Ποίηση....γιατί όχι;

Ἡ νοσταλγία γυρίζει

Ἡ γυναίκα γδύθηκε καὶ ξάπλωσε στὸ
κρεβάτι
ἕνα φιλὶ ἀνοιγόκλεινε πάνω στὸ πάτωμα
οἱ ἄγριες μορφὲς μὲ τὰ μαχαίρια ἀρχίσαν
νὰ ξεπροβάλλουν στὸ ταβάνι
στὸν τοῖχο κρεμασμένο ἕνα πουλὶ πνίγηκε
κι ἔσβησε
ἕνα κερὶ ἔγειρε κι ἔπεσε ἀπ᾿ τὸ καντηλέρι
ἔξω ἀκούγονταν κλάματα καὶ ποδοβολητά

Ἄνοιξαν τὰ παράθυρα μπῆκε ἕνα χέρι
ἔπειτα μπῆκε τὸ φεγγάρι
ἀγκάλιασε τὴ γυναίκα καὶ κοιμήθηκαν μαζὶ

Ὅλο τὸ βράδυ ἀκουγόταν μιὰ φωνή:

Οἱ μέρες περνοῦν
τὸ χιόνι μένει

Μίλτος Σαχτούρης
 
[FONT=Verdana, Arial, Helvetica, sans-serif]Τίτος Πατρίκιος, ''Πριν απ' τη σιωπή'', στον τόμο: Αντιδικίες, 1981[/FONT]


[FONT=Verdana, Arial, Helvetica, sans-serif]Αυτός ο πάγος που αποδέχτηκα[/FONT]
[FONT=Verdana, Arial, Helvetica, sans-serif]όλο κι απλώνει[/FONT]
[FONT=Verdana, Arial, Helvetica, sans-serif]μέσα κι έξω.[/FONT]
[FONT=Verdana, Arial, Helvetica, sans-serif]Απ' το γυμνό βουνό μου[/FONT]
[FONT=Verdana, Arial, Helvetica, sans-serif]πάνω από συνωστισμούς σωμάτων κι αισθημάτων[/FONT]
[FONT=Verdana, Arial, Helvetica, sans-serif]κερδίζοντας τα σύνολα που θέλησα[/FONT]
[FONT=Verdana, Arial, Helvetica, sans-serif]βλέποντας μόνο δάση[/FONT]
[FONT=Verdana, Arial, Helvetica, sans-serif]πάλι πεθαίνω για ένα δέντρο.[/FONT]
[FONT=Verdana, Arial, Helvetica, sans-serif]'Ενα δέντρο... ένα πρόσωπο[/FONT][FONT=Verdana, Arial, Helvetica, sans-serif]...[/FONT]
[FONT=Verdana, Arial, Helvetica, sans-serif]Και πια δεν ξέρω[/FONT]
[FONT=Verdana, Arial, Helvetica, sans-serif]αν διάλεξα τη μοναξιά[/FONT]
[FONT=Verdana, Arial, Helvetica, sans-serif]ή αν μου την επιβάλατε.[/FONT]
[FONT=Verdana, Arial, Helvetica, sans-serif]Καθώς απλώνει ο πάγος[/FONT]
[FONT=Verdana, Arial, Helvetica, sans-serif]δεν καταδέχομαι[/FONT]
[FONT=Verdana, Arial, Helvetica, sans-serif]να ζητήσω τη βοήθειά σας. [/FONT]
 
ΚΟΝΤΕΣΑ ΕΣΤΕΡΧΑΖΥ

"Απ’ το ανοιχτό παράθυρο μου κοιτάζω τα σύννεφα και πέφτουν στάλες -χωρίς να καταλάβω αν είναι απ’ τα μάτια μου ή από τον ουρανό- στα λουλούδια που καλλιεργεί στο δικό της παράθυρο η κοντέσσα Εστερχάζυ, ακριβώς κάτω από το δικό μου δωμάτιο. Ο γιος της κοντέσσας, μαθητής που διάβαζε στο παραθύρι, είδε τις στάλες, γύρισε και με κοίταξε και μου χαμογελάει. Η κοντέσσα έκλεισε βιαστικά το παράθυρο, τον πήρε μέσα και του δειξε τα σκυθρωπά πορτραίτα των προγόνων του θυμίζοντας του πως ποτέ ένας Εστερχάζυ δεν χαμογελάει στον ουρανό."

