Ποίηση....γιατί όχι;

Ας εναποθέσω εδώ το ποίημα του Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ,μιας και το βρήκα μεταφρασμένο μέσα στα "Λυρικά Αφιερώματα" παρέα με τη μελοποίηση που μας χάρισε ο Bonnie Prince Billy.

------------------------------------------------------

Απάνω στην ερημική πλαγιά της ακροποταμιάς,
ανάμεσα στα χόρτα τα ψηλά, τη ρώτησα:
«Κόρη! Πού τραβάς, σκεπάζοντας με την ποδιά
σου τη φλόγα του λύχνου σου; Το σπίτι μου είνε
σκοτεινό και έρημο· δάνεισέ μου το φως σου».
Σήκωσε μια στιγμή σε μένα τα σκοτεινά της μάτια
και με ατένισε στο σούρουπο της βραδειάς.
«Ήρθα κατά το ποτάμι», μούπε, για να εμπιστευθώ
στο ρέμα το λυχνάρι μου, όταν σβύση η τελευταία
του ήλιου αναλαμπή».
Στάθηκα μόνος ανάμεσα στα χόρτα τα ψηλά,
κοιτάζοντας την αδύνατη εκείνη φλόγα που
γλυστρούσε στο ρέμα, και πήγαινε ανώφελη.
Στη σιγαλιά του πυκνωμένου σκοταδιού, τη
ρώτησα.
«Κόρη! Όλα τα φώτα σας είνε αναμμένα. Πού
πας, λοιπόν, με το λύχνο σου; Το σπίτι μου είνε
σκοτεινό και έρημο, δάνεισέ μου το φως σου».
«Ήρθα», μούπε σε λίγο, «ν' αφιερώσω το λύχνο
μου στον ουρανό».
Και στάθηκα εκεί, κοιτάζοντας με μελαγχολία
το αδύνατο εκείνο φως, ανώφελα να χωνεύη στην
έρημο.
Στα σκοτάδια της νύχτας της βαθειάς κι'
αφέγγαρης, τη ρώτησα.
«Κόρη! Τι ζητάς, λοιπόν, κρατώντας, έτσι το
λύχνο σου απάνω στην καρδιά σου; Το σπίτι μου
είνε σκοτεινό και έρημο· δάνεισέ μου το φως σου».
Μια στιγμή σταμάτησε και σκεπτική με κοίταξε
μέσα στο σκοτάδι.
«Έφερα το φως μου», είπε, «για να λάβω κι'
εγώ μέρος στη «Γιορτή των Φαναριών».
Και στάθηκα και κοίταζα με λύπη το μικρό
λυχνάρι να χάνεται ανώφελα μέσα στα πάμπολλα
φώτα της γιορτής.

----------------------------------------------------------

Bonnie Prince Billy - Jolly Five (64)​


To view this content we will need your consent to set third party cookies.
For more detailed information, see our cookies page.
 
  • Like
Reactions: Stellios papa
Χειμώνας

Τί ὡραῖα ποὺ μαραθῆκαν τὰ λουλούδια
τί τέλεια ποὺ μαραθῆκαν
κι αὐτὸς ὁ τρελὸς νὰ τρέχει στοὺς δρόμους
μὲ μιὰ φοβισμένη καρδιὰ χελιδονιοῦ
χειμώνιασε καὶ φύγανε τὰ χελιδόνια
γέμισαν οἱ δρόμοι λάκκους μὲ νερὸ
δυὸ μαῦρα σύννεφα στὸν οὐρανὸ
κοιτάζονται στὰ μάτια ἀγριεμένα
αὔριο θὰ βγεῖ στοὺς δρόμους καὶ ἡ βροχὴ
ἀπελπισμένη
μοιράζοντας τὶς ὀμπρέλλες της
τὰ κάστανα θὰ τὴ ζηλέψουν
καὶ θὰ γεμίσουν μικρὲς κίτρινες ζαρωματιὲς
θὰ βγοῦν κι οἱ ἄλλοι ἔμποροι
αὐτὸς ποὺ πουλάει τ᾿ ἀρχαῖα κρεβάτια
αὐτὸς ποὺ πουλάει τὶς ζεστὲς-ζεστὲς προβιὲς
αὐτὸς ποὺ πουλάει τὸ καυτὸ σαλέπι
κι αὐτὸς ποὺ πουλάει θῆκες ἀπὸ κρύο χιόνι
γιὰ τὶς φτωχὲς καρδιές

Μίλτος Σαχτούρης​

 
Για τη σημερινή γιορτή ("του πατέρα"):
Γιάννης Βαρβέρης, Ο πατέρας δεν πίνει στους ουρανούς


Χθες είδα πάλι στον ύπνο μου τον πατέρα.
Καθόμασταν οι δυο μας σ’ ένα τραπέζι με καρό τραπεζομάντιλο.
Κάποιος μας έφερε δυο ποτηράκια και κρασί.
-Είσαι καλά; Του λέω.
-Καλά, καλά, και μου ‘πιασε το χέρι.
-Άντε, στην υγειά σου, είπε.
Σήκωσε το ποτήρι, τσούγκρισε και το άφησε πάνω στο τραπέζι.
-Δεν πίνεις; Ρώτησα.
-Εσύ να πιεις, απάντησε. Εγώ δε θέλω να ξεχάσω…
 

