Δύο απόψεις για το βιβλίο και όχι μόνο, από μία άλλη οπτική γωνία:
---------------------------------------------------------------------------------
Ευτύχης Μπιτσάκης: Για το βιβλίο Ιστορίας
Μεταμοντέρνο υβρίδιο το βιβλίο της Στ´Δημοτικού
Επιχείρησα μια λεπτομερειακή, συγκεκριμένη κριτική του βιβλίου της Στ' Δημοτικού. Σημείωσα τα εμπόδια που θα αντιμετώπιζε η συγγραφική ομάδα: Κρατική ιδεολογία και βιβλίο για παιδιά 11-12 χρονών. Συνεπώς η συγγραφική ομάδα δεν θα έγραφε ένα βιβλίο φιλοσοφίας της ιστορίας, ούτε κατά μείζονα λόγον ένα μαρξιστικό βιβλίο (αν τυχόν θα είχε την επιθυμία για κάτι τέτοιο). Αλλά το μετανεωτερικό πόνημα ήταν αναπόφευκτο; Η αποσπασματικότητα και η έλλειψη αντικειμενικότητας, δηλαδή η επιλογή της μεταμοντέρνας ιδεολογίας και η υποταγή στην κρατική σκοπιμότητα και στις αξιώσεις των γνωστών ομάδων πίεσης, ήταν η μόνη δυνατή επιλογή;
Ως προς το πρώτο, η κυρία Ρεπούση είναι σαφής: «Η βασική ύλη συνδυάζει το κείμενο με τις ιστορικές πηγές, σε αναλογία που ανατρέπει την πρωτοκαθεδρία του κειμένου. Είναι πολυτροπικά, με την έννοια της ένταξης, διαφορετικής μορφής κειμένων, γραπτών και εικονιστικών. Και όλα αυτά διότι ακολουθούν σύγχρονες προσεγγίσεις για τη διδασκαλία της ιστορίας» (Καθημερινή, 1/04/07). Αλλά το βιβλίο μας δεν πρωτοτυπεί: «Όλα τα σύγχρονα σχολικά εγχειρίδια ακολουθούν την ίδια μέθοδο διδασκαλίας, με μικρά κείμενα και πολλές εικόνες» (Μ. Χαραλαμπάκης, Τα Νέα, 04/04/07). Διεθνές λοιπόν το ρεύμα της «ανανέωσης» να μην κουράσουμε τα παιδιά και να μην τα βάλουμε στον κόπο να σκεφτούν. Αλλά η «καινούργια μέθοδος» είναι τόσο καινούργια; Οι επιστημολογικές απαρχές της ανάγονται στο ρεύμα του θετικισμού (για να μη φτάσουμε μέχρι τον Χιουμ). Εμπλουτίζονται από τις διάφορες φιλοσοφίες και βρίσκουν το φυσικό περιβάλλον τους στο μετανεωτερικό χάος. Μεταμοντερνισμός, ιδεολογικό χάος, μικροαστικός κοσμοπολιτισμός, ελαφρότητα σκέψης, υποταγή στις αξιώσεις του ιερατείου και στις κρατικές σκοπιμότητες, παρήγαγαν το υβρίδιο το οποίο χαιρέτισαν και αρκετοί αριστεροί ως προάγγελο της ανανέωσης των διδακτικών βιβλίων. Συνειδητή λοιπόν η μετανεωτερική επιλογή. Κι ιδού το αποτέλεσμα της κατάργησης της ιστορίας ως συνεκτικής - ορθολογικής αφήγησης. Της μετανεωτερικής μη σκέψης. Αλλά η μετανεωτερική επιδημία δεν αφορά μόνο την ιστορία και δεν αφορά μόνο το Δημοτικό, αλλά και το Λύκειο και το Πανεπιστήμιο. Έχει κυριαρχήσει και στις λεγόμενες σκληρές επιστήμες, όπως στα μαθηματικά και στη φυσική. Η γενική τάση είναι να υποβαθμιστούν το