Μια κατηγορία της μουσικής που ελάχιστα εως καθόλου έχει συζητηθεί εδώ, είναι αυτό που ονομάζουμε «έντεχνη μουσική» και κυρίως «έντεχνο τραγούδι».
Ένας όρος αμφιλεγόμενος, με πολλούς επικριτές, αλλά και καθιερωμένος πλέον.
Ο σκοπός αυτού του θέματος είναι ακριβώς αυτός. Να εξετάσει τον όρο σε βάθος και να αποφανθεί αν, τελικά, υπηρετεί πράγματι αυτό που λέει, την τέχνη.
Ψάχνοντας πολλές και αντικρουόμενες πηγές, κατέληξα ότι ο όρος «έντεχνο» ανήκει στο Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος τον χρησιμοποίησε προκειμένου να χαρακτηρίσει ένα είδος τραγουδιού το οποίο διαχωρίζεται από το λαϊκό. Ο εφευρέτης του θέλει να μιλήσει για κάτι καθαρά καλλιτεχνικό που διακρίνει στην τέχνη του τραγουδιού, ανεξάρτητα από την προέλευσή της.
Μπορούμε να δούμε το έντεχνο ως κάτι πρωτοποριακό, που αγαπά τις μικρές φόρμες. Δίνει στον καλλιτέχνη τη δυνατότητα να επιλέξει τα στοιχεία που τον ενδιαφέρουν μέσα από ολόκληρη τη μουσική φιλολογία. Επηρεάζεται απ’ αυτά, διατηρώντας, παράλληλα, τη δεξιοτεχνία που χρειάζεται μια απαιτητική μουσική. Δεν αναλώνεται σε συνεχείς επαναλήψεις τριών – τεσσάρων νοτών. Οι κανόνες του προέρχονται από τη λόγια μουσική της Δύσης, όμως χρησιμοποιούνται με γνώμονα τις συνθήκες, τα ήθη, και τις συνήθειες της χώρας μας. Σε γενικές γραμμές, το έντεχνο τραγούδι έχει μια απόχρωση «παραδοσιακής» μουσικής, αφού αυτή στο μεγαλύτερο μέρος της γράφεται μετά την εκτέλεση. Αυτό, όμως, δεν αναιρεί το ρόλο που έπαιξε στην αναβάθμιση της ποιότητας της Ελληνικής μουσικής.
Ο όρος «έντεχνο», προκάλεσε τις αντιρρήσεις όσων δε συνειδητοποίησαν ότι πρόκειται για μια ώθηση στο Ελληνικό τραγούδι. Συνήθως συγχέεται με κάτι που έχει ή όχι τέχνη, ενώ στην ουσία πρόκειται για κάτι που είναι τέχνη, βρίσκεται κοντά στις απαιτήσεις της «μεγάλης μουσικής» και είναι, ταυτόχρονα, ασυμβίβαστο με το μουσικό κατεστημένο της εποχής του.
Το έντεχνο τραγούδι, με αφετηρία τη δεκαετία του ’60, συνδύασε σύνθετες μουσικές φόρμες με το λόγο Ελλήνων και ξένων ποιητών. Άρα κατά μια έννοια έχουμε:
μουσική τέχνη + ποιητική τέχνη = έντεχνο τραγούδι
Ένας όρος αμφιλεγόμενος, με πολλούς επικριτές, αλλά και καθιερωμένος πλέον.
Ο σκοπός αυτού του θέματος είναι ακριβώς αυτός. Να εξετάσει τον όρο σε βάθος και να αποφανθεί αν, τελικά, υπηρετεί πράγματι αυτό που λέει, την τέχνη.
Ψάχνοντας πολλές και αντικρουόμενες πηγές, κατέληξα ότι ο όρος «έντεχνο» ανήκει στο Μίκη Θεοδωράκη, ο οποίος τον χρησιμοποίησε προκειμένου να χαρακτηρίσει ένα είδος τραγουδιού το οποίο διαχωρίζεται από το λαϊκό. Ο εφευρέτης του θέλει να μιλήσει για κάτι καθαρά καλλιτεχνικό που διακρίνει στην τέχνη του τραγουδιού, ανεξάρτητα από την προέλευσή της.
Μπορούμε να δούμε το έντεχνο ως κάτι πρωτοποριακό, που αγαπά τις μικρές φόρμες. Δίνει στον καλλιτέχνη τη δυνατότητα να επιλέξει τα στοιχεία που τον ενδιαφέρουν μέσα από ολόκληρη τη μουσική φιλολογία. Επηρεάζεται απ’ αυτά, διατηρώντας, παράλληλα, τη δεξιοτεχνία που χρειάζεται μια απαιτητική μουσική. Δεν αναλώνεται σε συνεχείς επαναλήψεις τριών – τεσσάρων νοτών. Οι κανόνες του προέρχονται από τη λόγια μουσική της Δύσης, όμως χρησιμοποιούνται με γνώμονα τις συνθήκες, τα ήθη, και τις συνήθειες της χώρας μας. Σε γενικές γραμμές, το έντεχνο τραγούδι έχει μια απόχρωση «παραδοσιακής» μουσικής, αφού αυτή στο μεγαλύτερο μέρος της γράφεται μετά την εκτέλεση. Αυτό, όμως, δεν αναιρεί το ρόλο που έπαιξε στην αναβάθμιση της ποιότητας της Ελληνικής μουσικής.
Ο όρος «έντεχνο», προκάλεσε τις αντιρρήσεις όσων δε συνειδητοποίησαν ότι πρόκειται για μια ώθηση στο Ελληνικό τραγούδι. Συνήθως συγχέεται με κάτι που έχει ή όχι τέχνη, ενώ στην ουσία πρόκειται για κάτι που είναι τέχνη, βρίσκεται κοντά στις απαιτήσεις της «μεγάλης μουσικής» και είναι, ταυτόχρονα, ασυμβίβαστο με το μουσικό κατεστημένο της εποχής του.
Το έντεχνο τραγούδι, με αφετηρία τη δεκαετία του ’60, συνδύασε σύνθετες μουσικές φόρμες με το λόγο Ελλήνων και ξένων ποιητών. Άρα κατά μια έννοια έχουμε:
μουσική τέχνη + ποιητική τέχνη = έντεχνο τραγούδι