Στον ουρανό τού τίποτα με ελάχιστα


Από την κλειδαρότρυπα κρυφοκοιτάω τη ζωή
την κατασκοπεύω μήπως καταλάβω
πώς κερδίζει πάντα αυτή
ενώ χάνουμε εμείς.
Πώς οι αξίες γεννιούνται
κι επιβάλλονται πάνω σ’ αυτό που πρώτο λιώνει:
το σώμα.
Πεθαίνω μες στο νου μου χωρίς ίχνος αρρώστιας
ζω χωρίς να χρειάζομαι ενθάρρυνση καμιά
ανασαίνω κι ας είμαι
σε κοντινή μακρινή απόσταση
απ’ ό,τι ζεστό αγγίζεται, φλογίζει…
Αναρωτιέμαι τι άλλους συνδυασμούς
θα εφεύρει η ζωή
ανάμεσα στο τραύμα της οριστικής εξαφάνισης
και το θαύμα της καθημερινής αθανασίας.
Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο∙
πέταλα, αναστεναγμούς, αποχρώσεις
τα πετάω.
Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω∙
να φεύγουν τα περιττά λέω
να μπω στον ουρανό τού τίποτα
με ελάχιστα.


Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ
 
Last edited:
  • Like
Reactions: Skakinen
Αποφάσεις για το νέο έτος

Τώρα που ακούω τον Χρόνο να ’ρχεται γερός
πατώντας πάνω στα κόκαλα του περασμένου,
σημειώνω:

Ένα, να μάθω να λέω ψέματα,
προπάντων στον εαυτό μου.
Δύο, να κοιτάξω επιτέλους κατάματα τον ήλιο,
ακόμη κι αν είναι το τελευταίο που θα δω.
Τρία, να σιχαθώ τους ανθρώπους
ακόμα περισσότερο.
Τέσσερα, να χαμογελάσω,
έστω μια φορά.
Πέντε, να συνηθίσω ν’ αγκαλιάζω
το πτώμα στο κρεβάτι μου.

Έξι, και σημαντικότερον,
να πάψω αισχρά όπως εδώ
να ψεύδομαι.

Χρήστος Αρμάντο Γκέζος

Ανεκπλήρωτοι φόβοι, Πολύτροπον, 2012
 
  • Like
Reactions: Haagenti

Ήρθα το δύστυχο ορφανό


Ήρθα το δύστυχο ορφανό προς τους ανθρώπους,
τα μάτια μου τα ήμερα μόνο είχα πλούτο εγώ,
προς τους ανθρώπους ήρθα, στου μεγάλους τόπους
οι άνθρωποι δε με ηύραν πονηρό.

Μεσ’ στα είκοσί μου χρόνια μια λαχτάρα νέα,
τ’όνομά της είταν αγάπη, οϊμέ!
κάθε γυναίκα μ’έκαμε να τήνε βρίσκω ωραία,
καμιά γυναίκα δε με βρήκεν όμορφον εμέ!

Χωρίς πατρίδα, χωρίς να’χω βασιλιά,
κι ακόμα δίχως να είμαι παλληκάρι,
πήγα στον πόλεμο για να πεθάνω
αλλά κι ο θάνατος δε μούκαμε τη χάρη.

Αργά πολύ γεννήθηκα ή πολύ νωρίς;
τί θέλω εδώ που μένω;
Αχ! εσείς όλοι, ο πόνος μου βαθύς
παρακαλέστε το Θεό για το δυστυχισμένο.

- Πωλ Βερλαίν -
 
  • Like
Reactions: Skakinen
ΠΑΡΑΙΣΘΗΣΙΟΓΟΝΟ

Και καταστέλλοντας σώμα και επιθυμία
σημαδεύουμε τα πρόσωπά μας με βάσανα
γράφοντας με μαύρα μολύβια τις κόρες των ματιών μας
κι ότι απομένει
μια σκούρα αποπλάνηση
ένα ανήμερο βλέμμα
που στοχεύει και εκπυρσοκροτεί τραυματίζοντας
—ενίοτε θανάσιμα—
το πρώτο οικείο βλέμμα που ηθελημένα θα διεισδύσει
και συ
μην έχοντας δοκιμάσει
εδώ και σαράντα περίπου χρόνια
την αίσθηση του γαλάζιου φορέματος ενός κοριτσιού
που ολόγυμνο σαν το καλοκαίρι
θα τυλίξει τα πόδια του γύρω από τα δικά σου
δεν δίνεις σημασία
μόνο καπνίζεις το βαρύ σου τσιγάρο
λαμπηδόνα νικοτίνης φέγγοντας
ένα μέτρο γύρω όλο κι όλο
ταξιδιώτης του μακρινού δρόμου που έχεις διαλέξει
σκύβοντας από το βάρος
αποκάμνοντας από την κόπωση
ώσπου γίνεσαι ένα με τη γη
σέρνεσαι μες στο κενό
με τι νερό
τι στεναχώρια
σκίζοντας το στόμα να φτιάξεις χαμόγελο
να το προσφέρεις
Κι η κάμαρά σου είναι άδεια
Ψυχή δεν υπάρχει
Ούτε η ψυχή σου
μόνο «τραύμα» αρθρώνεις προσπαθώντας
και ουρλιάζεις «πονάω»
την ώρα που σε τσιμπά
το σιδερένιο έντομο της ανάμνησης
και ο Θεός σταυρώνει στον θόλο του σπιτιού σου
ουρανό το γαλάζιο φόρεμα του κοριτσιού
χτυπώντας με το σφυρί του τέκτονα
ένα καρφί στην σάρκα διεισδύοντας
και το αριστερό της στήθος
φεγγάρι πέτρινο
πλαγιάζει στη θέση της καρδιάς σου δύοντας
Και πάντα θα γράφεις
όσο έχεις τα δάχτυλά σου μες στο κεφάλι της
του ύδατος στιχάκια να ξεδιψάς
κρατώντάς την
σφίγγοντάς την
ρουφώντάς την αργά
εωσότου σωθεί το βαρύ τσιγάρο σου
που σε ταξιδεύει.