Μάνος Χατζιδάκις - ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΤΗΣ ΤΖΟΚΟΝΤΑΣ

http://www.youtube.com/watch?v=P07KLAOzjZI
 
Νίκος Καρούζος


ΑΡΝΗΣΙΚΑΚΟΣ

Θα πεθάνω ζητώντας έναν ήλιο
στα μεγάλα χρονικά μυστήρια
κομματιάζοντας τη νύχτα μ’ ένα σμήνος από γαλαξίες
αιωρούμενος δίχως τη μητρυιά μας
την αλύγιστη Βαρύτητα
δίχως τα δάκρυα που μας επιβάλλει η Ελλάδα
τούτ’ η χώρα που παιδεύει τα δροσερά ελληνόπουλα
κι ανεμίζει τους αμέτρητους γραικύλους.
 
Ό,τι έφυγε, ριζώνει εδώ, στην ίδια θέση, λυπημένο, αμίλητο
όπως ένα μεγάλο βάζο του σπιτιού, που πουλήθηκε κάποτε
σε δύσκολες ώρες,
και στη γωνιά της κάμαρας, εκεί που στέκονταν το βάζο,
απομένει το κενό πυκνωμένο στο ίδιο σχήμα του βάζου, αμετάθετο,
ν' αστράφτει διάφανο στην αντηλιά, όταν ανοίγουν πότε-πότε
τα παράθυρα,
και μέσα στο ίδιο βάζο, πούχει αλλάξει την ουσία του
με ίδια κ' ισόποσην ουσία απ' το κρύσταλλο του άδειου,
μένει και πάλι το ίδιο εκείνο κούφωμα, λίγο πιο οδυνηρά ηχητικό
μονάχα.
Πίσω απ' το βάζο διακρίνεται το χρώμα του τοίχου
πιο σκοτεινό, πιο βαθύ, πιο ονειροπόλο,
σα νάμεινε η σκιά του βάζου σχεδιασμένη σε μια σαρκοφάγο —
Kαι, κάποτε, τη νύχτα, σε μιαν ώρα σιωπηλή,
ή και τη μέρα, ανάμεσα στις ομιλίες,
ακούς βαθιά σου κάποιον ήχο οξύ, πικρό και πολυκύμαντο
σάμπως ένα αόρατο δάχτυλο να έκρουσε
κείνο το απόν, ευαίσθητο, κρυστάλλινο δοχείο.

Γιάννης Ρίτσος - "Σχήμα της απουσίας Ι" (από τα Ποιήματα 1930-1960, B´, Kέδρος 1961)
 
Κλείτος Κύρου, Κραυγή 15

Μιλώ με σπασμένη φωνή δεν εκλιπαρώ
Τον οίκτο σας μέσα μου μιλούν χιλιάδες στόματα
Που κάποτε φώναζαν οργισμένα στον ήλιο
Μια γενιά που έψελνε τα δικαιώματά της
Κουνώντας λάβαρα πανηγυριού σειώντας σπαθιά
Γράφοντας στίχους εξαίσιους μιας πρώτης νεότητας
Ποτίζοντας τα σπαρτά με περίσσιο αίμα
Μικρά παιδιά που αφέθηκαν στο έλεος τ' ουρανού

Η γενιά μου ήταν μια αστραπή που πνίγηκε
Η βροντή της η γενιά μου καταδιώχτηκε
Σα ληστής σύρθηκε στο συρματόπλεγμα
Μοίρασε σαν αντίδωρο τη ζωή και το θάνατο
Οι άνθρωποι της γενιάς μου δεν πέθαιναν
Στα νοσοκομεία κραύγαζαν έξαλλοι στα εκτελεστικά
Αποσπάσματα τα χέρια τους ήταν μαγνήτες
Τρώγαν πικρό ψωμί κάπνιζαν εφημερίδες
Ζητώντας ευλαβικά μια θέση σ' αυτή τη γη

Όπου κι αν στάθηκαν οι σκιές τους ριζώναν
Άδικα προσπαθείτε δε θα ξεριζωθούν ποτέ
Θα προβάλλουν μπροστά στα τρομαγμένα σας μάτια
Τώρα τα καταλάβαμε όλα καταλάβαμε
Τη δύναμή μας και για τούτο μιλώ
Με σπασμένη φωνή που κλαίει
Κάθε φορά στη θύμησή τους
 
Φοβᾶμαι...

