Ποίηση....γιατί όχι;

και η μεταφραση

ΘΥΡΣΗΣ

Γλυκύτατα, γιδοβοσκέ, τραγουδάει θροΐζοντας

και το πεύκο εκείνο πλάι στην πηγή,

γλυκιά μελωδία παίζεις κι εσύ με τη σύριγγα·

μετά τον Πάνα θα λάβεις το δεύτερο βραβείο.

Αν εκείνος κερδίσει τράγο κερασφόρο, εσύ θα πάρεις αίγα·

αν πάλι πάρει εκείνος αίγα ως έπαθλο, σ᾽ εσένα πέφτει το κατσίκι·

του κατσικιού το κρέας είναι τρυφερό, ώς την ώρα που θα το αρμέξεις.

ΑΙΠΟΛΟΣ

Το δικό σου τραγούδι, βοσκέ, είναι πιο γλυκό

και από εκείνο το νερό που κελαρύζει

καθώς κυλάει ψηλά από το βράχο.

Αν οι Μούσες πάρουν δώρο την προβατίνα,

εσύ θα λάβεις ως έπαθλο αρνί της μάντρας·

αν πάλι εκείνες θελήσουν να πάρουν αρνί,

εσύ θα έχεις τότε την προβατίνα.

ΘΥΡΣΗΣ

Θέλεις για χάρη των Νυμφών,γιδοβοσκέ, θέλεις να καθίσεις εδώ

σ᾽ αυτή την πλαγιά του λόφου με τα αρμυρίκια και να παίζεις

τη σύριγγα;

Όσο εσύ θα παίζεις, θα φυλάω εγώ τις αίγες.

ΑΙΠΟΛΟΣ

Δεν κάνει, βοσκέ, δεν κάνει εμείς να παίζουμε

τη σύριγγα τα μεσημέρια.

Φοβόμαστε τον Πάνα· την ώρα εκείνη αναπαύεται

κουρασμένος από το κυνήγι.

Και είναι ανελέητος· μια ζωή στη μύτη του κάθεται χολή φαρμάκι.



..............................................................................

ΘΥΡΣΗΣ

Αρχίστε, αγαπημένες Μούσες, αρχίστε το βουκολικό τραγούδι.



Εγώ είμαι ο Θύρσης από την Αίτνα,

και είναι γλυκιά η φωνή του Θύρση.

Πού ήσασταν άραγε, Νύμφες, όταν έλιωνε ο Δάφνης, πού ήσασταν;

Μήπως στις θεσπέσιες κοιλάδες του Πηνειού ή μήπως στην Πίνδο;

Στο πλατύ ποτάμι του Ανάπου πάντως δεν ήσασταν, όχι,

ούτε στην κορυφή της Αίτνας, ούτε στα ιερά νερά του Άκιδος.

Αρχίστε, αγαπημένες Μούσες, αρχίστε το βουκολικό τραγούδι.



Για κείνον ωρύονταν τα τσακάλια, για κείνον οι λύκοι,

εκείνον και το λιοντάρι του δρυμού τον έκλαψε όταν πέθανε.



..............................................................................

(ΘΥΡΣΗΣ)

«...Τώρα ας βλαστήσουν μενεξέδες από βάτα,

ας βλαστήσουν από αγκάθια,

ο υπέροχος νάρκισσος ας στέψει την κόμη των κέδρων,

ας ανατραπούν τα πάντα, ας βγάλει αχλάδια και η κουκουναριά,

αφού πεθαίνει ο Δάφνης, ας σπαράξει και το ελάφι τους σκύλους

και οι κουκουβάγιες των βουνών ας συναγωνιστούν τ᾽ αηδόνια.



Ας πάψει το βουκολικό τραγούδι σας, Μούσες, ω ας πάψει.



Αυτά είπε και σώπασε· η Αφροδίτη ήθελε να τον σηκώσει επάνω,

όμως είχε σωθεί το νήμα της Μοίρας

και ο Δάφνης ταξίδεψε στις ροές του ποταμού.140

Το κύμα εσκέπασε τον άνδρα που αγάπησαν οι Μούσες,

που ελάτρεψαν οι Νύμφες.