Γιάννης Αντιόχου
Εκπνοές, 2014
 
  • Like
Reactions: Haagenti
ΦΩΣ ΑΛΛΟ ΔΕΝ ΓΥΡΕΥΩ

Φως άλλο δεν γυρεύω – του κορμιού σου θέλω μόνο:

διαφάνεια απόλυτη και διαύγεια γλαφυρή σαν θέμα·

μαρμαρυγή με σπλάχνα ποταμού που με τον χρόνο

βαθιά εμπεδώνεται και γίνεται άμετρη με το αίμα.

`

Ποιες ύλες στίλβουσες και ανθεκτικές σού δώσαν σχήμα,

καρδιά ορθρινή που φάσματα πρωιού έχεις ενσαρκώσει;

Τη μέρα θέλω που ’χει της ανάσας σου το κλίμα.

Μια χαραυγή είναι το αίμα σου που δεν θα μεγαλώσει.

`

Φως και ήλιος είναι μόνο το κορμί σου. Και λυκόφως

τ’ άλλα όλα. Εγώ δεν βλέπω τίποτ’ άλλο – μόνο εσένα.

Στο πέρασμά σου γίνονται όλα έρεβος και ζόφος.

Τα μάτια σου, άγνωρα, ποτέ δεν είν’ βασιλεμένα.

`

Διαφάνεια που δεν θά ’χει παρακμή. Ύψιστη ουσία

της αίγλης που ποτέ δεν στέκει σε κορφή και σε άκρη.

Και νεότητα. Μαρμαρυγή. Διαφάνεια υπερουσία

που αναζητάει άστρα απρόσιτα και στου αχανούς τα μάκρη.

`

Το σώμα μελαψό με φως και γόνιμη μιαν άψη.

Χορτάρι μαύρο οι απαρχές – στους κρόταφους φυτρώνει.

Τα μάτια μαύρη ρουφηξιά, το βλέμμα τά ’χει θάψει.

Γαλάζια μέρα. Νύχτιο φως. Σκιά είσαι που ζυγώνει.

`

Φως άλλο δεν γυρεύω απ’ της σκιάς σου τα χρυσάφια

με δαχτυλίδια σκοτεινά και χορταρένια βέρα.

Μες στο αίμα μου που σφύζει στου κορμιού σου τα εδάφια

για πάντα θά ’ναι νύχτα και για πάντα θά ’ναι μέρα.


- Μιγκέλ Χερνάντεζ -
 
  • Like
Reactions: Skakinen
EPXOMAI

Δεν ξέρω αν ο Pίτσος ή ο Όμηρος
είναι που μ’ έπεισε να μπω στον Δούρειο Ίππο
έχοντας μόνο ένα σπαθί κι έναν καθρέφτη.

Έρχομαι από την έρημο εκεί όπου η άμμος
είναι η συντριβή κάθε μορφής.

Έρχομαι από τις Άρκτους, κουβαλώντας
ένα τσουβάλι άστρα και κρατώντας
στο χέρι μου μια μάσκα φεγγαριού.

Έρχομαι απ’ το καλύβι το πλεγμένο μ’ αστραπόκλαδα.
Έρχομαι από ’να σπίτι καμωμένο από καθρέφτες.

Έρχομαι απ’ το φαράγγι το κυρτό όπως σπαθί
μισό από χιόνι και μισό από λουλούδια.

Έρχομαι από τις όχθες του βουνίσιου ποταμού
εκεί που καταρράχτες ασκητές
στέκονται όρθιοι μες στα πέτρινα πιθάρια.

Έρχομαι απ’ το Βορρά· με παγοπέδιλα
δυο μισοφέγγαρα, γλιστρούσα διαρκώς
πάνω στα χιόνια τρεις χιλιάδες χρόνια.

Έρχομαι απ’ των Tατάρων τις ορδές· είμαι ο στρατιώτης
που ’σφαξε τον Aττάρ κ’ είμαι επίσης
ο ίδιος ο Aττάρ και το μαχαίρι που τον έσφαξε.

Έρχομαι απ’ το μαύρο γαλαξία των μυρμηγκιών που παρασέρνει
μια πεταλούδα πεθαμένη σα να είναι
ιστιοφόρο αγγέλου σα να είναι
ο Ίκαρος μετά από την πτώση του.

Έρχομαι απ’ την Ελλάδα που με χέρι
την Πελοπόννησο ξαμώνει και σκορπά
γύρω της τα νησιά για να μην είναι
μόνη της απλωμένη μες στη θάλασσα.

Έρχομαι από την τρύπα ενός σάπιου κλωναριού
όπου ιερουργούσα με στολή άγριας μέλισσας
είτε φορούσα άμφια πεταλούδας.

Έρχομαι από το σούρουπο εκεί
της Θεσσαλίας, όπου βόσκησα
για χίλια χρόνια ένα κοπάδι από φωτιές.

