Ποίηση....γιατί όχι;

Re: Απάντηση: Re: Ποίηση....γιατί όχι;

Ε καλά βρε και εσύ.... Χωρίζεις και σταματά και ο πόνος.....

Αυτό μας έλλειπε τώρα να διαιωνίζουμε τον "πόνο"....χεχε!!!

χεχεχε...δίκιο έχεις θα το πω στη φίλη μου:a0210:-bye-
 
Αντίσταση(1945)

Στὸ παιδικό μας βλέμμα πνίγονται οἱ στεριές.
Πρώτη σου ἀγάπη τὰ λιμάνια σβυοῦν καὶ ἐκεῖνα.
Θάλασσα τρώει τὸ βράχο ἀπ᾿ ὅλες τὶς μεριές.
Μάτια λοξὰ καὶ τ᾿ ἀγαπᾶς: Κόκκινη Κίνα.

Γιομάτα πᾶν τὰ ἰταλικὰ στὴν Ἐρυθρά.
Πουλιὰ σὲ ἀντικατοπτρισμὸ -Μαύρη Μανία.
Δόρατα μέσα στὴ νυχτιὰ παίζουν νωθρά.
Λάμπει ἀρραβώνα στὸ δεξί σου: Ἀβησσυνία.

Σὲ κρεμεζί, Νύφη λεβέντρα Ἰβηρική.
Ἀνάβουνε τοῦ Barriochino τὰ φανάρια.
Σπανιόλοι μου θαλασσοβάτες καὶ Γραικοί.
Γκρέκο καὶ Λόρκα -Ἱσπανία καὶ Πασιονάρια.

Κύμα θανάτου ξαπολιοῦνται οἱ Γερμανοί.
Τ᾿ ἄρματα ζώνεσαι μ᾿ ἀρχαία κραυγὴ πολέμου.
Κυνήγι παίζουνε μαχαίρι καὶ σκοινί,
Οἱ κρεμασμένοι στὰ δέντρα, μπαίγνιο τοῦ ἀνέμου.

Κι ἀπὲ Δεκέμβρη, στὴν Ἀθήνα καὶ Φωτιά.
Τοῦτο τῆς Γὴς τὸ θαλασσόδαρτο ἀγκωνάρι,
Λικνίζει κάτου ἀπὸ τὸ Δρῦ καὶ τὴν Ἰτιὰ
τὸ Διάκο, τὸν Κολοκοτρώνη καὶ τὸν Ἄρη.


Νίκος Καββαδίας..

Γεννήθηκε στίς 11/1/1910.........................
 
ΑΘΗΝΑ 1943

Οι δρόμοι κόκκινες γιομάτοι επιγραφές
τρανά την ώρα διαλαλούν την ορισμένη.
Αγέρας πνέει βορεινός απ' τις κορφές
κι αργοσαλεύουνε στα πάρκα οι κρεμασμένοι.

Μες στην Αθήνα όλα τα πρόσωπα βουβά
και περπατάν αργά στους δρόμους ''εν κινδύνω''
ως τις εφτά που θ' ακουστεί ''Σιστάς Μοσκβά''
και στις οχτώ (βαλ' το σιγά) ''Εδώ Λονδίνο''.

Φύσα ταχιά σπιλιάδα, φύσα βορεινή.
Γραίγο μου κατρακύλα απ' την Κριμαία.
Κατά τετράδας παν στο δρόμο οι γερμανοί
κάτου από μαύρη , κακορίζικη σημαία.

Μήνα το μήνα και πληθαίνουν οι πιστοί,
ώρα την ώρα και φουντώνει το μελίσι
ως τη στιγμή που μες στους δρόμους θ' ακουστεί
η μουσική που κάθε στόμα θα λαλήσει.


Α. Ταπεινός (Ν. Καββαδίας) Δεκέμβρης 1943



Υ.Γ Thanx Σπύρο για την υπενθύμιση....
 
ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΛΙΓΟΙ

Είμαστε εμείς οι ονειροπαρμένοι τρελοί της γης
με τη φλογισμένη καρδιά και τα έξαλλα μάτια.
Είμαστε οι αλύτρωτοι στοχαστές και οι τραγικοί ερωτευμένοι.
Χίλιοι ήλιοι κυλούνε μες το αίμα μας
κι ολούθε μας κυνηγά το δράμα του άπειρου.
Η φόρμα δεν μπορεί να μας δαμάσει.
Εμείς ερωτευτήκαμε την ουσία του είναι μας
και σ´ όλους μας τους έρωτες αυτήν αγαπούμε
Είμαστε οι μεγάλοι ενθουσιασμένοι και οι μεγάλοι αρνητές.
Κλείνουμε μέσα μας τον κόσμο όλο και δεν είμαστε τίποτα απ’ αυτόν
τον κόσμο.
Οι μέρες μας είναι μια πυρκαγιά και οι νύχτες μας ένα πέλαγο.
Γύρω μας αντηχεί το γέλιο των ανθρώπων.
Είμαστε οι προάγγελοι του χάους.

