pontios
Μέλος Σωματείου
Άμα όμως το πεις σε αυτή την έκδοση, μια χαρά δεν είναι?Ας το ξανασκεφτούνε:
Είπα, κι εκείνος ο ανελέημονος δεν αποκρίθη λέξη,
μονάχα πάνω στους συντρόφους μου χιμάει και βάζει χέρι,
κι έπιασε δυο και τους κοπάνισε στη γης, κουτάβια ως να 'ταν,
και τα μυαλά τους κάτω εχύθηκαν και μούσκεψαν το χώμα.
Μετά τους έκοψε, τους λιάνισε και σύνταζε το δείπνο,
και πήρε, λιόντας λες βουνόθρεφτος, να τρώει χωρίς ν᾿ αφήσει
τίποτα πίσω, σάρκες, κόκαλα, και σπλάχνα και μεδούλια.
Εμείς, θωρώντας τέτοιο αβάσταχτο κακό, στο Δία με θρήνους
τα χέρια υψώναμε᾿ δε βλέπαμε μπροστά μας φως κανένα.
Κι ο Κύκλωπας, τα κρέατα ως έφαγε τ᾿ ανθρωπινά κι ακράτο
ρούφηξε γάλα κι απογέμισε την άπατη κοιλιά του,
καταμεσός στ᾿ αρνιά του εκοίτουνταν φαρδύς πλατύς στο σπήλιο.
"Εμπήκαν μέσα σε σπηλιά κι όλα πηγαίναν φίνα και είχαν εξασφαλιστεί στο μέλλον από πείνα.
Μα ξάφνου εμφανίστηκε ο Κύκλωπας στη πόρτα, έμπασε μέσα τα αρνιά και άναψε τα φώτα.
Αγρίεψε και φώναξε κι άρπαξε δυο συντρόφους ξερίζωσε τον π@@τσ@ τους, τους έκανε πια ψόφιους,
κι ενώ αυτοί εβόγκαγαν πεθαίνοντας στο χώμα, τους έσχισε ολοζώντανους λουρίδες τους το σώμα.
Μα ο πανούργος Οδυσσεύς τα βόλεψε και πάλι, τον πότισε γλυκό κρασί, τον έκανε ρετάλι,
κι αφού κοιμήθηκε βαριά μέσ' το γλυκό μεθύσι ,στειλιάρι έφτιαξ' αιχμηρό απ' ίσιο κυπαρίσσι
κι αφού τον έγδυσε καλά, του το 'χωσαν στο μάτι,
και του 'μπιξαν ταυτόχρονα στον κ@λο ένα κατάρτι οι δυνατοί συντρόφοι του με βία και γινάτι,
κι έφυγαν τρέχοντας μαζί από το μονοπάτι."