Ποίηση....γιατί όχι;

Αγαπητέ μου Αιμίλιε,

έχεις δίκαιο.... τον κόσμο τον κινεί η επιθυμία ...

...να διευκρινίσω, ότι παρότι η γραφή μου είναι ωσαύτως στοχευμένη (πλην βεβαίως με διαφορά επιπέδων τινών), το παραπάνω απόσπασμα, για όσους τυχόν δεν το ανεγνώρισαν, είναι του Νίκου Καζαντζάκη ..

χαχα!!! Έπιασες το υπονοούμενο(το έμμεσο εννοώ, αυτό που κάνει τις γαζίες να "ανθίζουν" στην "Μυροβόλο").......:2thumb22sup:

Υ.Γ (όχι ότι είχα αμφιβολία)....:ernaehrung004:
 
Σβήσε τα μάτια μου (Ράινερ Μαρία Ρίλκε, Μετάφραση: Κωστής Παλαμάς)

Σβήσε τα μάτια μου· μπορώ να σε κοιτάζω,
τ’ αυτιά μου σφράγισέ τα, να σ’ ακούω μπορώ.
Χωρίς τα πόδια μου μπορώ να ‛ρθω σ’ εσένα,
και δίχως στόμα, θα μπορώ να σε παρακαλώ.
Κόψε τα χέρια μου, θα σε σφιχταγκαλιάζω,
σαν να ήταν χέρια, όμοια καλά, με την καρδιά.
Σταμάτησέ μου την καρδιά, και θα καρδιοχτυπώ με το κεφάλι.
Κι αν κάμεις το κεφάλι μου σύντριμμα, στάχτη, εγώ
μέσα στο αίμα μου θα σ’ έχω πάλι.
 
Fair Play

(ὁ ποιητὴς ὑπογράφει ὡς: Μανοῦσος Φάσσης)

Τῷ φίλω Μ.Ἄν.

Πόσες χιλάδες ὧρες πέρασαν μὲ συνεδρίαση,
σ᾿ αχτίδες, κόβες καὶ κομματικοὺς πυρῆνες,
στὸ τέλος πάθαμε χρονία νικοτινίαση
κι ὁ πονοκέφαλος οὔτε περνοῦσε μ᾿ ασπιρίνες.

Μάθαμε ἀπ᾿ ὄξω -βασικὰ- ὅλα τὰ προβλήματα
καὶ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς πάλης
καὶ γίναμε τὰ δακτυλοδειχτούμενα τὰ βλήματα
κρατώντας τὸν Μὰρξ – Ἔγκελς ὑπὸ μάλης.

Μέρα τὴ μέρα θά ῾ρχονταν ἡ Ἐπανάσταση
καὶ περιμένοντας πέρασαν τὰ χρόνια
κι ὅμως σ᾿ τὸ λέγαν οἱ γονεῖς σου «ἄσ᾿ τα σὺ
πάντα θὰ βρίσκονται στὸν κόσμο ἄλλα κωθώνια».

Πάντοτε ὁ καπιταλισμὸς βρίσκει περάσματα
καὶ ξεπερνᾶ τὶς δύσκολες τὶς κρίσεις.
Κι ἕνα πρωί: «Ἀπαγορεύονται τὰ ἄσματα
καὶ κοπιάστε στὸ τμῆμα γιὰ ἀνακρίσεις».

Τώρα νὰ σπάσεις δὲν μπορεῖς πιά, σὲ χρωμάτισαν
καὶ σ᾿ ἔχουν σὰν τὸν ποντικὸ μέσα στὴ φάκα
καὶ δὲν ξεφεύγεις ἀπὸ τοῦ χαφιὲ τὸ μάτι σὰν
συναναστρέφεσαι τὸν καθ᾿ ἕνα μαλάκα.


...........................................................................................

Δὲν ἄκουσες ποτὲ τὴ μάνα σου τὴν ἅγια
σ᾿ ἐνοχλοῦσε καὶ σένα τὸ κατεστημένο,
δὲν εἶδες γύρω σου χιλιάδες τὰ ναυάγια
δὲν τὸ χαμπάρισες πὼς τὸ παιχνίδι ἦταν στημένο.

Μανώλης Αναγνωστάκης.
 
Σαφώς ο Αναγνωστάκης αναφέρεται σε κάποιους ''συντρόφους'' που γυρισαν το κινημα στην εποχή τών Δεινοσαύρων.

Αυτούς πού οργαζαν με τις Δικες της Μοσχας,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
 
Re: Απάντηση: Ποίηση....γιατί όχι;

Σαφώς ο Αναγνωστάκης αναφέρεται σε κάποιους ''συντρόφους'' που γυρισαν το κινημα στην εποχή τών Δεινοσαύρων.

Αυτούς πού οργαζαν με τις Δικες της Μοσχας,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,

Με την ευκαιρία θα παραπέμψω στο συγκλονιστικό βιβλίο της χήρας του Όσιπ Μαντελστάμ, του κορυφαίου Ρωσοεβραίου ποιητή, ο οποίος χάθηκε την περίοδο των σταλινικών εκκαθαρίσεων της δεκαετίας του 30, βιβλίο ανατομία και μαρτυρία μια εποχής.
 
Απάντηση: Re: Απάντηση: Ποίηση....γιατί όχι;

Με την ευκαιρία θα παραπέμψω στο συγκλονιστικό βιβλίο της χήρας του Όσιπ Μαντελστάμ, του κορυφαίου Ρωσοεβραίου ποιητή, ο οποίος χάθηκε την περίοδο των σταλινικών εκκαθαρίσεων της δεκαετίας του 30, βιβλίο ανατομία και μαρτυρία μια εποχής.

:a0210::a0210:
 
Κική Δημουλά - Εκρηκτικό πόρισμα

Κυνηγέ,
υποπτεύομαι γιατί σκοτώνεις τα πουλιά.
Τα απωθημένα σου φτερά εκδικείσαι.