(μετάφραση Θ. Κ. Στεφανόπουλος)
 
  • Like
Reactions: Cicadelic Ranger
ναι και ο Κωστας Κρυσταλλης Κώστας Κρυστάλλης - Ποιήματα Κώστας Κρυστάλλης (1868-1894): ποιητὴς καὶ πεζογράφος ἀπὸ τὴν Ἤπειρο. Ἐγεννήθη ἐν Συρράκῳ. Ἐξέδωκε τὰ ἔργα: Σκιαὶ τοῦ ᾅδου (ὧν ἕνεκα ἐξεδιώχθη ὑπὸ τῶν Τούρκων), Καλόγερος, Ἀγροτικά, Τραγουδιστὴς τοῦ χωριοῦ καὶ τῆς στάνης καὶ σειρὰ διηγημάτων ὑπὸ τὸν τίτλον Πεζογραφήματα. Ἑργασθεὶς δι᾿ ὀλίγα ἔτη εἰς Ἀθήνας ὑπὸ δυσκόλους συνθῆκας, ἠσθένησε βαρέως καὶ ἀπεβίωσε ἐν Ἄρτῃ τῷ 1894.

Ἀπὸ μικρὸ κι ἀπ᾿ ἄφαντο πουλάκι, σταυραητέ μου,
παίρνεις κορμὶ μὲ τὸν καιρὸ καὶ δύναμη κι ἀγέρα
κι ἁπλώνεις πῆχες τὰ φτερὰ καὶ πιθαμὲς τὰ νύχια
καὶ μέσ᾿ στὰ σύγνεφα πετᾶς, μέσ᾿ στὰ βουνὰ ἀνεμίζεις
φωλιάζεις μέσ᾿ στὰ κράκουρα, συχνομιλᾶς μὲ τἄστρα,
μὲ τὴν βροντὴ ἐρωτεύεσαι, κι ἀπιδρομᾶς καὶ παίζεις
μὲ τἄγρια ἀστροπέλεκα καὶ βασιλιᾶ σὲ κράζουν
τοῦ κάμπου τὰ πετούμενα καὶ τοῦ βουνοῦ οἱ πετρίτες.

Ἔτσι ἐγεννήθηκε μικρὸς κι ὁ πόθος μου στὰ στήθη,
κι ἀπ᾿ ἄφαντο κι ἀπ᾿ ἄπλερο πουλάκι σταυραητέ μου,
μεγάλωσε, πῆρε φτερά, πῆρε κορμὶ καὶ νύχια
καὶ μοῦ ματώνει τὴν καρδιά, τὰ σωθικά μου σκίζει
κι ἔγινε τώρα ὁ πόθος μου ἀητός, στοιχειὸ καὶ δράκος
κι ἐφώλιασε βαθιὰ - βαθιὰ μέσ᾿ στ᾿ ἄσαρκο κορμί μου
καὶ τρώει κρυφὰ τὰ σπλάγχνα μου, κουφοβοσκάει τὴν νιότη.

Μπεζέρισα νὰ περπατῶ στοῦ κάμπου τὰ λιοβόρια.
Θέλω τ᾿ ἀψήλου ν᾿ ἀνεβῶ ν᾿ ἀράξω θέλω, ἀητέ μου,
μέσ᾿ στὴν παλιά μου κατοικιά, στὴν πρώτη τὴ φωλιά μου,
Θέλω ν᾿ ἀράξω στὰ βουνά, θέλω νὰ ζάω μ᾿ ἐσένα.
Θέλω τ᾿ ἀνήμερο καπρί, τ᾿ ἀρκούδι, τὸ πλατόνι,
καθημερνή μου κι ἀκριβὴ νὰ τἄχω συντροφιά μου.
Κάθε βραδούλα, κάθε αὐγή, θέλω τὸ κρύο τ᾿ ἀγέρι
νἄρχεται ἀπὸ τὴν λαγκαδιά, σὰν μάνα, σὰν ἀδέρφι
νὰ μοῦ χαϊδεύει τὰ μαλλιὰ καὶ τ᾿ ἀνοιχτά μου στήθη.

Θέλω ἡ βρυσούλα, ἡ ρεματιά, παλιὲς γλυκές μου ἀγάπες
νὰ μοῦ προσφέρνουν γιατρικὸ τ᾿ ἀθάνατα νερά τους.
Θέλω τοῦ λόγγου τὰ πουλιὰ μὲ τὸν κελαϊδισμό τους
νὰ μὲ κοιμίζουν τὸ βραδύ, νὰ μὲ ξυπνοῦν τὸ τάχυ.
Καὶ θέλω νἄχω στρῶμα μου, νἄχω καὶ σκέπασμά μου
τὸ καλοκαίρι τὰ κλαδιὰ καὶ τὸν χειμώ᾿ τὰ χιόνια.

