Σπύρος Σούρλας
AVClub Fanatic
Το παιδί, το αποπαίδι και η παραπαιδεία
Της ΠΕΠΗΣ ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ
«Ολα τα προλαβαίνω. Και το φροντιστήριο και την κατάληψη», δήλωνε προ ημερών, μιλώντας στην εφημερίδα, κάποιος μαθητής. «Το πρωί στο φροντιστήριο για να κάνω μάθημα και αμέσως τρέχω στο σχολείο για κατάληψη». Η περήφανη εξομολόγηση του μικρού μαθητή έχει το γούστο της, καθώς αναπαράγει σε σχολικό πλαίσιο την εικόνα του Θανάση Βέγγου που ανεβοκατεβαίνει τα πατώματα στη γνωστή ταινία κραυγάζοντας «πελάτες μου» και κραδαίνοντας τον δίσκο με τους καφέδες και τις πορτοκαλάδες, με τον οποίο βγάζει το ψωμί του.
Το μεροκάματο του μικρού μαθητή δεν είναι βέβαια τόσο εξαντλητικό, όπως του αγαπημένου μας Θανάση, αξίζει όμως να του δώσουμε μια σημασία πέρα από τη διάσταση της «πλάκας», που παρουσιάζει με μια πρώτη ματιά. Ανάμεσα στους δύο σταθμούς του (τρεις αν υπολογίσουμε και το σπίτι), στους οποίους κινείται με τόση σβελτάδα, υπάρχει ένας αφιερωμένος στην επιβίωση, ένας στη γνώση και ένας στη διασκέδαση. Ο πρώτος είναι το σπίτι. Ο δεύτερος το φροντιστήριο. Και ο τρίτος το σχολείο.
Ο πρώτος σταθμός, το σπίτι, παρέχει στον μαθητή μας τα αναγκαία σε είδος και χρήμα για την επιβίωση και την αυριανή του καταξίωση που θα φέρει, άμποτε, και την οικονομική του εξασφάλιση. Σε μια κοινωνία ωστόσο όπου οι νέοι άνεργοι γίνονται όλο και περισσότεροι και όπου οι μελλοντικοί εργαζόμενοι θα αλλάξουν τουλάχιστον δέκα κατά μέσον όρο διαφορετικά επαγγέλματα, η αναγκαστική στάθμευση στο σπίτι προβλέπεται μάλλον μακράς διαρκείας. Ο δεύτερος χώρος, το φροντιστήριο, μοιάζει η πιο σοβαρή περίπτωση. Είναι ο χώρος που αν δεν προσφέρει, παρά κατά τύχη, και γνώσεις, προσφέρει όμως κάτι που προφανώς κρίνεται πολύ σοβαρότερο. Εργαλεία, μια εργαλειακή δηλαδή τεχνογνωσία, που εγγυάται την είσοδο στον τρίτο χώρο: στην παιδική χαρά της Ανώτατης Εκπαίδευσης, δηλαδή στο αποπαίδι του εκπαιδευτικού μας συστήματος.
Η διαφορά συμπεριφοράς των νέων μας στους τρεις χώρους βοηθά πολύ στο να τους ιεραρχήσουμε και αξιολογικά. Στο μέσο ελληνικό σπίτι επικρατεί μια συμφωνία κυρίων -ή κυριών. Μια αυξανόμενη επιτρεπτικότητα επιτρέπει από την άλλη πλευρά στους γονείς να βλέπουν με συγκίνηση τους βλαστούς τους να επαναλαμβάνουν, σαν τα μήλα κάτω από τη μηλιά, τα κουσούρια τους. Αν το παιδί φορτώνει λίγο παραπάνω το λογαριασμό του κινητού και πιέζει για αυτοκίνητο, εν πάση περιπτώσει φυλάει την επιθετικότητά του για παραδίπλα. Οχι βέβαια για το καπιταλιστικό φροντιστήριο, που κανένα στοιχειωδώς υγιές ψυχικά Ελληνόπουλο δεν θα σκεφτόταν ποτέ να καταλάβει, αφού το φροντιστήριο είναι δουλειά, και ως γνωστόν -αφού business is business- με τη δουλειά παίζουν μόνον οι ηλίθιοι.
