μερικοί τυχεροί ήδη βλέπουν χίονι έξω απο το παραθυρο τους.
έδω ακούγονται ήδη μπόρες και νεροποντές..
καλά ούτε το Fight Club ειναι αριστούργημα, αλλα σε κάποια σημεία συμφωνούμε με τον παρακάτω γραφιά..
Molly's Game (2017), του Aaron Sorkin
Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν τον χώνεψα ιδιαίτερα τον Άαρον Σόρκιν. Με εξαίρεση το σενάριο του "Moneyball" (η ομορφιά του οποίου οφείλεται περισσότερο στους σκηνοθετικούς χειρισμούς του Μπένετ Μίλερ), και εκείνο για το "A Few Good Men", μου φαινόταν πάντα ψιλοαντιπαθητικός εξυπνάκιας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της εμμονής του για βερμπαλιστική επίδειξη, είναι το "Social Network". Όλα τα ελαττώματα του γραφιά Σόρκιν, είναι εμφανή σ' αυτή την ταινία. Τόσο που ούτε ο Φίντσερ κατάφερε να το σώσει εντελώς. Στα σενάριά του, οι ήρωες μιλούν πολύ και είναι -όπως ο ίδιος- εγωκεντρικοί "εξυπνάκηδες". Δήθεν ετοιμόλογοι, με την κοφτερή ατάκα έτοιμη πάντα στην άκρη των χειλιών τους, δεν μοιάζουν με ανθρώπους αλλά με αυτόματα. Κάποιος τους έχει κουρδίσει να "ταπώνουν" ο ένας τον άλλον και να επιβάλλονται δια του λόγου στον συνομιλητή τους, μπλέκονται ατέρμονα σε διαλογικές αναμετρήσεις, η έκβαση των οποίων μένει πάντα εκκρεμής. Νικητές και χαμένοι δεν υπάρχουν, νικητής είναι πάντα ο διάλογος (μας λένε), δηλαδή ο "ευφυής" σεναριογράφος που τους όπλισε μ' αυτές τις "τρομερές" ατάκες. Διότι οι ήρωες του Σόρκιν, δεν νοιάζονται να επικοινωνήσουν αλλά μονάχα να δοξάσουν τον δημιουργό τους. Υπάρχουν εκεί ως αντιπρόσωποι του κυνικού του πνεύματος, και τίποτα παραπάνω. Πιόνια σε μια σκακιέρα ευγλωττίας την οποία στήνει εκείνος με αντίπαλο τον εαυτό του. Πρέπει να αποδεικνύεται ολοένα και πιο έξυπνος, ολοένα και πιο εύστροφος.
Με το "Molly's Game" ο Σόρκιν (που με τόσα που έχει ακούσει φυσικό ήταν να πάρουν τα μυαλά του αέρα), θέλει να μας αποδείξει ότι μπορεί να τα καταφέρει και στον ρόλο του σκηνοθέτη. Αποτυγχάνει παταγωδώς. Το ντεμπούτο του εμπεριέχει όλα του τα μειονεκτήματα ως σεναριογράφου αλλά σ' αυτά προστίθεται και η σκηνοθετική του ανικανότητα. Στον Σόρκιν με ενοχλεί, κυρίως, η πόζα. Για τη λεκτική πόζα τα ξέραμε, ώρα να πάρουμε μια ιδέα κι απ' τον οπτικό του στόμφο. Που δεν είναι καν πρωτότυπος. Όλο το "Molly's Game" είναι ένα λουστραρισμένο κακέκτυπο των Σκορσέζε και Φίντσερ. Ιλιγγιώδες μοντάζ βγαλμένο απ' το "Goodfellas", βιντεοκλιπίστικα τερτίπια αλά Φίντσερ (θα έγραφα κάτι για το "Fight Club" αλλά δεν θέλω να γίνω ιερόσυλος, συγκρίνοντας τη μετριότητα του Σόρκιν μ' ένα εμβληματικό αριστούργημα), εμβόλιμες σκηνές παραδοσιακής δραματουργίας για να ηρεμεί λίγο ο θεατής απ' τον καταιγισμό των επεξηγηματικών πλάνων με voice-over (του τύπου, "πώς έχτισα την επιχείρησή μου" αλλά και "πώς παράλληλα οργάνωνα, χωρίς να το θέλω, την πτώση μου"), φαντεζί αφηγηματική ταχύτητα, ιλουστρασιόν περιτύλιγμα φωτογραφίας και καλλιτεχνικής διεύθυνσης με πινελιές "σκοτεινιάς" -τόσο τηλεοπτικής, άλλωστε, που δεν σαγηνεύει πλέον κανέναν-, κολπάκια δηλαδή και καμώματα. Αυτό δεν είναι σινεμά.