Κλωνάρια ἀπ᾿ ἀγριοπρίναρα, φουρκάλες ἀπὸ ἐλάτια
θέλω νὰ στρώνω στοιβανιὲς κι ἀπάνου νὰ πλαγιάζω,
ν᾿ ἀκούω τὸν ἦχο τῆς βροχῆς καὶ νὰ γλυκοκοιμιέμαι.

Ἀπὸ ἡμερόδεντρον ἀητέ, θέλω νὰ τρώω βαλάνια,
θέλω νὰ τρώω τυρὶ ἀλαφιοῦ καὶ γάλα ἀπ᾿ ἄγριο γίδι.
Θέλω ν᾿ ἀκούω τριγύρω μου πεῦκα κι ὀξιὲς νὰ σκούζουν,
θέλω νὰ περπατῶ γκρεμούς, ῥαϊδιά, ψηλὰ στεφάνια,
θέλω κρεμάμενα νερὰ δεξιὰ ζερβιὰ νὰ βλέπω.
Θέλω ν᾿ ἀκούω τὰ νύχια σου νὰ τὰ τροχᾶς στὰ βράχια,
ν᾿ ἀκούω τὴν ἄγρια σου κραυγή, τὸν ἴσκιο σου νὰ βλέπω.
Θέλω, μὰ δὲν ἔχω φτερά, δὲν ἔχω κλαπατάρια,
καὶ τυραννιέμαι, καὶ πονῶ, καὶ σβυιέμαι νύχτα μέρα.

Παρακαλῶ σε, σταυραητέ, γιὰ χαμηλώσου ὀλίγο
καὶ δῶσ᾿ μου τὲς φτεροῦγες σου καὶ πάρε με μαζί σου,
πάρε με ἀπάνου στὰ βουνά, τὶ θὰ μὲ φάῃ ὁ κάμπος!
 
Τα υπόγεια

Σε μυστικές στοές με κρεμασμένους και
υδρόβια, και μια βουή
σαν να περνάει νερό. Πολύ νερό.

Πίσω απ’ τους τοίχους σέρνεται κάτι
πελώριο και βαρύ, που
έχει βράσει σε φριχτές φωτιές, μπορεί
πηγάδι, ένα υπόγειο
πέρασμα, κι ανατινάζεται, κι όλο στενεύει
και ρουφιέται.
Χωρίς ήχο.

Εκεί θα περιμένουν άντρες τρυφεροί με
κλάματα. Και τα μακριά
μαλλιά τους όρθια στο σκοτάδι, όπως των
πνιγμένων.

Τζένη Μαστοράκη
(Ιστορίες για τα βαθιά, 1983)
 
Last edited:
  • Like
Reactions: Haagenti
Από την πρώτη ποιητική συλλογή του Γιάννη Αντιόχου
(Ανήλικης νυκτός παρίστιον δέρμα, 2003)

ΑΝΗΛΙΚΗ ΝΥΧΤΑ

Φωτός τεμάχια
Ανήλικης νυχτός παρίστιον δέρμα
σε φυλλωσιές αναρριχητικών
άστρα δεμένα με σπάγκο

Στις κόγχες των σπηλιών
πάνω σε ύδατα
με νήμα απελπισίας υφασμένα
γυάλινα κοπάδια μαύρων πουλιών
τσάμπουρο το θερινό στερέωμα
τρυγούν ραμφίζοντας

Στις γραμμές των σαράντα κυμάτων
ήμισυς ηλιακός δίσκος
πτερυγίζοντας εκπνέει

Από το παράθυρο σελήνη γράφει τον ορίζοντα
με χρώμα χλωμό
προσώπων που δεν γεννήθηκαν
και στο περβάζι μαύρα μαλλιά κοριτσιού ανοίγουν τούφες στον Ιούλιο

Το βαθύ κίτρινο κορδελάκι του
απλώνει σαν πλοκάμι
συγυρίζει την κάμαρα
κλείνει την εξώπορτα
και κατεβαίνει τα σκαλιά
φορώντας ξυλοπάπουτσα φθαρμένα,
ίδια η Αθανασία

Στη διπλανή ταράτσα
μια μάνα απλώνει στον ουρανό τα σωθικά του γιου της
Τα τινάζει με τέχνη στον αέρα
τα στερεώνει στις φωνητικές της χορδέςθειάζοντας ακαταλήπτως
της αστραπής την έλευση
κι όπως μέσα στη λάμψη
διακόπτες επιτοίχιοι
φωσφορίζουν στο μισοσκόταδο
αίρω τα δάχτυλά μου
αντίχειρας δείκτης
του παρατηρητή πλαίσιο ιοβλέφαρο