Έρχομαι απ’ το βιβλίο του Αναξίμανδρου· σ’ αυτό
βρίσκομαι πάντα όπου κι αν πηγαίνω.

Mε ρώτησαν από που έρχομαι.
Tι να τους έλεγα;
Δεν θα με καταλάβαιναν
και τότε
θα μ’ οδηγούσανε δεμένο στον ψυχίατρο.

«Έρχομαι» είπα, έτσι απλά, «απ’ το Αγρίνιο»,
κρύβοντας μες τη λέξη αυτή όσο μπορούσα
το “άγριος”, το “νι”, και προ παντός
το “ο”, που ’ναι πηγάδι και παγίδα,
σπίτι μου και καθρέφτης και λαβύρινθος (μα ναι
ο πιο πολύπλοκος λαβύρινθος κι ας φαίνεται
τόσο απλό, ένα μικρό δαχτυλιδάκι).

Γιάννης Υφαντής
Ναός του κόσμου, 1996
 
  • Like
Reactions: Haagenti
ΤΟ ΗΜΙΤΕΛΕΣ ΠΟΙΗΜΑ

Τόσα χρόνια γράφω διαρκώς το ίδιο ποίημα
κι όμως ποτέ δεν φτάνω σ’ ένα τέλος.
Το γράφω με άλλες λέξεις, άλλες εικόνες,
άλλες ιστορίες κι όλο επανέρχονται
τα ίδια ερωτηματικά, οι ίδιες εξάρσεις,
ο ίδιος πόνος, τα ίδια όνειρα, ξανά και ξανά.

Μες στη ρευστότητα του κόσμου
μόνο σταθερό σημείο εσύ
που ήρθες και με βρήκες ένα πρωί
σ’ ένα μοναχικό παγκάκι σε ξένη πόλη
μ’ ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στο χέρι
κι ένα δωμάτιο φωτισμένο από την αντανάκλαση
των αχτίδων του ήλιου στο άσπρο χιόνι
όπου μπήκες ένα άλλο πρωινό
και πέταξες όλα τα ρούχα σου στο πάτωμα.

Είναι κι ένα παιδί
που στη μια και στην άλλη γλώσσα
μαθαίνει τα χρώματα και τα ονόματα του κόσμου.

Αυτό το ίδιο ποίημα το γράφουν ίσως
και όλοι οι άλλοι ποιητές του κόσμου.
Το γράφουν με διαφορετικές λέξεις,
διαφορετικές εικόνες, μύθους και ιστορίες,
γι’ αυτό κι η ποίηση δεν τελειώνει ποτέ.

Γιώργος Μολέσκης, 2013
 
  • Like
Reactions: Haagenti

Θέλω να κουβεντιάσω


Θέλω να κουβεντιάσω σ’ ένα καφενείο
που να ‘χει πόρτα ανοιχτή
και να μην έχει θάλασσα
μονάχα άντρες άνεργους
σκόνη με ήλιο και σιωπή
να μπαίνει ο ήλιος στο κονιάκ
κ’ η σκόνη μαζί με τα τσιγάρα στα πλεμόνια μας
κι ας μην πάρουμε και σήμερα βρε αδερφέ
προφύλαξη για την υγεία μας
κι ούτε να δίνεις συμβουλές
το πως το κατεβάζω έτσι
και πως σκορπιέμαι έτσι
και να αφήσεις ήσυχα στα μούτρα
τις μπογιές τις μύξες και τα κλάματα
να τρέξουνε.
Μονάχα να κοιτάζεις ήρεμα
τα νύχια τα μαλλιά μου και τα χρόνια
πού ‘ναι βρώμικα
και γώ
να μη δίνω φράγκο για όλα αυτά
Μόνο το κόμμα, το χριστουλάκο τους
γιατί δε φτιάχτηκε το κόμμα τόσα χρόνια
και σύ να σαι φίλος. Φίλος-φίλος
έτσι όπως το λέει ο Καζαντζίδης
και το κονιάκ να ναι σκατά
και εργολάβος πουθενά δε φάνηκε
έχει δωμάτιο για παράνομους
πάνω απ’ το καφενείο
θα σου τα ρίξω σε μια δόση
το συνηθίζω άμα μεθάω – έτσι για να σε λιανίσω-
να σε δω χωρίς βρακί να δούμε τι θα κάνεις
εσύ όμως λέει δεν θα σαι απ’ αυτούς
θα σηκωθείς και θα χορέψεις παραγγελιά
..βεργούλες και με δείρανε..
και θα κρατάς στις χούφτες σου
μ’ αγάπη και με προσοχή το μυαλό μου
είναι έτοιμο να διαλυθεί στα χίλια. Με πονάει.
Κι όταν
έρθουνε να σου πουν
εδώ δεν είναι
τόπος
και χρόνος
για τέτοια πράγματα
τράβηξε τη φαλτσέτα και θέρισε

- Κατερίνα Γωγου
 
  • Like
Reactions: FINIX and Skakinen

Ο Μιχαλιός​


Το Μιχαλιό τον πήρανε στρατιώτη.
Καμαρωτά ξεκίνησε κι ωραία
με το Μαρή και με τον Παναγιώτη.
Δεν μπόρεσε να μάθει καν το «επ' ώμου».
Όλο εμουρμούριζε: «Κυρ Δεκανέα,
άσε με να γυρίσω στο χωριό μου».

