν εἶσαι σὺ γιὰ μάχητες, δὲν εἶσαι σὺ γιὰ τὸ σταυρό.
Ἐσὺ νοικοκερόπουλο -ὄχι σκλάβος ἢ προδότης.

Τὴ νύχτα θὰ συκώνομαι κι ἀγάλια θὰ νυχοπατῶ,
νὰ σκύβω τὴν ἀνάσα σου ν᾿ ἀκῶ, πουλάκι μου ζεστὸ
νὰ σοῦ ῾τοιμάζω στὴ φωτιὰ γάλα καὶ χαμομήλι,
κ᾿ ὕστερα ἀπ᾿ τὸ παράθυρο μὲ καρδιοχτύπι νὰ κοιτῶ
ποὺ θὰ πηγαίνεις στὸ σκολιό με πλάκα καὶ κοντύλι.

Κι ἂν κάποτε τὰ φρένα σου μ᾿ ἀλήθεια, φῶς τῆς ἀστραπῆς,
χτυπήσει ὁ Κύρης τ᾿ οὐρανοῦ, παιδάκι μου νὰ μὴ τὴν πεῖς!
Θεριὰ οἱ ἀνθρώποι, δὲ μποροῦν τὸ φῶς νὰ τὸ σηκώσουν!
Δὲν εἶν᾿ ἀλήθεια πιὸ χρυσὴ σὰν τὴν ἀλήθεια τῆς σιωπῆς.
Χίλιες φορὲς νὰ γεννηθεῖς, τόσες θὰ σὲ σταυρώσουν!


Κώστας Βάρναλης.

Τι να πω....Λυγμός....
 
Ταριχεύειν - Έκτωρ Κακναβάτος

Η δύναμή τους είναι να είσαι ανίδεος
να είσαι αφελής, να αμνηστεύεις,
η δύναμή τους είναι να ξεχνάς,
να μη θυμάσαι πού η εντολή από τους Κατεπάνω
είναι να συμφωνήσουνε ανακριτής κ' εισαγγελέας
να κηρυχτείς σε αφάνεια
να μπεις στο αρχείο, ή, αν η χάρη τους...
να σ' αναλάβουνε ταριχευτές,
η διαιώνια τέχνη των λωρίδων.