Με τη ροή των νερών
στα δακρυσμένα γυαλικά του σπιτιού μου ένα τριζόνι γλιστρά στο πεύκο
ακροβατώντας στις βελόνες

Σώμα παιδιού γινομένου
ρήγνυται στη ζέστη
Φορά το φυλαχτό τ’ ουρανού
ένα τιρκουάζ πετράδι
δεμένο με κορδόνι του σταριού

Ναυαγισμένο στη Θεωρία της Υπερπραγματικότητας
παίζει στα χέρια του τη μοναξιά
Τη στριφογυρίζει στο ένα του δάχτυλο
την εκσφενδονίζει στον τοίχο
τη γράφει με κραγιόνια χρωματιστά
την πυρώνει με την ανάσα του
κι εκείνη φλέγεται

‐ πυρπολημένη εγκαρτέρηση του ιδιώτη -

Να περιμένεις τι;
Να αγωνιάς για τι;

Σώμα εις τέφρα μετουσιωμένο
ως η μετάληψη καταλείπει
το κατακάθι του οίνου και του άρτου
μούσκεμα
στη βροχή που πλημμυρίζει
κατόπτρων εικόνες αμόλυντες
ίδιες κι απαράλλαχτες
τους τελευταίους είκοσι πέντε αιώνες.
 
Μαρμαρογλυφείο

Σηκώνομαι απ’ τον θάνατο
με ένα φριχτό πιάσιμο στη μέση·
φορώ κάτω από το καλό μου κουστούμι
μια θερμοφόρα πράσινη από πλαστικό
που μυρίζει βατραχοπέδιλο
στην Καραθώνα,
βουτάω το πρόσωπο κάτω απ’ το πουκάμισο
να χαιρετήσω την παιδική αγάπη
που χάθηκε πριν από εμένα
[και έτσι] οσφραίνομαι
τα ψαλιδάκια που μέτρησαν οι κέφαλοι
μέσα στη γαλήνη των μεσημεριών

μα σαν αφήνομαι στους ήχους
που φωλιάζουν στ’ αυτιά μου

φρέσκο αλάτι και τ’ όνομά μου
γραμμένο στην μαρμάρινη πλάκα
άγχος με πνίγει γιατί
τα διαλείμματα απ’ τον θάνατο
πάντα κρατούνε λίγο

Βαγιώτη Θεοδώρα
(Μαρμαρογλυφείο, 2022)
 
  • Like
Reactions: Haagenti
Χρίστος Λάσκαρης (1931-2008)

Θα μιλήσω γι’ αυτούς

Θα μιλήσω γι’ αυτούς
που δεν εγνώρισαν ποτέ τον έρωτα,
για όλους όσους πλάγιαζαν
το βράδυ μ’ έναν ίσκιο,
που ένα φιλί
δε δρόσισε τον ύπνο τους,
δεν έσταξε στο στήθος τους
κανένας λόγος,

μόνο μια γεύση ερημιάς,
στα χείλη τους.

Γι’ αυτούς θα πω,
που έζησαν σαν τις φρυγμένες στέρνες,
ολάκερη ζωή.

Είναι εκεί

Είναι εκεί,
σαν ώριμη οπώρα ξαπλωμένη
με το λαιμό γυμνό,
το στήθος της σαν πίδακας

και συ
σκυμμένος πάνω της,
σαν πάνω από γκρεμό,

να θες να πιεις
και να καταποντίζεσαι.

Διαβάζοντας ένα ποίημα

Διάβαζα ένα ποίημα για την άνοιξη,
όταν την είδα
να έρχεται από μακριά:
μισή γυναίκα,
μισή όνειρο.
Κατέβαινε το μονοπάτι κάτω
στεφανωμένη
με άνθη κερασιάς.
Τότε κατάλαβα
τι δύναμη έχουν τα ποιήματα.
 
  • Like
Reactions: Haagenti
Σε κάποιο σκοτάδι της κόλασης

Κάθομαι γυμνός στο παγκάκι της κόλασης
και είναι νύχτα
όμως το σκοτάδι δεν μ αγγίζει.
Κάθομαι φωταγωγημένος από πυρσούς έκπτωτων αγγέλων
στο παγκάκι της κόλασης
επειδή μπορώ πια και να παίξω με τους δαίμονες
και να τους στριμώξω προσωρινά

μέχρι το σκοτάδι να σκεπάσει τα πάντα.

Είμαι γυμνός
αλλά στολισμένος ταυτόχρονα
-σαν επιτάφιος
και σχεδόν θαρραλέος
για κάποια λεπτά.

