...
Συνειδητοποίησα την αδικία που υφίστανται ορισμένοι καλλιτέχνες όσον αφορά τη δουλειά τους.
Αυτό ήταν η συνειδητοποίηση!!
Το επόμενο βήμα ήταν να πάρω το Made in Japan των Deep Purple και να ακούσω το child in time.Αυτό ήταν το σημείο καμπής που με οδήγησε στην απόφαση να αποκτήσω τα τραγούδια που αξίζουν στην μορφή που τους αρμόζει.Το υπέροχο εξώφυλλο, το 20 λεπτο ακρόασης της κάθε μεριάς του δίσκου με κάθε προσοχή, τη συλλεκτική αξία του καθενός και βέβαια την ανωτερότητα αναπαραγωγής.
...
Δεν θέλω να σε αποκόψω από την περί τεχνών αντίληψη που έχεις σήμερα, αλλ’ απλώς να επισημάνω πως ίσως να βρίσκεσαι στο σωστό δρόμο, ώστε κάποτε να προσεγγίσεις την τέχνη τόσο, ώστε να την κατανοήσεις. Προς αυτήν την κατεύθυνση, προσπάθησε να διακρίνεις τα τρία στοιχεία που απαρτίζουν ένα αντικείμενο τέχνης: το οιουδήποτε έρματος καλλιτεχνικό περιεχόμενο, το μέσο, και τον χρόνο, υπό την έννοιαν ότι αυτός καθορίζει τη μορφή του μέσου, αφού το μέσο υφίσταται τη δυναμική της τεχνολογίας. Ανεξαρτήτως ποιο αξίζει, και τι νομίζουμε – εσύ, εγώ, ή οποιοσδήποτε άλλος- πως αρμόζει, όταν εξεδόθη για πρώτη φορά το Made in Japan, ο χρόνος δεν επέτρεπε και πολλά πράγματα, διαφορετικά από ένα χαρτονένιο φάκελο με ίχνος 12 x 12 ίντσες.
Ίσως προχτές,
μάλλον χτες, αλλά
οπωσδήποτε σήμερα, για κάθε «υπέροχο», μεγάλο, ή όπως αλλιώς μπορεί να χαρακτηρισθεί ένα εξώφυλλο φωνογραφικού δίσκου, μπορώ να σκεφθώ μια τοσοδούλα micro SD μνημούλα να συνοδεύει το μέσο, όποιο κι αν είναι αυτό, και η οποία μπορεί να περιέχει πληθώρα εικόνων, εξωφύλλων και δεν ξέρω τι άλλο, τα οποία μπορούν να προβληθούν σε έναν τηλεοπτικό δέκτη με έκταση πολλαπλάσια του χάρτινου εξωφύλλου. Ασχέτως εάν κάτι τέτοιο ίσως δεν το σκέφθηκε κανένας, για να το εισαγάγει στην αγορά. Και πάλι, όμως, και αυτή η λύση είναι
περιοριστική. Σκέψου πόσα εξώφυλλα, πόσες αφίσες, πόσα διαφημιστικά πανώ δεκάδων τετραγωνικών μέτρων έχουν αποτυπώσει το όνομα και το καλλιτεχνικό στίγμα ενός εκ των σημαντικοτέρων συνθετών του 20ου αι., κατά την τεσσαρακονταετή πορεία του, και δες τι λέει:
Πρώτον, η φιλοδοξία και η αγάπη.
«Εγώ είμαι που τα άλλαξα όλα, δηλαδή εννοώ πως απλά ήθελα να ξεφύγω από κάτι που ήταν πραγματικά βαρετό. Βαρέθηκα να παίζω την ίδια μουσική συνέχεια, χρόνο με το χρόνο, τις ίδιες μελωδίες, τον ίδιο ρυθμό. Δεν υπήρχε τίποτα να ανακαλύψω, τίποτε δεν ήταν καινούργιο, όλα ήταν παλιά, και απλώς δεν τα αγαπούσα. Ανακάλυψα πως αγαπούσα αυτό που ήθελα να κάνω εγώ». (*)
Δεύτερον, ο πόνος της απόρριψης.
«Έχω μέγα πρόβλημα! Είναι η λέξη «Tango». Κάθε φορά που ταξιδεύω σε κάποια χώρα, οι άνθρωποι βλέπουν τη λέξη «Tango» αλλά δεν διαβάζουν και την άλλη πιο μπροστά, που μαζί σημαίνουν «New Tango». Είναι τελείως διαφορετικό πράγμα, ένας διαφορετικός ρυθμός. Βλέποντας τη λέξη «Tango», περιμένουν να ακούσουν το παλιομοδίτικο, παραδοσιακό τάνγκο, και όταν ακούν αυτή τη μουσική, τότε αμέσως σηκώνονται και, απλώς, εγκαταλείπουν την αίθουσα…» (*)
Έχοντάς τον προσεγγίσει σχετικά επαρκώς, εφέτος είπα να αναθερμάνω τη σχέση μου με την πίστα, να ξανα-ξεκλειδώσω τα πόδια μου. Πάνε κοντά δέκα χρόνια από τότε, καιρός ήταν πια. Η Όλγα είναι μια νεαρή κοπέλα που φέρει απώλεια της ακοής περίπου ενενήντα τοις εκατό, και επικοινωνεί διαβάζοντας τα χείλη του συνομιλητή της. Αυτό δεν την εμποδίζει καθόλου να έρχεται κι αυτή στη σχολή, και να χορεύει τάνγκο, αγαπώντας το έτσι όπως το αντιλαμβάνεται, όπως το αισθάνεται. Κι αυτό δε χωρεί σε κανένα εξώφυλλο, κανένα «άρτγουωρκ», κανένα καμβά, στέκει υπεράνω του τενάγους των κάθε λογής στερεοτύπων, και
ενυπάρχει ως τέχνη στο μέσο. Όποιο κι είναι αυτό.
(*) Αποσπάσματα από μια ραδιοφωνική συνέντευξη του Αστόρ Πιατσόλα το έτος 1989, σταχυολογημένα και ενταγμένα στο πνεύμα αυτού εδώ του δίσκου.