αισθητηριακό στοιχείο και οι αποδείξεις. Αλλά η διάνοια χωρίς την αίσθηση είναι κενή, προειδοποιούσε ήδη ο Καντ. «Και χωρίς απόδειξη δεν υπάρχουν μαθηματικά. Και χωρίς μαθηματικά, δεν υπάρχουν μαθηματικοί, αλλά χρήστες των μαθηματικών». (Ε. Παπαδοπετράκης). Ο μοντέρνος πιθηκισμός (μίμηση και τότε των ξένων) οδήγησε στην εισαγωγή της συνολοθεωρίας κατά τις αρχές της δεκαετίας του 70, επί χούντας, στο Δημοτικό σχολείο. Η «μοντέρνα» παιδαγωγική απέτυχε, όπως είχαν αποτύχει παρόμοια πειράματα στο εξωτερικό. Η ευκλείδεια γεωμετρία, με τη σειρά της ουσιαστικά καταργήθηκε. Τα βιβλία γεωμετρίας είναι γραμμένα στο πνεύμα των «μοντέρνων» μαθηματικών, δηλαδή με αξιωματική παρουσίαση της ύλης, που θυμίζει περισσότερο Χίμπερτ παρά Ευκλείδη. Αλλά η ορθή οδός είναι από το αισθητό - συγκεκριμένο στο αφηρημένο και στο γενικό. Άλλο στοιχείο είναι η λογική ασυναρτησία. Στη φυσική, πχ., δεν διδάσκεται γεωμετρική οπτική. Διδάσκεται όμως κβαντική οπτική! Και τα παραδείγματα της δήθεν «μοντέρνας παιδαγωγικής» συντονισμένης με τη νεοφιλελεύθερη, χρησιμοθηρική αντίληψη (και πρακτική) για την παιδεία, θα μπορούσαν να πολλαπλασιασθούν.
Επιστρέφουμε στο υπό συζήτηση βιβλίο
Μοντέρνα λοιπόν παιδαγωγική! Δηλαδή απόρριψη της συνεκτικής σκέψης. Της κατανόησης της ιστορίας ως γίγνεσθαι καθοριζόμενο από ενδογενή αίτια, εξωτερικούς όρους και τυχαία συμβάντα. Αυτή είναι η υποταγή στις επιταγές του υπουργείου και σε γενικότερες πολιτικές και ιδεολογικές σκοπιμότητες. Εν τέλει, δέσμιο των αντιφάσεων αυτών, υπήρξε ένα υβρίδιο. Μία αντιφατική και ψευδής αφήγηση της ιστορίας. Μπορεί όμως να υπάρξει «αντικειμενική» θεώρηση της ιστορίας; Η απάντηση είναι γνωστή: Η ιστορία είναι κατ εξοχήν ταξική επιστήμη. Η προσέγγιση, η θεώρηση, η ερμηνεία της, εξαρτάται τελικά από την ταξική όραση του μελετητή. Οι συγγραφείς του βιβλίου αποδέχτηκαν την κρατική σκοπιά, δηλαδή τη θεώρηση της ιστορίας από τη σκοπιά της ελληνικής αστικής τάξης, ειδικά του ιερατείου και από την άποψη των «συμμαχικών» μας δεσμεύσεων. Τι να έκαναν όμως οι συγγραφείς; Να μην αναλάμβαναν τη συγγραφή ενός τέτοιου βιβλίου! Αλλά τότε, κάποια άλλη συγγραφική ομάδα θα έπαιρνε τη δουλειά! Λοιπόν; Ας ακολουθούσαν τουλάχιστον την τακτική των διανοητών κατά το χριστιανικό Μεσαίωνα: Να πουν όση αλήθεια θα μπορούσαν με την πιο ήπια γλώσσα και στηριζόμενοι πάντοτε στις «γραφές», ώστε να μην οδηγηθούν στην πυρά. Εδώ εξάλλου πυρά θα σήμαινε απλώς την απόρριψη του βιβλίου. Αλλά οι δικοί μας δεν έκαναν ούτε αυτό, τοις μεταμοντέρνοις ρήμασι πειθόμενοι.