Γιώργος Χριστοδουλίδης (1968- )
(Μυστικοί άνθρωποι, 2019)
 
  • Like
Reactions: Haagenti
Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ

Εκείνο που φοβάμαι πιο πολύ
είναι μη γίνω «ποιητής»
Μην κλειστώ στο δωμάτιο
ν’ αγναντεύω τη θάλασσα
κι απολησμονήσω.
Μην κλείσουνε τα ράμματα στις φλέβες μου
κι από θολές αναμνήσεις και ειδήσεις της ΕΡΤ
μαυρίζω χαρτιά και πλασάρω απόψεις.
Μη με αποδεχτεί η ράτσα που μας έλειωσε
για να με χρησιμοποιήσει.
Μη γίνουνε τα ουρλιαχτά μου μουρμούρισμα
για να κοιμίζω τους δικούς μου.
Μη μάθω μέτρο και τεχνική
και κλειστώ μέσα σε αυτά
για να με τραγουδήσουν.
Μην πάρω κιάλια για να φέρω πιο κοντά
τις δολιοφθορές που δεν θα παίρνω μέρος
μη με πιάσουν στην κούραση
παπάδες και ακαδημαϊκοί
και πουστέψω
Έχουν όλους τους τρόπους αυτοί
και την καθημερινότητα που συνηθίζεις
σκυλιά μας έχουν κάνει
να ντρεπόμαστε για την αργία
περήφανοι για την ανεργία
Έτσι είναι.
Μας περιμένουν στη γωνία
καλοί ψυχίατροι και κακοί αστυνόμοι.
Ο Μαρξ…
τον φοβάμαι
το μυαλό μου τον δρασκελάει και αυτόν
αυτοί οι αλήτες φταίνε
δεν μπορώ γαμώτο να τελειώσω αυτό το γραφτό
μπορεί… ε;… μιαν άλλη μέρα…

Κατερίνα Γώγου
(Ιδιώνυμο, 1980)
 
  • Like
Reactions: Haagenti
Εδέμ

Γιατί δεν κόπηκε το δέντρο;
Η τιμωρία του είναι να στέκεται
Η τιμωρία μας είναι να το κοιτάμε
Αίμα τα μάτια
οι καρποί κατακόκκινοι
Μην κοιτάς
Ας τρεκλίζει η ανάσα
Ας πέσουμε
-και τι έγινε;
Εμείς πεθάναμε
κι αναστηθήκαμε τόσες φορές
χωρίς βοήθεια

Βροχή

Το ουράνιο τόξο απόψε ματαιώθηκε
λέει το ραδιόφωνο.
Λυπάμαι για τις ψιχάλες στον καφέ σου
για το τσιγάρο που βράχηκε.
Δεν έχει υπόστεγα εδώ
Γέμισαν οι δρόμοι λίμνες
λάσπη και σκουπίδια
-όμως μυρίζεις τις νεραντζιές;
Μας έπνιξε αυτός ο Απρίλης
έλεγαν κάτι για ήλιο στο δελτίο καιρού
-δεν είναι να εμπιστεύεσαι πια το δελτίο
Όπως και να 'χει
περπάτησε λίγο μαζί μου
πόσο μόνος μοιάζει αυτός
που περπατάει στη βροχή χωρίς παρέα
θα χαμογελάω στο υπόσχομαι
και δε θα φαίνονται τα δάκρυα
στην τόση μπόρα

Βασιλεία Οικονόμου
(Το Υπόλοιπο της Αφαίρεσης, 2015)
 
  • Like
Reactions: Haagenti
Γενέθλια

Ξέρω πως τώρα λιγοστεύεις. Πως γίνεσαι ισχνή. Διάτρητη.
Κάθε που βρέχει στάζεις και κάθε που φυσά πετάς, διάφανο
φτερό εφήμερου εντόμου. Σύντομα –πιὸ σύντομα απ ̓ όσο ποτέ
φαντάστηκες– θα είσαι μία λιγνή στιγμή. Στιγμή μεταξωτή.
Σαν την κλωστή που πέρναγες απ’ τη βελόνα και καμάρωνες
για τα καλά σου μάτια.
Πού είναι τώρα τα μάτια σου να δεις που μεγαλώνω μόνο με παρελθόν;
Πού είναι να πάρουν την οργισμένη θλίψη από το είδωλό μου;

Αγγελική Πεχλιβάνη
(Οι γάτες του τρίτου και άλλοι ζωντανοί, 2017)
 