Ο χώρος λοιπόν που προσφέρεται για εκτόνωση δεν είναι άλλος από τη δημόσια δωρεάν παιδεία σε όλες τις βαθμίδες. Εδώ -όπου εννοείται ότι διδάσκονται σε μεγάλο βαθμό και τα μη εργαλειακά, δηλαδή τα άχρηστα- μια κατηγορία νέων, η συμπαθέστερη, γυρεύει να νιώσει ότι υπάρχει, ενώ μια άλλη που δεν εκφράζει το σύνολο, αλλά δεν είναι και καθόλου αμελητέα αφού είναι ικανή να δίνει το κλίμα, μπορεί να χλευάσει, να τεμπελιάσει, να καταστρέψει, να ασκήσει τη βία της κατά των πάντων. Με λίγα λόγια, η πλανητική βία της πολεμόχαρης παγκοσμιοποίησης, η υλική και συμβολική βία του συστήματος, κάποτε ενισχυμένη από τη βία των πορνοκινητών και του Διαδικτύου -συνδυασμένη με την παραδοσιακή βία των τοπικών μας κοινωνιών- βρίσκουν συχνά το σχολείο (για το οποίο κάποτε λέγαμε πως όταν ανοίγει, κλείνει μια φυλακή) για να εκφραστούν με όλη τους τη μεγαλοπρέπεια.
Χωρίς ψευδαισθήσεις θα αναγνωρίσουμε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια κατάσταση -όχι μόνον ελληνική- που δεν μπορεί να συνεχίσει ως έχει, παρά με όλο και μεγαλύτερους κινδύνους για τα σύνολα και για τα άτομα. Η αυταρχική και συντηρητική λύση είναι προφανής και φανερά είτε υπαινικτικά εξαγγελμένη με μια ουσιαστική ομοφωνία που υπερβαίνει τα στενά κομματικά όρια.
Μια παιδεία εργαλειακή και τεχνοκρατική στο περιεχόμενό της, βασισμένη όχι στη βαθύτερη συναίνεση αλλά στην επιτήρηση, της οποίας η αιχμή θα αποτελείται από ένα «μη κερδοσκοπικό» τμήμα, που θα ρέπει προς το απλώς ιδιωτικό. Κόμματα, κεφάλαιο, συνδικαλιστές και φοιτούντες σπρώχνουν σήμερα μέσα από την ίδια τους την αδιέξοδη αντιπαράθεση πλειοψηφικά προς μια τέτοια κατάσταση. Αντίπαλη προς την πρόταση αυτή είναι η πραγματικότητα μιας παιδείας ουσίας, όπου ο δάσκαλος, ο μαθητής και το μάθημα δεν αποτελούν προσχήματα. Οσο και αν η λέξη «ουσία» αφήνει αδιάφορους κρατούντες και αμφισβητούντες και προκαλεί γενικότερη αλλεργία στη μεταμοντέρνα εποχή μας, μια τέτοια παιδεία υπάρχει και θα συνεχίσει να υπάρχει, αποτελώντας τη μόνη υπαρκτή αφετηρία εναλλακτικής πορείας.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 07/11/2006
H Kυρία Πέπη Ρηγοπούλου,είναι καθηγήτρια στο Πολυτεχνείο.Κατά τήν γνώμη μου κάθε γραπτό της πρεσβεύει ήθος.Οπως και όλη της η ζωή άλλως τε.Σαν νεαρό κορίτσι ,ήταν κρεμασμένο στα κάγκελα τού Πολυτεχνείου,το 1973,και ήταν η κοπέλλα εκείνη πάνω απο τήν οποία σχεδόν πάτησε το τάνκ πού εισέβαλλε στον χώρο τότε.Η ίδια το πλήρωσε ακριβά αυτό αλλά δεν το εξαργύρωσε ποτέ.Το συγκεκριμένο κείμενο,πού δημοσιεύεται στήν σημερινή Έ´ ,αποτελεί κατά τήν γνώμη μου πραγματικό προοδευτικό λόγο πού ξεφεύγει απο τα στερεότυπα τών ´αντιμαχομένων´μερών.