Τον άλλο χρόνο, στο νοσοκομείο,
αμίλητος τον ουρανό κοιτούσε.
Εκάρφωνε πέρα, σ' ένα σημείο,
το βλέμμα του νοσταλγικό και πράο,
σα να 'λεγε, σα να παρακαλούσε:
«Αφήστε με στο σπίτι μου να πάω».

Κι ο Μιχαλιός επέθανε στρατιώτης.
Τον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροι,
μαζί τους ο Μαρής κι ο Παναγιώτης.
Απάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκος,
μα του αφήσαν απέξω το ποδάρι:
Ήταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος.

Κ.Γ. Καρυωτάκης​

Από τη συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες (1927)

Ο Μιχαλιός

 
  • Like
Reactions: Skakinen
Κλιμάκωση ερωτικής  ιστορίας

1.
θα ζήσουμε μια ποιητική ζωή σ' έναν αντιποιητικό κόσμο. θα τρώμε βαμβακόπιτες και σμέουρα,
θα κάνουμ' έρωτα μέσα σε σανσκριτικές καλαμιές και θα λατρεύουμε τον ιερόδουλο ήλιο. οι
συντροφιές μας θα αποτελούνται κυρίως από νότες και θα καπνίζουμε μόνο απαγορευμένα
τσιγάρα από κείνα που βγάζουν κόκκινο καπνό και δελεάζουν των πουλιών τα ράμφη. όταν
καλοκαιριάζει θα σε πηγαίνω βαρκάδα στον ποταμό Κάτι για να μαζέψουμε νεροσταγόνες να
έχεις να στολίζεις τα μάτια σου το χειμώνα. και το χειμώνα θα κοιμόμαστε αγκαλιά με τους
λύκους και θα μαθαίνουμε τη γλώσσα των άδειων δέντρων. έτσι θα ζούμε. κι άσε τους άλλους να
μιλούν για λάσπες και ξερατά μετά από ένα κακό μεθύσι. άσ' τους να πηγαινοέρχονται πρωί και
βράδυ χωρίς ν' ακούν τον κότσυφα που τραγουδάει μια εξομολόγηση στην καφετιά του
αγαπημένη. ο κόσμος μας μωρό μου είναι αντιποιητικός όπως εκείνο το λευκό λουλούδι που
φυτρώνει στις παραλίες τέλη απρίλη.
τι εννοείς ποιο λουλούδι;
τέλη απρίλη σε περιμένω.

2.
θα ερωτευτούμε. εσύ θα με πνίγεις κι από λίγο τις νύχτες ώσπου μια μέρα θα 'χουν τελειώσει
όλες μου οι ανάσες και χωρίς να καταλάβει κανείς τίποτα θα με θάψεις κάτω από το μνημείο στην
αυλή με το ξύλινο πόδι του μπαρμπα-γάκη και τα φουτουριστικά κοσμήματα μιας πρώην
ερωμένης. θα με ποτίζεις κάθε μέρα να μη διψάω γιατί δεν υπάρχει τίποτα χειρότερο απ' τη δίψα
κι ύστερα θα κάθεσαι δίπλα και θα τηλεφωνείς στην αγία μητέρα μιλώντας με μάλιστα και ω μα τι
λέτε. ο δείκτης σου θα ξεχαρβαλώνει το αθώο χώμα συνθλίβοντας χλόη. τα σύννεφα θα
πηγαινοέρχονται όπως πάντα αφράτα και γελαστά ενώ θα κουβαλούν μέσα τους τον πνιγμό του
κόσμου και τα πουλιά θα σφυρίζουν ανέμελους σκοπούς για το τέλος.
θέλεις ακόμα να ερωτευτούμε;
μετράω αντίστροφα και σταματώ ν' αναπνέω.

Κατερίνα Ζησάκη

Ιστορίες απ' το ονειροσφαγείο (Μανδραγόρας, 2014)
 
  • Like
Reactions: Haagenti
Ars Poetica

Το ποίημα θέλω να είναι νύχτα, περιπλάνηση
σε ξεμοναχιασμένους δρόμους και σε αρτηρίες
όπου η ζωή χορεύει. Θέλω να είναι
αγώνας, όχι μια μουσική που λύνεται
μα πάθος για την μέσα έκφραση μιας ασυναρτησίας
μιας αταξίας που θα γίνει παρανάλωμα
αν δεν τα παίξουμε όλα για όλα.

Όταν οι άλλοι, αδιάφοροι, με σιγουριά
ξοδεύονται άσκοπα ή ετοιμάζονται το βράδυ
να πεθάνουν, όλη τη νύχτα ψάχνω για ψηφίδες
αδιάφθορες μες στον μονόλογο τον καθημερινό
κι ας είναι οι πιο φθαρμένες. Να φεγγρίζουν
μες στο πυκνό σκοτάδι τους σαν τ’ αχαμνά ζωύφια
τυχαίες, σκοτωμένες απ’ το νόημα
με αίσθημα ποτισμένες.

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου
(Ο δύσκολος θάνατος, 1978)
 
  • Like
Reactions: Haagenti

Η Φαρμακωμένη


Τὰ τραγούδια μοῦ τἄλεγες ὅλα
Τοῦτο μόνο δὲν θέλει τὸ πεῖς,
Τοῦτο μόνο δὲν θέλει τ᾿ ἀκούσεις,
Ἄχ! τὴν πλάκα τοῦ τάφου κρατεῖς.