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἑφτὰ χρόνια ἔκαναν πὼς δὲν εἶχαν πάρει χαμπάρι
καὶ μία ὡραία πρωία μεσοῦντος κάποιου Ἰουλίου
βγῆκαν στὶς πλατεῖες μὲ σημαιάκια κραυγάζοντας «δῶστε τὴ χούντα στὸ λαό».

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μὲ καταλερωμένη τὴ φωλιὰ
πασχίζουν τώρα νὰ βροῦν λεκέδες στὴ δική σου.



Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ σοῦ κλείναν τὴν πόρτα
μὴν τυχὸν καὶ τοὺς δώσεις κουπόνια καὶ τώρα
τοὺς βλέπεις στὸ Πολυτεχνεῖο νὰ καταθέτουν γαρίφαλα καὶ νὰ δακρύζουν.

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ γέμιζαν τὶς ταβέρνες
καὶ τὰ σπάζαν στὰ μπουζούκια κάθε βράδυ καὶ τώρα τὰ ξανασπάζουν
ὅταν τοὺς πιάνει τὸ μεράκι τῆς Φαραντούρη καὶ ἔχουν καὶ «ἀπόψεις».

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἄλλαζαν πεζοδρόμιο ὅταν σὲ συναντοῦσαν
καὶ τώρα σὲ λοιδοροῦν γιατὶ, λέει, δὲν βαδίζεις ἴσιο δρόμο.

Φοβᾶμαι, φοβᾶμαι πολλοὺς ἀνθρώπους.

Φέτος φοβήθηκα ἀκόμη περισσότερο.


ΜΑΝΩΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ..1983
 
ΔΕΙΛΙΝΟ

Λεπτομέρειες ασήμαντες που κάνουν πιο οδυνηρές τις αναμνήσεις
και τα χρόνια μας, βαλσαμωμένα πουλιά, μας κοιτάζουν τώρα με μάτια ξένα -
αλλά κι εγώ ποιός ήμουν; ένας πρίγκηπας του τίποτα
ένας τρελός για επαναστάσεις κι άλλα πράγματα χαμένα
και κάθε που χτυπούσαν οι καμπάνες ένιωθα να κινδυνεύει η ανθρωπότητα
κι έτρεχα να τη σώσω.
Κι όταν ένα παιδί κοιτάει μ' έκσταση το δειλινό, είναι που αποθηκεύει θλίψεις για το μέλλον.​

