Με την ευκαιρία λίγα λόγια επί του θέματος, αν και τα έχω γράψει πολλές φορές ξανά και ξανά:
Δύο θέματα εντελώς διαφορετικά συζητιούνται σ' αυτό το νήμα, γι' αυτό και το όποιο μπέρδεμα:
-Η αξιολόγηση των διαφόρων format, αναλογικών και ψηφιακών από τεχνικής πλευράς. Και
-Ποιό format προτιμούμε, ή θα "έπρεπε" να προτιμούμε για την απόλαυση της μουσικής μας.
Εμπλέκονται δηλαδή στη συζήτηση ένα αντικειμενικό και ένα υποκειμενικό ζήτημα.
Για το πρώτο: Αξιολόγηση των format. Έχουμε:
-Βινύλιο Vs CD. Το βινύλιο αναδεικνύεται νικητής (ευρύτερη απόκριση συχνότητας και παραπλήσια δυναμική περιοχή). Μόνο θεωρητικά όμως και μόνο για τις κορυφαίες υλοποιήσεις σε μηχανήματα και εγγραφές. Στην πράξη τη μεγαλύτερη επίδραση την έχει η προσοχή που έχει δοθεί στην παραγωγή (μίξη και mastering), η οποία τελικά καθορίζει και το αποτέλεσμα.
Έτσι μπορεί να έχουμε την έκδοση μιάς παραγωγής σε βινύλιο και να είναι πολύ καλύτερη από το αντίστοιχο CD και το αντίστροφο. (Στην ποιότητα CD εννοείται περιλαμβάνονται και τα αρχεία σε 44,1 KHz/16 Bits).
-CD και αρχεία σε format ασυμπίεστα (Wav, AIFF) ή μη απωλεστικής συμπίεσης (FLAC, APE κλπ) vs Format απωλεστικής συμπίεσης (mp3, wma, aac κλπ). Συνήθως αναφερόμαστε και θεωρούμε ότι τα ασυμπίεστα ή μη απωλεστικής συμπίεσης αρχεία είναι καλύτερα από τα συμπιεσμένα. Ορθόν, αλλά αν η δουλειά έχει γίνει σωστά η διαφορά φτάνει στα όρια του διακριτού. Και είναι κρίμα ν' απορρίπτουμε μουσική που αγαπάμε, μόνο και μόνο επειδή είναι σε mp3 κλπ. Υπάρχουν εξαιρετικοί διαδικτυακοί ραδιοφωνικοί σταθμοί που μεταδίδουν στα 44,1/16 με bitrate 128 kbps. Και ακούγονται άριστα. Οι δορυφορικοί και επίγειοι ραδιοτηλεοπτικοί σταθμοί μεταδίδουν συνήθως σε 44,1/16 ή 48/16 με bitrate 256 kbps. Στ' αλήθεια λείπει κάτι; Οι διαφορές μόνο σε άμεση σύγκριση και με πολύ αναλυτικά συστήματα μπορούν να γίνουν αντιληπτές. Κι' αν χρησιμοποιηθούν οι επαγγελματικοί αλγόριθμοι συμπίεσης (Dolby Digital, DTS) τα πράγματα γίνονται ακόμα καλύτερα.
-CD ή μάλλον ποιότητα CD vs PCM υψηλής ανάλυσης. Εδώ φυσικά προτιμάμε το PCM υψηλής ανάλυσης. Όμως πρέπει να θυμόμαστε: Αν η δουλειά έχει γίνει σωστά,
η διαφορά ακούγεται μεν, αλλά είναι πάρα πολύ μικρή. Και υπάρχει πάρα πολλή μουσική σε CD, την οποία αξίζει να αναζητούμε, αντί να κυνηγάμε μετά μανίας τα format υψηλής ανάλυσης.
-Πόση υψηλή ανάλυση χρειαζόμαστε; Εδώ πρέπει να θυμόμαστε πως οι καλύτεροι ψηφιακοί μετατροπείς που έχουμε στη διάθεση μας (A/D Convertors και DAC's) φτάνουν το πολύ μέχρι 22,5 bits βάθος ανάλυσης πραγματικά (δηλαδή S/N 135 dB περίπου.
1 Bit=6 dB). Αυτό που γίνεται αντιληπτό είναι το βάθος σε Bit κυρίως. Οι προς τα πάνω διαφορές στο Sample Rate είναι κυριολεκτικά αμφίβολο, αν γίνονται αντιληπτές με οποιοδήποτε τρόπο και μόνο σε υπεραναλυτικά συστήματα υπό ειδικές συνθήκες. Γι' αυτό καλό είναι να μην παρασυρόμαστε από τις επιταγές του marketing, που ανεβάζει τις τιμές μαζί με το ρυθμό δειγματοληψίας.