Έτσι, μετανεωτερική απουσία σκέψης και υποταγή στην raison d' Etat. Επιλογή συνειδητή. Το βιβλίο πάσχει. Και δεν διορθώνεται. Να καεί λοιπόν; Όχι, διότι το κάψιμο παράγει τοξίνες, θυμίζει άλλους καιρούς και ανοίγει το δρόμο και για άλλα καψίματα! Τότε; Θα πρότεινα να γίνει πολτός, χρήσιμος για την παραγωγή χαρτιού για κάποιο καλύτερο βιβλίο. Αλλά ποιοι θα το γράψουν το βιβλίο ενάντια στις απόψεις του υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων; Ας σοβαρευτούμε: Μόνο ο αγώνας μαθητών και δασκάλων, συνολικά εκπαιδευτών και εκπαιδευόμενων σε όλες τις βαθμίδες και με τη συμπαράσταση του ζωντανού μέρους της κοινωνίας, θα μπορούσε να επιβάλει το σεβασμό στην επιστημονική μέθοδο και δεοντολογία. Το πρόβλημα, εν τέλει, δεν είναι η τύχη αυτού του βιβλίου. Είναι, μέσα από τη διαρκή σύγκρουση, να ηττηθεί η κυβερνητική πολιτική. Αλλά ας μην έχουμε αυταπάτες ως προς τα όρια ανοχής της αστικής κοινωνίας και του κράτους της. Εν τέλει το βιβλίο μπήκε στο δημοτικό. Δουλειά των δασκάλων είναι να το καταργήσουν στην πράξη, χρησιμοποιώντας την «παλαιομοδίτικη» μέθοδο διδασκαλίας που δεν αρκείται στα γεγονότα, που δεν αποκρύπτει γεγονότα και που επιχειρεί να ερμηνεύσει τα γεγονότα. Η ιστορία δεν έχει σκοπό. Δεν κατευθύνεται προς κάποιο τέλος (Χέγκελ) ή προς το άθλιο τέλος του αθλίου Φουκουγιάμα. Ας θυμηθούμε αντίθετα, τον Λούκατς: «Η ιστορία είναι μια μη αντιστρεπτή διαδικασία. Φαίνεται ως εκ τούτου φυσικό να ξεκινάμε την οντολογική διερεύνηση της ιστορίας με τη μη αντιστρεψιμότητα του χρόνου. Είναι προφανές ότι εδώ έχουμε μια γνήσια οντολογική σχέση». (G. Loukacs, The Ontology of Social Being, 2 Marx, Merlin Press, 1978, s. 70). (σ. σ. Δείτε: ΛΟΥΚΑΤΣ: Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ και Η ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΕΙΝΑΙ ).
Οντολογία; Μη αντιστρεψιμότητα; Τα μετανεωτερικά νεόφυτα θα μας κατηγορήσουν δικαιολογημένα ότι επιστρέφουμε στον Μεσαίωνα!
«ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ»
Ένοχη σιωπή ωστόσο για το βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας
Οι υποστηρικτές του βιβλίου Ιστορίας της Στ' Δημοτικού μιλάν για δεξιό εθνικισμό και για αριστερό εθνικισμό. Χρόνια τώρα ένας κύκλος αριστερών κατηγορεί το ΚΚΕ, αλλά και μεμονωμένους αριστερούς συγγραφείς, για εθνικισμό. Πρόκειται για ανέντιμη πράξη. Είναι γεγονός ότι το ΚΚΕ κατά καιρούς υπερτίμησε το πατριωτικό σε βάρος του ταξικού. Αλλά ποτέ δεν υπήρξε εθνικιστικό. Άλλο πατριωτισμός, οργανικά συνδεδεμένος με τον προλεταριακό διεθνισμό, και άλλο ο μόνο στη φαντασία «αριστερών αντιεθνικιστών» υπάρχων αριστερός εθνικισμός.. Τι λένε για την Κύπρο οι «αριστεροί αντιεθνικιστές» μας; Τι λένε για το βομβαρδισμό και τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας χάριν των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» των Κοσοβάρων; Λιγότερος μικροαστικός φανατισμός