Ποίηση....γιατί όχι;

Re: Απάντηση: Ποίηση....γιατί όχι;

He who binds to himself a joy
Does the winged life destroy;
But he who kisses the joy as it flies
Lives in eternity's sun rise.

Eternity - William Blake
 
Αφιερωμένο, ξέρει αυτός,

Απόψε, σήμερα και χθες
όλες οι πόρτες είν' κλειστές
και γω είμαι απ' όξω
και μες στο θάμπος το θαμπό
παίρνω αμπάρριζα να μπω
και με πετάνε ΟΞΩ
όλος ο κόσμος μ' αγνοεί
βαρέθηκα πια τη ζωή
τους φθόνους και τα μίση
αλί αλί και τρισαλί
Φωνάχτε αμέσως τον Αλή
να με καρατομήσει!

ΘΟΥ-ΒΟΥ
 
Το μνημόνιο

Από μιά χαρά πολίτης
εκατάντησα λεχρίτης,
μου φυλάγαν μαύρη μοίρα
Ευρωπαίος και αλήτης.

Πήραν τη ζωή μου όλη
και τη βάλαν στη φορμόλη,
τίποτα δεν μου αφήσαν
κυβερνήτες και διαβόλοι.

Τα παιδιά μου δε γνωρίζουν
τι θα πεί να μην ελπίζουν,
θα τα πάρω στη Βουλή
για ν' αρχίσουν να γκρεμίζουν.

Απ' τ' αμάξι μου - σε κάρο
κι ούτε σύνταξη θα πάρω,
ετοιμάζω καραμπίνα
δυό τριγόνια μ' ένα σμπάρο.

Έχουμε λεφτα μας λέγαν,
οι ποηγούμενοι σας φταίγαν,
το μνημόνιο μας φορέσαν
και μετά κάναν πως κλαίγαν.

Επροδώσαν την πατρίδα
κι άμα θα πεινάσεις....πήδα,
πρίν πεθάνεις απ' την πείνα
άρπα μια χοντρή σανίδα.

Υπουργούς και βουλε(φ)τάδες
και τους άλλους τους λεφτάδες,
από τον Πρωθυπουργό
μέχρι τους χαρτογιακάδες.

Δείρε τους με τη ψυχή σου
να γλυκάνει το ψωμί σου,
κι όταν πια θα κουραστής
πέσε και αποκοιμήσου.

Καί την άλλη μέρα πάλι
μη σηκώσουνε κεφάλι,
μπας και φύγουν από δώ
και το ξύλο πάει χαλάλι.

Και να πάρουνε μαζί τους
την ψυχή και τη Βουλή τους,
και να μη ξαναπατήσουν
σ' όλη τη βρωμοζωή τους!
 
Απάντηση: Re: Ποίηση....γιατί όχι;

Το μνημόνιο

Από μιά χαρά πολίτης
εκατάντησα λεχρίτης,
μου φυλάγαν μαύρη μοίρα
Ευρωπαίος και αλήτης.

Πήραν τη ζωή μου όλη
και τη βάλαν στη φορμόλη,
τίποτα δεν μου αφήσαν
κυβερνήτες και διαβόλοι.

Τα παιδιά μου δε γνωρίζουν
τι θα πεί να μην ελπίζουν,
θα τα πάρω στη Βουλή
για ν' αρχίσουν να γκρεμίζουν.

Απ' τ' αμάξι μου - σε κάρο
κι ούτε σύνταξη θα πάρω,
ετοιμάζω καραμπίνα
δυό τριγόνια μ' ένα σμπάρο.

Έχουμε λεφτα μας λέγαν,
οι ποηγούμενοι σας φταίγαν,
το μνημόνιο μας φορέσαν
και μετά κάναν πως κλαίγαν.

Επροδώσαν την πατρίδα
κι άμα θα πεινάσεις....πήδα,
πρίν πεθάνεις απ' την πείνα
άρπα μια χοντρή σανίδα.

