Το Κόσοβο βρίσκεται στο κέντρο της Βαλκανικής χερσονήσου, αποτελεί τη «γεωπολιτική καρδιά» της χερσονήσου μας. Στην αρχαιότητα κατοικούνταν από Ιλλυριούς, έναν μυστηριώδη λαό των δυτικών Βαλκανίων, από τους οποίους υποτίθεται πως κατάγονται οι σημερινοί Αλβανοί. Οι Σέρβοι άρχισαν να εγκαθίστανται στην περιοχή τον 8ο μ.Χ. αιώνα, αλλά η περιοχή άνηκε στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία μέχρι τον 12ο μ.Χ αιώνα. Ο ιδρυτής του πρώτου σερβικού βασιλείου, Στέφανος Νέμανια και στη συνέχεια ο γιος του Στέφανος ο Πρωτοστέφανος, αφαίρεσαν το Κόσοβο από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και το κατέστησαν σταδιακά κέντρο ενός ισχυρού σερβικού κράτους, που έφθασε στην ακμή του στα μέσα του 14ου μ.Χ. αιώνα επί Στεφάνου Ντουσάν. Έτσι το Κόσοβο κατέστη κέντρο της διοικητικής, πνευματικής και θρησκευτικής ζωής της Σερβίας. Εκεί δόθηκε στις 28 Ιουνίου του 1389 και η πολύνεκρη μάχη του Κοσσυφοπεδίου που έκρινε και την τύχη της βαλκανικής.
Η θυσία των Σέρβων στη μάχη του Κοσσυφοπεδίου σφράγισε ανεξίτηλα την εθνική τους μνήμη κι απέτρεψε τον εξισλαμισμό τους. Για να γίνει κατανοητό το μέγεθος της σημασίας αυτής της μάχης στην ιστορία του σέρβικου λαού, απλά σας λέμε ότι η ιστορία τους χωρίζεται σε Προ και Μετά η μάχη του Κοσσυφοπεδίου (1389). Πρόκειται δηλαδή για το σέρβικο αντίστοιχο της Άλωσης της Κωνσταντινούπολης (1453). Με αυτή τη μάχη ο σέρβικος λαός ταύτισε απόλυτα την επιλογή του χριστιανικού «Ουράνιου Βασίλειου» με τη θυσία του γι αυτό. Στην εθνική συνείδηση των Σέρβων το «ιερό Κόσοβο» συνδέθηκε με τα Ιεροσόλυμα και τους Αγίους Τόπους. Πολλοί συνέκριναν μάλιστα αυτή τη μάχη με τη σταύρωση του Χριστού (υποταγή των Σέρβων στους Οθωμανούς), πράγμα που έδινε για αιώνες την ελπίδα στο λαό για την επικείμενη «Ανάσταση» του σερβικού κράτους.
Η μάχη του Κοσσυφοπεδίου, που πέρασε γρήγορα στη σφαίρα των μύθων, δημιούργησε στο σέρβικο λαό μια τεράστια επική παράδοση που έμεινε γνωστή ως «Κύκλος του Κοσσυφοπεδίου». Αναθρεμμένες σε αυτή τη λαϊκή επική παράδοση οι μετέπειτα γενιές των Σέρβων, φορτωμένες μ' ένα περίπλοκο συναισθηματικό σύμπλεγμα, δεν σταμάτησαν ποτέ να βλέπουν το Κόσοβο ως λίκνο του πολιτισμού τους κι ως ηρωική αρένα των εθνικών τους αγώνων.
Δεν έχει ωστόσο το Κόσοβο τεράστια συναισθηματική αξία για τους Σέρβους, μόνο και μόνο για το γεγονός ότι εκεί επέλεξαν να γίνουν «επουράνιος», δηλαδή μαρτυρικός λαός, δημιουργώντας έτσι το μύθο της «επουράνιας Σερβίας» (Nebeska Srbija). Το Κόσοβο θεωρείται και επίκεντρο της «Ιερής Γεωγραφίας» της Σερβίας, με το Πατριαρχείο του Πετς να θεωρείται «μυστικιστική μήτρα» του σέρβικου λαού.
