Haagenti
AVClub Fanatic
Ας εναποθέσω εδώ το ποίημα του Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ,μιας και το βρήκα μεταφρασμένο μέσα στα "Λυρικά Αφιερώματα" παρέα με τη μελοποίηση που μας χάρισε ο Bonnie Prince Billy.
------------------------------------------------------
Απάνω στην ερημική πλαγιά της ακροποταμιάς,
ανάμεσα στα χόρτα τα ψηλά, τη ρώτησα:
«Κόρη! Πού τραβάς, σκεπάζοντας με την ποδιά
σου τη φλόγα του λύχνου σου; Το σπίτι μου είνε
σκοτεινό και έρημο· δάνεισέ μου το φως σου».
Σήκωσε μια στιγμή σε μένα τα σκοτεινά της μάτια
και με ατένισε στο σούρουπο της βραδειάς.
«Ήρθα κατά το ποτάμι», μούπε, για να εμπιστευθώ
στο ρέμα το λυχνάρι μου, όταν σβύση η τελευταία
του ήλιου αναλαμπή».
Στάθηκα μόνος ανάμεσα στα χόρτα τα ψηλά,
κοιτάζοντας την αδύνατη εκείνη φλόγα που
γλυστρούσε στο ρέμα, και πήγαινε ανώφελη.
Στη σιγαλιά του πυκνωμένου σκοταδιού, τη
ρώτησα.
«Κόρη! Όλα τα φώτα σας είνε αναμμένα. Πού
πας, λοιπόν, με το λύχνο σου; Το σπίτι μου είνε
σκοτεινό και έρημο, δάνεισέ μου το φως σου».
«Ήρθα», μούπε σε λίγο, «ν' αφιερώσω το λύχνο
μου στον ουρανό».
Και στάθηκα εκεί, κοιτάζοντας με μελαγχολία
το αδύνατο εκείνο φως, ανώφελα να χωνεύη στην
έρημο.
Στα σκοτάδια της νύχτας της βαθειάς κι'
αφέγγαρης, τη ρώτησα.
«Κόρη! Τι ζητάς, λοιπόν, κρατώντας, έτσι το
λύχνο σου απάνω στην καρδιά σου; Το σπίτι μου
είνε σκοτεινό και έρημο· δάνεισέ μου το φως σου».
Μια στιγμή σταμάτησε και σκεπτική με κοίταξε
μέσα στο σκοτάδι.
«Έφερα το φως μου», είπε, «για να λάβω κι'
εγώ μέρος στη «Γιορτή των Φαναριών».
Και στάθηκα και κοίταζα με λύπη το μικρό
λυχνάρι να χάνεται ανώφελα μέσα στα πάμπολλα
φώτα της γιορτής.
----------------------------------------------------------
------------------------------------------------------
Απάνω στην ερημική πλαγιά της ακροποταμιάς,
ανάμεσα στα χόρτα τα ψηλά, τη ρώτησα:
«Κόρη! Πού τραβάς, σκεπάζοντας με την ποδιά
σου τη φλόγα του λύχνου σου; Το σπίτι μου είνε
σκοτεινό και έρημο· δάνεισέ μου το φως σου».
Σήκωσε μια στιγμή σε μένα τα σκοτεινά της μάτια
και με ατένισε στο σούρουπο της βραδειάς.
«Ήρθα κατά το ποτάμι», μούπε, για να εμπιστευθώ
στο ρέμα το λυχνάρι μου, όταν σβύση η τελευταία
του ήλιου αναλαμπή».
Στάθηκα μόνος ανάμεσα στα χόρτα τα ψηλά,
κοιτάζοντας την αδύνατη εκείνη φλόγα που
γλυστρούσε στο ρέμα, και πήγαινε ανώφελη.
Στη σιγαλιά του πυκνωμένου σκοταδιού, τη
ρώτησα.
«Κόρη! Όλα τα φώτα σας είνε αναμμένα. Πού
πας, λοιπόν, με το λύχνο σου; Το σπίτι μου είνε
σκοτεινό και έρημο, δάνεισέ μου το φως σου».
«Ήρθα», μούπε σε λίγο, «ν' αφιερώσω το λύχνο
μου στον ουρανό».
Και στάθηκα εκεί, κοιτάζοντας με μελαγχολία
το αδύνατο εκείνο φως, ανώφελα να χωνεύη στην
έρημο.
Στα σκοτάδια της νύχτας της βαθειάς κι'
αφέγγαρης, τη ρώτησα.
«Κόρη! Τι ζητάς, λοιπόν, κρατώντας, έτσι το
λύχνο σου απάνω στην καρδιά σου; Το σπίτι μου
είνε σκοτεινό και έρημο· δάνεισέ μου το φως σου».
Μια στιγμή σταμάτησε και σκεπτική με κοίταξε
μέσα στο σκοτάδι.
«Έφερα το φως μου», είπε, «για να λάβω κι'
εγώ μέρος στη «Γιορτή των Φαναριών».
Και στάθηκα και κοίταζα με λύπη το μικρό
λυχνάρι να χάνεται ανώφελα μέσα στα πάμπολλα
φώτα της γιορτής.
----------------------------------------------------------