Πολύτιμος στίχος

Κι όταν δεν πεθαίνει ο ένας για τον άλλον
είμαστε κιόλας νεκροί.​


Τάσος Λειβαδίτης​
 
I sold my hands for food so please feed me

[FONT=&quot]Wanted more than
the world could give

And bear a child inside
dead already

With your fist that's bleeding
from times of war

All you aim for is an untied breath

And for the case you should fail
you brought your knife along

I will be so sad to hear you're dead

Nature's built a wall
around you

And that's the house
you'll live in forever

Punch a hole into with your love

Don't you cry for
I love your thought

Don't let your fiery soul burn down

We're in this together - we'll always be

Fight your war
inside your jail

I see you fidget hard in your trap

Smashed your head at the wall - this far you got


[/FONT]Konstantin Gropper - Get well soon
 
ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΟ ΑΣΠΡΟ ΑΔΙΑΒΡΟΧΟ

Θα πρεπε να ναι επίτηδες βαλμένο
Ένα τυχαίο μα όμορφο γεγονός
Ένα λευκό αιθέριο γεγονός που στάθηκε για μια στιγμή
Μέσα σε μιάν αυλή οφθαλμιατρείου^
Αχ! Μέρα βροχερή, γεμάτη φοιτητές κι άσχημα χάχανα,
Ενώ δίπλα διέκρινε κανείς τους ασθενείς
Με μικρά άρρωστα μάτια γεμάτα κακία
Κακία και συμφορά στο τμήμα απόρων
Αίθουσα αναμονής
Και πάνω στο βαμμένο τοίχο οι εταζέρες
Με τα εργαλεία των γιατρών
Το μάθημα ανατομίας του καθηγητή Τούλπ
Σε μια μικρή λιθογραφία μ’ άσπρό φόντο.
Και ν α την, να την σαν επίτηδες
Τυχαία και όμορφα βαλμένο γεγονός
Άγνωστη μ’ άσπρο αδιάβροχο. Σκληρά χαρακτηριστικά
Μελαχρινά λίγο σκληρά χαρακτηριστικά
Ντυμένη σε περήφανο αλαζονικό εμβατήριο
Θυμίζοντας οδυνηρά συμβάντα παλαιότερα,
Και αρκούσε αυτό για τη δημιουργία
Κάποιας μικρής όσο κι ασήμαντης νότας
Όπως αρκεί μια πεθαμένη φύση
Με κάκτο και μπουκάλα για να καταλάβουμε
Όπως αρκεί ένα μικρό χεράκι παίζοντας
Μ’ ένα μικρό αντικείμενο ασυναισθήτως
Αχ! Μέρα βροχερή γεμάτη απ’ το κορίτσι με το άσπρο
Αδιαβρόχο.

Γιώργος Μακρής(1923-1968)..
Ταλαιπωρημένος ,ιδιόρρυθμος και μπατίρης..
Διατήρησε τόν αυτοσαρκασμό του έως και τήν τελευταία του στιγμή..

''Γειά σας κύριε Γιώργο..Νά σάς δώσω τήν αλληλογραφία σας ''τον χαιρέτησε ο θυρωρός τής Πολυκατοικίας του..
''Σέ ένα λεπτό παιδί μου κατεβαίνω αμέσως'' ήταν η απάντηση..Καί ανέβηκε στήν ταράτσα τής πολυκατοικίας απ'όπου όντως μέ Salto Mortale ,''κατέβηκε'' τάχιστα.................................


ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ

ΕΖΗΣΑ ΚΟΝΤΑ
Μνήμη Γιώργου Μακρή

Έζησα κοντά στους ζωντανούς ανθρώπους
Κι αγάπησα τους ζωντανούς ανθρώπους
Όμως ή καρδιά μου ήταν πιο κοντά
Στους άγριους άρρωστους με τα φτερά
Στους μεγάλους απεριόριστους τρελλούς
Κι ακόμα στους θαυμάσια πεθαμένους
 
Last edited:
Re: Απάντηση: Ποίηση....γιατί όχι;

ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΟ ΑΣΠΡΟ ΑΔΙΑΒΡΟΧΟ

Θα πρεπε να ναι επίτηδες βαλμένο
Ένα τυχαίο μα όμορφο γεγονός
Ένα λευκό αιθέριο γεγονός που στάθηκε για μια στιγμή
Μέσα σε μιάν αυλή οφθαλμιατρείου^
Αχ! Μέρα βροχερή, γεμάτη φοιτητές κι άσχημα χάχανα,
Ενώ δίπλα διέκρινε κανείς τους ασθενείς
Με μικρά άρρωστα μάτια γεμάτα κακία
Κακία και συμφορά στο τμήμα απόρων
Αίθουσα αναμονής
Και πάνω στο βαμμένο τοίχο οι εταζέρες
Με τα εργαλεία των γιατρών
Το μάθημα ανατομίας του καθηγητή Τούλπ
Σε μια μικρή λιθογραφία μ’ άσπρό φόντο.
Και ν α την, να την σαν επίτηδες
Τυχαία και όμορφα βαλμένο γεγονός
Άγνωστη μ’ άσπρο αδιάβροχο. Σκληρά χαρακτηριστικά
Μελαχρινά λίγο σκληρά χαρακτηριστικά
Ντυμένη σε περήφανο αλαζονικό εμβατήριο
Θυμίζοντας οδυνηρά συμβάντα παλαιότερα,
Και αρκούσε αυτό για τη δημιουργία
Κάποιας μικρής όσο κι ασήμαντης νότας
Όπως αρκεί μια πεθαμένη φύση
Με κάκτο και μπουκάλα για να καταλάβουμε
Όπως αρκεί ένα μικρό χεράκι παίζοντας
Μ’ ένα μικρό αντικείμενο ασυναισθήτως
Αχ! Μέρα βροχερή γεμάτη απ’ το κορίτσι με το άσπρο
Αδιαβρόχο.

Γιώργος Μακρής(1923-1968)..
Ταλαιπωρημένος ,ιδιόρρυθμος και μπατίρης..
Διατήρησε τόν αυτοσαρκασμό του έως και τήν τελευταία του στιγμή..