(Πάντως αν θα με ρωτούσατε: Εσύ τι θα αγόραζες από τα προσφερόμενα από τις εταιρείες για downloading formats, θα προτιμούσα εκείνο το οποίο έχει υποστεί τις
λιγότερες μετατροπές, αν το ήξερα φυσικά. Δηλαδή, αν μία παραγωγή έχει κάνει τη μίξη και το τελικό mastering στα 88,2/24, θα προτιμούσα αυτό κι' όχι το 192/24 που μπορεί επίσης να προσφέρεται και μάλιστα ακριβότερα).
-PCM vs DSD. Έχει αποδειχτεί πειραματικά ότι διαφορές σε αναλύσεις σε PCM 176,4/24 και DSD στα 2,8224 MHz και άνω
δεν ακούγονται. Θα συμφωνήσω, ότι η DSD ηχογράφηση και ειδικά στα 5,6448 MHz έχει κάποια πλεονεκτήματα. Όμως μόνο για την περίπτωση που ηχογραφούμε ένα γεγονός μιά και καλή, χωρίς περαιτέρω επεξεργασία. Λόγω της φύσης της διαμόρφωσης δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστεί EQ, compression κλπ, ότι χρειάζεται τέλος πάντων μία παραγωγή. Για να δουλέψεις με μία DSD εγγραφή θα πρέπει πρώτα να τη μετατρέψεις σε PCM (συνήθως στα 352,8/24). Γι' αυτό το λόγο η DSD εγγραφή είναι
άχρηστη για μία
πραγματική παραγωγή.
Η DSD εγγραφή είναι πράγματι πολύ χρήσιμη για
αρχειοθέτηση του υπάρχοντος υλικού, όπως αυτό που υπάρχει σε αναλογικές ταινίες στα αρχεία των εταιρειών κι' αυτός είναι και ο κύριος λόγος για τον οποίο δημιουργήθηκε. Αν λοιπόν οι εταιρείες αρχίσουν να διαθέτουν το υλικό που έχουν στα συρτάρια τους σε DSD format, καλόδεχτο. Αν όμως προσπαθήσουν να κερδοσκοπήσουν και να μας τα ξαναπάρουν για μιά ακόμη φορά, το πιθανότερο, τότε θα πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί.
Στην τελική αναπαραγωγή πάντως υπάρχουν λόγοι (ένα φίλτρο λιγότερο), για τους οποίους αν το ψηφιακό PCM μετατραπεί σε DSD πιθανόν να ακουστεί καλύτερα, ειδικά αν ο DAC μπορεί να το κάνει.
-Αναλογικός vs Ψηφιακός ήχος. Μετά από πολύ ψάξιμο και όση εμπειρία έχω αποκομίσει καταλήγω να πιστεύω ότι ο ψηφιακός κερδίζει οριακά -εντελώς- και στα σημεία. Μη βιαστείτε να βγάλετε συμπεράσματα όμως. Στην πραγματικότητα μπορούμε να παίρνουμε τα καλύτερα στοιχεία από κάθε τεχνολογία και αυτό ήδη γίνεται. Πολλοί ηχολήπτες -οι οποίοι είναι πρακτικοί άνθρωποι και όχι χαϊεντάδες- χρησιμοποιούν την εξής τεχνική:
Ηχογραφούν ψηφιακά (μεγαλύτερη ακρίβεια).
Κάνουν τη μίξη αναλογικά (μεγαλύτερο Headroom). Το λεγόμενο Summing.
Και μεταφέρουν το αποτέλεσμα και πάλι σε ψηφιακή μορφή για το τελικό mastering.
Στο δεύτερο ζήτημα: Ποιό format προτιμούμε, ή θα έπρεπε να προτιμούμε.
Η δικιά μου προσωπική απάντηση είναι να είμαστε ανοιχτοί σε όλα. Να απολαμβάνουμε τη μουσική που αγαπάμε, χωρίς να μας γίνονται έμμονη ιδέα οι υψηλές και υπερυψηλές αναλύσεις. Συχνότατα απολαμβάνω μουσική από το Youtube. Γιατί όχι; Αφού δεν θα την εύρισκα αλλού. Απολαμβάνω την υψηλή ανάλυση, αλλά και σ' ένα καλό mp3 δε λέω όχι.
Ούτε σ' ένα δίσκο βινυλίου όμως, η ακρόαση του οποίου είναι αληθινή ιεροτελεστία!