Λυτρώσου.
Όλων μας σχεδόν τα πετάγματα
κάποια τα βρήκε αζύγιαστη
ή ζυγιασμένη σφαίρα.

Είτε σκάρτο νερουλό ήτανε το Ικάριο
κερί
είτε γιατί ο ήλιος είναι συνεργάσιμος
μονάχα με τη δύση του
είτε γιατί κατά την απογείωση εξερράγη
εκρηκτικός αντίπαλος.

Υπολόγισε τώρα τι φτερά ταπείνωσε
ενός κλουβιού το ύψος ότι τάχα
κελαηδούσαν γήινα καθημερινά
λες και η ανάγκη υπέργεια να κελαηδήσεις
δεν είναι γήινη δεν είναι καθημερινή.

Μνημονεύω χώρια, με ευλάβεια προσευχετική
τα αυτοκτόνα εκείνα πετάγματα
με σφαίρα που κρυφά τους επρομήθευσε
του ακατανόητου η μεγάλη γενναιότης
δεδικαίωται:
η νεκροψία όλης αυτής της καντεμιάς
έδειξε πως τα μόνα καλότυχα φτερά
τα είχε η ματαιότης.

Ηρέμησε λοιπόν.
Έχω κι εγώ ένα σωρό απωθημένους ουρανούς
μα δε σκοτώνω άστρα.

Και αν καμιά φορά από μανία αδέσποτη συμβεί
κάποιο να σημαδέψω
το πολύ να κλείσω τον τραυματία κελαηδισμό του
σ' ένα κλουβάκι στίχου φευγαλέο.
 
Το καλοκαίρι έσβησε απλά,
σαν να μην ήταν αληθινό.
Έπεφτε ζέστη από ψηλά.
Μα κάτι άλλο ζητώ.

Σαν φύλλα με πέντε δάχτυλα, απλά,
όλα όσα έγιναν, το μεγάλο, το μικρό,
πέσαν στις παλάμες μου απαλά,
μα κάτι άλλο ζητώ.

Ανώφελα, τα κακά και τα καλά
δε χάθηκαν στην ταραχή, στο βουητό,
τα πάντα έλαμπαν σιωπηλά,
μα κάτι άλλο ζητώ.

Πολλά μου έσωζε η ζωή,
μου χάριζε το φως το μητρικό.
Ήμουν αλήθεια τυχερός πολύ.
Μα κάτι άλλο ζητώ.

Τα φύλλα δεν πήραν φωτιά.
Δε σπάσαν τα κλαριά. Το πρωινό
σαν καθαρή χαμογελά δροσοσταλιά,
μα κάτι άλλο ζητώ.


Έλα, πάρε, δεν χρειάζομαι τίποτα,
αν αγαπώ - θα δώσω τα πάντα κι αν δεν αγαπώ -
θα δώσω τα πάντα


Αποχαιρετώ όλα όσα ήμουνα και ζούσα,
όσα περιφρονούσα, μισούσα, αγαπούσα.

Της νέας ζωής την αρχή κρατώ,
το δέρμα της χτεσινής μέρας τ' αποχαιρετώ,

από τον εαυτό μου ειδήσεις δεν θέλω πιά,
τον εαυτό μου αποχαιρετώ ολοκληρωτικά,

πάνω από 'μένα στέκομαι λοιπόν και με κοιτάζω,
την ψυχραμένη ψυχή μου την αδειάζω,

τον εαυτό μου αφήνω στο κενό,
με βλέπω αδιάφορα σαν κάποιος άλλος να 'ναι εδώ.

Σας χαιρετώ, σας χαιρετώ, στήθη μου παγωμένα,
ψωμί χωρίς εμένα, κρασί χωρίς εμένα,

όνειρα της νύχτας και πεταλούδες της μέρας χωρίς εμένα
σας χαιρετώ, όλα χωρίς εμένα και όλους χωρίς εμένα!

Διαβάζω σελίδες από τα άγραφα βιβλία,
ακούω του στρογγυλού μήλου την κυκλική ομιλία,

ακούω του λευκού συννέφου τον κάτασπρο λόγο εδώ,
μα ούτε μια λέξη για σας να φυλάξω δεν ξέρω εγώ,

γιατί σαν άδειο δοχείο έζησα τη ζωή μου
και δεν ξέρω γιατί θρυψάλιασα την ψυχή μου.

Την κινούμενη σφαίρα στο χέρι μου πια δεν κρατώ
κι ούτε λέξη χωρίς λέξη δεν θα σας πω.

Μα κάποτε άνθρωποι, φύλλα και χόρτα, ψάρια και πέτρες
βαρειές,
έβρισκαν μέσα μου λέξεις βαθειές.




Αρσένι Ταρκόφσκι

View attachment 72925
 
Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος: Αναφορές - εκδ. Ερασμος, Αθήνα, 1979

από την κατάληξη του κειμένου «Το Οραμα και η Αρνηση - Σικελιανός και Βάρναλης»

