Και σαν ελάχιστη αναγνώριση, μια αναφορά στους ιδρυτές των θρυλικών εταιρειών ηχογράφησης, παραγωγούς, και στα στελέχη δισκογραφίας που συντέλεσαν στην ολοκλήρωση των παρουσιαζόμενων άλμπουμ, αλλά και στην ανάπτυξη και εξέλιξη της τζαζ γενικότερα. Η προσφορά τους υπήρξε τεράστια και καθοριστική, σε όλες τις φάσεις και τα στάδια της δημιουργικής και παραγωγικής διαδικασίας, των τζαζ αριστουργημάτων που έχουμε την τύχη να απολαμβάνουμε.
________________________
Ιδρυτές, παραγωγοί, στελέχη...
[1]. Ο
Ross Moody Russell (1909-2000, 91 χρ.) ήταν Αμερικανός τζαζ παραγωγός και συγγραφέας, ιδρυτής της
Dial Records.
[2]. Ο
George Mesrop Avakian (1919-2017, 98 χρ.) ήταν Αρμενιο-Αμερικανός μουσικός παραγωγός, καλλιτεχνικός μάνατζερ, συγγραφέας και γνωστός για τη δουλειά του από το 1939 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1960 στις δισκογραφικές
Decca Records, Columbia Records, World Pacific Records, Warner Bros. Records και την
RCA Records.
[3]. Ο
Robert "Bob" Shad (γεννημένος
Abraham Shadrinsky, 1920-1985, 65 χρ.) ήταν Αμερικανός μουσικός παραγωγός στις
Savoy Records και
National Records, διευθυντής 'Καλλιτεχνών και Ρεπερτορίου' στη
Mercury Records ενώ ίδρυσε τις δισκογραφικές
Sittin' In With, EmArcy, Time, Brent και
Mainstream Records.
[4]. Ο
Bob Weinstock (1928-2006, 77 χρ.) ήταν Αμερικανός μουσικός παραγωγός περισσότερο γνωστός για τη δισκογραφική του εταιρεία
Prestige Records.
[5]. Ο
Orrin Keepnews (1923-2015, 91 χρ.) ήταν Αμερικανός τζαζ συγγραφέας και μουσικός παραγωγός, γνωστός για την ίδρυση των δισκογραφικών
Riverside Records και
Milestone Records.
[6]. Ο
Lester Koenig (1917-1977, 59 χρ.) ήταν Αμερικανός σεναριογράφος, παραγωγός ταινιών και ιδρυτής της δισκογραφικής εταιρείας τζαζ
Contemporary Records.
[7]. Ο
Theodore Samuel Reig (1918-1984, 65 χρ.), Αμερικανός, που αυτοαποκαλούνταν "
καταφερτζής της τζαζ", εργάστηκε ως μουσικός παραγωγός στις δισκογραφικές
Savoy, Roost (την οποία συνίδρυσε),
Roulette και
Verve, υπεύθυνος 'Καλλιτεχνών και Ρεπερτορίου', προωθητής και καλλιτεχνικός μάνατζερ από τη δεκαετία του 1940 έως τη δεκαετία του 1970.
[8]. Ο
Alfred Lion (1908-1987, 79 χρ.), Γερμανο-Αμερικανός, ήταν στέλεχος της δισκογραφίας που συνίδρυσε με τον
Max Margulis, τη τζαζ δισκογραφική εταιρεία
Blue Note το 1939, στην οποία προσχώρησε και ο
Francis Wolff.
[9]. Ο
Irving Townsend (1920-1981, 61 χρ.) ήταν Αμερικανός μουσικός παραγωγός και συγγραφέας και πιο διάσημος για την παραγωγή του άλμπουμ
Kind of Blue, του
Miles Davis.
[10]. Ο
Nesuhi Ertegün (1917-1989, 71 χρ.) ήταν Τουρκο-Αμερικανός μουσικός παραγωγός, συνιδρυτής με τον
Herb Abramson και στέλεχος της δισκογραφικής
Atlantic Records.
[11]. Ο
Attilio Joseph "Teo" Macero (1925-2008, 82 χρ.) ήταν Αμερικανός τζαζ σαξοφωνίστας, συνθέτης και μουσικός παραγωγός για είκοσι χρόνια στην
Columbia Records.
[12]. Ο
Creed Bane Taylor V (1929-2022, 93 χρ.) ήταν Αμερικανός μουσικός παραγωγός, γνωστός για τη δουλειά του κατά περιόδους στις δισκογραφικές
Bethlehem Records, ABC-Paramount Records (συμπεριλαμβανομένης της τζαζ ετικέτας της,
Impulse!),
Verve, A&M Records και φυσικά ίδρυσε τη
CTI Records το 1967, που ήταν θυγατρική της
A&M πριν γίνει ανεξάρτητη το 1970.