Γιώργος Μακρής
(1950)
 
Re: Απάντηση: Ποίηση....γιατί όχι;

ΕΜΕΙΣ ΟΙ ΛΙΓΟΙ

Είμαστε εμείς οι ονειροπαρμένοι τρελοί της γης
με τη φλογισμένη καρδιά και τα έξαλλα μάτια.
Είμαστε οι αλύτρωτοι στοχαστές και οι τραγικοί ερωτευμένοι.
Χίλιοι ήλιοι κυλούνε μες το αίμα μας
κι ολούθε μας κυνηγά το δράμα του άπειρου.
Η φόρμα δεν μπορεί να μας δαμάσει.
Εμείς ερωτευτήκαμε την ουσία του είναι μας
και σ´ όλους μας τους έρωτες αυτήν αγαπούμε
Είμαστε οι μεγάλοι ενθουσιασμένοι και οι μεγάλοι αρνητές.
Κλείνουμε μέσα μας τον κόσμο όλο και δεν είμαστε τίποτα απ’ αυτόν
τον κόσμο.
Οι μέρες μας είναι μια πυρκαγιά και οι νύχτες μας ένα πέλαγο.
Γύρω μας αντηχεί το γέλιο των ανθρώπων.
Είμαστε οι προάγγελοι του χάους.

Γιώργος Μακρής
(1950)

:grinning-smiley-043-bye-:grinning-smiley-043 Aιμίλιε!!!
 
Ζωή από αλλού

Ας αναγαλλιάσουμε,φίλοι και ας αγκαλιαστούμε.
Τώρα βρισκόμαστε πάνω στο μητρικό πλανήτη.
Η αρχή της ζωής χαμογέλασε εδώ κι ύστερα έστειλε τα κομμάτια της στη Γη.
Κανείς δεν έδωσε τέλος.
Οι αιώνες ανήκουν στον πλάστη της ζωής.

Μακρυά απ'τη Γη, εδώσ τους πλανήτες
των φευγαλέων στιγμών,φαίνεται να ζει κανείς;
Eίναι κανείς χαρούμενος;
Φιλίας ένωση με μικροοργανισμούς ελπίδας.
Ύστερα οι μορφές μόνες στη Γη έρχονται για να γνωρίσουν τα πρόσωπά τους.

Χ.Ντικμπκασάνης
 
Τα ματωμένα φυλαχτά της αγάπης μου, της Μπουμπούς:

" Και μια μέρα θέλω να γράψουν στὸν τάφο μου: ἔζησε στὰ σύνοραμιᾶς ἀκαθόριστης ἡλικίας καὶ πέθανε γιὰ πράγματα μακρινὰ ποὺ……εἶδε κάποτε σ᾿ ἕνα ἀβέβαιο ὄνειρο." λατρεμένος Τάσος για πάντα#

καὶ σμίγουν καὶ χωρίζουν οἱ ἄνθρωποικαὶ δὲν παίρνει τίποτα ὁ ἕνας ἀπ᾿ τὸν ἄλλον.
Γιατί ὁ ἔρωτας εἶναι ὁ πιὸ δύσκολος δρόμος νὰ γνωριστοῦν.


Γιατί οἱ ἄνθρωποι, σύντροφε, ζοῦν ἀπὸ τὴ στιγμὴ
ποῦ βρίσκουν μιὰ θέση
στὴ ζωὴ τῶν ἄλλων.


Καὶ τότε κατάλαβες γιατί οἱ ἀπελπισμένοι
γίνονται οἱ πιὸ καλοὶ ἐπαναστάτες.


Καὶ μένουμε ἀνυπεράσπιστοι ξαφνικά, σὰν ἕνα νικητὴ
μπροστὰ στὸ θάνατο
ἢ ἕνα νικημένον ἀντίκρυ στὴν αἰωνιότητα


(Συμφωνία αρ. 1)

έντιτ μία μέρα μετά: Ποιήματα - Τάσος Λειβαδίτης (1921-1988)
 
Last edited:
Σύννεφο με παντελόνια

Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκυ.

Τη σκέψη σας που νείρεται
πάνω στο πλαδαρό μυαλό σας
σάμπως ξιγκόθρεφτος λακές
σ' ένα ντιβάνι λιγδιασμένο



εγώ θα την τσιγκλάω
επάνω στο ματόβρεχτο κομμάτι της καρδιάς μου.
Φαρμακερός κι αγροίκος πάντα
ως να χορτάσω χλευασμό.

Εγώ δεν έχω ουδέ μιαν άσπρη τρίχα στην ψυχή μου
κι ουδέ σταγόνα γεροντίστικης ευγένειας.
Με την τραχιά κραυγή μου κεραυνώνοντας τον κόσμο,
ωραίος τραβάω, τραβάω
εικοσιδυό χρονώ λεβέντης.

Εσείς οι αβροί!...
Επάνω στα βιολιά ξαπλώνετε τον έρωτα.
Επάνω στα ταμπούρλα ο άξεστος τον έρωτα ξαπλώνει.