Ο Ιούδας του Βάρναλη δεν είναι απλώς ο 'προδότης'. Είν αυτός που πίστεψε περισσότερο από κείνους που τον έκαναν προδότη. Προδότης μαζί και προδομένος, είναι αυτός που πρέπει πάντα να πεθαίνει μόνος, μακριά κι από τους Χριστούς κι από τους Προμηθείς, χωρίς το πένθος των Ωκεανίδων και των Μυροφόρων, χωρις Ανάσταση και χωρίς δόξα. Ο Ιούδας είναι ο ανθρώπινος πυρήνας του θείου πάθους, η διασταύρωση του μεταφυσικού με το πολιτικό, η ανεκπλήρωτη ενότητα του εγώ και της ομάδας, το αιώνια άστεγο αίτημα, η αιώνια καταδικασμένη φωνή: 'Του ζωντανού θανάτου εμείς χρόνια καταραμένοι!'. Αντίθετα από τον άσαρκο Μώμο, ο Ιούδας είναι το σχίσμα και η διαμαρτυρία εναντίον του σχίσματος που χωρίζει την ανθρώπινη ουσία σε ψυχή και κορμί. Επειδή ο Ιούδας είναι συγχρόνως η σάρκα και το πνεύμα γι αυτό είναι καταδικασμένος να μένει πάντα ξένος και απόβλητος από τις χωριστές γιορτές της σάρκας και του πνεύματος, αιώνια 'περιπλανώμενος' στην 'καταραμένη' λογοτεχνία της πολιτισμένης κοινωνίας, μετέωρος ανάμεσα στο εσταυρωμένο ιδανικό και το σκυλολόϊ που χλευάζει αυτό το ιδανικό. Ξεκρέμαστος στο χρόνο, αιώνιο κουφάρι της ξερής συκιάς κι όμως η μόνη πραγματικότητα ανάμεσα στον άδειο ουρανό και στο βούρκο της γής, στην ανημπόρια του Ιδανικού και στη χυδαιότητα του πραγματικού που τραγουδάει γύρω από το Σταυρό το λαϊκό του χλευασμό:

Χωρίς φουσάτα μπρούντζινα,
πεζούρα και καβάλα,
χωρίς καράβια στο γιαλό
και ματωμένη πάλα
λιμάρης και ξυπόλυτος
να βασιλιάς απόλυτος!


Όμως αυτός ο χλευασμός που προϋποθέτει μια 'ρεαλιστική' αντίληψη της εξουσίας δεν είναι παρά η αδυναμία που εκδικείται τον εαυτό της στο πρόσωπο του κουρελή βασιλιά των Ιουδαίων. Ο καταπιεσμένος μπήγει το κεντρί του εκεί που του επιτρέπει η εξουσία, δηλαδή στο ίδιο του το σώμα, ποτίζεται με όξος και χολή και τα καταφέρνει να μεθάει όπως θα μέθαγε με νέκταρ. Μέσα σ αυτό το μεθυσμένο αυτομαστίγωμα του όχλου του Γολγοθά λανθάνει το παράπονο και η ερωτική εκδίκηση του προδομένου σώματος προς το πάντοτε αποδημούν πνεύμα. Ανάμεσα στις άλλες κραυγές που πολιορκούν τον Ιησού στο δρόμο του για το Γολγοθά, ακούγεται κι αυτή η 'ψιλή παθητική φωνή':

Στο πανεθύρι ν.έσκυβα
τη γλάστρα να ποτίσω
σα διάβαινες περήφανος
μάτι και πάτημα ίσο.
Τώρα ολόγδυτον, καλό
μιά σε φτύνω, μια γελώ


Ο αιώνιος φασισμός, αυτός που σφαγιάζει τη Λούξεμπουργκ και παίζει ποδόσφαιρο με το κομμένο κεφάλι του Βελουχιώτη, είναι αυτός ο ματωμένος έρωτας του ταπεινού προς το υψηλό. Γιατί το υψηλό δεν μπορεί ν ανταποκριθεί σ αυτόν τον έρωτα, ούτε το ταπεινό να λυτρωθεί απ αυτόν - μπορεί μόνο να τον μασκαρέψει, να τον παραμορφώσει, να τον φτύσει και να τον χλευάσει. Ο ξυπόλυτος ματωμένος 'βασιλεύς των Ιουδαίων' που ανεβαίνει στο Γολγοθά κάτω από τους χλευασμούς των Ιουδαίων είναι ο ίδιος ο λαός των Ιουδαίων - γιατί ο φασισμός είναι το όπιο των δυστυχισμένων.
 
Η πιο όμορφη θάλασσα - Nazim Hikmet

Θα γελάσεις απ' τα βάθη των χρυσών σου ματιών
είμαστε μες στο δικό μας κόσμο

Η πιο όμορφη θάλασσα
είναι αυτή που δεν έχουμε ακόμα ταξιδέψει
Τα πιο όμορφα παιδιά δεν έχουν μεγαλώσει ακόμα
Τις πιο όμορφες μέρες μας
δεν τις έχουμε ζήσει ακόμα

Κι αυτό που θέλω να σου πω
το πιο όμορφο απ' όλα,
δε στο 'χω πει ακόμα.


http://www.youtube.com/watch?v=afPJWRr_hEM&feature=related
Δεν παρακολουθώ πολύ το νήμα,αν έχει ξαναμπεί συγχωρέστε με..
 
Last edited:
''Σύντροφε κοιμάσαι?
Ηθελα να μού πείς,ξέρεις καμιά σελίδα μαρξισμού
πού νά βουλιάζουνε οι λέξεις στο χαρτί
σαν την σιωπή
στίς κόρες τών ματιών της?''

Αρης Αλεξάνδρου..Αλλος ένας λοιδωρημένος και αποδιωγμένος γνήσιος Αριστερός..
 