''Γειά σας κύριε Γιώργο..Νά σάς δώσω τήν αλληλογραφία σας ''τον χαιρέτησε ο θυρωρός τής Πολυκατοικίας του..
''Σέ ένα λεπτό παιδί μου κατεβαίνω αμέσως'' ήταν η απάντηση..Καί ανέβηκε στήν ταράτσα τής πολυκατοικίας απ'όπου όντως μέ Salto Mortale ,''κατέβηκε'' τάχιστα.................................


ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ

ΕΖΗΣΑ ΚΟΝΤΑ
Μνήμη Γιώργου Μακρή

Έζησα κοντά στους ζωντανούς ανθρώπους
Κι αγάπησα τους ζωντανούς ανθρώπους
Όμως ή καρδιά μου ήταν πιο κοντά
Στους άγριους άρρωστους με τα φτερά
Στους μεγάλους απεριόριστους τρελλούς
Κι ακόμα στους θαυμάσια πεθαμένους


αυτό είναι υπέροχο...-bye-
 
Ερωτικός λόγος - Γιώργος Σεφέρης

Πού πήγε η μέρα η δίκοπη που είχε τα πάντα αλλάξει;
Δε θα βρεθεί ένας ποταμός να ‘ναι για μας πλωτός;
Δε θα βρεθεί ένας ουρανός τη δρόσο να σταλάξει
για την ψυχή που νάρκωσε κι ανάθρεψε ο λωτός;
Στην πέτρα της υπομονής προσμένουμε το θάμα
που ανοίγει τα επουράνια κι είν’ όλα βολετά
προσμένουμε τον άγγελο σαν το πανάρχαιο δράμα
την ώρα που του δειλινού χάνουνται τ’ ανοιχτά τριαντάφυλλα.
Ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας,
μόνο στη μνήμη απέμεινες, ένας βαρύς ρυθμός
ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας
τρίκυμισμα της θάλασσας… Ο κόσμος είναι απλός.
 
Μου λείπει το θάρρος να σταθώ στο ύψος των περιστάσεων. Ο κόσμος γύρω χάνεται, κι εγώ σφυρίζω αδιάφορα στο σκοπό του δικού μου μικρόκοσμου. Βαφτίζω την απαισιοδοξία μου ρεαλισμό και παρακολουθώ αμέτοχη, ενώ το ξέρω ότι αργά ή γρήγορα θα πρέπει όλοι να διαλέξουμε πλευρές. Υπερβάλω; Πολύ φοβάμαι πως όχι...

Σύννεφο με παντελόνια

Τη σκέψη σας που νείρεται
πάνω στο πλαδαρό μυαλό σας
σάμπως ξιγκόθρεφτος λακές
σ' ένα ντιβάνι λιγδιασμένο,
εγώ θα την τσιγκλάω
επάνω στο ματόβρεχτο κομμάτι της καρδιάς μου.
Φαρμακερός κι αγροίκος πάντα
ως να χορτάσω χλευασμό.
Εγώ δεν έχω ουδέ μιαν άσπρη τρίχα στην ψυχή μου
κι ουδέ σταγόνα γεροντίστικης ευγένειας.
Με την τραχιά κραυγή μου κεραυνώνοντας τον κόσμο,
ωραίος τραβάω, τραβάω
εικοσιδυό χρονώ λεβέντης.
Εσείς οι αβροί!
Επάνω στα βιολιά ξαπλώνετε τον έρωτα.
Επάνω στα ταμπούρλα ο άξεστος τον έρωτα ξαπλώνει.
Όμως εσείς,
θα το μπορούσατε ποτέ καθώς εγώ,
τον εαυτό σας να γυρίσετε τα μέσα του όξω,
έτσι που να γενείτε ολάκεροι ένα στόμα;
Ελάτε να σας δασκαλέψω,
εσάς τη μπατιστένια απ' το σαλόνι,
εσάς την άψογο υπάλληλο της κοινωνίας των αγγέλων
κι εσάς που ξεφυλλίζετε ήρεμα-ήρεμα τα χείλη σας
σα μια μαγείρισσα που ξεφυλλίζει τις σελίδες του οδηγού μαγειρικής.
Θέλετε
θα 'μαι ακέραιος, όλο κρέας λυσσασμένος
-κι αλλάζοντας απόχρωση σαν ουρανός-
θέλετε-
θα 'μαι η άχραντη ευγένεια
-όχι άντρας πια, μα σύγνεφο με παντελόνια