  • Like
Reactions: Haagenti
Πάντα είχα τον προβληματισμό, όσον αφορά την μεταφρασμένη ποίηση, ποιόν "διαβάζουμε" περισσότερο, τον ποιητή ή τον μεταφραστή.
Καθόλου πρωτότυπο το ερώτημα βέβαια, έχουν γραφτεί χιλιάδες λέξεις σε σχετικά δοκίμια και συζητήσεις σε λογοτεχνικούς και μεταφραστικούς κύκλους.
Όχι ότι έχει ιδιαίτερη σημασία για τον αναγνώστη. Ένα μεταφρασμενο ποίημα που μας αγγίζει, μικρή σημασία έχει, αν είναι έργο κυρίως του ποιητή ή του μεταφραστή, περισσότερο εγκυκλοπαιδικής φύσης είναι ο προβληματισμός μου.

Ένα απλό παράδειγμα με βάση το ποίημα "Το βυθισμένο λιμάνι" του Giuseppe Ungaretti (1916). Πρόκειται για ένα σχετικά απλό, μικρό ποίημα δύο στροφών, σε ελεύθερο στίχο.
Ακολουθούν τέσσερις μεταφράσεις, από τις οποίες είναι εμφανής ο σημαντικός ρόλος του μεταφραστή.
Ενδεικτικά, για την λέξη torna, ο κάθε μεταφραστής επιλέγει διαφορετική απόδοση: ξαναγυρνάει, ξαναγυρίζει, πάλι γυρνά, γυρνάει. Μπορεί να φαίνεται ασήμαντη η διαφορά αλλά η κάθε απόδοση έχει την δική της μουσικότητα, ροή μέσα στους στίχους, δυναμική όσον αφορά δημιουργία συνειρμών, ενδεχόμενο συγκινησιακό φορτίο. Όλα τα παραπάνω ισχύουν και για τον μεταφραστή και για τον αναγνώστη.
Η προσωπική μου άποψη λοιπόν, είναι ότι στην μεταφρασμένη ποίηση, ο ρόλος του μεταφραστή είναι τουλάχιστον ισότιμος με του ποιητή. Ο μεταφραστής ούτε μεταφράζει, ούτε καν αποδίδει, αλλά ανα-δημιουργεί!

Κάπου είχα διαβάσει το πολύ εύστοχο: "Πατρίδα του ποιήματος είναι η γλώσσα του. Σε οποιοδήποτε άλλη είναι ξενιτεμένο".


Il porto sepolto (Giuseppe Ungaretti)

Vi arriva il poeta
E poi torna alla luce con i suoi canti
E li disperde

Di questa poesia
Mi resta
Quel nulla
Di inesauribile segreto

Το θαμμένο λιμάνι
(μετ. Οδυσσέας Ελύτης)

Φτάνει μόλις εκεί
μια στιγμούλα ν’ αγγίξει
ο ποιητής
Ύστερα μες στο φως ξαναγυρνάει
με τα τραγούδια του
που τα σκορπάει

Από μια τέτοια ποίηση δεν
μου απομένει πάρεξ
ένα κάτι ελάχιστο
θησαυρού κρυφού ανεξάντλητου

Το θαμμένο λιμάνι
(μετ. Άννα Κατσιγιάννη)

Φτάνει εκεί ο ποιητής
Ύστερα ξαναγυρίζει στο φως με τα τραγούδια του
και τα σκορπίζει

Από τούτη την ποίηση
μου απομένει
εκείνο το τίποτα
ενός ανεξάντλητου μυστικού

Το βυθισμένο λιμάνι
(μετ. Μάρω Παπαδημητρίου)

Εκεί φτάνει ο ποιητής
Μετά στο φως πάλι γυρνά με τα τραγούδια του
Και τα σκορπάει

Από την ποίηση αυτή
Σ’ εμένα μένει
Αυτό το ελάχιστο
Του ανεξάντλητου μυστικού

Το θαμμένο λιμάνι
(μετάφραση αγνώστου)

Σε πλησιάζει ο ποιητής
κι ύστερα γυρνάει με τα τραγούδια του στο φως
και τα σκορπάει

Από το ποίημα αυτό
μου μένει
εκείνο το τίποτα
από ένα μυστικό ανεξάντλητο
 
  • Like
Reactions: toupia and Deneb
"Πατρίδα του ποιήματος είναι η γλώσσα του. Σε οποιοδήποτε άλλη είναι ξενιτεμένο".
αυτο ακριβως.. κ συχνα ,μην πω σχεδον παντα ,ειναι '"αλλο"'
πχ πως να μεταφραστει/αποδοθει το "αξιον εστι " σε αλλη γλωσσα.
κ διγλωσος να εισαι κ να εχεις δυο μητρικες γλωσσες κ να διαβασεις το ποιημα στην πρωτυπη μορφη κ στην μεταφρασμενη , ευθυς αντιλαμβανεσαι την διαφορα.ποσω δε μαλλον αν δεν εισαι διγλωσος εκ γενετης.
 