Ο ανθρώπινος μόχθος (L’Effort Humain) – Jacques Prevert


Ο ανθρώπινος μόχθος
Δεν είναι αυτός ο όμορφος χαμογελαστός νέος άνθρωπος
Ορθός πάνω στη γάμπα του από γύψο
Ή από πέτρα
Που δίνε χάρη στ’ ανόητα κατασκευάσματα του γλύπτη
Στην ηλίθια απάτη
Της χαράς του χορού και της ευθυμίας
Και που αναπολεί με το άλλο πόδι στον αέρα
Τη γλύκα της επιστροφής στο σπίτι
Όχι
Ο ανθρώπινος μόχθος δεν κουβαλάει ένα μικρό παιδί στο δεξή ώμο
Έν’ άλλο στο κεφάλι
Κι ένα τρίτο στον αριστερό ώμο
Με τα εργαλεία ζωσμένα σαν όπλο στην πλάτη
Και τη νέα ευτυχισμένη γυναίκα κρεμασμένη στο μπράτσο
Ο ανθρώπινος μόχθος φοράει κηλεπίδεσμο
Και τις ουλές των μαχών
Που έγιναν από την εργατική τάξη
Ενάντια σ’ ένα κόσμο παράλογο και χωρίς νόμους
Ο ανθρώπινος μόχθος δεν έχει αληθινό σπίτι
Μυρίζει τη μυρωδιά της δουλειάς του
Κι έχει πειραγμένα πνεμόνια
Το μεροκάματό του είναι κοκκαλιάρικο
Σαν τα παιδιά του
Δουλεύει σα νέγρος
Κι ο νέγρος δουλεύει σαν αυτόν
Ο ανθρώπινος μόχθος δεν έχει σαβουάρ βιβρ
Ο ανθρώπινος μόχθος δεν έχει ώριμη ηλικία
Ο ανθρώπινος μόχθος έχει την ηλικία του στρατώνα
Την ηλικία του κάτεργου και της φυλακής
Την ηλικία της εκκλησιάς και της φάμπρικας
Την ηλικία των κανονιών
Κι εκείνος που φύτεψε παντού όλα τα’ αμπέλια
Κι έχει κουρδίσει όλα τα βιολιά
Τρέφεται από φριχτά όνειρα
Και μεθοκοπάει με το φρικτό κρασί της υποταγής
Και σαν μεγάλος μεθυσμένος σκίουρος
Χωρίς ανάπαυλα γυρίζει γύρω γύρω
Μέσα σ’ έναν κόσμο εχθρικό
Σκονισμένο και χαμηλοτάβανο
Και σφυρηλατεί αδιάκοπα την αλυσσίδα
Την τρομακτική αλυσίδα που μ’ αυτήν αλυσοδένονται όλα
Η μιζέρια, το κέρδος, η δουλειά, η σφαγή,
Η θλίψη, η δυστυχία, η αϋπνία και η ανία
Την τρομαχτική αλυσίδα από χρυσάφι
Από κάρβουνο από σίδερο κι από ατσάλι
Από σκουριά κι από σκόνη
Περασμένη γύρω απ’ το λαιμό
Ενός κόσμου χαμένου
Την άθλια αλυσίδα
Που απ’ αυτήν κρέμονται
Τα θεία μπρελόκ
Τα’ άγια λείψανα
Οι σταυροί της τιμής οι αγκυλωτοί σταυροί
Τα πιθηκάκια που φέρνουν γούρι
Τα μετάλλια των γεροϋπηρετών
Τα μπιχλιμπίδια της δυστυχίας
Και το μεγάλο κομμάτι στου μουσείου
Το μεγάλο πορτραίτο του καβαλάρη
Το μεγάλο πορτραίτο ολόσωμο
Το μεγάλο πορτραίτο από μπρός απ’ το πλάϊ στο ένα πόδι
Το μεγάλο πορτραίτο επιχρυσωμένο
Το μεγάλο πορτραίτο του μεγάλου μάντη
Το μεγάλο πορτραίτο του μεγάλου αυτοκράτορα
Το μεγάλο πορτραίτο του μεγάλου σοφού
Του μεγάλου λεχρίτη
Του μεγάλου ηθικοπλάστη
Του τίμιου και θλιβερού φαρσέρ
Το κεφάλι του μεγάλου χέστη
Το κεφάλι του επιθετικού ειρηνοποιού
Το κεφάλι του αστυφύλακα του μεγάλου απελευθερωτή
Το κεφάλι του Άντολφ Χίτλερ
Το κεφάλι του κυρίου Τιέρ
Το κεφάλι του δικτάτορα
Το κεφάλι του ντουφεκάτορα
Αδιάφορο από ποια χώρα
Αδιάφορο από ποιο χρώμα
Το απάνθρωπο μισητό κεφάλι
Το άθλιο κεφάλι
Το προορισμένο για χαστούκια κεφάλι
Το κεφάλι της σφαγής
Το κεφάλι του φόβου

Από το βιβλίο «Ζακ Πρεβέρ – Κουβέντες» εκδόσεις Πλειάς 1979. Μετάφραση Μχάλη Μεϊμάρη
 