[13]. Ο
Robert "Bob" Thiele (1922-1996, 73 χρ.) ήταν Αμερικανός παραγωγός δισκογραφίας που εργάστηκε σε πολλά κλασικά τζαζ άλμπουμ και δισκογραφικές, όπως στις
Decca, Impulse! Records, ABC, Flying Dutchman Productions και
Columbia.
[14]. Ο
Norman Granz (1918-2001, 83 χρ.) ήταν Αμερικανός παραγωγός τζαζ δισκογραφίας, υποστηρικτής συναυλιών και ιδρυτής των δισκογραφικών
Clef, Norgran, Down Home, Verve και
Pablo. Αναγνωρίστηκε ως "
ο πιο επιτυχημένος ιμπρεσάριος στην ιστορία της τζαζ" και αντιτάχθηκε στον ρατσισμό δίνοντας πολλές μάχες για τους καλλιτέχνες του, πολλοί από τους οποίους ήταν μαύροι.
[15]. Ο
Morris Levy (1927-1990, 62 χρ.) ήταν Αμερικανός επιχειρηματίας στους τομείς των τζαζ κλαμπ, των μουσικών εκδόσεων και της ανεξάρτητης δισκογραφικής βιομηχανίας και χαρακτηρίστηκε από το περιοδικό
Billboard ως "
ένας από τους πιο αμφιλεγόμενους και επιδεικτικούς παίκτες της δισκογραφικής βιομηχανίας". Υπήρξε συνιδρυτής και ιδιοκτήτης της
Roulette Records, ιδρυτικός εταίρος των τζαζ κλαμπ
Birdland και
Roulette Room, αλλά και εμπλεκόμενος με το οργανωμένο έγκλημα.
τμήμα από το δωμάτιο ελέγχου στο
Hackensack του
Van Gelder, στα τέλη του 1953, με (κάτω αριστερά προς τα δεξιά) το φορητό μαγνητόφωνο
Presto PT-900,
τα δύο μαγνητόφωνα
Ampex 300, τις δύο συσκευές εγγραφής άμεσα στο δίσκο/
direct-to-disk, τον ενισχυτή του
PT-900 και πικάπ αναπαραγωγής
(πηγή: rvglegacy.org)
Και κάποιοι σπουδαίοι, διακεκριμένοι και πρωτοπόροι μηχανικοί, που συνέβαλαν στην καλύτερη δυνατή καταγραφή του μουσικού γεγονότος στην ταινία, και υπήρξαν υπεύθυνοι για τον πολλές φορές εξαιρετικό ήχο που ακούμε, παρά την ηλικία των δημιουργιών.
________________________
Μηχανικοί ήχου
[21]. Ο
Frederick ("Fred") Plaut (1907–1985, 78 χρ.), γεννήθηκε στο Μόναχο της Γερμανίας και αποφοίτησε από το Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Μονάχου με πτυχίο ηλεκτρολόγου μηχανικού. Υπήρξε μηχανικός ηχογράφησης και ερασιτέχνης φωτογράφος και εργάστηκε στην
Columbia Records στις ΗΠΑ κατά τις δεκαετίες των 1940, 1950 και 1960, και τελικά έγινε ο αρχιμηχανικός της εταιρείας. Ήταν μηχανικός σε πολλά από τα διάσημα άλμπουμ της
Columbia, συμπεριλαμβανομένων των αυθεντικών ηχογραφήσεων του καστ των
South Pacific, My Fair Lady και
West Side Story, των τζαζ
LPs Kind of Blue και
Sketches of Spain του
Miles Davis, Time Out του
Dave Brubeck, Mingus Ah Um και
Mingus Dynasty του
Charles Mingus.
[22]. Ο
Harold Chapman, που συχνά αναφέρεται με μεγάλο σεβασμό με το ψευδώνυμό του "
Chappie", ήταν ένας από τους κορυφαίους μηχανικούς ηχογράφησης στην
Columbia Records από τα εγκαίνια του
30th Street Studio της Νέας Υόρκης μέχρι τη συνταξιοδότησή του το 1970. Σύμφωνα με τον διάσημο παραγωγό της
Columbia Records, Irving Townsend, ο
Harold Chapman ήταν υπεύθυνος για την ανάπτυξη του αξιοσημείωτου ήχου που ακούγονταν σε αναρίθμητα άλμπουμ της εταιρείας από το 1940 έως το 1970, καθώς και σε μερικά από τα πιο αγαπημένα άλμπουμ του
Broadway όλων των εποχών. Θεωρείται ως ένας από τους πιο σημαντικούς μηχανικούς στην τζαζ.