(Μετάφραση: Γιάννης Ρίτσος)
 
Η ΓΕΝΕΣΙΣ

ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ το φως Και η ώρα η πρώτη
που τα χείλη ακόμη στον πηλό
δοκιμάζουν τα πράγματα του κόσμου
Αίμα πράσινο και βολβοί στη γη χρυσοί
Πανωραία στον ύπνο της άπλωσε και η θάλασσα
γάζες αιθέρος τις αλεύκαντες
κάτω απ' τις χαρουπιές και τους μεγάλους όρθιους φοίνικες
Εκεί μόνος αντίκρισα
τον κόσμο
κλαίγοντας γοερά
Η ψυχή μου ζητούσε Σηματωρό και Κήρυκα
Είδα τότε θυμάμαι
τις τρεις Μαύρες Γυναίκες
να σηκώνουν τα χέρια κατά την Ανατολή
Χρυσωμένη τη ράχη τους και το νέφος που άφηναν
λίγο λίγο σβήνοντας
δεξιά Και φυτά σχημάτων άλλων
Ήταν ο ήλιος με τον άξονά του μέσα μου
πολυάχτιδος όλος που καλούσε Και
αυτός αλήθεια που ήμουνα Ο πολλούς αιώνες πριν
Ο ακόμη χλωρός μες στη φωτιά Ο άκοπος απ' τον ουρανό
Ένιωσα ήρθε κι έσκυψε
πάνω απ' το λίκνο μου
ίδια η μνήμη γινάμενη παρόν
τη φωνή πήρε των δέντρων, των κυμάτων:
«Εντολή σου» είπε «αυτός ο κόσμος
και γραμμένος μες στα σπλάχνα σου είναι
Διάβασε και προσπάθησε
και πολέμησε» είπε
«Ο καθείς και τα όπλα του» είπε
Και τα χέρια του άπλωσε όπως κάνει
νέος δόκιμος Θεός για να πλάσει μαζί αλγηδόνα κι ευφροσύνη.
Πρώτα σύρθηκαν με δύναμη
και ψηλά πάνω από τα μπεντένια ξεκαρφώθηκαν πέφτοντας
οι Εφτά Μπαλτάδες
καταπώς η Καταιγίδα
στο σημείο μηδέν όπου ευωδιάζει
απαρχής πάλι ένα πουλί
καθαρό παλιννοστούσε το αίμα
και τα τέρατα έπαιρναν την όψη ανθρώπου
Τόσο εύλογο το Ακατανόητο
Ύστερα και οι άνεμοι όλοι της φαμίλιας μου έφτασαν
τ' αγόρια με τα φουσκωμένα μάγουλα
και τις πράσινες πλατιές ουρές όμοια Γοργόνες
και άλλοι γέροντες γνώριμοι παλαιοί
οστρακόδερμοι γενειοφόροι
Και το νέφος εχώρισαν στα δύο Και αυτό πάλι στα τέσσερα
και το λίγο που απόμεινε φύσηξαν και ξαπόστειλαν στο Βορρά
Με πλατύ πάτησε πόδι στα νερά και αγέρωχος ο μέγας Κούλες
Η γραμμή του ορίζοντα έλαμψε
ορατή και πυκνή και αδιαπέραστη
ΑΥΤΟΣ ο πρώτος ύμνος.