Ο Εξαλβανισμός του Κοσόβου
Το 14ο μ.Χ. αιώνα το Κόσοβο κατακτήθηκε από τους Οθωμανούς. Η οθωμανική κατάκτηση οδήγησε σε πρωτοφανείς λεηλασίες, καταστροφές κι εκτοπίσεις των σερβικών πληθυσμών από το Κόσοβο. Το 1688 όταν, ως αποτέλεσμα των Αυστρο-τουρκικών πολέμων, οι Σέρβοι του Κόσοβο (ακόμη και ο Πατριάρχης τους) αναγκάστηκαν να μεταναστεύσουν κατά χιλιάδες στα εδάφη της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας. Το πληθυσμιακό κενό στο Κόσοβο καλύφθηκε από μουσουλμανικούς πληθυσμούς του αλβανικού βορρά, που κατέλαβαν τα χωριά και τις περιουσίες των ορθόδοξων Σέρβων που μετανάστευσαν πέρα από τον Δούναβη.
Το 1912 κατά τη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, ο Σέρβικος Στρατός απελευθέρωσε το Κόσοβο, έπειτα από πέντε αιώνες τουρκικής κατάκτησης. Την ίδια χρονιά Σέρβοι και Αλβανοί μοιράζονταν από ένα 45% του πληθυσμού της επαρχίας. Από το 1941 ως το 1944 το Κόσοβο γνώρισε μια σκληρή ιταλο-αλβανική κατοχή και χιλιάδες Σέρβοι κάτοικοι του δολοφονήθηκαν, ενώ δεκάδες χιλιάδες κατέφυγαν στην κυρίως Σερβία εγκαταλείποντας τις περιουσίες τους στους Αλβανούς καταπατητές. Ακόμη και μετά την απελευθέρωση της περιοχής ο Τίτο, που άσκησε εξ αρχής μια αντισερβική πολιτική, απαγόρευσε την επιστροφή των Σέρβων προσφύγων από το Κόσοβο στα σπίτια τους, τα οποία και παραχώρησε στους Αλβανούς που τα κατέλαβαν. Άφησε μάλιστα ως το 1948 τα εκτεταμένα σύνορα με την Αλβανία αφύλακτα, διευκολύνοντας έτσι την παράνομη είσοδο 100.000 Αλβανών από την φτωχή βόρεια Αλβανία στα πλούσια οροπέδια του Κοσόβου, οι οποίοι και προστέθηκαν στον ντόπιο αλβανικό πληθυσμό ανατρέποντας έτσι μοιραία τη δημογραφική ισορροπία σε βάρος των Σέρβων. Το 1948, έπειτα από εκδιώξεις χιλιάδων Σέρβων κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και την εγκατάσταση τουλάχιστον 100.000 Αλβανών εποίκων από τη βόρειο Αλβανία, το αλβανικό στοιχείο στο Κόσοβο έφτασε το 65% του συνολικού πληθυσμού. Τις επόμενες δεκαετίες ο Γιουγκοσλάβος ηγέτης Τίτο, δίνοντας στο Κόσοβο το καθεστώς της αυτόνομης επαρχίας (αλλά και την κρυφή υπόσχεση ότι μελλοντικά θα γίνει η 7η γιουγκοσλαβική δημοκρατία), επέδειξε μια αξιοζήλευτη εύνοια στους Αλβανοκοσοβάρους, οι οποίοι κυριολεκτικά προσκύνησαν τη βαλκανική «θεά της γονιμότητας»: από 500.000 το 1948 οι Αλβανοί του Κοσόβου εκτινάχθηκαν στα 1,6 εκατομμύρια το 1991. Την ίδια περίοδο ο σερβικός πληθυσμός της επαρχίας παρέμενε στάσιμός γύρω στις 250.000 (από 24% το 1961 έπεσαν στο 10% το 1991). Μάλιστα, μετά τους βομβαρδισμούς του 1999, την απομάκρυνση των σερβικών δυνάμεων και την εγκατάσταση της διεθνούς στρατιωτικής και αστυνομικής δύναμης (KFOR και UNMIK), οι περισσότεροι Σέρβοι εγκατέλειψαν τις εστίες τους στο Κόσοβο. Απέμειναν γύρω στις 80.000-100.000, που αποτελούν πλέον μια μειονότητα της τάξεως του 5-8%, και μάλιστα περιορισμένη σε προστατευόμενους θύλακες και στο βόρειο Κόσοβο.