Της ΠΕΠΗΣ ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ
«Ολα τα προλαβαίνω. Και το φροντιστήριο και την κατάληψη», δήλωνε προ ημερών, μιλώντας στην εφημερίδα, κάποιος μαθητής. «Το πρωί στο φροντιστήριο για να κάνω μάθημα και αμέσως τρέχω στο σχολείο για κατάληψη». Η περήφανη εξομολόγηση του μικρού μαθητή έχει το γούστο της, καθώς αναπαράγει σε σχολικό πλαίσιο την εικόνα του Θανάση Βέγγου που ανεβοκατεβαίνει τα πατώματα στη γνωστή ταινία κραυγάζοντας «πελάτες μου» και κραδαίνοντας τον δίσκο με τους καφέδες και τις πορτοκαλάδες, με τον οποίο βγάζει το ψωμί του.
Το μεροκάματο του μικρού μαθητή δεν είναι βέβαια τόσο εξαντλητικό, όπως του αγαπημένου μας Θανάση, αξίζει όμως να του δώσουμε μια σημασία πέρα από τη διάσταση της «πλάκας», που παρουσιάζει με μια πρώτη ματιά. Ανάμεσα στους δύο σταθμούς του (τρεις αν υπολογίσουμε και το σπίτι), στους οποίους κινείται με τόση σβελτάδα, υπάρχει ένας αφιερωμένος στην επιβίωση, ένας στη γνώση και ένας στη διασκέδαση. Ο πρώτος είναι το σπίτι. Ο δεύτερος το φροντιστήριο. Και ο τρίτος το σχολείο.
Ο πρώτος σταθμός, το σπίτι, παρέχει στον μαθητή μας τα αναγκαία σε είδος και χρήμα για την επιβίωση και την αυριανή του καταξίωση που θα φέρει, άμποτε, και την οικονομική του εξασφάλιση. Σε μια κοινωνία ωστόσο όπου οι νέοι άνεργοι γίνονται όλο και περισσότεροι και όπου οι μελλοντικοί εργαζόμενοι θα αλλάξουν τουλάχιστον δέκα κατά μέσον όρο διαφορετικά επαγγέλματα, η αναγκαστική στάθμευση στο σπίτι προβλέπεται μάλλον μακράς διαρκείας. Ο δεύτερος χώρος, το φροντιστήριο, μοιάζει η πιο σοβαρή περίπτωση. Είναι ο χώρος που αν δεν προσφέρει, παρά κατά τύχη, και γνώσεις, προσφέρει όμως κάτι που προφανώς κρίνεται πολύ σοβαρότερο. Εργαλεία, μια εργαλειακή δηλαδή τεχνογνωσία, που εγγυάται την είσοδο στον τρίτο χώρο: στην παιδική χαρά της Ανώτατης Εκπαίδευσης, δηλαδή στο αποπαίδι του εκπαιδευτικού μας συστήματος.
Η διαφορά συμπεριφοράς των νέων μας στους τρεις χώρους βοηθά πολύ στο να τους ιεραρχήσουμε και αξιολογικά. Στο μέσο ελληνικό σπίτι επικρατεί μια συμφωνία κυρίων -ή κυριών. Μια αυξανόμενη επιτρεπτικότητα επιτρέπει από την άλλη πλευρά στους γονείς να βλέπουν με συγκίνηση τους βλαστούς τους να επαναλαμβάνουν, σαν τα μήλα κάτω από τη μηλιά, τα κουσούρια τους. Αν το παιδί φορτώνει λίγο παραπάνω το λογαριασμό του κινητού και πιέζει για αυτοκίνητο, εν πάση περιπτώσει φυλάει την επιθετικότητά του για παραδίπλα. Οχι βέβαια για το καπιταλιστικό φροντιστήριο, που κανένα στοιχειωδώς υγιές ψυχικά Ελληνόπουλο δεν θα σκεφτόταν ποτέ να καταλάβει, αφού το φροντιστήριο είναι δουλειά, και ως γνωστόν -αφού business is business- με τη δουλειά παίζουν μόνον οι ηλίθιοι.