Υπουργούς και βουλε(φ)τάδες
και τους άλλους τους λεφτάδες,
από τον Πρωθυπουργό
μέχρι τους χαρτογιακάδες.

Δείρε τους με τη ψυχή σου
να γλυκάνει το ψωμί σου,
κι όταν πια θα κουραστής
πέσε και αποκοιμήσου.

Καί την άλλη μέρα πάλι
μη σηκώσουνε κεφάλι,
μπας και φύγουν από δώ
και το ξύλο πάει χαλάλι.

Και να πάρουνε μαζί τους
την ψυχή και τη Βουλή τους,
και να μη ξαναπατήσουν
σ' όλη τη βρωμοζωή τους!


:ernaehrung004::ADFADF1::ADFADF1:
 
Ν. Καρούζος

Μαγιακόφσκι​

Ωραίος απ’ τη θύελλα της βιομηχανίας
αεροπόρος των ηλιόλουστων ημερών
μεγάλο δάκρυ
που κατεβαίνει ως τα χείλη
για να καίει τις αθάνατες Μαρίες
ο Βλαντιμίρ.
Ίσως έπρεπε πριν απ’ την ένδοξη ταφή
να φωτίζεται με προβολείς ο νεκρός του.
Ίσως αξίζει να τον βλέπουμε σαν καταρράκτη
ανάμεσα στην ορμή τ’ ουρανού και στα δάση.
Ίσως έπρεπε να διευθύνει κοσμοδρόμια.

Πάντως
μ’ αρέσει που έπιασε την παλιά Ρωσία απ’ τα μαλλιά
και την έστειλε στο διάβολο
θρυμματίζοντας μια κιθάρα στο κεφάλι της.
Μ’ αρέσει που δεν θα πεθάνει ποτέ
γιατί δεν ξεχώρισε τη συμφορά και την ποίηση.
Μ’ αρέσει γιατί στάθηκε στο ύψος του
ο Βλαντιμίρ.

Αυτός είναι που έδινε στον Κουτούζωφ
τη μυστηριώδη δύναμη.
Αυτός είναι που σκύλιαζε πραγματικά
για το μέλλον. Αυτός
έλαμπε στην κατάλευκη ορμή του Ουλιάνωφ.
Απ’ την άγνωστη χαραυγή μας, απ’ τα σπήλαια,
έτσι δείχνουν τα πράγματα.
Η ζωή θα πρέπει να προσχωρήσει μαζί του
ολάκερη καθώς τη χάρισε στην καρδιά των δικαίων.
Η ζωή θα χρειαστεί και πάλι τους χαρταετούς.
Απ’ το βαρύ του φέρετρο πετάγονταν
πυροτεχνήματα ψηλά στη νύχτα
κι απ’ τη βαθειά ειρήνη της σιωπής του
έβγαινε ο καπνός της μέσα μάχης. Ας είναι λοιπόν…
Ας είναι κι ο Βλαντιμίρ ένα σύμβολο
ανοιχτό στην ευτυχία.
Δεν ξέρω, βέβαια, τι είναι ευτυχία.
Γνωρίζω όμως τον αγώνα για δαύτη.
Δεν ξέρω τι κρύβει ο έρωτας.
Γνωρίζω μονάχα
πως είναι οι εξήντα τέσσερες άνεμοι.
Γνωρίζω πως είναι όλες οι ανατολές του ήλιου –
τέτοια τύχη
τέτοια τύχη!