Το πόσο ρηχός είναι ο Σόρκιν ως σεναριογράφος, αποδεικνύεται πανεύκολα, μόλις τον αντιπαραβάλει κάποιος με τον Ντέιβιντ Μάμετ. Δηλαδή μ' έναν αληθινό ποιητή του επιθετικού διαλόγου, της έξυπνης (και ουχί εξυπνακίστικης) λεκτικής δραματικότητας, του άγριου λυρισμού των δρόμων και της επώδυνης, αφτιασίδωτης αλήθειας τους. Το πόσο ανεπαρκής είναι ως σκηνοθέτης, γίνεται ηλίου φαεινότερον μόλις τον βάλεις δίπλα στα είδωλά του. Τον Σκορσέζε δηλαδή και τον Φίντσερ. Γιατί το ότι αποτυγχάνει σε επίπεδο φόρμας, δεν πρέπει να μας αποσπά την προσοχή απ' την πιο ουσιαστική αποτυχία του: αυτήν που αφορά το περιεχόμενο. Τι κάνει εδώ ο Σόρκιν; Γοητεύεται απ' τον αμοραλισμό του Σκορσέζε και επιχειρεί να μετατρέψει σε ηρωίδα ένα φριχτά κενό πλάσμα, μια άπληστη αριβίστρια που έχει ως μοναδικό στόχο ζωής να πλουτίσει εις βάρος των αντρών που θεώρησε υπεύθυνους για τα βάσανά της. Μας προτείνει αυτή την παγερή, ανέραστη, συναισθηματικά ανάπηρη (δεν τη βλέπουμε ούτε για μια στιγμή στην ταινία να αισθάνεται κάτι για τον οποιονδήποτε), υπερφιλόδοξη λάμια, ως παράδειγμα γυναικείας μαχητικότητας και φεμινιστικής υπέρβασης. Μόνο που η Molly δεν είναι χειραφετημένη: είναι απλώς κομπλεξική, νευρωτική και δυστυχισμένη. Όταν ο Σκορσέζε προβάλλει τους γκάνγκστερς του υπό το κολακευτικό φως μιας εωσφορικής περηφάνιας ή ενός προμηθεϊκού νιτσεϊσμού, το κάνει για να σπάσει πλάκα μαζί τους αργότερα. Τους οδηγεί με ντετερμινιστική σιγουριά στον χαμό τους για να κοροϊδέψει την αλαζονεία, τη φιλαργυρία και τη βλακεία τους. Βλέπεις ο Σκορσέζε είναι ένας -πανέξυπνος και βαθιά καλλιεργημένος- καθολικός με πολύ χιούμορ, ενώ ο Σόρκιν ένας ματαιόδοξος άθεος της εποχής του (χωρίς άλλη αυταξία απ' το εγώ του, προφανώς, άρα και χωρίς πραγματικές ιδέες για να αναμετρηθεί μαζί τους), που, όπως όλοι οι εξυπνάκηδες της γενιάς του twitter στους οποίους απευθύνεται, νομίζει ότι έχει χιούμορ.