Ο χώρος λοιπόν που προσφέρεται για εκτόνωση δεν είναι άλλος από τη δημόσια δωρεάν παιδεία σε όλες τις βαθμίδες. Εδώ -όπου εννοείται ότι διδάσκονται σε μεγάλο βαθμό και τα μη εργαλειακά, δηλαδή τα άχρηστα- μια κατηγορία νέων, η συμπαθέστερη, γυρεύει να νιώσει ότι υπάρχει, ενώ μια άλλη που δεν εκφράζει το σύνολο, αλλά δεν είναι και καθόλου αμελητέα αφού είναι ικανή να δίνει το κλίμα, μπορεί να χλευάσει, να τεμπελιάσει, να καταστρέψει, να ασκήσει τη βία της κατά των πάντων. Με λίγα λόγια, η πλανητική βία της πολεμόχαρης παγκοσμιοποίησης, η υλική και συμβολική βία του συστήματος, κάποτε ενισχυμένη από τη βία των πορνοκινητών και του Διαδικτύου -συνδυασμένη με την παραδοσιακή βία των τοπικών μας κοινωνιών- βρίσκουν συχνά το σχολείο (για το οποίο κάποτε λέγαμε πως όταν ανοίγει, κλείνει μια φυλακή) για να εκφραστούν με όλη τους τη μεγαλοπρέπεια.
Χωρίς ψευδαισθήσεις θα αναγνωρίσουμε ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια κατάσταση -όχι μόνον ελληνική- που δεν μπορεί να συνεχίσει ως έχει, παρά με όλο και μεγαλύτερους κινδύνους για τα σύνολα και για τα άτομα. Η αυταρχική και συντηρητική λύση είναι προφανής και φανερά είτε υπαινικτικά εξαγγελμένη με μια ουσιαστική ομοφωνία που υπερβαίνει τα στενά κομματικά όρια.
Μια παιδεία εργαλειακή και τεχνοκρατική στο περιεχόμενό της, βασισμένη όχι στη βαθύτερη συναίνεση αλλά στην επιτήρηση, της οποίας η αιχμή θα αποτελείται από ένα «μη κερδοσκοπικό» τμήμα, που θα ρέπει προς το απλώς ιδιωτικό. Κόμματα, κεφάλαιο, συνδικαλιστές και φοιτούντες σπρώχνουν σήμερα μέσα από την ίδια τους την αδιέξοδη αντιπαράθεση πλειοψηφικά προς μια τέτοια κατάσταση. Αντίπαλη προς την πρόταση αυτή είναι η πραγματικότητα μιας παιδείας ουσίας, όπου ο δάσκαλος, ο μαθητής και το μάθημα δεν αποτελούν προσχήματα. Οσο και αν η λέξη «ουσία» αφήνει αδιάφορους κρατούντες και αμφισβητούντες και προκαλεί γενικότερη αλλεργία στη μεταμοντέρνα εποχή μας, μια τέτοια παιδεία υπάρχει και θα συνεχίσει να υπάρχει, αποτελώντας τη μόνη υπαρκτή αφετηρία εναλλακτικής πορείας.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 07/11/2006
H Kυρία Πέπη Ρηγοπούλου,είναι καθηγήτρια στο Πολυτεχνείο.Κατά τήν γνώμη μου κάθε γραπτό της πρεσβεύει ήθος.Οπως και όλη της η ζωή άλλως τε.Σαν νεαρό κορίτσι ,ήταν κρεμασμένο στα κάγκελα τού Πολυτεχνείου,το 1973,και ήταν η κοπέλλα εκείνη πάνω απο τήν οποία σχεδόν πάτησε το τάνκ πού εισέβαλλε στον χώρο τότε.Η ίδια το πλήρωσε ακριβά αυτό αλλά δεν το εξαργύρωσε ποτέ.Το συγκεκριμένο κείμενο,πού δημοσιεύεται στήν σημερινή Έ´ ,αποτελεί κατά τήν γνώμη μου πραγματικό προοδευτικό λόγο πού ξεφεύγει απο τα στερεότυπα τών ´αντιμαχομένων´μερών.