(Δημοσιεύτηκε στην «Επιθεώρηση Τέχνης», τ. 146, Φλεβάρης 1967, σελ. 133)
 
Λέν, τα ωραία κορίτσια είναι για να μας θυμίζουν πως ο παράδεισος υπάρχει. Και πως κρατούν καλά τα μυστικά τους. Με το χέρι στη σκανδάλη οπλίζουν αδίστακτα και μας χαμογελούν τρυφερά.
Η ομορφιά ακτινοβολεί κίνδυνο, σταυρώνει τα πόδια της, καπνίζει, αποφαίνεται. Τα γυμνά της πόδια πληγώνουν. Η ομορφιά διστάζει, εκπλήσσεται κι αιφνιδιάζει, φλυαρεί, χρυσάφια που κυλούν στο πρόσωπό της και σωπαίνει, κοιτάζει το σκοτάδι ήσυχα, ξαπλώνει πάνω στις πευκοβελόνες, γέρνει, σκαρφαλώνει στη μοτοσυκλέτα, ρίχνοντας ένα χείμαρρο μαλλιών πάνω από ένα ποτήρι τζίν υπολογίζει, περπατάει και το φώς μετατοπίζεται. Η ομορφιά γεμίζει πολυτέλεια τους θλιβερούς στενούς δρόμους, τα τσαλακωμένα σεντόνια, το ημίφως στο κατάστρωμα του πλοίου. Η ομορφιά βρίσκεται πάντα εκεί, ανυπόφορη, απροσδιόριστη και προφανής μέχρι παραφροσύνης.
Αόριστες συνάφειες κάθε τόσο κάνουν τα γυμνά της πέλματα να παραπέμπουν στα μάτια της, κι εκείνα στην πτυχή της μασχάλης, ένα κορμί που πίσω του μαντεύει κανείς τον άμβυκα μιάς παράδοξης αλχημείας, συντήξεις που οδηγούν σε απροσδόκητα κράματα. Ενα ελάφι, ένα λεπίδι και μερικές ρώγες σταφυλιού. Ενα γιασεμί κι ένα κομμάτι σκοτεινό μετάξι. Ενας αίλουρος, ένα χάδι και λίγη ψίχα από ζεστό ψωμί. Αγριότητα που τρέπεται σε τριαντάφυλλο και αποικίζει ερημιές.
Και να που η ομορφιά εγκαταλείπεται πια υπνωτισμένη, παραδομένη ενδίδει στους βραχίονες μια βούλησης που όμως θέλει τι; Να την κάνει μήπως να παραδεχτεί την υλική της υπόσταση, να σβήσει το πρόσωπό της, να την εξαντλήσει, να την πιεί, να ανακτήσει εν τέλει το ισοδύναμό της σε ηδονή; ‛Πήρα την ομορφιά στα γόνατα, τη βρήκα πικρή και τη βλαστήμησα’. Αναρωτιέμαι αν μπόρεσε ποτέ κανείς να ξεπεράσει αυτόν τον στίχο του Rimbaud.
Παίζοντας με την άβυσσο της Θείας Αυταρέσκειας είναι που πέφτουμε στις δικές μας αβύσσους. Κι αν στην ομορφιά υπάρχει κάτι που καμιά φωτογραφία ποτέ δεν μπόρεσε να συγκρατήσει και καμιά συνείδηση να κατοπτρίσει, τότε η ομορφιά δεν είναι εν τέλει παρά μία διαφάνεια, ένα παράθυρο που βλέπει στην άλλη όχθη του καιρού. Αυτή η συνομωσία των αναλογιών, των λεπτομερειών και των κινήσεων που κάνουν μια γυναίκα όμορφη, καταφέρνει τελικά να αποσιωπήσει την καταγωγή της φθοράς, την βαρύτητα και τις παραπομπές της, την κάνει διαφανή για να γίνουν ορατά πίσω της τα νεύματα του ανέφικτου. Ισως ένα χαμόγελο να είναι τελικά η μόνη απάντηση σ’ αυτό που το λοξό της βλέμμα υπαινίσσεται: Αν πρόκειται να ταξιδέψετε στην κόλαση, κλείστε τουλάχιστον μια θέση δίπλα σ’ ένα παράθυρο με θέα.

Απόστολος Κυρίτσης
______________
 
Πέθανα για την ομορφιά
και μπαίνοντας στο χώμα
ακούω κάποιον ν` ακουμπούν
σε πλαϊνό μου δώμα.