Ὦ παρθένα! ἂν ἠμπόρειαν οἱ κλάψαις
Πεθαμένου νὰ δώσουν ζωή,
Τόσαις ἔκαμα κλάψαις γιὰ σένα,
Ποὺ θελ᾿ ἔχεις τὴν πρώτη πνοή.

Συφορά! σὲ θυμοῦμ᾿ ἐκαθόσουν
Σ᾿ τὸ πλευρό μου μὲ πρόσωπο ἀχνὸ
«Τί ἔχεις» σοῦ ῾πα καὶ σὺ μ᾿ ἀποκρίθης
«Θὰ πεθάνω, φαρμάκι θὰ πιῶ».

Μὲ σκληρότατο χέρι τὸ πῆρες,
Ὡραία κόρη, κι αὐτὸ τὸ κορμί,
Ποὺ τοῦ ἔπρεπε φόρεμα γάμου,
Πικρὸ σάβανο τώρα φορεῖ.

Τὸ κορμί σου ἐκεῖ μέσα στὸν τάφο
Τὸ στολίζει σεμνὴ παρθενιά,
Τοῦ κακοῦ σὲ ἀδικοῦσεν ὁ κόσμος,
Καὶ σοῦ φώναζε λόγια κακά.

Τέτοια λόγια ἂν ἠμπόρειες ν᾿ ἀκούσεις,
Ὂχ τὸ στόμα σου τ᾿ ἤθελε βγεῖ;
«Τὸ φαρμάκι ποὺ ἐπῆρα, καὶ οἱ πόνοι,
Δὲν ἐστάθηκαν τόσο σκληροί.

Κόσμε ψεύτη! ταὶς κόραις ταὶς μαύραις
κατατρέχεις ὅσο εἶν᾿ ζωνταναίς,
Σκληρὲ κόσμε! καὶ δὲν τοὺς λυπᾶσαι
Τὴν τιμήν, ὅταν εἶναι νεκραίς.

Σώπα, σώπα! θυμήσου πὼς ἔχεις
Θυγατέρα, γυναίκα, ἀδελφή,
Σώπα ἡ μαύρη κοιμᾶται στὸ μνῆμα
καὶ κοιμᾶται παρθένα σεμνή.

Θὰ ξυπνήσει τὴν ὕστερη ἡμέρα,
Εἰς τὸν κόσμον ὀμπρὸς νὰ κριθεῖ,
Καὶ στὸν Πλάστη κινώντας μὲ σέβας
Τὰ λευκά της τὰ χέρια θὰ πεῖ:

«Κοίτα μέσα στὰ σπλάχνα μου, Πλάστη!
τὰ φαρμάκωσα ἀλήθεια ἡ πικρή,
καὶ μοῦ βγῆκε ὂχ τὸ νοῦ μου, Πατέρα
Ποὺ πλασμένα μοῦ τἄχες Ἐσύ.

Ὅμως κοίτα στὰ σπλάχνα μου μέσα,
Ποῦ τὸ κρίμα τοὺς κλαῖνε, καὶ πές,
Πὲς τοῦ κόσμου, ποὺ φώναξε τόσα,
Ἐδῶ μέσα ἂν εἶν᾿ ἄλλες πληγαίς».

Τέτοια ὀμπρὸς εἰς τὸν Πλάστη κινώντας
Τὰ λευκά της τὰ χέρια θὰ πεῖ.
«Σώπα, κόσμε! κοιμᾶται στὸ μνῆμα,
καὶ κοιμᾶται παρθένα σεμνή»

Διονύσιος Σολωμός​

 
  • Like
Reactions: Skakinen
Κάποια δείγματα γραφής απο τον Ανέστη Ευαγγέλου (1937-1994)

Πρόλαβε, ποίηση

Τούτη την τελευταία ώρα που νιώθω κιόλας
να τρίζουν τα θεμέλιά μου, που ακούω
οι μυστικοί μου αρμοί να παίζουν, απειλώντας με
κάθε στιγμή να πέσω και να σωριαστώ-
τούτη την ύστατη ώρα
πρόλαβε, ποίηση
λέξεις
αίμα από το αίμα μου
από τη σάρκα μου σάρκα
πρόλαβε, ποίηση
πριν έρθει η νύχτα
να διασώσω κάτι από το πρόσωπό μου.

(Περιγραφή εξώσεως, 1960)

Δε μίλησα ακόμα

Δε μίλησα ακόμα όσο έπρεπε
έχω πολύ απόθεμα που με βαραίνει
πολλές ακόμα λέξεις, πολλά λόγια
άπειρο πλήθος από φράσεις κι από λόγια
όμως μη με κατηγορείτε φίλοι μου που αργώ
που δυσκολεύομαι τόσο να μιλήσω -
πρέπει να βρω τα σύμβολα που πρέπουν
τις σκοτεινές μου αλληγορίες.

Πώς να μιλήσεις, πώς να εκφραστείς
πώς να δεχτείς έτσι γυμνό το θάνατο.

(Μέθοδος αναπνοής, 1966)

Είναι πολλοί

Είναι πολλοί που ουρλιάζουνε τις νύχτες
κι άψογοι, την ημέρα, περιφέρονται ανάμεσά μας,
πολλοί μ’ έν’ αναμμένο σίδερο μες στο μυαλό
κόκκινο σίδερο κάτω απ’ το δέρμα.

Είναι πολλά τ’ αδέρφια μου. Δεν είμαι μόνος.