  • Like
Reactions: toupia and Skakinen

(Κάποτε, ένας ποιητής αποφάσισε να βάλει όλη την ομορφιά του κόσμου σε 21 στίχους)

Ο ΠΕΙΡΑΣΜΟΣ​

Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη,
κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα,
και μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους
ανάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος.
Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,
χύνονται μες στην άβυσσο τη μοσχοβολισμένη,
και παίρνουνε το μόσχο της, κι αφήνουν τη δροσιά τους,
κι ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,
τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια.
Έξ’ αναβρύζει κι η ζωή σ’ γη, σ’ ουρανό, σε κύμα.
Αλλά στης λίμνης το νερό, π’ ακίνητό ’ναι κι άσπρο,
ακίνητ’ όπου κι αν ιδείς, και κάτασπρ’ ώς τον πάτο,
με μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ’ η πεταλούδα,
που ’χ’ ευωδίσει τσ’ ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.
Αλαφροΐσκιωτε καλέ, γιά πες απόψε τί ’δες·
νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Χωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
ουδ’ όσο κάν’ η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,
γύρου σε κάτι ατάραχο π’ ασπρίζει μες στη λίμνη,
μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,
κι όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του.

Διονύσιος Σολωμός.
 
"Πατρίδα του ποιήματος είναι η γλώσσα του. Σε οποιοδήποτε άλλη είναι ξενιτεμένο".
αυτο ακριβως.. κ συχνα ,μην πω σχεδον παντα ,ειναι '"αλλο"'
πχ πως να μεταφραστει/αποδοθει το "αξιον εστι " σε αλλη γλωσσα.
κ διγλωσος να εισαι κ να εχεις δυο μητρικες γλωσσες κ να διαβασεις το ποιημα στην πρωτυπη μορφη κ στην μεταφρασμενη , ευθυς αντιλαμβανεσαι την διαφορα.ποσω δε μαλλον αν δεν εισαι διγλωσος εκ γενετης.
Αυτό μου έκανε πάντα εντύπωση στην ποιητική του Καβάφη, ότι μεταφράζεται. Να οφείλεται στο γεγονός ότι ήταν δίγλωσσος, έχοντας μεγαλώσει στην Αγγλία; Αλλά αυτό δεν εξηγεί την περίπτωση του Σολωμού, που ήταν κι αυτός δίγλωσσος αλλά η ποίηση του δε μεταφράζεται.
 
  • Like
Reactions: Deneb
Δυστυχώς η ποίηση, τέχνη συμπυκνωμένη, με κάθε λέξη διαλεγμένη και στοχευμένα τοποθετημένη, χάνει πάρα πολύ στη μετάφρασή της. Δεν ξέρω εάν όντως ο Καβάφης μεταφράζεται αποτελεσματικότερα, πάντως καμία από τις παρακάτω φράσεις

You won’t find a new country, won’t find another shore.
There are no new places you’ll find, you’ll catch no other tide.
You will find no new lands, you will find no other seas.


δεν δύναται να αγγίξει τη συνειδητοποίηση και την απόγνωση της αυθεντικής:

Καινούριους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
 
  • Like
Reactions: Deneb and Skakinen
Αυτό μου έκανε πάντα εντύπωση στην ποιητική του Καβάφη, ότι μεταφράζεται. Να οφείλεται στο γεγονός ότι ήταν δίγλωσσος, έχοντας μεγαλώσει στην Αγγλία; Αλλά αυτό δεν εξηγεί την περίπτωση του Σολωμού, που ήταν κι αυτός δίγλωσσος αλλά η ποίηση του δε μεταφράζεται.
θεωρω οτι ακομα κ αποδοση , κ οχι μεταφραση , στην ιδια γλωσσα ,εν προκειμενω στα ελληνικα παλι αλλαζει ενα κειμενο που ειναι γραμμενο πχ απο την καθαρευουσα στην δημοτικη
 
Δίχως τίτλο

Γλίστρησε μες στα δάχτυλά σου
ο έρωτας
κι έπεσε
σ' ένα ποτήρι μ' αίμα
σ' έναν καθρέφτη κύλησε
σκοτεινιασμένο
πάνω του έβρεχε
μια φοβερή βροχή
χάθηκε σ' ένα δάσος μέσα
γεμάτο
ίσκιους
τραγούδια
πουλιά