Ψιθύρισε «τι έφταιξε;»
«η ομορφιά» του είπα
«για την αλήθεια πέθανα»
είπε «κι είμαστε αδέρφια».

Κι όπως μιας νύχτας συγγενείς
μιλήσαμε, ωσότου
βρύα ήρθαν στα χείλη μας
κι έκρυψαν τ` όνομά μας.
 
Απάντηση: Re: Ποίηση....γιατί όχι;

Πέθανα για την ομορφιά
και μπαίνοντας στο χώμα
ακούω κάποιον ν` ακουμπούν
σε πλαϊνό μου δώμα.

Ψιθύρισε «τι έφταιξε;»
«η ομορφιά» του είπα
«για την αλήθεια πέθανα»
είπε «κι είμαστε αδέρφια».

Κι όπως μιας νύχτας συγγενείς
μιλήσαμε, ωσότου
βρύα ήρθαν στα χείλη μας
κι έκρυψαν τ` όνομά μας.

μετάφραση του Διον.Καψάλη του ποιήματος της Έμιλυ Ντίκινσον.....

:ernaehrung004::worshippy:
 
Ο Τέμπλαρ ο αρματωλός, ο Σάϊμον ο κλέφτης,
από ψηλά κατέβαινε κι' από τα κορφοβούνια.
Έχει στις τσέπες τάλαρα, μεσ´το πουγγί του γρόσια
και μούλα χρυσοπλούμιστη βαστάει τον γέρο αφέντη.

Ο γέρος εκοιμήθηκε 'ς τη μούλα καβαλάρης
κ´ η μούλα παραστράτησε και πήρεν άλλη στράτα,
πήρε τη στράτα της Φυλής των Μπουρδελοτσαρκαίων,
που περπατούν πακιστανοί, διαβαίνουν αραπάδες.

Ο γέρος σαν εξύπνησε κ' ευρέθη 'ς άλλη στράτα,
πολύ εδυσκολεύτηκε τη μούλα του να δέσει.
Τηράει δεξά, τηράει ζερβά, τηρά ολόγυρά του
και σταματά το βλέμμα του στην σφαλιστή την πόρτα.

Στέκει και συλλογίζεται και διασκορπά το νού του
"Τάχα μην είν' μπουρδέλο δω, μην είναι κάνα στούντιο;"
Τον λόγο δεν απόσωσε κ' η θύρα μπρός του ανοίγει
και μια κυρά ξεφάνηκε να τον προϋπαντίσει.

-Καλώς το παλικάρι μας, καλώς τον άρχοντα μας,
καλώς τον, τον αρματωλό με τη λαμπρή στολή του.
Έχω κοπέλες εύμορφες, έχω κοπέλες λάγνες,
όπου γελούν και πέφτουνε τάλαρα στις ποδιές τους.

"Για ποιές μου λές, για ποιές λαλείς, για ποιές μου συντυχαίνεις;"

-Για μιά ξανθή, για μιά ψηλή και μιά γαϊτανοφρύδα,
π' αν τις βατέψεις άρχοντα, δεν θα τ' αποξεχάσεις.
Σύρτε κοπέλες τον χορό, για βγείτε έξω κόρες,
τα κάλλη σας να δείξετε, ο αφέντης να θαυμάσει.

Πρώτη χορεύει η ξανθή, μετά η γαϊτανοφρύδα
και τελευταία η εύμορφη, η αψηλή η βέργα.

Εκείνη άμα θώρησε, εκείνη άμα είδε
εστράφη στην καλή κυρά και μονομιάς της λέγει :
"Μ' αυτήν εδώ την λυγερή, με τούτη δω τη κόρη,
μ' αυτήν τη βέργα τη ψηλή ορίζω ν' ανταμώσω.

Έβγαλε δέκα τάλαρα απ' το χρυσό πουγγί του
και πήγε και τ' ακούμπησε εις της κυράς το χέρι.
Επιάσαν το σκαλί σκαλί, τ' ωριό το μονοπάτι,
κι εκεί γλυκά τον έμπασε στον άλικο οντά τους.