ΚΑΙ ΑΥΤΟΣ αλήθεια που ήμουνα Ο πολλούς αιώνες πριν
Ο ακόμη χλωρός μες στη φωτιά Ο Αχειροποίητος
με το δάχτυλο έσυρε τις μακρινές
γραμμές
ανεβαίνοντας κάποτε ψηλά με οξύτητα
και φορές πιο χαμηλά οι καμπύλες απαλές
μία μέσα στην άλλη
στεριές μεγάλες που ένιωσα
να μυρίζουνε χώμα όπως η νόηση
Τόσο ήταν αλήθεια
που πιστά μ' ακολούθησε το χώμα
έγινε σε μεριές κρυφές πιο κόκκινο
και άλλου με πολλές μικρές πευκοβελόνες
Ύστερα πιο νωχελικά
οι λόφοι οι κατωφέρειες
άλλοτε και το χέρι αργό σε ανάπαυση
τα λαγκάδια οι κάμποι
κι άξαφνα πάλι βράχοι άγριοι και γυμνοί
δυνατές πολύ παρορμήσεις
Μια στιγμή που εστάθηκε να στοχαστεί
κάτι δύσκολο ή κάτι το υψηλό:
ο Όλυμπος, ο Ταΰγετος
«Κάτι που να σου σταθεί βοηθός
και αφού πεθάνεις» είπε
Και στις πέτρες μέσα τράβηξε κλωστές
κι απ' τα σπλάχνα της γης ανέβασε σχιστόλιθο
ένα γύρο σ' όλη την πλαγιά τα πλατιά στερέωσε σκαλοπάτια
Εκεί μόνος απίθωσε
κρήνες λευκές μαρμάρινες
μύλους ανέμων
τρούλους ρόδινους μικρούς
και ψηλούς διάτρητους περιστεριώνες
Αρετή με τις τέσσερις ορθές γωνίες
Κι επειδή συλλογίστηκεν
ωραία που είναι στην αγκαλιά ο ένας του άλλου
γέμισαν έρωτα οι μεγάλες γούρνες
αγαθά σκύψανε τα ζώα μοσκάρια και αγελάδες
σαν να μην ήτανε στον κόσμο πειρασμός κανένας
και να μην είχαν γίνει ακόμη τα μαχαίρια
«Η ειρήνη θέλει δύναμη να την αντέξεις» είπε
και στροφή γύρω του κάνοντας μ' ανοιχτές παλάμες έσπειρε
φλόμους κρόκους καμπανούλες
όλων των ειδών της γης τ' αστέρια
τρυπημένα στο ένα φύλλο τους για σημείο καταγωγής
και υπεροχή και δύναμη

ΑΥΤΟΣ
ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!

Αξιον Εστί-Οδυσσεας Ελύτης
 
Όσες φορές κι αν αφυπνίσουμε εντός μας την αίσθηση μιας καινούργιας αρχής, ποτέ δεν φτάνει. Απαιτείται ελάχιστη εξωτερική αλλαγή για κάτι τέτοιο, αφού στη πραγματικότητα αλλάζουμε τον κόσμο με αφετηρία την καρδιά μας. Φτάνει να θελήσει η καρδιά μας να ξαναγεννηθεί απεριόριστη κι ο κόσμος γίνεται καινούργιος κι απέραντος όπως την πρώτη μέρα της δημιουργίας.

Ρ.Μ. Ρίλκε
 
Ο Ρίλκε είναι μοναδικός...

Απ' Όλα Σχεδόν Τα Πράγματα... - Ρ.Μ. Ρίλκε

Απ' όλα σχεδόν τα πράγματα πνέει αίσθηση
κι από κάθε αλλαγή μας γνέφει. Σκέψου!
Η μέρα, όταν προσπερνούσαμε σα ξένοι,
αποφασίζει να προσφερθεί σα μελλοντικό δώρο.

Ποιός υπολογίζει τη προσφορά μας;
Ποιός μας χωρίζει απ' τα παλιά τα περασμένα χρόνια;
Τί μάθαμε μεις από τη πρώτη τη στιγμή,
αν όχι πως το κάθε τι βρίσκεται κι αλλού;

Αν όχι, πως κοντά μας το ψυχρό ζεσταίνεται;
Ω! σπίτι, ω βουνοπλαγιά, ω φως του δειλινού,
για μια στιγμή μας φέρνεις κατάφατσα μ' αυτά.
Στέκεσαι δίπλα μας τυλίγοντας τις αγκαλιές μας.


Σ' όλα τα πλάσματα απλώνεται το μόνο διάστημα:
το Ενδοσύμπαν. Απαλά μας προσπερνούνε τα πουλιά.
Ω! εγώ που θέλω να ριζώσω, κοιτώ έξω
και μέσα μου βλασταίνει σα δέντρο.

Ανησυχώ και μέσα μου στέκεται το σπίτι.
Προφυλάγομαι και μέσα μου υπάρχει η σκέπη.
Εγώ που 'γινα ο αγαπημένος, -στη μορφή μου
ησυχάζει της ωραίας κτίσης το ομοίωμα, και κλαίει!