Ο ανθρώπινος μόχθος (L’Effort Humain) – Jacques Prevert


Ο ανθρώπινος μόχθος
Δεν είναι αυτός ο όμορφος χαμογελαστός νέος άνθρωπος
Ορθός πάνω στη γάμπα του από γύψο
Ή από πέτρα
Που δίνε χάρη στ’ ανόητα κατασκευάσματα του γλύπτη
Στην ηλίθια απάτη
Της χαράς του χορού και της ευθυμίας
Και που αναπολεί με το άλλο πόδι στον αέρα
Τη γλύκα της επιστροφής στο σπίτι
Όχι
Ο ανθρώπινος μόχθος δεν κουβαλάει ένα μικρό παιδί στο δεξή ώμο
Έν’ άλλο στο κεφάλι
Κι ένα τρίτο στον αριστερό ώμο
Με τα εργαλεία ζωσμένα σαν όπλο στην πλάτη
Και τη νέα ευτυχισμένη γυναίκα κρεμασμένη στο μπράτσο
Ο ανθρώπινος μόχθος φοράει κηλεπίδεσμο
Και τις ουλές των μαχών
Που έγιναν από την εργατική τάξη
Ενάντια σ’ ένα κόσμο παράλογο και χωρίς νόμους
Ο ανθρώπινος μόχθος δεν έχει αληθινό σπίτι
Μυρίζει τη μυρωδιά της δουλειάς του
Κι έχει πειραγμένα πνεμόνια
Το μεροκάματό του είναι κοκκαλιάρικο
Σαν τα παιδιά του
Δουλεύει σα νέγρος
Κι ο νέγρος δουλεύει σαν αυτόν
Ο ανθρώπινος μόχθος δεν έχει σαβουάρ βιβρ
Ο ανθρώπινος μόχθος δεν έχει ώριμη ηλικία
Ο ανθρώπινος μόχθος έχει την ηλικία του στρατώνα
Την ηλικία του κάτεργου και της φυλακής
Την ηλικία της εκκλησιάς και της φάμπρικας
Την ηλικία των κανονιών
Κι εκείνος που φύτεψε παντού όλα τα’ αμπέλια
Κι έχει κουρδίσει όλα τα βιολιά
Τρέφεται από φριχτά όνειρα
Και μεθοκοπάει με το φρικτό κρασί της υποταγής
Και σαν μεγάλος μεθυσμένος σκίουρος
Χωρίς ανάπαυλα γυρίζει γύρω γύρω
Μέσα σ’ έναν κόσμο εχθρικό
Σκονισμένο και χαμηλοτάβανο
Και σφυρηλατεί αδιάκοπα την αλυσσίδα
Την τρομακτική αλυσίδα που μ’ αυτήν αλυσοδένονται όλα
Η μιζέρια, το κέρδος, η δουλειά, η σφαγή,
Η θλίψη, η δυστυχία, η αϋπνία και η ανία
Την τρομαχτική αλυσίδα από χρυσάφι
Από κάρβουνο από σίδερο κι από ατσάλι
Από σκουριά κι από σκόνη
Περασμένη γύρω απ’ το λαιμό
Ενός κόσμου χαμένου
Την άθλια αλυσίδα
Που απ’ αυτήν κρέμονται
Τα θεία μπρελόκ
Τα’ άγια λείψανα
Οι σταυροί της τιμής οι αγκυλωτοί σταυροί
Τα πιθηκάκια που φέρνουν γούρι
Τα μετάλλια των γεροϋπηρετών
Τα μπιχλιμπίδια της δυστυχίας
Και το μεγάλο κομμάτι στου μουσείου
Το μεγάλο πορτραίτο του καβαλάρη
Το μεγάλο πορτραίτο ολόσωμο
Το μεγάλο πορτραίτο από μπρός απ’ το πλάϊ στο ένα πόδι
Το μεγάλο πορτραίτο επιχρυσωμένο
Το μεγάλο πορτραίτο του μεγάλου μάντη
Το μεγάλο πορτραίτο του μεγάλου αυτοκράτορα
Το μεγάλο πορτραίτο του μεγάλου σοφού
Του μεγάλου λεχρίτη
Του μεγάλου ηθικοπλάστη
Του τίμιου και θλιβερού φαρσέρ
Το κεφάλι του μεγάλου χέστη
Το κεφάλι του επιθετικού ειρηνοποιού
Το κεφάλι του αστυφύλακα του μεγάλου απελευθερωτή
Το κεφάλι του Άντολφ Χίτλερ
Το κεφάλι του κυρίου Τιέρ
Το κεφάλι του δικτάτορα
Το κεφάλι του ντουφεκάτορα
Αδιάφορο από ποια χώρα
Αδιάφορο από ποιο χρώμα
Το απάνθρωπο μισητό κεφάλι
Το άθλιο κεφάλι
Το προορισμένο για χαστούκια κεφάλι
Το κεφάλι της σφαγής
Το κεφάλι του φόβου

Από το βιβλίο «Ζακ Πρεβέρ – Κουβέντες» εκδόσεις Πλειάς 1979. Μετάφραση Μχάλη Μεϊμάρη

:grinning-smiley-043
 
Γιάννης Ρίτσος - Ἡ σονάτα τοῦ σεληνόφωτος

Ἀνοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιοῦ σπιτιοῦ. Μιὰ ἡλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στὰ μαῦρα μιλάει σ᾿ ἕναν νέο. Δὲν ἔχουν ἀνάψει φῶς. Ἀπ᾿ τὰ δυὸ παράθυρα μπαίνει ἕνα ἀμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα νὰ πῶ ὅτι ἡ γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα ἔχει ἐκδώσει δυό-τρεῖς ἐνδιαφέρουσες ποιητικὲς συλλογὲς θρησκευτικῆς πνοῆς. Λοιπόν, ἡ Γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα μιλάει στὸν νέο.

Ἄφησέ με ναρθῶ μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε! Εἶναι καλὸ τὸ φεγγάρι, - δὲ θὰ φαίνεται ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου. Τὸ φεγγάρι θὰ κάνει πάλι χρυσὰ τὰ μαλλιά μου. Δὲ θὰ καταλάβεις. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Ὅταν ἔχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οἱ σκιὲς μὲς στὸ σπίτι, ἀόρατα χέρια τραβοῦν τὶς κουρτίνες, ἕνα δάχτυλο ἀχνὸ γράφει στὴ σκόνη τοῦ πιάνου λησμονημένα λόγια - δὲ θέλω νὰ τ᾿ ἀκούσω. Σώπα.

Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου λίγο πιὸ κάτου, ὡς τὴ μάντρα τοῦ τουβλάδικου, ὡς ἐκεῖ ποὺ στρίβει ὁ δρόμος καὶ φαίνεται ἡ πολιτεία τσιμεντένια κι ἀέρινη, ἀσβεστωμένη μὲ φεγγαρόφωτο τόσο ἀδιάφορη κι ἄϋλη, τόσο θετικὴ σὰν μεταφυσικὴ ποὺ μπορεῖς ἐπιτέλους νὰ πιστέψεις πὼς ὑπάρχεις καὶ δὲν ὑπάρχεις πὼς ποτὲ δὲν ὑπῆρξες, δὲν ὑπῆρξε ὁ χρόνος κ᾿ ἡ φθορά του. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Θὰ καθίσουμε λίγο στὸ πεζούλι, πάνω στὸ ὕψωμα, κι ὅπως θὰ μᾶς φυσάει ὁ ἀνοιξιάτικος ἀέρας μπορεῖ νὰ φαντάζουμε κιόλας πὼς θὰ πετάξουμε, γιατί, πολλὲς φορές, καὶ τώρα ἀκόμη, ἀκούω τὸ θόρυβο τοῦ φουστανιοῦ μου, σὰν τὸ θόρυβο δυὸ δυνατῶν φτερῶν ποὺ ἀνοιγοκλείνουν, κι ὅταν κλείνεσαι μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸν ἦχο τοῦ πετάγματος νιώθεις κρουστὸ τὸ λαιμό σου, τὰ πλευρά σου, τὴ σάρκα σου, κι ἔτσι σφιγμένος μὲς στοὺς μυῶνες τοῦ γαλάζιου ἀγέρα, μέσα στὰ ρωμαλέα νεῦρα τοῦ ὕψους, δὲν ἔχει σημασία ἂν φεύγεις ἢ ἂν γυρίζεις οὔτε ἔχει σημασία ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου, δὲν εἶναι τοῦτο ἡ λύπη μου - ἡ λύπη μου εἶναι ποὺ δὲν ἀσπρίζει κ᾿ ἡ καρδιά μου. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα, μοναχὸς στὴ δόξα καὶ στὸ θάνατο. Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Φορές-φορές, τὴν ὥρα ποὺ βραδιάζει, ἔχω τὴν αἴσθηση πὼς ἔξω ἀπ᾿ τὰ παράθυρα περνάει ὁ ἀρκουδιάρης μὲ τὴν γριὰ βαριά του ἀρκούδα μὲ τὸ μαλλί της ὅλο ἀγκάθια καὶ τριβόλια σηκώνοντας σκόνη στὸ συνοικιακὸ δρόμο ἕνα ἐρημικὸ σύννεφο σκόνη ποὺ θυμιάζει τὸ σούρουπο καὶ τὰ παιδιὰ ἔχουν γυρίσει σπίτια τους γιὰ τὸ δεῖπνο καὶ δὲν τ᾿ ἀφήνουν πιὰ νὰ βγοῦν ἔξω μ᾿ ὅλο ποὺ πίσω ἀπ᾿ τοὺς τοίχους μαντεύουν τὸ περπάτημα τῆς γριᾶς ἀρκούδας -κ᾿ ἡ ἀρκούδα κουρασμένη πορεύεται μὲς στὴ σοφία τῆς μοναξιᾶς της, μὴν ξέροντας γιὰ ποῦ καὶ γιατί -ἔχει βαρύνει, δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ χορεύει στὰ πισινά της πόδια δὲν μπορεῖ νὰ φοράει τὴ δαντελένια σκουφίτσα της νὰ διασκεδάζει τὰ παιδιά, τοὺς ἀργόσχολους τοὺς ἀπαιτητικοὺς καὶ τὸ μόνο ποὺ θέλει εἶναι νὰ πλαγιάσει στὸ χῶμα ἀφήνοντας νὰ τὴν πατᾶνε στὴν κοιλιά, παίζοντας ἔτσι τὸ τελευταῖο παιχνίδι της, δείχνοντας τὴν τρομερή της δύναμη γιὰ παραίτηση, τὴν ἀνυπακοή της στὰ συμφέροντα τῶν ἄλλων, στοὺς κρίκους τῶν χειλιῶν της, στὴν ἀνάγκη τῶν δοντιῶν της, τὴν ἀνυπακοή της στὸν πόνο καὶ στὴ ζωὴ μὲ τὴ σίγουρη συμμαχία τοῦ θανάτου -ἔστω κ᾿ ἑνὸς ἀργοῦ θανάτου- τὴν τελική της ἀνυπακοὴ στὸ θάνατο μὲ τὴ συνέχεια καὶ τὴ γνώση τῆς ζωῆς ποὺ ἀνηφοράει μὲ γνώση καὶ μὲ πράξη πάνω ἀπ᾿ τὴ σκλαβιά της.

Μὰ ποιὸς μπορεῖ νὰ παίξει ὡς τὸ τέλος αὐτὸ τὸ παιχνίδι; Κ᾿ ἡ ἀρκούδα σηκώνεται πάλι καὶ πορεύεται ὑπακούοντας στὸ λουρί της, στοὺς κρίκους της, στὰ δόντια της, χαμογελώντας μὲ τὰ σκισμένα χείλια της στὶς πενταροδεκάρες ποὺ τὶς ρίχνουνε τὰ ὡραῖα καὶ ἀνυποψίαστα παιδιὰ ὡραῖα ἀκριβῶς γιατί εἶναι ἀνυποψίαστα καὶ λέγοντας εὐχαριστῶ. Γιατί οἱ ἀρκοῦδες ποὺ γεράσανε τὸ μόνο ποὺ ἔμαθαν νὰ λένε εἶναι: εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Συχνὰ πετάγομαι στὸ φαρμακεῖο ἀπέναντι γιὰ καμιὰν ἀσπιρίνη ἄλλοτε πάλι βαριέμαι καὶ μένω μὲ τὸν πονοκέφαλό μου ν᾿ ἀκούω μὲς στοὺς τοίχους τὸν κούφιο θόρυβο ποὺ κάνουν οἱ σωλῆνες τοῦ νεροῦ, ἢ ψήνω ἕναν καφέ, καί, πάντα ἀφηρημένη, ξεχνιέμαι κ᾿ ἑτοιμάζω δυὸ - ποιὸς νὰ τὸν πιεῖ τὸν ἄλλον;- ἀστεῖο ἀλήθεια, τὸν ἀφήνω στὸ περβάζι νὰ κρυώνει ἢ κάποτε πίνω καὶ τὸν δεύτερο, κοιτάζοντας ἀπ᾿ τὸ παράθυρο τὸν πράσινο γλόμπο τοῦ φαρμακείου σὰν τὸ πράσινο φῶς ἑνὸς ἀθόρυβου τραίνου ποὺ ἔρχεται νὰ μὲ πάρει μὲ τὰ μαντίλια μου, τὰ σταβοπατημένα μου παπούτσια, τὴ μαύρη τσάντα μου, τὰ ποιήματά μου, χωρὶς καθόλου βαλίτσες - τί νὰ τὶς κάνεις; - Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