Όμως εσείς,
θα το μπορούσατε ποτέ καθώς εγώ,
τον εαυτό σας να γυρίσετε τα μέσα του όξω,
έτσι που να γενείτε ολάκεροι ένα στόμα;


Ελάτε να σας δασκαλέψω,
εσάς τη μπατιστένια απ' το σαλόνι,
εσάς την άψογο υπάλληλο της κοινωνίας των αγγέλων
κι εσάς που ξεφυλλίζετε ήρεμα-ήρεμα τα χείλη σας
σα μια μαγείρισσα που ξεφυλλίζει τις σελίδες του οδηγού μαγειρικής.

Θέλετε
θα 'μαι ακέραιος, όλο κρέας λυσσασμένος
-κι αλλάζοντας απόχρωση σαν ουρανός-
θέλετε-
θα 'μαι η άχραντη ευγένεια
-όχι άντρας πια, μα σύγνεφο με παντελόνια

:worshippy::worshippy:
 
Re: Απάντηση: Ποίηση....γιατί όχι;

ΠΑΡΑΝΟΜΙΕΣ - ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ
Ἐπεκτείνομαι καὶ βιώνω
παράνομα
σὲ περιοχὲς ποὺ σὰν ὑπαρκτὲς
δὲν παραδέχονται οἱ ἄλλοι.
Ἐκεῖ σταματῶ καὶ ἐκθέτω
τὸν καταδιωγμένο κόσμο μου,
ἐκεῖ τὸν ἀναπαράγω
μὲ πικρὰ κι ἀπειθάρχητα μέσα,
ἐκεῖ τὸν ἀναθέτω
σ᾿ ἕναν ἥλιο
χωρὶς σχῆμα, χωρὶς φῶς,
ἀμετακίνητο,
προσωπικό μου.
Ἐκεῖ συμβαίνω.

Κάποτε, ὅμως,
παύει αὐτό.
Καὶ συστέλλομαι,
κι ἐπανέρχομαι βίαια
(πρὸς καθησυχασμόν)
στὴ νόμιμη καὶ παραδεκτὴ
περιοχὴ
στὴν ἐγκόσμια πίκρα.

Καὶ διαψεύδομαι.
 
The Sleeper - Edgar Alan Poe


At midnight, in the month of June,
I stand beneath the mystic moon.
An opiate vapor, dewy, dim,
Exhales from out her golden rim,
And, softly dripping, drop by drop,
Upon the quiet mountain top,
Steals drowsily and musically
Into the universal valley.
The rosemary nods upon the grave;
The lily lolls upon the wave;
Wrapping the fog about its breast,
The ruin molders into rest;
Looking like Lethe, see! the lake
A conscious slumber seems to take,
And would not, for the world, awake.
All Beauty sleeps!- and lo! where lies
Irene, with her Destinies!

O, lady bright! can it be right-
This window open to the night?
The wanton airs, from the tree-top,
Laughingly through the lattice drop-
The bodiless airs, a wizard rout,
Flit through thy chamber in and out,
And wave the curtain canopy
So fitfully- so fearfully-
Above the closed and fringed lid
'Neath which thy slumb'ring soul lies hid,
That, o'er the floor and down the wall,
Like ghosts the shadows rise and fall!
Oh, lady dear, hast thou no fear?
Why and what art thou dreaming here?
Sure thou art come O'er far-off seas,
A wonder to these garden trees!
Strange is thy pallor! strange thy dress,
Strange, above all, thy length of tress,
And this all solemn silentness!

The lady sleeps! Oh, may her sleep,
Which is enduring, so be deep!
Heaven have her in its sacred keep!
This chamber changed for one more holy,
This bed for one more melancholy,
I pray to God that she may lie
For ever with unopened eye,
While the pale sheeted ghosts go by!

My love, she sleeps! Oh, may her sleep
As it is lasting, so be deep!
Soft may the worms about her creep!
Far in the forest, dim and old,
For her may some tall vault unfold-
Some vault that oft has flung its black
And winged panels fluttering back,
Triumphant, o'er the crested palls,
Of her grand family funerals-

Some sepulchre, remote, alone,
Against whose portal she hath thrown,
In childhood, many an idle stone-
Some tomb from out whose sounding door
She ne'er shall force an echo more,
Thrilling to think, poor child of sin!
It was the dead who groaned within.


http://www.youtube.com/watch?v=hu6Kip-b56U

“The Sleeper” expresses emotions similar to the poem “A Dream” as the main character’s love is lying in her tomb but wonders the earth as a spirit bringing happiness once again to her husband. According to the Literary London Gazette, at one point they praised Poe’s works but claimed a single phrase from the poem made “The Sleeper” a morbid poem. I can only state that this gazette, not only mistaken, but they made a quick judgment as I will prove using Edgar Allan Poe’s poem “The Sleeper” and “A Dream” foretell love and happiness instead of death and sadness.

"The Sleeper” starts off with “At midnight, in the month of June, I stand beneath the mystic moon”. This is not gruesome or darkly, but expressing a place and the actions of the main character. About three quarters through the poem, “The lady sleeps! Oh, may her sleep, which is enduring, so be deep”. The main character expresses happiness in his wife sleeping peacefully, he does not express wanting to die or have his wife brought back to life. The last verse to the poem as follows:
“My love, she sleeps! Oh, may her sleep, as it is lasting, so be deep! Soft may the worms about her creep! Far in the forest, dim and old”.