[23]. Ο
Rudolph Van Gelder (1924-2016, 91 χρ,), ήταν Αμερικανός μηχανικός ηχογράφησης που ειδικεύτηκε στην τζαζ, αλλά σπούδασε και οπτομέτρης επειδή δεν πίστευε ότι θα μπορούσε να κερδίσει τα προς το ζην με τις ηχογραφήσεις. Πάνω από μισό αιώνα, ηχογράφησε πολλές χιλιάδες σέσιον, με μουσικούς όπως τους
John Coltrane, Miles Davis, Thelonious Monk, Sonny Rollins, Art Blakey, Lee Morgan, Joe Henderson, Freddie Hubbard, Wayne Shorter, Horace Silver, Herbie Hancock και
Grant Green. Εργάστηκε με πολλές διαφορετικές δισκογραφικές εταιρείες όπως
Blue Note, Prestige, Savoy, Impulse!,
Verve και
CTI, ενώ ειδικά στην
Blue Note Records, ηχογράφησε σχεδόν κάθε σέσιον από το 1953 έως το 1967. Ξεκινώντας από ένα αυτοσχέδιο στούντιο ηχογράφησης στο καθιστικό του σπιτιού των γονιών του, στο Χάκενσακ του Νιου Τζέρσεϊ, ο
Van Gelder θα έχτιζε τελικά ένα μοναδικό στούντιο στο κοντινό Ίνγκλγουντ Κλιφς.
[24]. Ο
Jack Higgins, ήταν μηχανικός ηχογράφησης πολλών από τους δίσκους της
Riverside Records, στα
Reeves Sound Studios. Εκεί παρήγαγε μερικούς από τους καλύτερους ηχητικά δίσκους τζαζ της δεκαετίας του '50, αλλά δυστυχώς παραμένει λιγότερο γνωστός από τους ομολόγους του στην
Blue Note και την
Columbia.
[25]. Ο
Roy DuNann (1927- ; ), ήταν Αμερικανός μηχανικός ήχου, αρχικά για την
Capitol Records, στη συνέχεια προσλήφθηκε από τον
Lester Koenig για την τζαζ δισκογραφική του,
Contemporary Records. Έγινε διάσημος τη δεκαετία του 1950 για την ανάπτυξη νέων τεχνικών ηχογράφησης και την παραγωγή δίσκων με εξαιρετικό ήχο, που εξακολουθούν να αναζητούν οι συλλέκτες σήμερα.
[26]. Ο
Dayton Burr "Bones" Howe (1933), ήταν Αμερικανός παραγωγός δίσκων και μηχανικός ηχογράφησης, που σημείωσε μια σειρά από επιτυχίες τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, συχνά του είδους σανσάιν ποπ. Μετά την αποφοίτησή του με πτυχίο
Bachelor στην ηλεκτρονική μηχανική, κατευθύνθηκε στη Δυτική Ακτή, όπου στις αρχές της δεκαετίας του '60, γνώρισε τον
Nesuhi Ertegun σε μια ηχογράφηση για τον
Ornette Coleman. Έχει εργαστεί στα στούντιο
Wally Heider Recording, United Western Recorders, United Recording Studios και
Radio Recorders και για τους
André Previn, Pepper Adams, Ornette Coleman μέχρι τους
Jan & Dean, The Mamas & the Papas, The Turtles, Elvis Presley, Tom Waits κλπ.
[27]. Ο
David Jones (γνωστός και ως
Dave Jones και
David B. Jones) ήταν μηχανικός με ειδίκευση δικάναλες/
two-track ηχογραφήσεις σε εξωτερικούς χώρους. Ξεκίνησε την καριέρα του στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ηχογραφώντας παραδοσιακή τζαζ για την δικιά του εταιρεία,
Empirical. Αφού πέρασε ως αρχιμηχανικός από την
Elektra Records ξεκίνησε την καριέρα του ως ελεύθερος επαγγελματίας και το 1961, η
Riverside Records τον έστειλε στη Νέα Ορλεάνη για να ηχογραφήσει μαύρους μουσικούς της παραδοσιακής τζαζ, για μια σειρά από άλμπουμ που θα ονομαζόταν
New Orleans-The Living Legends. Ο Τζόουνς μνημονεύεται ελάχιστα σήμερα, παρά το γεγονός ότι πέντε μήνες αργότερα ηχογράφησε για τη
Riverside, τα καλόηχα κλασικά
LP όλων των εποχών του
Bill Evans,
Sunday At The Village Vanguard και
Waltz For Debby. Ποτέ δεν ηχογράφησε ροκ ή ποπ μουσική, περιοριζόμενος σε επιτόπιες ηχογραφήσεις για μικρές ανεξάρτητες εταιρείες έθνικ και κλασικής μουσικής και περιστασιακά τζαζ.