Σαν ξάνοιξε ο γέροντας στο δώμα τη ματιά του,
εθαύμασε τα υφάσματα και τα πολλά στολίδια.
Η κάμαρη είχε προικιά, χρυσά είχε καντήλια,
είχε νιπτήρα και λουτρό και σφραγιστές πετσέτες.

Ο γέρος όμως που 'χε μπεί σε αρκετούς οντάδες,
γρήγορα τους αναπολεί και κοντοσυλλογάται.
"Ξέρω πως είναι δύσκολο να δείς τέτοιο παλάτι
κ' η αφέντρα που το στόλισε έχει πολλά ξοδέψει.
Μα κι' αν έχει κάμαρη προικιά κι' αν έχει και στολίδια,
πάλι δεν παύεις να θωρείς πως είναι γαμιστρώνας."

Κατόπιν ξαρματώθηκε, έβγαλε τη στολή του
κ' έλουσε στο μικρό λουτρό το γέρικο κορμί του.
Πριν σφουγγιστεί, πριν χτενιστεί, πριν πέσει στο κρεβάτι,
η κόρη εξεπρόβαλε απ' του οντά την πόρτα.

"Κόρη πουθ' είναι ο τόπος σου και ποιό 'ναι τ' όνομά σου;"
-Ο κύρης μου είναι Ιταλός κ' η μάνα μ' Ιταλίδα,
Τασούλα με βαφτίσανε, Αναστασία με λένε,
γιατί σαν πιάνω τα πουλιά, ταχιά τα ανασταίνω.
Τους δίνω 'γω γλυκά φιλιά, στα στήθια μου τα τρίβω
και μεσ' τα κολομέρια μου βγάνουν γλυκές λαλίτσες.

"Καλά τα λέγεις πέρδικα, καλά τα λέγεις κόρη,
μα τούτα που παινεύεσαι πράξη θε να τα κάμεις,
για να σε 'μπιστευτώ και 'γω και να το μολογάω,
πώς είσαι κόρη ευγενική κι εργατική κοπέλα.
Πιάσε λοιπόν τον μαύρο μου, τα δυό λαγωνικά του,
για να τα κάμεις να χαρούν, να μου τα αναστήσεις."

Τον δύσμοιρο το μαύρο του στα δυό της χέρια πιάνει
και σαν αυτός κορδώθηκε ευθύς σκουφί του βάνει.
Είκοσι ρούφους έκαμε 'ς τα μάτια δεν την είδε
κι απάνω στους εικοσιδυό τη βλέπει σκοτισμένη.

"Γιατί σκοτίσθεις αψηλή και βαριαναστενάζεις;
Μήνα πεινάς, μήνα διψάς, μην έχεις κακή μάνα;"

Ξάφνου το χέρι του άρπαξε στο στήθος της το βάνει
και λέγει με γλυκιά φωνή τα παρακάτω λόγια.

-Μήτε πεινώ, μήτε διψώ μητ' έχω κακή μάνα.
Θωρείς εκείνη την σχισμή την αποτριχωμένη,
οπ' έχει αντάρα στην κορφή και κατακνιά στο βάθος;
Εκεί πεινώ, εκεί διψώ 'κει 'χω κακό μεγάλο
και ποιός θα μπεί και ποιός θα βγεί και ποιός θα μου το 'γειάνει;

"Εγώ θα μπω, εγώ θα βγώ, εγώ θα σου το 'γειάνω"

Την βούτηξε ο αρματωλός στην γέρικη του αγκάλη
και με στοργή την έκατσε στα τέσσερά της άκρα.
Πήγε ξωπίσω της γοργά να γειάνει το κακό της
και το πουλί του βούταγε γλυκά μεσ' τη σχισμή της.

Δέκα φορές το βούτηξε, μιλία δεν της επήρε
κι απάνω είς τις δώδεκα ακούει να τσινάει.