(http://mythotical.com)
 
Γιάννης Ρίτσος


Αυτά τα κόκκινα σημάδια στους τοίχους, μπορεί να 'ναι κι από αίμα.
Όλο το κόκκινο στις μέρες μας είναι αίμα,
μπορεί να 'ναι κι απ' το λιόγερμα, που χτυπάει στον απέναντι τοίχο.

Κάθε δείλι τα πράγματα κοκκινίζουν πριν σβήσουν
και ο θάνατος είναι πιο κοντά. Έξω απ' τα κάγκελα,
είναι οι φωνές των παιδιών, και το σφύριγμα του τρένου.

Τότε τα κελιά γίνονται πιο στενά
και πρέπει να σκεφτείς το φως σ' έναν κάμπο με στάχυα,
και το ψωμί στο τραπέζι των φτωχών
και τις μητέρες να χαμογελάνε στα παράθυρα,
για να βρεις λίγο χώρο να απλώσεις τα πόδια σου.

Κείνες τις ώρες, σφίγγεις το χέρι του συντρόφου σου,
γίνεται μια σιωπή γεμάτη δέντρα,
το τσιγάρο κομμένο στη μέση, γυρίζει από στόμα σε στόμα,
όπως ένα φανάρι που ψάχνει το δάσος, βρίσκουμε τη φλέβα
που φτάνει στην καρδιά της άνοιξης, χαμογελάμε.
 
Re: Απάντηση: Ποίηση....γιατί όχι;

T.S. Elliot - The hollow men

I

We are the hollow men
We are the stuffed men
Leaning together
Headpiece filled with straw. Alas!
Our dried voices, when
We whisper together
Are quiet and meaningless
As wind in dry grass
Or rats’ feet over broken glass
In our dry cellar

Shape without form, shade without colour,
Paralysed force, gesture without motion;

Those who have crossed
With direct eyes, to death’s other Kingdom
Remember us—if at all—not as lost
Violent souls, but only
As the hollow men
The stuffed men.

II

Eyes I dare not meet in dreams
In death’s dream kingdom
These do not appear:
There, the eyes are
Sunlight on a broken column
There, is a tree swinging
And voices are
In the wind’s singing
More distant and more solemn
Than a fading star.

Let me be no nearer
In death’s dream kingdom
Let me also wear
Such deliberate disguises
Rat’s coat, crowskin, crossed staves
In a field
Behaving as the wind behaves
No nearer—

Not that final meeting
In the twilight kingdom

III

This is the dead land
This is cactus land
Here the stone images
Are raised, here they receive
The supplication of a dead man’s hand
Under the twinkle of a fading star.

Is it like this
In death’s other kingdom
Waking alone
At the hour when we are
Trembling with tenderness
Lips that would kiss
Form prayers to broken stone.

IV

The eyes are not here
There are no eyes here
In this valley of dying stars
In this hollow valley
This broken jaw of our lost kingdoms

In this last of meeting places
We grope together
And avoid speech
Gathered on this beach of the tumid river

Sightless, unless
The eyes reappear
As the perpetual star
Multifoliate rose
Of death’s twilight kingdom
The hope only
Of empty men.

V

Here we go round the prickly pear
Prickly pear prickly pear
Here we go round the prickly pear
At five o’clock in the morning.

Between the idea
And the reality
Between the motion
And the act
Falls the Shadow
For Thine is the Kingdom

Between the conception
And the creation
Between the emotion
And the response
Falls the Shadow
Life is very long

Between the desire
And the spasm
Between the potency
And the existence
Between the essence
And the descent
Falls the Shadow
For Thine is the Kingdom

For Thine is
Life is
For Thine is the

This is the way the world ends
This is the way the world ends
This is the way the world ends
Not with a bang but a whimper.
 
Δυστυχισμένε μου λαέ, καλὲ κι ηγαπημένε,
πάντοτ' εὐκολοπίστευτε καὶ πάντα προδομένε.

Διονυσιος Σολωμος - σαν σημερα εφυγε...
 
Σαν σήμερα πέθανε ο Νίκος Καββαδίας

Το αγαπημένο μου

Federico Garcia Lorca

Ἀνέμισες γιὰ μία στιγμὴ τὸ μπολερὸ
καὶ τὸ βαθὺ πορτοκαλί σου μεσοφόρι.
Αὔγουστος ἤτανε δὲν ἤτανε θαρρῶ,
τότε ποὺ φεύγανε μπουλούκια οἱ Σταυροφόροι.

Παντιέρες πάγαιναν τοῦ ἀνέμου συνοδιὰ
καὶ ξεκινοῦσαν οἱ γαλέρες τοῦ θανάτου.
Στὸ ρωγοβύζι ἀνατριχιάζαν τὰ παιδιὰ
κι ὁ γέρος ἔλιαζε ἀκαμάτης τ᾿ ἀχαμνά του.

Τοῦ ταύρου ὁ Πικάσσο ρουθούνιζε βαριὰ
καὶ στὰ κουβέλια τότε σάπιζε τὸ μέλι.
Τραβέρσο ἀνάποδο - πορεία πρὸς τὸ Βοριᾶ.
Τράβα μπροστὰ -ξοπίσω ἐμεῖς- καὶ μὴ σὲ μέλλει.