«Α, φεύγεις; Καληνύχτα.» Ὄχι, δὲ θἄρθω. Καληνύχτα. Ἐγὼ θὰ βγῶ σὲ λίγο. Εὐχαριστῶ. Γιατί ἐπιτέλους, πρέπει νὰ βγῶ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ τσακισμένο σπίτι. Πρέπει νὰ δῶ λιγάκι πολιτεία, -ὄχι, ὄχι τὸ φεγγάρι - τὴν πολιτεία μὲ τὰ ροζιασμένα χέρια της, τὴν πολιτεία τοῦ μεροκάματου, τὴν πολιτεία ποὺ ὁρκίζεται στὸ ψωμὶ καὶ στὴ γροθιά της τὴν πολιτεία ποὺ ὅλους μας ἀντέχει στὴν ράχη της μὲ τὶς μικρότητές μας, τὶς κακίες, τὶς ἔχτρες μας, μὲ τὶς φιλοδοξίες, τὴν ἄγνοιά μας καὶ τὰ γερατειά μας,-ν᾿ ἀκούσω τὰ μεγάλα βήματα τῆς πολιτείας, νὰ μὴν ἀκούω πιὰ τὰ βήματά σου μήτε τὰ βήματα τοῦ Θεοῦ, μήτε καὶ τὰ δικά μου βήματα. Καληνύχτα.

Τὸ δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πὼς κάποιο σύννεφο θἄκρυβε τὸ φεγγάρι. Μονομιᾶς, σὰν κάποιο χέρι νὰ δυνάμωσε τὸ ραδιόφωνο τοῦ γειτονικοῦ μπάρ, ἀκούστηκε μία πολὺ γνώστη μουσικὴ φράση. Καὶ τότε κατάλαβα πὼς ὅλη τούτη τὴ σκηνὴ τὴ συνόδευε χαμηλόφωνα ἡ «Σονάτα τοῦ Σεληνόφωτος», μόνο τὸ πρῶτο μέρος. Ὁ νέος θὰ κατηφορίζει τώρα μ᾿ ἕνα εἰρωνικὸ κ᾿ ἴσως συμπονετικὸ χαμόγελο στὰ καλογραμμένα χείλη του καὶ μ᾿ ἕνα συναίσθημα ἀπελευθέρωσης. Ὅταν θὰ φτάσει ἀκριβῶς στὸν Ἅη-Νικόλα, πρὶν κατεβεῖ τὴ μαρμαρίνη σκάλα, θὰ γελάσει, -ἕνα γέλιο δυνατό, ἀσυγκράτητο. Τὸ γέλιο του δὲ θ᾿ ἀκουστεῖ καθόλου ἀνάρμοστα κάτω ἀπ᾿ τὸ φεγγάρι. Ἴσως τὸ μόνο ἀνάρμοστο νἆναι τὸ ὅτι δὲν εἶναι καθόλου ἀνάρμοστο. Σὲ λίγο, ὁ Νέος θὰ σωπάσει, θὰ σοβαρευτεῖ καὶ θὰ πεῖ «Ἡ παρακμὴ μιᾶς ἐποχῆς». Ἔτσι, ὁλότελα ἥσυχος πιά, θὰ ξεκουμπώσει πάλι τὸ πουκάμισό του καὶ θὰ τραβήξει τὸ δρόμο του. Ὅσο γιὰ τὴ γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα, δὲν ξέρω ἂν βγῆκε τελικὰ ἀπ᾿ τὸ σπίτι. Τὸ φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Καὶ στὶς γωνιὲς τοῦ δωματίου οἱ σκιὲς σφίγγονται ἀπὸ μίαν ἀβάσταχτη μετάνοια, σχεδὸν ὀργή, ὄχι τόσο γιὰ τὴ ζωὴ ὅσο γιὰ τὴν ἄχρηστη ἐξομολόγηση. Ἀκοῦτε; τὸ ραδιόφωνο συνεχίζει.



Ημερομηνια θανάτου τού Γιαννη Ριτσου 11/11/1990.................................................
 
Re: Απάντηση: Ποίηση....γιατί όχι;

Ο μουσικός - Τάσος Λειβαδίτης

Συχνά τη νύχτα, χωρίς να το καταλάβω, έφτανα σε μια άλλη πόλη, δεν υπήρχε παρά μόνο ένας γέρος, που ονειρευόταν κάποτε να γίνει μουσικός, και τώρα καθόταν μισόγυμνος μες στη βροχή – με το σακάκι του είχε σκεπάσει πάνω στα γόνατα του ένα παλιό, φανταστικό βιολί, «το ακούς;» μου λέει, «ναι, του λέω, πάντα το άκουγα»,
……ενώ στο βάθος του δρόμου το άγαλμα διηγόταν στα πουλιά το αληθινό ταξίδι.
 
Ανάκληση ζωής...Ανάκληση των εμπράγματων στοχασμών....Ανάκληση παντός είδους αξιοπρέπειας...

προτροπή για βία...

προτροπή για αναγέννηση της ζωής. Αφετηρία νέων δρόμων σκέψης και "λύτρωσης"....

προτροπή για αγώνες...και νίκες.....
 
Το σπίτι μου είναι ανάμεσα μέρας κι ονείρου
που τα παιδιά, ζεστά απ’ το τρέξιμο, κοιμούνται,
που κάθονται οι γονείς το βράδυ και τα τζάκια
λαμποκοπούνε και την κάμαρα φωτίζουν.