"Τι έχεις κόρη και τσινάς κι όλο αποτραβιέσαι;"
Μήπως δεν βρήκα το κακό, μήπως δεν σου το γειένω;"

Ήβρες αφέντη το κακό και πας να μου το γειάνεις,
μον' που το γόνα μου πονεί σε τουτη δω την στάση.
Να σου γυρίσω ανάσκελα, να σου γυρίσ' ωραία;
Για να μπορείς εσύ ταχιά, να γειάνεις το κακό μου;

"Και δε γυρίζεις λυγερή και βέργα αψηλή μου,
ακόμα και τ' ανάσκελα την κάμω την δουλειά μου."

Εγύρισεν η πέρδικα μ' ορθάνοιχτα τα σκέλια
και ξάφνου οσμή πλανήθηκε στου γέρου τα ρουθούνια.

"Βρέ περιστέρα μου εύμορφη, βρε κόρη ξελογιάστρα,
μήπως τα ποδαράκια σου εξέχασες να νίψεις;
Γιατί με το που γύρισες μια μυρουδιά με πήρε
και πήρε και το μαύρο μου με τα λαγωνικά του."

Σύρε να πλύνεις βέργα μου τα όμορφα σου πόδια
και μην γυρίσεις έπειτα σε τούτο δω το δώμα.
Μην αφοβάσαι πέρδικα , λεφτά δεν θέλω πίσω
τα δέκα μου τα τάλαρα εγώ δεν θα ζητήσω

Μον' να θυμάσαι αψηλή τα πόδια σου να νίβεις,
πρωτού με κάποιον άρχοντα πλαγιάσεις μεσ' το δώμα.
Ξεύρεις οι γεροαρματωλοί, αγκάλη αναζητούνε
και δεν τους νοιάζει μοναχά σχισμούλες να πηδούνε."

Αυτά 'πε ο αρματωλός, αυτά είπε ο κλέφτης
και κίνησε ν' αρματωθεί να βάλει την στολή του.
Καβάλησε την μούλα του, την χρυσοπλουμισμένη
και πήρε το δρομί δρομί, που πάει στα κορφοβούνια.


The Saint (από ελληνικό ιστότοπο ανταλλαγής πληροφοριών και πολιτιστικών εκτιμήσεων περί πληρωμένου έρωτα)
 
Re: Απάντηση: Ποίηση....γιατί όχι;

Ράινερ Μαρία Ρίλκε - Ο κύκνος (μτφρ. Άρης Αλεξάνδρου)

Ο μόχθος, μέσα απ’ ό,τι δεν έγινεν ακόμα,
βαρύς και σα δεμένος να πηγαίνεις,
μοιάζει με του κύκνου τ’ άπλαστο βήμα.
Κι ο θάνατος, τούτο το ασύλληπτο ακόμη
κάθε αιτίας, που πάνω του στεκόμαστε καθημερινά,
στο φοβισμένο χαμήλωμα του μοιάζει
στα νερά πάνω που το δέχονται γαλήνια
και που, σαν μακάρια και σαν περασμένα,
κάτω του, κύμα το κύμα, αποτραβιούνται,
ενώ αυτός, άπειρα βέβαιος άπειρα γαλήνιος,
πάντα πιο γνωστικός και πιο βασιλικός
και πιο ατάραχος, καταδέχεται να φεύγει.
 
Το χρονικό των υποδόριων γεγονότων - Αναγνωστοπούλου Μυρτώ

Δεν καταλάβαινε το σώμα του

τη σημασία των χεριών του
Ένας τριγωνικός λογισμός τον βασάνιζε
σαν τυχερό παιχνίδι, τον έπνιγε τη νύχτα
η εκπνοή των χαρτιών του.