Κάτου ἀπ᾿ τὸν ἥλιο ἀναγαλλιάζαν οἱ ἐλιὲς
καὶ φύτρωναν μικροὶ σταυροὶ στὰ περιβόλια.
Τὶς νύχτες στέρφες ἀπομέναν οἱ ἀγκαλιὲς
τότες ποὺ σ᾿ ἔφεραν, κατσίβελε, στὴ μπόλια.

Ἀτσίγγανε κι Ἀφέντη μου, μὲ τί νὰ σὲ στολίσω;
Φέρτε τὸ μαυριτάνικο σκουτὶ τὸ πορφυρό.
Στὸν τοῖχο τῆς Καισαριανῆς μᾶς φέραν ἀπὸ πίσω
κ᾿ ἴσα ἕν᾿ ἀντρίκιο ἀνάστημα ψηλῶσαν τὸ σωρό.

Κοπέλες ἀπ᾿ τὸ Δίστομο φέρτε νερὸ καὶ ξίδι.
Κι ἀπάνω στὴ φοράδα σου δεμένος σταυρωτὰ
σύρε γιὰ κεῖνο τὸ στερνὸ στὴν Κόρδοβα ταξίδι,
μέσ᾿ ἀπ᾿ τὰ διψασμένα της χωράφια τ᾿ ἀνοιχτά.

Βάρκα τοῦ βάλτου ἀνάστροφη, φτενή, δίχως καρένα.
Σύνεργα ποὺ σκουριάζουνε σὲ γύφτικη σπηλιά.
Σμάρι κοράκια νὰ πετᾶν στὴν ἔρημην ἀρένα
καὶ στὸ χωριὸ ν᾿ οὐρλιάζουνε τὴ νύχτα ἑφτὰ σκυλιά.


To view this content we will need your consent to set third party cookies.
For more detailed information, see our cookies page.
 
Φόρεσα τα μαύρα μου, καλά μου ρούχα. Ζωγράφισα στο μέτωπο την ξαστεριά.
Άνοιξα το παραθύρι μου να μπει το κλίμα, που απο τότε που γεννήθηκα,
σκαρφαλώνει στην νιότη μου.

Πλησιάζει η ώρα....Θα κηρύξω τον εαυτό μου, αναρχικό.
Θα καλέσω στους τοίχους τα συντρόφια να με ξεναγήσουν,
στην γιορτή. Θα λάμψω τρεις φορές και μετά θα πνιγώ.

Κρατώντας την αναπνοή μου σαν αγχόνη και ανεμίζοντας στα χέρια μου την ηλιαχτίδα,
θα χαθώ στο φως των ημετέρων....
Στερνή μου αγάπη σε αποχαιρετώ. Θα μιλήσουμε ξανά όταν τα φώτα σβήσουν.

Όταν όλοι καταλάβουν ότι το φως τυφλώνει, αυτούς που το κρατούν.
 
Re: Απάντηση: Ποίηση....γιατί όχι;

Να ειπωθούν όλα - Πωλ Ελυάρ

Το παν είναι να ειπωθούν όλα, και μου λείπουν οι λέξεις
Και μου λείπει ο καιρός, και μου λείπει το θάρρος
Ονειρεύομαι ξετυλίγω στην τύχη τις εικόνες μου
Εχω άσχημα ζήσει, κι έχω μάθει άσχημα να μιλώ καθαρά.

Να ειπωθούν όλα για τους βράχους, τη λεωφόρο και τα λιθόστρωτα
Τους δρόμους και τους διαβάτες τους τα λιβάδια και τους βοσκούς
Το χνούδι της άνοιξης και τη σκουριά του χειμώνα
Το κρύο και τη θέρμη συνθέτοντας ένα και μόνο καρπό

Θέλω να δείξω το πλήθος και κάθε άνθρωπο χώρια
Μαζί μ´ ό,τι τον ζωντανεύει και ό,τι τον απελπίζει
Και κάτω από τις ανθρώπινες εποχές κάθε τι που φωτίζει
Την ελπίδα του και το αίμα του την ιστορία του και τη λύπη του

Θέλω να δείξω το τεράστιο πλήθος διαιρεμένο
Το πλήθος διαμοιρασμένο όπως σε κοιμητήριο
Και το πλήθος πιο δυνατό απ´ τη σκιά του την ακάθαρτη
Έχοντας γκρεμίσει τους τοίχους του έχοντας νικήσει τ´ αφεντικά του

Την οικογένεια των χεριών, την οικογένεια των φύλλων
Και το περιπλανώμενο ζώο χωρίς προσωπικότητα
Τον ποταμό και τη δροσιά γονιμοποιά και εύφορα
Τη δικαιοσύνη όρθια την εξουσία καλά φυτεμένη

(1951)

Απόδοση Παναγιώτης Φραντζής, με βάση τη μετάφραση του Σπύρου Τζουβέλη
 
Daddy

Δεν κάνεις πια, δεν κάνεις πια
Παλιό παπούτσι
Που μέσα του σαν πόδι έχω ζήσει
Τριάντα χρόνια τώρα φτωχό και λευκό,
Τολμώντας μόλις να πάρω ανάσα ή να φταρνιστώ.