[28]. Ο
Bob Simpson, ήταν μηχανικός ήχου και έχει κάνει αρκετές εκατοντάδες άλμπουμ για τις
RCA, Impulse! και άλλες δισκογραφικές στην καριέρα του. Συνήθως ηχογραφούσε τα σέσιον της
Impulse! του
Bob Thiele, όταν απουσίαζε ο
Van Gelder, που συμπεριελάμβαναν τους
Charles Mingus, Archie Shepp, Albert Ayler, Oliver Nelson, Chico Hamilton και
Elvin Jones.
[29]. Ο
Luis Pastor "Val" Valentin (1920-1999, 79 χρ.), ήταν Αμερικανός μηχανικός ηχογράφησης στη μουσική βιομηχανία για έξι δεκαετίες. Μεγάλο μέρος της δουλειάς του έγινε για τις
MGM Records και
Verve Records όπου διετέλεσε Διευθυντής Μηχανικών, ξεκινώντας το 1963 στη Νέα Υόρκη και το 1970 συνέβαλε καθοριστικά στη μεταφορά των στούντιο ηχογράφησης της
MGM από τη Νέα Υόρκη στο Λος Άντζελες. Η μεγάλη δισκογραφία του περιλαμβάνει τζαζ άλμπουμ όπως
Ella and Louis, Night Train και
Getz/Gilberto. Ο
Valentin διατήρησε χαμηλό προφίλ και λίγα είναι δημόσια γνωστά για τη ζωή του.
[30]. Ο
Philip Ramone, στην πραγματικότητα
Philip Rabinowitz (1934-2013, 79 χρ.) ήταν Αμερικανός μηχανικός ηχογράφησης, παραγωγός δίσκων, βιολονίστας και συνθέτης, γεννημένος στη Νότια Αφρική, ο οποίος το 1958 ίδρυσε στη Νέα Υόρκη, με τον επιχειρηματικό του συνεργάτη
Jack Arnold, ένα στούντιο ηχογράφησης, το
A & R Recording, Inc. Η αρχική του επιτυχία, του επέτρεψε να επεκταθεί σε πολλά στούντιο και σε μια εταιρεία παραγωγής δίσκων. Γρήγορα απέκτησε τη φήμη του καλού ηχολήπτη και μουσικού παραγωγού, ιδιαίτερα για τη χρήση καινοτόμου τεχνολογίας. Η πρώτη του δουλειά στην παραγωγή και την ηχογράφηση ήταν με μουσικούς της τζαζ, δουλεύοντας στους δίσκους του
John Coltrane και ενεργώντας ως μηχανικός για το άλμπουμ
Getz/Gilberto το 1963, για το οποίο κέρδισε το πρώτο του
Grammy.
[31]. Ο
Frank Laico (1918-2013, 95 χρ.), ήταν Αμερικανός μηχανικός ήχου και εργάστηκε στα
Columbia 30th Street Studio/CBS Studios, της Νέας Υόρκης.
[32]. Ο
Stan Tonkel, ήταν μηχανικός ηχογράφησης στη
CBS, που δούλεψε με τον
Miles σε στούντιο και ζωντανές τοποθεσίες κατά τη διάρκεια των κομβικών χρόνων του, από την ακουστική στη φιούζιον τζαζ.
Αξιολόγηση: 5 στα 5 για όλα τα άλμπουμ
Πηγές: εξώφυλλα, σημειώσεις επανεκδόσεων, wikipedia.org, jazzdisco.org, allmusic.com, discogs.com, bluenote.com, endlesscrate.com, udiscovermusic.com, jazzjournal.co.uk, jazzmusicarchives.com, jazzhistoryonline.com, jazzwise.com, jazzfuel.com, 1001albumsyoumusthearbeforeyoudie.wikidot.com, Mojo, Don Snowden, Richard S. Ginell, Thomas Cunniffemarch, Nick Lea, Andrew Gilbert, Lindsay Planer, C. Michael Bailey, Will Fulford-Jones, Gordon Jack, Seth Jacobson, Michael G. Nastos, John Lewis, Richard Havers, Steve Huey
ταξιδιωτικές αφίσες της Νέας Ορλεάνης, αεροπορικών εταιρειών από τη δεκαετία του 1960, απεικονίζοντας τζαζ μουσικούς