Όσα είχε αγαπήσει μυρμηγκιάζανε
σε μια οξεία γωνία
Δεν τον χωρούσε το ποίημα, έφευγε
σε δάση δισταγμών

Όμως τα όνειρα πουθενά δεν είναι ανώδυνα και
δεν μπορείς να ιστορείς
με συριγμούς και με νοήματα
εκείνες τις ανταλλαγές πυρών στο πεδίο
της σάρκας σου
τις μυστικές απώλειες του εχθρού
που εχθρός δεν ήταν
και ν' αναιρείς
το χρονικό των υποδόριων γεγονότων


 
Μου έμαθαν να τραγουδώ σαν το πουλί, χωρίς λαλιά,
χωρίς φτερά, χωρίς το μητρικό το γάλα.
Μου δίδαξαν να ακούω σαν τους κωφούς, σαν την γη,
σαν τον Βόσπορο, χωρίς τον ήχο σου μάνα.

Μα εγώ κουράστηκα να προσπαθώ να δείξω, πως η οικουμένη
άλλαξε, σαν την φορά της γης.

Δεν θα στείλω την μάνα μου εκεί....που γέννησε η μοίρα την ευχή.
Εκεί που οι Λωτοφάγοι κλαίνε γιατί θυμούνται την "προσευχή".

Δεν θα σωπάσω πια....
 
Re: Απάντηση: Ποίηση....γιατί όχι;

Επι-στροφή

Τότε αγνοούσε πως κατασκεύαζε νοσταλγίες
Έστω πως παρήγε την πρώτη τους ύλη
Για μελλοντική χρήση
Άλλωστε το κουδούνι της εξώθυρας
Δεν έφερε κολλημένα -χάριν ευκολίας-
Παλίμψηστα ονόματα κατοπινών ενοίκων
Το παιδί που μπαινόβγαινε με μισό δέος
Στα ηρωικώς λεγόμενα στοιχειωμένα σπίτια
Ήταν ακόμη άτεκνο και είχε πλήρη κόμη
Τώρα πορεύεται με νέο πρόσωπο
Στους αλλαγμένους δρόμους
Σκαλίζει τα υλικά κατεδαφίσεων
Όσα δεν εντοιχίστηκαν στις νέες του στιβάδες
Τα καθαρίζει δίχως να σαρώσει
Την παλιακή τους αίγλη
Τα εκθέτει στο ευγενές παλαιοπωλείο του
Προσφέρει ξεναγήσεις ευκαιριακές
Ενίοτε παρενδύεται τον επισκέπτη
Ρωτάει πληροφορίες αποσπάει μνήμες
Υποκειμενικά αναγνωρίσιμες
Οριακά βελτιωτικές
 
"..Ἁπλὲς προθέσεις ζωῆς διασφαλίζουν μίαν ἐπικαιρότητα
Ἀνία, πόθοι, ὄνειρα, συναλλαγές, ἐξαπατήσεις
Κι ἂν σκέφτομαι εἶναι γιατὶ ἡ συνήθεια εἶναι πιὸ προσιτὴ
ἀπὸ τὴν τύψη.
Μὰ ποιὸς θὰ'ρθεῖ νὰ κρατήσει τὴν ὁρμὴ μιᾶς μπόρας ποὺ πέφτει;"

http://www.youtube.com/watch?v=n_3oL89ekHQ
 
Μανόλης Ἀναγνωστάκης βέβαια...

Κάθε πρωὶ
Καταργοῦμε τὰ ὄνειρα
Χτίζουμε μὲ περίσκεψη τὰ λόγια
Τὰ ροῦχα μας εἶναι μιὰ φωλιὰ ἀπὸ σίδερο
Κάθε πρωὶ
Χαιρετᾶμε τοὺς χθεσινοὺς φίλους
Οἱ νύχτες μεγαλώνουν σὰν ἁρμόνικες
-Ἦχοι, καημοί, πεθαμένα φιλιά.
Ἀσήμαντες ἀπαριθμήσεις
-Τίποτα, λέξεις μόνο γιὰ τοὺς ἄλλους.
Μὰ ποῦ τελειώνει ἡ μοναξιά;
 
Last edited:
Μιχάλης Κατσαρός

ΚΑΤΑ ΣΑΔΔΟΥΚΑΙΩΝ

ΔΩΡΙΕΙΣ

Μπορούσα βέβαια να βρίσκομαι πρώτος
ανάμεσα στους οπλισμένους Δωριείς
ντυμένος την περιλάλητη αμφίεση τους
όπως εκείνος που ποζάριζε σ’ ένα μουσείο
ακίνητος – θυμίζοντας ένδοξους καταρράκτες _
μπορούσα βέβαια
κι όχι τυχαία.