Έπρεπε να σε σκοτώσω, μπαμπά
Όμως προτού προλάβω είχες πεθάνει -
Μαρμάρινος, ένα τσουβάλι μπουκωμένο με Θεό,
Άγαλμα στοιχειωμένο με ένα γκρίζο δάχτυλο
Μεγάλο σαν φώκια του Φρίσκο

Και το κεφάλι μέσα στο φρικτό Ατλαντικό
Όπου βρέχει πράσινη βροχή στο κυανό
Πέρα από τα νερά του ωραίου Νουαζέτ.
Προσευχόμουν να σε ξαναβρώ.
Ach, du.

Στη γλώσσα τη γερμανική, σε μια πολωνική πολίχνη
Ισοπεδωμένη από τον οδοστρωτήρα
Πολέμων, πολέμων, πολέμων.
Μα το όνομα της πολίχνης είναι κοινό.
Ο Πολωνός μου φίλος
Λέει πως υπάρχουνε ντουζίνες, μια ή δυο.
Κι έτσι ποτέ δεν μπορούσα να πω
Πού πάτησες το πόδι σου, οι ρίζες σου πούθε κρατούν
Δε θα μπορέσω ποτέ να σου μιλήσω.
Η γλώσσα μου κολλάει στον ουρανίσκο.

Μαγκώνει σε μια ακάνθινη συρμάτινη παγίδα.
Ιch, ich, ich, ich,
Ήμουν σχεδόν χωρίς φωνή.
Και νόμιζα πως κάθε Γερμανός ήσουν εσύ.
Και η γλώσσα είναι αισχρή

Μια μηχανή, μια μηχανή
Που με μασούσε σαν Εβραίο.
Έναν Εβραίο στο Νταχάου, στο Άουσβιτς, στο Μπέλσεν.
Άρχισα σαν Εβραίος να μιλώ.
Νομίζω πως μπορεί να είμαι Εβραία.

Τα χιόνια του Τιρόλου, της Βιένης η διάφανη μπίρα
Δεν είναι τόσο αγνά κι αληθινά.
Με την τσιγγάνα προγονό μου και το κακό μου ριζικό
Και τα χαρτιά μου τα ταρό, και τα χαρτιά μου τα ταρό
Ίσως και να ‛μαι λιγάκι Εβραία.

Και ξέρεις, πάντα σε φοβόμουν
Με τη Luftwaffe σου και τα παράσημα σου.
Το τακτικό μουστάκι σου
Και τα αριά σου μάτια, γαλάζια φωτεινά.
Panzer-man, panzer-man, Ω εσύ —

Που Θεός δεν είσαι αλλά σβάστικα
Κατάμαυρη, που δεν τη διαπερνάει ο ουρανός.
Κάθε γυναίκα λατρεύει έναν φασίστα,
Την μπότα στα μούτρα, του κτήνους την καρδιά
Του κτήνους, ενός κτήνους σαν εσένα.

Σε ένα μαυροπίνακα στέκεσαι, μπαμπά,
Στη φωτογραφία που κρατώ,
Ένα σημάδι στο σαγόνι αντί στο πόδι,
Αλλά δεν είσαι λιγότερο διάβολος γι’ αυτό,
Όχι λιγότερο από το σκοτεινό άντρα

Που την όμορφη πορφυρή καρδιά μου έκοψε στα δυο.
Ήμουν δέκα χρονώ όταν σε βάλανε στον τάφο.
Και στα είκοσι προσπάθησα να σκοτωθώ
Για να σε ξαναβρώ, για να σε ξαναβρώ.
Μπορούσα ακόμα και στα κόκαλα σου να αρκεστώ.

Αλλά με έσυραν έξω από το λάκκο
Και με κόλλα με ένωσαν ξανά.
Τότε όμως τι να κάνω ήξερα πια.
Έφτιαξα λοιπόν ένα μοντέλο από σένα,
Έναν άντρα με μαύρα και ύφος Meinkampf

Κι έναν έρωτα τροχό μαρτυρίων.
Και είπα δέχομαι, δέχομαι.
Κι έτσι ξόφλησα, μπαμπά.
Το μαύρο τηλέφωνο ξεριζωμένο
,Και οι φωνές δε φτάνουν μέχρι εδώ.

Αν σκότωσα ένα αρσενικό, σκότωσα δυο -
Το βρικόλακα που έμοιαζε σε σένα
Και μου ‛πινε ολοχρονίς το αίμα,
Εφτά χρονιές, αν θες να ξέρεις.
Ησύχασε τώρα, μπαμπά.

Υπάρχει ένα παλούκι στη μαύρη σου καρδιά,
Και οι χωρικοί δε σε χώνεψαν ποτέ.
Χορεύουν τώρα και σε ποδοπατούν.
Ήξεραν πάντα ότι ήσουν εσύ.
Μπαμπά, μπαμπά, μπάσταρδε, με σένα έχω ξοφλήσει πια.