Μίλτος Σαχτούρης
(Όταν σας μιλώ, 1956)
 
  • Like
Reactions: Haagenti
Το τέλος των αναπαραστάσεων

Μου είπες: γράφε για σένα.
Απάντησα: προτιμώ να γράφω
για πουκάμισα αγορασμένα
από κάποια αμερικάνικη αγορά,
για διψασμένα, άκοπα μαλλιά.
Για χέρια που στολίζονται
με ενθυμήματα από προγόνους
με χαλκώματα που ιδεογραφούν τον έρωτα.
Μου είπες: γράφε για σένα
για να καταλάβουμε για μας.

Δεν ξέρω τι να γράψω για τη γενιά μας·
τόσο θανατικό σε διαδρόμους και ουρές.
Τόση οργή γιατί οι δόσεις ευτυχίας
δεν ήταν αρκετές.
Επίσχεση πίστεως στα ιερά.
Τα μουσεία σε καθεστώς εκκαθαρίσεως.
Η πόλη οικοδομείται κάθε μέρα
με τα παλιά μας μάτια, όλο πιο φτενή.
Σωριάζεται τα βράδια
στο προσκέφαλο των παιδιών
κι αυτά με τα αρχαία τούβλα της
χτίζουν τα δικά τους κάστρα.

Δεν μπορώ να φανερώσω την επιθυμία.
Το σώμα δεν θυμάται πια.
Έχει εντοιχιστεί σε συλλογές ερωτικές,
στα ρήματα αναπνέει
και σπαταλιέται στα επίθετα.
Έχει αρνηθεί τον θάνατο
σε ιλουστρασιόν τηλεοπτικές παραγωγές.
Σε σκέφτομαι να χάνεσαι σε λαβυρίνθους
ασπρόμαυρων φωτογραφιών
να σε κατασπαράζει ο μινώταυρος
των πολλαπλών ερμηνειών.
Εσύ υπόσχεσαι: κάποτε
οι λέξεις θα γίνουν ζωή.

Και τώρα που ζούμε με το πένθος
έχει γεμίσει η οθόνη δακρυγόνα.
Το λίγο αίμα πάγωσε σε κείνα
τα κομμένα μέλη που βάζουμε
μέσα στην κούνια κάθε βράδυ
και τα φοράμε με την πρωινή στολή.
Ποτέ δεν θα’ ναι ώρα μα
Πρέπει με κάποιον τρόπο
να ετοιμαστούμε για το μέγα ξόδι.
Όταν θα λιγοστέψει οριστικά
Το φως στο βλέμμα
Θα προλάβουμε άραγε να πούμε:

Ιδού το τέλος των αναπαραστάσεων.

Δώρα Κασκάλη
(Κάπου ν' ακουμπήσεις, 2018)
 
  • Like
Reactions: Haagenti
Σαν σήμερα έφυγε ο Τάσος Λειβαδίτης.

Ώρα να φύγω

Όμως, εδώ τελείωσα. Ώρα να φύγω.
Όπως θα φύγετε κάποτε κι εσείς.
Και τα φαντάσματα της ζωής μου
θα μ’ αναζητούν τώρα τρέχοντας μες στη νύχτα
και τα φύλλα θα ριγούν και θα πέφτουν.
Έτσι συνήθως έρχεται το φθινόπωρο.
Γι’ αυτό σας λέω ας κοιτάξουμε τη ζωή μας
με λίγη περισσότερη συμπόνια
μιας και δεν ήτανε ποτέ πραγματική.

Τάσος Λειβαδίτης
 
Σε πεζό λόγο, αλλά τι σημασία έχει...

Γερνώ, ξενιτεύομαι
Ζουν ακόμα ο πατέρας κι η μάνα μου. Μα πού να ’ναι ο μπαμπάς κι η μαμά; Σε μια δασωμένη εποχή κατοικούν τα κορίτσια που υπήρξα, σε μια περασμένη εξοχή, σε μια πατρίδα στο χρόνο που δεν μπορώ να επιστρέψω. Ένας καιρός ανάποδος με τραβάει στ’ ανοιχτά. Κι απομακρύνονται παραλίες και κήποι. Γερνώ, ξενιτεύομαι.

Νίκη-Ρεβέκκα Παπαγεωργίου
Του λιναριού τα πάθη – Ο Μέγας Μυρμηκοφάγος (1993)