Το μνημόνιο
Από μιά χαρά πολίτης
εκατάντησα λεχρίτης,
μου φυλάγαν μαύρη μοίρα
Ευρωπαίος και αλήτης.
Πήραν τη ζωή μου όλη
και τη βάλαν στη φορμόλη,
τίποτα δεν μου αφήσαν
κυβερνήτες και διαβόλοι.
Τα παιδιά μου δε γνωρίζουν
τι θα πεί να μην ελπίζουν,
θα τα πάρω στη Βουλή
για ν' αρχίσουν να γκρεμίζουν.
Απ' τ' αμάξι μου - σε κάρο
κι ούτε σύνταξη θα πάρω,
ετοιμάζω καραμπίνα
δυό τριγόνια μ' ένα σμπάρο.
Έχουμε λεφτα μας λέγαν,
οι ποηγούμενοι σας φταίγαν,
το μνημόνιο μας φορέσαν
και μετά κάναν πως κλαίγαν.
Επροδώσαν την πατρίδα
κι άμα θα πεινάσεις....πήδα,
πρίν πεθάνεις απ' την πείνα
άρπα μια χοντρή σανίδα.
Υπουργούς και βουλε(φ)τάδες
και τους άλλους τους λεφτάδες,
από τον Πρωθυπουργό
μέχρι τους χαρτογιακάδες.
Δείρε τους με τη ψυχή σου
να γλυκάνει το ψωμί σου,
κι όταν πια θα κουραστής
πέσε και αποκοιμήσου.
Καί την άλλη μέρα πάλι
μη σηκώσουνε κεφάλι,
μπας και φύγουν από δώ
και το ξύλο πάει χαλάλι.
Και να πάρουνε μαζί τους
την ψυχή και τη Βουλή τους,
και να μη ξαναπατήσουν
σ' όλη τη βρωμοζωή τους!
Πέθανα για την ομορφιά
και μπαίνοντας στο χώμα
ακούω κάποιον ν` ακουμπούν
σε πλαϊνό μου δώμα.
Ψιθύρισε «τι έφταιξε;»
«η ομορφιά» του είπα
«για την αλήθεια πέθανα»
είπε «κι είμαστε αδέρφια».
Κι όπως μιας νύχτας συγγενείς
μιλήσαμε, ωσότου
βρύα ήρθαν στα χείλη μας
κι έκρυψαν τ` όνομά μας.
We use essential cookies to make this site work, and optional cookies to enhance your experience.