Η Εθνοκάθαρση σε Βάρος των Σέρβων
Μετά το 1999 οι εναπομείναντες σερβικοί πληθυσμοί στο Κόσοβο έζησαν τις πιο δύσκολες στιγμές στην ιστορία τους, αντιμέτωποι με το εκδικητικό μένος των Αλβανών. Από τις 13 Ιουνίου του 1999, όταν σε εφαρμογή της απόφασης 1244 του ΟΗΕ οι δυνάμεις της KFOR κατέφθασαν κι εγκαταστάθηκαν στο Κόσοβο, υπολογίζεται ότι περίπου 350.000 μη-Αλβανοί, δηλαδή Σέρβοι, Τσιγγάνοι, Μουσουλμάνοι, Γκόραντσι (εξισλαμισμένοι Σλαβομακεδόνες) κ.α. αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, οι περισσότεροι απ’ αυτούς οριστικά. Σήμερα υπολογίζεται ότι παραμένουν στο Κόσοβο περίπου 100.000 Σέρβοι κι από αυτούς οι 40.000 βρίσκονται βορείως της διχοτομημένης πόλης Κοσόβσκα Μίτροβιτσα.
Αμέσως μόλις οι Γιουγκοσλαβικές στρατιωτικές δυνάμεις αποχώρησαν από το Κόσοβο Αλβανοί εξτρεμιστές άρχισαν τις εγκληματικές δραστηριότητες σε βάρος του άμαχου σερβικού πληθυσμού της επαρχίας. Στα τέσσερα πρώτα χρόνια (1999-2003) της παρουσίας της UNMIK στο Κόσοβο σημειώθηκαν 6.391 επιθέσεις σε βάρος Σέρβων, κατά τις οποίες σκοτώθηκαν 1.194 άνθρωποι και τραυματίστηκαν 1.305. Επίσης, στην επαρχία έγιναν 1.138 απαγωγές Σέρβων, οι 155 από τις οποίες κατέληξαν με δολοφονία του θύματος. Επίσης αγνοείται και η τύχη αρκετών εκατοντάδων Σέρβων που απήχθηκαν ή δολοφονήθηκαν χωρίς ποτέ να βρεθούν τα πτώματα τους. Καταγράφηκαν επίσης εκατοντάδες περιπτώσεις κακοποίησης, βιασμού και ληστειών, πράξεις που προξένησαν εγκληματικά στοιχεία των Αλβανών σε βάρος των μέχρι πρότινος γειτόνων τους. Τα σπίτια που λεηλατήθηκαν και κάηκαν υπολογίζονται σε 50.000, ενώ τα οχήματα των Σέρβων που κλάπηκαν ξεπερνούν τις 12.000. Και μια σύγκριση που τα λέει όλα: Στην Πρίστινα σήμερα κατοικούν περίπου 500.000 Αλβανοί, ενώ το 1999 ο πληθυσμός της δεν ξεπερνούσε τις 250.000. Από τους 40.000 Σέρβους που το 1999 κατοικούσαν στην πρωτεύουσα σήμερα έχουν απομείνει μόνο 170!