Το σπίτι μου είναι ανάμεσα μέρας κι ονείρου
που καθαρά τα βραδινά σήμαντρα ηχούνε,
και αμήχανα, από τον αντίλαλο, κορίτσια,
κουρασμένα ακουμπούν στων πηγαδιών τα χείλια.

Κ’ έχω πιο αγαπημένο δέντρο μου, κάποια φιλύρα
κι όλα τα καλοκαίρια, που σιωπούν εντός της,
στα χείλια της κλαδιά σαλεύουνε πάλι και πάλι,
κι αγρυπνούν πάλι ανάμεσα μέρας κι ονείρου.

Ράινερ Μαρία Ρίλκε - από τα πρώιμα ποιήματα (μτφρ. Άρης Δικταίος)
 
http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=654379
Με αφορμή μιά φωτογραφια ο Γιώργος Κοροπούλης,παραθέτει δυό τραγουδια τού Μπρέχτ..!!!!!!!!!!!!

Clipboard01_high.jpg



1. Σε πλάγιο λόγο



Άνοιξη πια, που η θάλασσα βαθαίνει,

δεν έβρισκε η καρδιά της ησυχία.

Tαξίδεψε κατάστρωμα η Mαρία -

κι έφτασε, σαν παιδάκι κουρασμένη.



Φορούσε ένα φτενό, φθαρμένο φόρεμα,

μα ήτανε το σώμα της σαν όραμα.

Kι αντί χρυσαφικά και χαϊμαλιά,

την στόλιζαν τα ωραία της μαλλιά.



«Στους Άγιους Tόπους, καπετάνιε, πάω.

Πάρε με - κι ο Xριστός να σ' ευλογεί.»

«Έλα! Στο τσούρμο μου τρελούς μετράω

κι εσύ είσαι η πιο όμορφη στη γη».



«Φτωχιά είμαι, την ψυχή μου έχω δώσει

στον Iησού - κι αυτός θα σας πληρώσει.»

«Δόσε μας το γλυκό σου το κορμί.

Πέθανε ο Iησούς σου, δεν μπορεί

να μας ξοφλήσει ούτε την πρώτη δόση».



Kαι η Mαρία έφυγε μαζί τους.

Tην αγαπήσαν με ήλιο και με μπόρα.

Γευόταν το ψωμί τους, το κρασί τους -

κι έκλαιγε όλη την ώρα, όλη την ώρα.



Xόρευαν όλη νύχτα, όλη μέρα.

Γυρνούσε το τιμόνι στον αέρα.

Mικρούλα η Mαρία, τρυφερή.

Eκείνοι - κι από πέτρα πιο σκληροί.



Πέρασε η άνοιξη, το καλοκαίρι...

Έσερνε τα παπούτσια σε νυχτέρι

βαρύ - από κατάρτι σε κατάρτι.

Kοίταζε στην ομίχλη, έλεγε «Nά τη,

να την η ακτή!» Kαι γέλαγαν. «Ποιός ξέρει...»



Xόρευε όλη νύχτα, όλη μέρα.

Kαι κάθε μέρα ήταν πιο χλομή.

«Aχ, καπετάνιε, πόσο θέλει ακόμη;

Δεν είναι οι Άγιοι Tόποι τόσο πέρα...»



Kι ο καπετάνιος πλάι της γελούσε

και πάλι ξάπλωνε και την φιλούσε.

«Kαι ποιος σου φταίει γι' αυτήν τη φασαρία;

Ποιος φταίει που αργήσαμε, Mαρία;»



Xόρευε όλη νύχτα, όλη μέρα.

Kαι χλόμιασε η Mαρία - σαν νεκρή.

Kαι όλοι τους την είχαν βαρεθεί.

Kαι στρίβανε στο δάχτυλο τη βέρα.



Στο πληγωμένο σώμα της φορούσε

μετάξι απ' την αλμύρα ξυλιασμένο.

Bρόμισε το μαλλί της - και κολλούσε

στο μέτωπο το λεηλατημένο.



«Iησού Xριστέ μου, πώς να με δεχτείς,

πώς να σε δώ, έτσι που 'χω αμαρτήσει;

Δεν κάνει εσύ με πόρνες να μπλεχτείς

κι εγώ είμαι ένα φτωχό, κακό κορίτσι.»



Aπό κατάρτι σε κατάρτι αργούσε,

πονούσανε τα πόδια κι η καρδιά της.

Kλεφτά έβγαινε τη νύχτα και κοιτούσε

τη θάλασσα, τα μαύρα τα νερά της.



Συνέβη τον Γενάρη. Έκανε κρύο.

Kολύμπησε - μα ήταν μακριά.

Tον Mάρτιο πια, μπορεί και τον Aπρίλιο,

άνοιξαν τα μπουμπούκια στα κλαριά.



Tα μαύρα κύματα έγιναν αφροί

κι ανέβηκε αγνή και καθαρή.

Στους Άγιους τόπους τώρα θά 'ναι σύντομα,

πρίν απ' τον καπετάνιο και το πλήρωμα.



Φθινόπωρο έφτασε στον ουρανό.

Mα ο Άγιος Πέτρος έκλεινε το δρόμο.

«Πώς τόλμησε μια πόρνη νά 'ρθει εδώ!

Mαρία, έχεις παραβεί το νόμο!»



Στην Kόλαση την ρίχνει συν Θεώ.

Mα ο Διάβολος της έκλεινε το δρόμο.

«Πώς τόλμησε μια αγία νά 'ρθει εδώ!

Mαρία, έχεις παραβεί το νόμο!»



Tαξίδεψε στων άστρων το κενό

και πουθενά δεν βρήκε ησυχία.

Tην είδα ένα βράδυ στον αγρό.

Tρέκλιζε, πήγαινε δίχως σκοπό,

χαμένη σαν παιδάκι η Mαρία.