Όμως σε τι θα ωφελούσε την υπόθεσή μας;
όλη μου η μεγαλοπρέπεια
όλες μου οι φωνές μέσα στα τείχη;

Οι ποταμοί θα γύριζαν κύκλο στα περιθώρια μου
οι ελπίδες μου φτηνές παλιές πραμάτειες-
να υποκρίνομαι τον άθεο και τον καταλύτη
εγώ ο πιο ειλικρινής νέος με τα όνειρα
ο θερμός ανταλουσιάνος
μέσα σ’ αυτά τα απαίσια σίδερα της πανοπλίας.

Για τούτο παρέμεινα με τα κουρέλια μου
όπως με γέννησε η Γαλλική επανάσταση
όπως με γέννησε η απελευθέρωση των νέγρων
όπως με γέννησες μάνα μου Ισπανία
ένας σκοτεινός συνωμότης.

Εκείνοι το κατάλαβαν πρώτοι-
τα σιδερένια χέρια τους λέγανε προσευχές
κατέλαβαν τη μια πόλη μετά την άλλη
άφιναν φρουρούς παντού
κλείναν τις πύλες
οι πέτρινες εντολές περιφέρονταν σε λιτανεία-
ώσπου στο τέλος με ξέχασαν.

Και τώρα – απ’ έξω απ τα στρατεύματα
κοιτάζω την ένδοξη πόλη
όπου ξαπλώνει ράθυμα πόρνη και δυναμίτης -
κοιτάζω τούτη την πόλη που την περικύκλωσαν
τα φρούρια
αυτή που με γέννησε και δεν έχει πια όνομα
δεν έχει αναμμένη φωτιά -
κοιτάζω κ’ υψώνω θεριό τη φωνή μου
μήπως μ’ ακούσουν.

Η κίνηση μέσα στα τείχη μας είναι σημαντική.
 
Φρόντισε
Φρόντισε οι στίχοι σου να σπονδυλωθούν
με τις αρθρώσεις των σκληρών των συγκεκριμένων λέξεων.
Πάσχισε να ‛ναι προεκτάσεις της πραγματικότητας
όπως κάθε δάκτυλο είναι μια προέκταση στο δεξί σου χέρι.
Έτσι μονάχα θα μπορέσουν σαν την παλάμη του γιατρού
να συνεφέρουν με χαστούκια
όσους λιποθύμησαν
μπροστά στο άδειο πρόσωπό τους.

Αρης Αλεξάνδρου..
 
Πληβείοι και άνθρωποι μια μπάλα που κυλά στα ανήλιαγα στενά της κοινότητας.
Δεν ξεχωρίζεις τις νότες τους, ούτε τις κραυγές τους.
Το μόνο που σου κάνει αίσθηση είναι η μυρωδιά τους. Αυτή η μυρωδιά της καύσης.
Η μυρωδιά της ασπόνδυλης, κοινής μνήμης.

Τότε είναι που αναπολείς το φως του φεγγαριού, μιας και στο έκλεψαν πολύ νωρίς.
Μα θα έρθει η ώρα που κοιτώντας το φεγγάρι θα δεις τον ήλιο. Και τότε.....
Θα ξεπηδήσουν όλα τα όνειρα στην πίστα της τραγωδίας σου. Θα λάμψεις.
Θα πνιγείς σαν ικέτης στα φιλιά της......

Δεν χαρίζομαι σε τίποτα. Δεν ξεχνώ τίποτα. Όλα είναι εδώ......

Εγώ και αυτοί...... Εγώ και ο χρόνος......