Σύλβια Πλάθ
 
Re: Απάντηση: Ποίηση....γιατί όχι;

Από δυό πράγματα το ένα είναι το φεγγάρι
το άλλο είναι ο ήλιος
οι φτωχοί εργάτες δεν βλέπουν τέτοια πράγματα
ο δικός τους ήλιος είναι η δίψα η σκόνη ο ιδρώτας το κατράμι
ακόμη κι αν δουλεύουν κάτω απ' τον ήλιο η δουλειά τους κρύβει τον ήλιο
ο ήλιος ο δικός τους είναι ή ηλίαση
και για τις νυχτερινές βάρδιες το φέγγος του φεγγαριού
είναι τα βρογχικά μια λίστα φάρμακα οι μπελάδες τα βάσανα
κι όταν ο εργάτης αποκοιμιέται τον έχει νανουρίσει η αγρύπνια
κι όταν το ξυπνητήρι του τον ξυπνάει
βρίσκει κάθε μέρα μπρος στο κρεββάτι του
το βρωμερό σαρκοβόρο στόμα της δουλειάς
που σαρκάζει και τον κοροϊδεύει
σηκώνεται λοιπόν
και πλένεται
Κι ύστερα βγαίνει μισοξύπνιος μισοκοιμισμένος
περπατάει στο μισοξύπνιο μισοκοιμισμένο δρόμο
και παίρνει το λεωφορείο
του εργατικού προσωπικού
και στο λεωφορείο ο σοφερ ο εισπράκτορας
κι όλοι οι εγάτες μισοξύπνιοι μισοκοιμισμένοι
διασχίζουν το τοπίο πηγμένο ανάμεσα στο χάραμα και τη νύχτα
τα τοπία από τούβλα από παράθυρα με ρεύματα διαδρόμων
το τοπίο έκλειψη
το τοπίο φυλακή
το τοπίο χωρίς αέρα χωρίς φως χωρίς γέλια ούτε εποχές
το τοπίο παγωμένοι εργατικοί συνοικισμοί παγωμένοι κατακαλόκαιρα όπως στην καρδιά του χειμώνα
το τοπίο σβηστό
το τοπίο χωρίς τίποτα
το τοπίο καταχρασμένο καταπεινασμένο κατασπαραγμένο καταληστεμένο
το τοπίο κάρβουνο
το τοπίο σκόνη
το τοπίο γράσο
το τοπίο σκουριά
το τοπίο ευνουχισμένο σβησμένο αφανισμένο εξορισμένο παραπεταμένο στη σκιά
μες στη μεγάλη σκιά
τη σκιά του κεφαλαίου
τη σκιά του κέρδους.
Πάνω σε τούτο το τοπίο λάμπει καμιά φορά έν' άστρο μόνο
ο πλαστός ήλιος
ο χλωμός ήλιος
ο κοιμισμένος ήλιος
ο λακές ήλιος του κεφαλαίου
ο γέρικος ήλιος από χαλκό
ο γέρικος ήλιος σάλπιγγα
ο γέρικος ήλιος αρτοφόριο
ο γέρικος ήλιος απόστημα
ο εμετικός ήλιος του βασιλιά ήλιου
ο ήλιος του Αούστερλιτς
ο ήλιος του Βερντέν
ο ήλιος φετίχ
ο ήλιος ο τρίχρωμος κι άχρωμος
το άστρο της καταστροφής
το άστρο του βουστάσιου
το άστρο του σφαγείου
το άστρο της μαλακίας
ο νεκρός ήλιος.


και το τοπίο μισοχτισμένο μισογκρεμισμένο
μισοξύπνιο μισοκοιμισμένο
καταρρέει μεσ' στον πόλεμο τη δυστυχία και τη λησμονιά
κι έπειτα αφού τελειώσει ο πόλεμος ξαναρχίζει
να ξαναχτιζεται μόνο του στη σκιά
και το κεφάλαιο χαμογελάει
μα κάποια μέρα ο αληθινός ήλιος θα 'ρθεί
ένας αληθινός ήλιος σκληρός που θα ξυπνήσει το αποχαυνωμένο τοπίο
και θα βγούν οι εργάτες
θα δουν τότε τον ήλιο
τον αληθινό το σκληρό τον κόκκινο ήλιο της επανάστασης
και θα μετρηθούν
και θα συνεννοηθούν
και θα καταλάβουν την πλειοψηφία τους
και θα κοιτάξουν τη σκιά
και θα γελάσουν
μετά θα προχωρήσουν
μια τελευταία φορά το κεφάλαιο θα θελήσει να τους εμποδίσει να γελάν'
θα το σκοτώσουν και θα το παραχώσουν στη γή κάτω από το τοπίο της δυστυχίας
και το τοπίο της δυστυχίας του κέρδους της σκόνης και του κάρβουνου
θα το κάψουν
θα το ισοπεδώσουν
και θα σκαρώσουν έν' άλλο τραγουδώντας
ένα τοπίο κατακαίνουργο πανέμορφο
έν' αληθινό τοπίο ολοζώντανο
κι ακόμη θ´αλλάξουν τον χειμώνα σε άνοιξη...


