Straight to the heart,

η ταινία παίχθηκε προ ετών στην χώρα μας ως ''ολομόναχοι μαζί´´... είναι του εκπληκτικού Κιμ Κι Ντουκ (Άνοιξη, Καλοκαίρι, Φθινόπωρο, Χειμώνας... και Άνοιξη) ...

αντιγράφω από τον Γ. Ευθυμίου του cine.gr :

''.....Είναι ανέφικτο να διακρίνεις το όνειρο από την πραγματικότητα. Όμως είναι ακόμα πιο δύσκολο να μην παραδοθείς σε αυτή την ποιητική ελεγεία του Kim Ki-duk.

"Είμαστε όλοι μας άδεια σπίτια που περιμένουν κάποιος να τα ανοίξει". Αυτόν τον ρόλο αναλαμβάνει ένας νεαρός, που δύσκολο να διακρίνεις το βάρος της πραγματικότητας και του ονείρου πάνω του. Μαγεμένη απ`την αύρα του ονείρου, μια κοπέλα κακοποιημένη από την στυγνή πραγματικότητα, θα τον ακολουθήσει ως την ύστατη ένωση. Μαζί θα ανοίξουνε σπίτια, άνευ διακρίσεων, και από τις σχισμές της "διάρρηξης" θα αφήσουν να εισέλθει φως ποιητικό, φως πανανθρώπινης μαγείας. Ακόμα και τώρα, η πραγματικότητα και το όνειρο συγχέονται με δυσδιάκριτο τρόπο. Ο Kim Ki-duk με κινηματογραφική μαεστρία θα υποδηλώσει τη διττή μορφή του κόσμου που μας περιβάλλει. Χρησιμοποιώντας ευρύχωρα ως προς τη φαντασία κάτοπτρα, και απόλυτες ως προς την πραγματικότητα φωτογραφίες. Οι αντανακλάσεις των ειδώλων στα κάτοπτρα και η αποτύπωση τους στο φωτογραφικό film είναι οι δύο όψεις του κόσμου μας. Κάπως αργότερα, σε μία από τις ελάχιστες διαλεκτικές σκηνές, ένας αστυνόμος λέει "το ανθρώπινο μάτι μπορεί να κοιτάξει μόνο 180 μοίρες".

Κάποιος έχει πει: "Η αγάπη δε δοκιμάζεται σε έναν αναπάντεχο χωρισμό, αλλά στη μακροχρόνια οικειότητα". Αυτή η μακροχρόνια οικειότητα που παρατηρείται στις διαπροσωπικές σχέσεις και στις σχέσεις ιδιοκτησίας, καθιστούν τη ζωή στεγνή, ανέμπνευστη, κυνική και κομπιουτεραρισμένη. Ο Κορεάτης auteur κατηγορεί ξεκάθαρα τον μέσο άνθρωπο για την εθελούσια παράδοση του σε έναν κόσμο ρουτίνας, σε μια ζωή αποστειρωμένη. Ακόμα και όταν η ποίηση εμφανίζεται αιφνίδια στη ζωή του, αυτός ξαφνιασμένος και ενοχλημένος την γρονθοκοπά μέχρι τον οριστικό αφανισμό της. Όμως ακόμα και αυτή η αραχνιασμένη ζωή μπορεί να γίνει θαύμα. Αρκεί μια σταγόνα όνειρο, και με ευλάβεια να συναντήσεις της ψυχής το άσπρο...

Ο Kim Ki-duk υπογράφει ένα εικονοκλαστικό μεγαλούργημα. Οι συμβολισμοί εμβαθύνουν στα από τη γέννηση μας φιλοσοφικά ερωτήματα. Ο διάλογος είναι σχεδόν ανύπαρκτος, ενώ οι αψεγάδιαστες εικόνες σε ταξιδεύουν στα ουρανοθέμελα της αβύσσου. Ένας ύμνος για τη ζωή, ένα πραγματικό θαύμα. Και μια τελική σκηνή, που προσωπικά συγκαταλέγω στα μεγαλύτερα κινηματογραφικά επιτεύγματα. Σε αυτή θα βιώσουμε την κρυστάλλινη ένωση μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, που αβαρής φτερουγίζουν στο πεντάγραμμο της εσώψυχης μουσικής. Η Ένωση και το μηδενικό βάρος αυτής της αδιόρατης απεραντοσύνης.

Ωστόσο και από αυτή τη δημιουργία δε θα μπορούσαν να απουσιάζουν οι αγαπημένες αναφορές του σκηνοθέτη στη βία. Η βία με την τόση διαφορετική έκφραση ανάλογα το ταξικό επίπεδο απ`όπου προέρχεται. Η βία της εξουσίας και της ανώτερης ταξικής ιεραρχίας εμφανίζεται πλούσια και απερίσκεπτη. Ένα είδος απελευθέρωσης και ικανοποίησης στα μύχια διαβρωμένα ένστικτα. Από την άλλη, στα χαμηλά κλιμάκια της κοινωνικής ιεραρχίας η βία εμφανίζεται εγκλωβισμένη. Σφιχτοδεμένη να περικυκλώνει την ανίσχυρη οργή του ατόμου. Αλλά ακόμα και όταν αυτή γίνεται υπαρκτή, ξεσπάει μόνο παραπλεύρως. Για να επιστραφεί, υπό το βάρος της συνείδησης, στο ίδιο το άτομο. Ως βαθύ σπαρακτικό τραύμα στα εσώψυχα του Ανθρώπου. ,,,
 
http://www.youtube.com/watch?v=ZCbPkr9AEG4&feature=player_embedded

If you don’t want these arms to hold you
If you don’t want these lips to kiss you
If you’ve found somebody new
Put me back in the crowd
Put the sun behind the clouds
Put me back in the crowd

There’s a battle going on
Between the blue and the gray
And if you don’t want my love
Don’t make me stay

There’s a battle going on
Between the blue and gray
And if you don’t want my love
Don’t make me stay

Take back your name
Take back these wings
Take my picture from the frame
And put me back in the crowd
Put the sun behind the cloud
Put me back in the crowd
 
http://www.youtube.com/watch?v=cM-FfE_DBLY&feature=related

We sat by ourselves, still looking for company;
there could have been peace, but that eluded me--
all I could think of was what was on your mind.
You tried to be kind,
but I blocked your feelings.
Now, senses still reeling, you sit in your quiet room
and cry.
You tried to make me one,
but I always hide when there's a glimpse of sun.
Running along in sunlight meadows
your eyes were never more than half-closed:
through fluttering lashes, you watched me watching you.
I tried to be true
to the way that you thought I ought to be
but, in spite of all my efforts,
I failed.
I tried to make you see
but your eyes were blind to all but the bad in me.

What do you think I mean
when I say that I need you?
How am I supposed to seem
when we hit another problem and the answers
are all torn from my book?
Our lives are on paths we just can't control;
we can grow closer as we get old....
Can you imagine us as we adjust?
Can you imagine us
getting near eighty;
we live more sedately, still hoping the dream will
come true?
We'll try to be secure....
But I'm of uncertain mind
and how can I be sure?
how can I be sure?
how can I be sure?