Η Molly Bloom, σαφώς, του χρησιμεύει ως είδωλο για μια εποχή που έχει μάθει να μετράει τα πάντα με όρους οικονομικού κέρδους και εμμονικού δικαιωματισμού. Έγινε πλούσια και είναι γυναίκα. Τι παραπάνω χρειάζεται; Τίποτα προφανώς. Έπαιξε το παιχνίδι των αντρών και κέρδισε. Αρκεί. Τι σημασία έχει που της την έπεσε το FBI και η αμερικανική κυβέρνηση; Αυτοί ξέρουμε ότι είναι πάντα οι κακοί. Άρα και η Molly, εξ αντανακλάσεως δικαιώνεται. Αφού βρέθηκαν απέναντί της οι "κακοί", πάει να πει ότι αυτή είναι καλή. Σωστά; Να πώς αναπτύσσει η ταινία του Σόρκιν την αφελέστατη διαλεκτική της. Το πιο εξοργιστικό δε, είναι ότι ο μόνος θετικός χαρακτήρας της ταινίας, ο δικηγόρος που ερμηνεύει καταπληκτικά ο Ίντρις Έλμπα (ίσως ο μόνος που καταφέρνει να διασωθεί απ' αυτό το ναυάγιο που λέγεται, "Molly's Game"), της λέει κάποια στιγμή ότι η κόρη του διάβασε το βιβλίο της και τώρα η Molly είναι το είδωλό της. Ο άνθρωπος πάσχισε να μεγαλώσει σωστά ένα παιδί, έβαζε τη θυγατέρα του να του γράφει εκθέσεις για ποιήματα που διάβαζε, και η μικρή κατέληξε να έχει για είδωλο τη Molly! Θα τρελαθούμε!! Αν ο Φίντσερ έβαζε ποτέ κάτι τέτοιο σ' ένα έργο του, θα το έκανε για να χλευάσει σκληρά την κοινωνία μας, να αποδομήσει τις γελοίες αξίες της, να διατρανώσει έναν δίκαιο μισανθρωπισμό. Ο ανόητος Σόρκιν, όμως, δεν γελάει, ούτε θέλει εμείς να γελάσουμε. Πιστεύει σ' αυτή τη σκηνή, τη βάζει σ' ένα κομβικό σημείο της αφήγησης για να μη μείνει η παραμικρή αμφιβολία ότι θεωρεί ηρωίδα και παράδειγμα προς μίμηση αυτή την αντιπαθέστατη, μοντέρνα Κίρκη (δεν είναι δική μου επινόηση ο χαρακτηρισμός, έτσι αυτοπροσδιορίζεται η ίδια η Molly). Το χειρότερο: θέλει να συγκινηθούμε. Γιατί, ως γνωστόν, τίποτα δεν θολώνει καλύτερα την κρίση μας απ' τη συγκίνηση που μας προκαλούν τα παιδιά και ό,τι έχει να κάνει μ' αυτά.
Κι έπειτα, φυσικά, είναι και η σκηνή με τον πατέρα στο παγκάκι. Που ενώ ξεκινάει καλά, δείχνοντας ότι στην πραγματικότητα δεν υπήρχε άλλο κίνητρο απ' το -τυπικό για τον ενοχικό πολιτισμό μας- μίσος για τον πατέρα, εξελίσσεται σε μια απαράδεκτα δακρύβρεχτη μελούρα αγκαλιάς και ετεροχρονισμένης συμφιλίωσης, που τα καταστρέφει όλα. Φυσικά, δεν έφταιγε η Molly, έφταιγε ο πατέρας της. Πάντα είναι υπεύθυνοι οι πατεράδες. Επίσης, έφταιγαν οι άντρες που στα μάτια της υπήρξαν όλοι, με διαφορετικούς τρόπους ο καθένας, ενσαρκώσεις του πατέρα. Πάντα φταίνε, εν ολίγοις, οι Άλλοι (οι μοντέρνοι καιροί -άρα και τα κινηματογραφικά προϊόντα τους- παθαίνουν αναφυλαξία με την έννοια της προσωπικής ευθύνης) Να κάτι που δεν θα καταδεχόταν ποτέ να βάλει σ' ένα έργο του ο Σκορσέζε, να κάτι με το οποίο θα γελούσε ο Φίντσερ. Δηλαδή οι πραγματικοί δημιουργοί.
Μόνο ένα πράγμα αναγνωρίζω στον Σόρκιν, αφού σε όλα τα άλλα απέτυχε: το ότι επέλεξε για πρωταγωνίστριά του αυτό το θεϊκό πλάσμα που λέγεται, Τζέσικα Τσάστεϊν. Τα 140 λεπτά του "Molly's Game" θα ήταν μάλλον ανυπόφορα αν δεν κατάφερνε να ομορφύνει, απλώς και μόνο με την υπέροχη παρουσία της, κάθε τους πλάνο.