(Μέθοδος αναπνοής, 1966)

Οι πράξεις

Αρχίζω πια να δυσκολεύομαι με την ομιλία
να χάνω λίγο λίγο το δώρο που μου χάρισαν οι θεοί.

Περίσσεψαν οι πράξεις, φίλοι μου, μας πλάκωσαν,
μας σύντριψαν με το περίσσιο βάρος τους∙
δε φτάνουν πια τα λόγια, δεν επαρκούν,
δε βγαίνουν καν κάτω απ’ το βάρος
των πράξεων.

Ήδη μπερδεύονται τα λόγια μου, τραυλίζω,
χάνουν σιγά σιγά τη συνοχή τους
χάνουν τη δύναμη και το ζεστό τους αίμα
ακόμα λίγο και θα γίνουν άναρθρες κραυγές.

Οι πράξεις μας,
όγκοι χωμάτων, μπάζα και σιωπή,
μας έπνιξαν.

(Μέθοδος αναπνοής, 1966)

Τις νύχτες, όταν όλοι κοιμούνται

Τις νύχτες, όταν όλοι κοιμούνται
κι εγώ γελιέμαι πως ο Θεός μ’ ακούει και προσεύχομαι,
πόσες φορές δε ζήτησα
πόσες φορές δεν παρακάλεσα:

Θεέ μου, κάνε πιο απλόν
πάρε αυτό το κορμί και τσάκισέ το
σπάσε τα κόκαλά μου, αφάνισε το δέρμα μου
πάρε αυτήν την πολύπλοκη καρδιά και κάν’ τη στάχτη
κάνε μου λιώμα το κρανίο
δώσε ένα τέλος στο τυραννισμένο αυτό μυαλό -
κι ύστερα πάρε κάνε με από την αρχή,
γέννησέ με ξανά όπως δε μ’ έκαμεν η μάνα μου,
κάνε με απλόν και μονοκόμματο
όπως κομμένον άγριο βράχο σε φαράγγι.

(Μέθοδος αναπνοής, 1966)

Ars poetica

To ποίημα δεν είναι τραγούδι,
ανάερη θλίψη για κάτι μακρινό, χαμένο,
έστω με την πιο τέλεια μουσική∙ δεν είναι
αναμονή του άγνωστου, γοητευτική,
μες στην αβεβαιότητά της, προσδοκία.

Το ποίημα είναι μια ανοιχτή πληγή που τρέχει -
όσο πιο ανοιχτή τόσο καλύτερα∙ κάνω ποίηση
θα πει τρυπώ το θώρακα μ’ ένα νυστέρι
ψάχνω με χέρι σταθερό όπως οι χειρούργοι
γυρεύω την καρδιά και την τρυπώ, χύνω το αίμα
άφθονο μες στις λέξεις - κόκκινο,
ζεστό, το αίμα, όλοι το ξέρουν,
το πιο θαυμαστό, το πιο όμορφο πως είναι πράγμα.

(Μέθοδος αναπνοής, 1966)
 
Last edited:
  • Love
Reactions: Haagenti
Ένα ...τοσοδούλι από τη Λένα Παππά που έφυγε πρόσφατα :

Η φλόγα

Το ζήτημα δεν είναι μόνο να καείς.
Είναι να υψώσεις μέσα στο σκοτάδι
όσο μπορείς να υψώσεις
τη φλόγα σου.
Υπάρχουν που γινήκαν στάχτη
στάχτη που γέμισαν τον κόσμο δίχως
μια τόση δα μικρή κι ωραία σπίθα
γύρω τους να λάμψει.

(Σκοτεινός θάλαμος/1979)
 
  • Love
Reactions: Skakinen
Το νόημα της απλότητας

Πίσω από απλά πράγματα κρύβομαι, για να με βρείτε
αν δε με βρείτε, θα βρείτε τα πράγματα,
θ’ αγγίξετε εκείνα που άγγιξε το χέρι μου,
θα σμίξουν τα χνάρια των χεριών μας.

Το αυγουστιάτικο φεγγάρι γυαλίζει στην κουζίνα
σα γανωμένο τεντζέρι (γι’ αυτό που σας λέω γίνεται έτσι)
φωτίζει τ’ άδειο σπίτι και τη γονατισμένη σιωπή του σπιτιού –
πάντα η σιωπή μένει γονατισμένη.

Η κάθε λέξη είναι μια έξοδος
για μια συνάντηση, πολλές φορές ματαιωμένη,
και τότε είναι μια λέξη αληθινή, σαν επιμένει στη συνάντηση.


Γιάννης Ρίτσος / Παρενθέσεις, (1946-1947)
 
  • Like
Reactions: Skakinen
Θέλω να γνωρίσω όλους αυτούς που σκύβουν

Θέλω να γνωρίσω όλους αυτούς που σκύβουν
Πάνω από ένα καθαρό κομμάτι χαρτί
Μέσα σε βρόμικες διαλυμένες κάμαρες
Γεμάτοι οργή κι απόγνωση
Αποφασισμένοι ωστόσο
Να το λεκιάσουν με λέξεις
βρόμικες λέξεις
άγιες λέξεις
λέξεις κλειδιά
ιδέες φαντάσματα
λυτρωτικές φράσεις