Jacques Prevert - Le Paysage Changeur
 
Re: Απάντηση: Ποίηση....γιατί όχι;

Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, Τίποτα δεν μου ανήκει

Καθώς πια τίποτα δεν μου ανήκει μέσα στ' ανάκτορα
ούτε καν το χρυσάφι της οροφής και τα μάρμαρα
και οι κονσόλες παγώσανε και τα μαλλιά σου σέρνονται πίσω από τα σφιγμένα κρύσταλλα
και οι πλαφονιέρες σταλάζουν την τέφρα του χειμωνιάτικου ήλιου
καθώς οι λειμώνες δε βρίσκουνε πια την παλιά τους λαλιά

Βλέπω πως λάθεψα γυρίζοντας έξω από θέρετρα
στο πυκνό δάσος των πολυκατοικιών δίπλα στη θάλασσα
όπου βυθίζομαι για να σ' αγγίξω μόλις
επειδή σ' αγαπώ περισσότερο απ' όλα τα κτίσματα
και αν δε σε γνώριζα θα 'ταν όλα εφήμερα
γιατί οι βιτρίνες είναι μια λάσπη, τα εργοστάσια μια θλίψη και η πόλη
αφήνει να πέσουν οι κάλυκες της πλαστικής μου καρδιάς
πάνω σε φύλλα από δάκρυα

Τίποτα δεν μου ανήκει, καμιά παλινόρθωση
τα μάγουλά σου στο χιονισμένο αυχένα των βουνών
καθώς η ματιά μου βυθίζεται στην άπειρη έκταση
αφήνοντας πια τ' αυτοκίνητα στα δικά τους τραγούδια

Γιατί η δίψα για το ατόφιο χρυσάφι είναι τα μάτια σου
και η πείνα για καθαρό αλουμίνιο τα χέρια σου
φιλιόμαστε σε σκοτεινές δισκοθήκες και σου εξηγώ
Κι όταν χαράζει πως τάχα θα πάμε αντίθετα
θα γυρίζουμε με ρούχα παλιά στα νεόχτιστα
μια άσπρη κορνίζα, βιβλία και θέρμανση στις γωνιές

Από τη συλλογή Ωδές στον Πρίγκιπα (1981)
 
Νιώθω όμορφα τον τελευταίο καιρό. Μεγαλώνω δύο ανθρώπους.
Ναι ,ναι, ανθρώπους. Μάλιστα περιμένουν με μεγάλη χαρά πότε θα πάω.
Τι ωραία που νιώθω. Πως αλλάζει η ψυχοσύνθεση μου.
Πόσο αλλάζω εγώ.

Πριν λίγο τους πήγα ζεστό κιμά. Ναι, ναι βάζω και κουταλάκια στο πακέτο.
Μάλιστα λίγο πιο κάτω είναι κάποιοι αστυνομικοί και κοιτούν περίεργα.
Υποθέτω ότι τους φαίνεται περίεργο που δίνω φαγητό σε ξένους.
Τι ωραία που νιώθω όμως εγώ. Αλλάζω και σαν άνθρωπος.
Πόσο αλλάζω.

Τους πηγαίνω και νερό και γάλα. Καμιά φορά μέχρι και καφέ.
Τα πελώρια μάτια τους με γεμίζουν αισιοδοξία. Με γεμίζουν σαν άνθρωπο.
Μέσω αυτών, καταλαβαίνω ότι υπάρχουν και χειρότερα....και νιώθω πιο καλά.
Και αυτοί νιώθουν ωραία. Με κοιτάνε με ένα χαμόγελο...
Πόσο αλλάζουν τα χαρακτηριστικά τους, όταν με κοιτούν.

Λέω να το πω και σε φίλους μου. Να το κάνουν και αυτοί.
Αν αναλάβουμε απο έναν, δύο, ο καθένας, θα λύσουμε πολλά προβλήματα.
Θα τους μεγαλώνουμε και θα τους κοιτάμε στα μάτια. Και αυτοί θα μεγαλώνουν....
Θα μεγαλώνουν μέσα σε μια κοινωνία που θα τους αγαπά, γιατί θα τους φροντίζει.
Πόσο θα αλλάξουν οι κοινωνίες...Οι άνθρωποι....

Μεγαλώνω δύο ανθρώπους...Δύο στενά πιο κάτω απο το σπίτι μου.
Μένουν σε μία γωνία, στοιβαγμένοι σαν τις βαλίτσες που δεν τις κουνά κανείς για χρόνια.
Είναι διαφορετικής φυλής απο την δική μου. Εγώ όμως τους μεγαλώνω.
Με κοιτούν όταν πλησιάζω και ρίχνουν το βλέμμα τους, όταν τους φροντίζω.
Πόσο αλλάζω....

Γίνομαι ένας ανθρώπινος κόμπος. Μία άλυτη αινιγματική εξίσωση. Μα δεν φταίω εγώ.
Φταίνε τα ματωμένα μου χέρια που δεν κοκκίνισαν ποτέ, κάτω απο τον ήλιο.
Φταίνε οι Σειρήνες που δεν τραγούδησαν ποτέ κάποιον ύμνο, για να ξυπνήσω.
Ή μήπως δεν καταλαβαίνω τίποτα? Μήπως αλλάζω σε κάτι άλλο?

Μήπως αλλάζω σε "τέρας"?