Μια Συνεχιζόμενη «Πολιτιστική Γενοκτονία»
Το Κόσοβο, η περίφημη «Ιερή Γη» των Σέρβων, ήταν μια κιβωτός που διέσωζε περίπου 1.400 μνημεία μεγάλης πολιτιστικής αξίας. Για τους Σέρβους τα μνημεία αυτά αποτελούσαν ένα κομμάτι από το ιστορικό τους «Είναι». Για τους Αλβανούς δεν ήταν παρά ενοχλητικά σημάδια μιας «ξένης» παρουσίας. Γι’ αυτό και εφάρμοσαν απέναντι τους την τακτική της «πολιτιστικής γενοκτονίας», με την καταστροφή των πολιτιστικών και ιστορικών μνημείων, ώστε ο «Άλλος», δηλαδή οι Σέρβοι να μείνουν πνευματικά ανέστιοι και να δυσκολευτούν να συνδεθούν διανοητικά αλλά και ψυχικά με το παρελθόν τους.
Αφού λοιπόν ολόκληρο σχεδόν το Κόσοβο εκκαθαρίστηκε από τους Σέρβους, που περιορίστηκαν σε μερικούς διάσπαρτους και προστατευόμενους από την KFOR θύλακες, τα πολιτιστικά τους μνημεία ήταν ο επόμενος στόχος. Περίπου 80 εκκλησίες, μοναστήρια και άλλα πολιτιστικά μνημεία, που κτίστηκαν το 14ο και 15ο αιώνα, καταστράφηκαν ολοσχερώς ή έπαθαν σοβαρές ζημιές από τους Αλβανούς εξτρεμιστές, τα περισσότερα από εκρήξεις δυναμίτιδας.
Περισσότερα από 200 ορθόδοξα παρεκκλήσια καταστράφηκαν ή έπαθαν μεγάλες ζημιές, και περίπου 10.000 εικόνες και άλλα εκκλησιαστικά ιερά αντικείμενα, τα περισσότερα εκ των οποίων είχαν ιστορική αξία και ήταν κάτω από την προστασία του κράτους, καταστράφηκαν ή εκλάπησαν. Τέλος, πολλά μνημεία και αγάλματα, που στήθηκαν έξω από πολιτιστικά κέντρα προς τιμήν μεγάλων Σέρβων συγγραφέων και ποιητών, καταστράφηκαν. Την ίδια μοίρα είχαν και τα αγάλματα των Σέρβων βασιλιάδων του Μεσαίωνα.
Η επιχείρηση ολοκληρωτικής αλβανοποίησης αυτής της πρώην σερβικής επαρχίας συνεχίστηκε με τη μετονομασία των τοπωνυμίων και των πόλεων του Κοσόβου. Στον αλβανικό χάρτη του Κοσόβου (Xarta e Kosoves στα αλβανικά) το Όμπιλιτς (η περιοχή όπου έγινε η περίφημη μάχη του Κοσσυφοπεδίου) μετονομάστηκε σε Καστριώτη (από τον Γεώργιο Καστριώτη, έναν Βυζαντινό άρχοντα που οι Αλβανοί θεωρούν εθνικό τους ήρωα). Το σέρβικο Κόσοβο δεν υπάρχει πλέον, αυτό που υπάρχει είναι η αλβανική Κόσοβα (Kosova).
Αυτή η «πολιτιστική γενοκτονία», που δεν έχει ακόμη τελειώσει, εκτυλίχθηκε κάτω από τα «άγρυπνα» βλέμματα των στρατιωτών της διεθνούς ειρηνευτικής δύναμης. Το παράδοξο είναι ότι αυτά τα μνημεία επιβίωσαν τα 500 χρόνια της τουρκικής κατοχής, για να καταστραφούν κάτω από την πάνοπλη παρουσία των 40.000 στρατιωτών της KFOR!
Αλλοιώς θα αρχίσουμε να πιστεύουμε ότι οι ´καημένοι´οι Αλβανικοί πληθυσμοί τού Κοσσόβου ήσαν μονίμως καταπιεσμένοι...
Πέραν τού ότι δεν άφησαν ιστορικό μνημείο άθικτο...Αλλά ο πολιτισμός δέν είναι έτσι και αλλοιώς στό φόρτε τους...