θα τους προφύλλασσε ίσως από τέτοια πολιτικά ολισθήματα. Η ελληνική Αριστερά, συνολικά, όπως γράφει ο Γ. Μαργαρίτης, ήταν πάντοτε αντιιμπεριαλιστική, πάντοτε πατριωτική, είχε πάντοτε συνείδηση αυτού του κρίσιμου παράγοντα. Αλλά τα τελευταία χρόνια, «ο αντιεθνικισμός καθίσταται πεμπτουσία της αριστερής πολιτικής με ισοπεδωτικό τρόπο, σαρώνοντας όλες σχεδόν τις υπόλοιπες αξίες και τα πολιτικά χαρακτηριστικά της Αριστεράς: Τη μέσα από τις κοινωνικές σχέσεις θεώρηση των πραγμάτων πρώτα απʼ όλα. Πραγματικά η επιλογή αυτή καθιστά την αριστερή παρέμβαση “αταξική” με την έννοια ότι δεν μπορεί να αντιληφθεί το πώς αυτά που διακυβεύονται συνδέονται με την οξυμένη κοινωνική - ταξική - πραγματικότητα στη χώρα μας» (Αυγή, 22/04/07). Εγώ θα έλεγα: «Πεμπτουσία μιας ορισμένης αριστερής πολιτικής, ενός ορισμένου χώρου της Αριστεράς». Εν τέλει: Υπάρχει αντιδραστικός εθνικισμός και υγιής πατριωτισμός. Υπάρχει αντιδραστικός αντιιμπεριαλισμός και αυθεντικός, αριστερός αντιιμπεριαλισμός. Υπάρχει κριτική από τα δεξιά της διαδικασίας παγκοσμιοποίησης του κεφαλαίου και κριτική από τη θέση της Αριστεράς και της κομμουνιστικής προοπτικής.
http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=717831
-------------------------------------------------------------------------
Κυρίαρχη ιδεολογία και μηχανισμοί διάδοσής της
Ας «καθαρίσουμε», καταρχάς, με την παραπολιτική πλευρά της ιστορίας του βιβλίου της Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού. Ηταν πραγματικά αξιοθρήνητος ο νέος υπουργός Παιδείας Ε. Στυλιανίδης καθώς προσπαθούσε να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, απαντώντας στις (όχι και τόσο πιεστικές) ερωτήσεις των αρμόδιων συντακτών την περασμένη Τρίτη. Τι να δικαιολογήσει ο δόλιος; Νωπές ηχούν ακόμα στ’ αυτιά μας οι απανωτές δηλώσεις της Γιαννάκου και του Καραμανλή, ότι το βιβλίο είναι έτοιμο, με ενσωματωμένες τις διορθώσεις και απλά υπήρξε μια μικρή καθυστέρηση στο τυπογραφείο. Ο ισχυρισμός, ότι το βιβλίο απορρίφθηκε από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο είναι από τη μια γελοίος, από την άλλη όμως δεν στερείται γενικότερου πολιτικού ενδιαφέροντος. Διότι αυτό το ίδιο ΠΙ είχε εγκρίνει το διορθωμένο βιβλίο, όπως διαβεβαίωνε η Γιαννάκου λίγο πριν τις εκλογές, δηλώνοντας ότι αυτό θα διανεμηθεί κανονικά. Οπότε, ας μην ξαναπροσπαθήσουν οι κύριοι και οι κυρίες με τους βαρύγδουπους πανεπιστημιακούς τίτλους να πείσουν ότι το ΠΙ είναι κάποιος επιστημονικός θεσμός. Ενα τσούρμο από τσιράκια της εξουσίας το στελεχώνει, που γνωμοδοτούν ανάλογα με τις εντολές της πολιτικής εξουσίας. Οσο για τα ντοκτορά τους, ας τα βάλουν εκεί που ξέρουν. Η κυβέρνηση είχε αποφασίσει να αποσύρει το βιβλίο. Γιατί έχουμε μπει σε μια περίοδο που κάθε διαρροή προς τα δεξιά κοστίζει (η μη εκλογή της Γιαννάκου στην υπερσυντηρητική Α’ Αθήνας ήταν ένα ηχηρό καμπανάκι). Το προπαγανδιστικό