Θέλω να γνωρίσω όλους αυτούς τους μανιακούς του λόγου

Να γλείψω το μελάνι από τα δάχτυλα τους
Να φιλήσω τα παραμορφωμένα τους μέτωπα
Να συμμαζέψω τις τσαλακωμένες τους ονειρώξεις
Να διορθώσω τα ορθογραφικά λάθη του έρωτα τους
Να τους καθησυχάσω
Να τους πείσω πως δε χρειαζόμαστε άλλο αίμα γι’ απόψε
Πως χορτάσαμε
Κι ύστερα να τους βάλω στο κρεβάτι
Και να τους νανουρίσω

Γιάννης Αγγελάκας
(Πώς τολμάς και νοσταλγείς, τσόγλανε; , 1999)
 
  • Like
Reactions: Haagenti
βουκολικη ποιηση , θεοκριτος, 3ος πχ αιων

ΘΥΡΣΙΣ

Ἁδύ τι τὸ ψιθύρισμα καὶ ἁ πίτυς, αἰπόλε, τήνα,
ἁ ποτὶ ταῖς παγαῖσι, μελίσδεται, ἁδὺ δὲ καὶ τύ
συρίσδες· μετὰ Πᾶνα τὸ δεύτερον ἆθλον ἀποισῇ.
αἴ κα τῆνος ἕλῃ κεραὸν τράγον, αἶγα τὺ λαψῇ·
5αἴ κα δ᾽ αἶγα λάβῃ τῆνος γέρας, ἐς τὲ καταρρεῖ
ἁ χίμαρος· χιμάρω δὲ καλὸν κρέας, ἔστε κ᾽ ἀμέλξῃς.

ΑΙΠΟΛΟΣ

ἅδιον, ὦ ποιμήν, τὸ τεὸν μέλος ἢ τὸ καταχές
τῆν᾽ ἀπὸ τᾶς πέτρας καταλείβεται ὑψόθεν ὕδωρ.
αἴ κα ταὶ Μοῖσαι τὰν οἴιδα δῶρον ἄγωνται,
10ἄρνα τὺ σακίταν λαψῇ γέρας· αἰ δέ κ᾽ ἀρέσκῃ
τήναις ἄρνα λαβεῖν, τὺ δὲ τὰν ὄιν ὕστερον ἀξῇ.

ΘΥΡΣΙΣ

λῇς ποτὶ τᾶν Νυμφᾶν, λῇς, αἰπόλε, τεῖδε καθίξας,
ὡς τὸ κάταντες τοῦτο γεώλοφον αἵ τε μυρῖκαι,
συρίσδεν; τὰς δ᾽ αἶγας ἐγὼν ἐν τῷδε νομευσῶ.

ΑΙΠΟΛΟΣ

15οὐ θέμις, ὦ ποιμήν, τὸ μεσαμβρινὸν οὐ θέμις ἄμμιν
συρίσδεν. τὸν Πᾶνα δεδοίκαμες· ἦ γὰρ ἀπ᾽ ἄγρας
τανίκα κεκμακὼς ἀμπαύεται· ἔστι δὲ πικρός,
καί οἱ ἀεὶ δριμεῖα χολὰ ποτὶ ῥινὶ κάθηται.

………………………………………………
ΘΥΡΣΙΣ

ἄρχετε βουκολικᾶς, Μοῖσαι φίλαι, ἄρχετ᾽ ἀοιδᾶς.

65Θύρσις ὅδ᾽ ὡξ Αἴτνας, καὶ Θύρσιδος ἁδέα φωνά.
πᾷ ποκ᾽ ἄρ᾽ ἦσθ᾽, ὅκα Δάφνις ἐτάκετο, πᾷ ποκα, Νύμφαι;
ἦ κατὰ Πηνειῶ καλὰ τέμπεα, ἢ κατὰ Πίνδω;
οὐ γὰρ δὴ ποταμοῖο μέγαν ῥόον εἴχετ᾽ Ἀνάπω,
οὐδ᾽ Αἴτνας σκοπιάν, οὐδ᾽ Ἄκιδος ἱερὸν ὕδωρ.

70ἄρχετε βουκολικᾶς, Μοῖσαι φίλαι, ἄρχετ᾽ ἀοιδᾶς.

τῆνον μὰν θῶες, τῆνον λύκοι ὠρύσαντο,
τῆνον χὠκ δρυμοῖο λέων ἔκλαυσε θανόντα.

…………………………………………………………
(ΘΥΡΣΙΣ)

«νῦν ἴα μὲν φορέοιτε βάτοι, φορέοιτε δ᾽ ἄκανθαι,
ἁ δὲ καλὰ νάρκισσος ἐπ᾽ ἀρκεύθοισι κομάσαι,
πάντα δ᾽ ἄναλλα γένοιτο, καὶ ἁ πίτυς ὄχνας ἐνείκαι,
135Δάφνις ἐπεὶ θνάσκει, καὶ τὰς κύνας ὥλαφος ἕλκοι,
κἠξ ὀρέων τοὶ σκῶπες ἀηδόσι γαρύσαιντο.»

λήγετε βουκολικᾶς, Μοῖσαι, ἴτε λήγετ᾽ ἀοιδᾶς.

χὢ μὲν τόσσ᾽ εἰπὼν ἀπεπαύσατο· τὸν δ᾽ Ἀφροδίτα
ἤθελ᾽ ἀνορθῶσαι· τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει
140ἐκ Μοιρᾶν, χὠ Δάφνις ἔβα ῥόον. ἔκλυσε δίνα
τὸν Μοίσαις φίλον ἄνδρα, τὸν οὐ Νύμφαισιν ἀπεχθῆ