επιτελείο των εκλογών έκρινε, όμως, ότι αυτό ενδεχομένως να επέφερε πλήγματα στην τακτική του «μεσαίου χώρου». Προτίμησε, λοιπόν, τη λύση της απόκρυψής του προεκλογικά (για να μη δώσει λαβή δημαγωγίας στον Καρατζαφέρη) και την απόσυρσή του μετεκλογικά, που δεν θα είχε κανένα κόστος. Στον Στυλιανίδη απλώς έλαχε το άχαρο έργο να ξεκινήσει την υπουργική του καριέρα μ’ ένα ξεγυρισμένο ξεφτίλισμα. Κάτι τέτοια, όμως, τα ‛χουν συνηθίσει οι αστοί πολιτικοί. Είναι το τίμημα για τη θέση τους. Ο ίδιος προσπάθησε με αδέξιο τρόπο να μην πάρει θέση για το βιβλίο, διότι -όπως επαναλάμβανε αμήχανα- δεν είναι ιστορικός. Την απόφαση πήραν οι επιστήμονες, έλεγε! Την απόφαση, φυσικά, πήρε η κυβέρνηση, διατάζοντας τους υποτακτικούς της να γνωμοδοτήσουν «επιστημονικά». Αυτός ο χειρισμός, πέρα από την ουσία του βιβλίου, μας δίνει το πρώτο ασφαλές συμπέρασμα: η Ιστορία είναι επιστήμη άμεσα κοινωνική. Ενα αστικό κράτος, λοιπόν, που χρησιμοποιεί την Εκπαίδευση ως ιδεολογικό μηχανισμό αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας, χειραγωγεί τη διαδικασία διδασκαλίας της Ιστορίας. Την υποτάσσει στην ιδεολογία της άρχουσας τάξης και στις ανάγκες αναπαραγωγής της κυριαρχίας της. Δεν την αφήνει στον ελεύθερο ανταγωνισμό των επιστημονικών ρευμάτων. Ο Χριστόδουλος ήταν ο πρώτος που από το Μαϊάμι έσπευσε να συγχαρεί την κυβέρνηση για την απόσυρση του βιβλίου. Εύλογη αντίδραση. Οι παλαιάς κοπής εθνικιστές νίκησαν εκείνους που θέλησαν να «αναθεωρήσουν» τη νεοελληνική εθνικιστική ιδεολογία, πασπαλίζοντάς την με τη χρυσόσκονη του κοσμοπολιτισμού. Κέρδισαν μια μάχη, δύσκολα όμως θα κερδίσουν τον πόλεμο. Γιατί στις συνθήκες της «παγκοσμιοποίησης» και της συμμετοχής της Ελλάδας στην ΕΕ, ο κοσμοπολιτισμός, ως η δεύτερη εκδοχή της κυρίαρχης ιδεολογίας, κερδίζει αναγκαστικά έδαφος. Οπως το παπαδαριό αναγκάστηκε να αποδεχτεί τη μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, έτσι θ’ αναγκαστεί ν’ αποδεχτεί κάποια στιγμή και άλλα πράγματα. Τι σχέση, όμως, έχουν αυτά με την ιστορική αλήθεια; Εδώ και ένα χρόνο σχεδόν διεξάγεται μια δημόσια αντιπαράθεση που δεν έχει καμιά σχέση με την υπεράσπιση της Ιστορίας ως επιστήμης. Μια διαμάχη εθνικιστών και κοσμοπολιτών, που κρύβει τη μεγάλη αλήθεια, ότι και τα δυο αυτά ρεύματα είναι εξίσου αντιδραστικά στο πεδίο της επιστήμης, ότι συνιστούν τα δυο πρόσωπα του Ιανού, της κυρίαρχης ιδεολογίας. Η ομάδα της Ρεπούση και το «λόμπι» των πανεπιστημιακών που τη στήριξε προσπάθησαν να εκσυγχρονίσουν κάπως τον νεοελληνικό εθνικό μύθο. Προσέξτε: να τον εκσυγχρονίσουν, όχι να τον αντικαταστήσουν με την ιστορική αλήθεια και με μια μέθοδο προσέγγισής της από τα νέα παιδιά που πρωτοέρχονται σ’ επαφή με την Ιστορία. Το νταβαντούρι των εθνικισταράδων έγινε για το Κρυφό Σχολειό, την Αγία Λαύρα και το «συνωστισμό» της Σμύρνης. Η ουσία του νεοελληνικού εθνικισμού, όμως, η αντιεπιστημονική θεωρία της «αδιάσπαστης συνέχειας του Ελληνισμού» (λες και τα έθνη είναι εξωιστορικές κατηγορίες) υπηρετείται πιστά και από το σύγγραμμα της ομάδας Ρεπούση. Και βέβαια, εκείνο που κυριαρχεί (και) σ’ αυτό το βιβλίο είναι η εξωταξική αντίληψη για την Ιστορία. Η ταξική πάλη δεν υπάρχει, εξαφανίζεται μέσα σε διάσπαρτα γεγονότα τα οποία εμφανίζονται περίπου ως τυχαία. Ολόκληρες περίοδοι (όπως αυτή της Αντίστασης και του Εμφύλιου) εξοβελίζονται εντελώς (τρεις σελίδες στο βιβλίο, εκ των οποίων οι δύο με φωτογραφίες). Η στήριξη του μοναρχοφασιστικού στρατού από Αγγλους και Αμερικανούς στον Εμφύλιο επίσης εξαφανίζεται, για να μείνει απλά η ιδέα μιας… παράλογης αδελφοκτόνας σύρραξης. Αντίθετα, υπάρχει ολόκληρο κεφάλαιο με τον τίτλο «Κατανοώ τη συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ενωση». Ο μαθητής πρέπει από τα μικρά του χρόνια να γαλουχηθεί στην υπεράσπιση των επιλογών της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας, πρέπει να μάθει όχι να «κατανοεί», αλλά να αγαπά το ευρωπαϊκό διιμπεριαλιστικό μόρφωμα. Πέρα απ’ αυτά (και πολλά ακόμη, που ο χώρος δεν επιτρέπει να παρατεθούν), ένα τεράστιο ζήτημα ανοίγει και η διδακτική μέθοδος που ακολουθεί αυτό το βιβλίο. Μια μέθοδος που ακολουθείται ευρύτερα στην εκπαίδευση και που οι ειδικοί την αποκαλούν «κονστρουκτιβιστική» ή «ιμπρεσιονιστική». Μια μέθοδος που μας έρχεται κατευθείαν από τους λεγόμενους νεοθετικιστές, οι οποίοι (με κοιτίδα κυρίως τα αμερικάνικα πανεπιστήμια) αναβιώνουν αυτό το αντιδραστικό φιλοσοφικό ρεύμα. Ο χώρος δεν μας επιτρέπει να αναφερθούμε εν εκτάσει σ’ αυτή την πλευρά. Περιοριζόμαστε έτσι να σημειώσουμε ότι στόχος της είναι ο παραμερισμός της κριτικής σκέψης, η φαλκίδευση της γνώσης και η αντικατάστασή της από ένα σύνολο αποσπασματικών πληροφοριών. Πρόκειται για επιστροφή της αστικής εκπαίδευσης στο μεσαίωνα, με την άρνηση των διδαγμάτων του αστικού διαφωτισμού. Για παράδειγμα, από τα Μαθηματικά εξοβελίζεται ό,τι έχει σχέση με την απόδειξη και αντικαθίσταται από μια συνεχή παράθεση αξιωμάτων (σε λίγο θα διδάσκουν τους μαθητές ότι «αυτό είναι τόσο, γιατί τόσο το υπολόγισε το κομπιούτερ»). Από την Ιστορία εξοβελίζεται η ορθολογική αφήγηση (έστω και χωρίς ταξική τοποθέτηση) και αντικαθίσταται από… κλασικά εικονογραφημένα. «Η βασική ύλη συνδυάζει το κείμενο με τις ιστορικές πηγές, σε αναλογία που ανατρέπει την πρωτοκαθεδρία του κειμένου», έλεγε καμαρώνοντας η κ. Ρεπούση («Καθημερινή», 1.4.07). Ετσι, η εκπαίδευση απομακρύνεται ακόμη περισσότερο από την παιδεία (δηλαδή την κατάκτηση της γνώσης), η γνώση γίνεται ολοένα και πιο αποσπασματική και υπηρετεί την παραπέρα «μερικοποίηση» του ανθρώπου, όπως ακριβώς απαιτούν από τη μια η καπιταλιστική παραγωγή (ο «μερικοποιημένος» εργαζόμενος είναι ο φτηνός εργαζόμενος) και από την άλλη η διαιώνιση της αστικής κυριαρχίας. Πέτρος Γιώτης
http://www.eksegersi.gr/keimena8/ideologia.htm