Ποίηση....γιατί όχι;

Όταν…

Όταν ακούω να μιλάν για τον καιρό
όταν ακούω να μιλάνε για τον πόλεμο
όταν ακούω σήμερα το Αιγαίο να γίνεται ποίηση
να πλημμυρίζει τα σαλόνια
όταν ακούω να υποψιάζονται τις ιδέες μου
να τις ταχτοποιούν σε μια θυρίδα
όταν ακούω σένα να μιλάς
εγώ πάντα σωπαίνω.
Όταν ακούω κάποτε στα βέβαια αυτιά μου
ήχους παράξενους ψίθυρους μακρινούς
όταν ακούω σάλπιγγες και θούρια
λόγους ατέλειωτους ύμνους και κρότους
όταν ακούω να μιλούν για την ελευθερία
για νόμους ευαγγέλια και μια ζωή με τάξη
όταν ακούω να γελούν
όταν ακούω πάλι να μιλούν
εγώ πάντα σωπαίνω.
Μα κάποτε που η κρύα σιωπή θα περιβρέχει τη γη
κάποτε που θα στερέψουν οι άσημες φλυαρίες
κι όλοι τους θα προσμένουνε σίγουρα τη φωνή
θ’ ανοίξω το στόμα μου
θα γεμίσουν οι κήποι με καταρράκτες
στις ίδιες βρώμικες αυλές τα οπλοστάσια
οι νέοι έξαλλοι θ’ ακολουθούν με στίχους χωρίς ύμνους
ούτε υποταγή στην τρομερή εξουσία.
Πάλι σας δίνω όραμα.​

Μιχάλης Κατσαρός
 
ΕΞΩΔΙΚΟ

Φύση
όταν εχώρισες τα πράγματα
σε φυσικά και αφύσικα
πολλά από τα δεύτερα παράπεσαν στα πρώτα.

Εξ αβλεψίας ή και σκόπιμα
για να μην πλήττει η αρμονία
να λιγοστεύει ο πληθυσμός
να ανδρωθεί ο φόβος
να γίνουν μοιραία ερμηνεία.

Τα ξακουστά αφύσικα δε θα σου τα θυμίσω
γιατί όσο και να ανδρώθηκε με τη νοθεία ο φόβος
μέσα του παιδάκι παραμένει φοβισμένο.

Σε καταγγέλω για ένα αφύσικο που πρόσβαλες
στα φυσικά παραπετώντας το

να είμαστε εμείς μακροβιότεροι από το παρελθόν μας
αν και πολύ πιο γερασμένοι απ' το μέλλον.

Κανείς δεν το παίζει.
Μόνο τα σταυρόλεξα οι γελοιογράφοι
τα χού ιζ χού
και τα χούς εις χούν
το περιπαίζουν.
Καί κλαίει.

Κική Δημουλά, Χλόη Θερμοκηπίου
 
Ν.ΚΑΡΟΥΖΟΣ

ΝΕΟΤΕΡΟΣ

Ό,τι δείχνω είναι η ουράνια πηγή

με τον έρωτα

με τα στήθη

ό,τι δείχνω είναι η ουράνια επιστροφή

με γυμνά δάκρυα

με πόνο θησαυρισμένο στο βλέμμα

ο ποιητής είναι μια νύχτα στη θάλασσα.

Θεέ μου σε κυνηγώ

όπως παιδί τις πεταλούδες.

Θεέ μου σε κυνηγώ

όπως παιδί τους συνομηλικούς μου

στο δειλινό παιχνίδι.

Αισθάνομαι μόνος

αφού δεν υπάρχει δεύτερη ζωή ν’ αλλάξουμε

και το φεγγάρι ταξιδεύει πάντα ίδιο.

Σύντροφε ουρανέ

άλλοτε η ελπίδα φεγγοβολούσε στα χέρια

κοιτάζω το σώμα βρίσκω τ’ όνειρο

πάει κ’ η αγάπη

χάνεται

σαν το νερό στην πέτρα.

Τι είναι πια ένα δέντρο τι είναι τ’ ασημένια φύλλα;

Μέσ’ στην ορμή της ερημιάς γινόμαστε διάφανοι.
 
Η Ελλάδα που λες...

Η Ελλάδα που λες, δεν είναι μόνο πληγή.
Στη μπόσικη ώρα καφές με καϊμάκι,
ραδιόφωνα και Τι-Βι στις βεράντες,
μπρούντζινο χρώμα, μπρούντζινο σώμα,
μπρούντζινο πώμα η Ελλάδα στα χείλη μου.
Στις μάντρες η ψαρόκολλα του ήλιου
πιάνει σαν έντομα τα μάτια.
Πίσω απ’ τις μάντρες τα ξεκοιλιασμένα σπίτια,
γήπεδα, φυλακές, νοσοκομεία
άνθρωποι του Θεού και ρόπτρα* του διαβόλου
κι οι τραμβαγέρηδες** να πίνουν μόνοι
κρασάκι της Αράχωβας στυφό.
Εδώ κοιμήθηκαν παλικαράδες,
με το ντουφέκι στο ’να τους πλευρό,
με τα ξυπόλητα παιδιά στον ύπνο τους.
Τσεμπέρια καλοτάξιδα περνούσαν κι έφευγαν,
κελίμια και βελέντζες της νεροτρουβιάς***.
Τώρα γαρμπίλι κι άρβυλα
σε τούτο το εκκοκκιστήριο των βράχων
κι οι τραμβαγέρηδες να πίνουν μόνοι
κρασάκι της Αράχωβας στυφό.​


/Μιχάλης Γκανάς/

* ρόπτρο= μεταλλικό αντικείμενο σε διάφορα σχέδια, το οποίο κρέμεται στην εξώπορτα των σπιτιών και οι επισκέπτες το χτυπούν αντί για κουδούνι

**Τραμβαγέρης, ήταν η παλιά ονομασία για τον οδηγό του Τραμ.

*** Νεροτρουβιά = μαντάνι, νεροτριβείο (δηλαδή εργαστήρι κατεργασίας μάλλινων υφαντών σε κάδο με νερό)
 
Last edited:
Ὁ σωτήρας

Μετρῶ στὰ δάχτυλα τῶν κομμένων χεριῶν μου
τὶς ὦρες ποὺ πλανιέμαι στὰ δώματα αὐτὰ τ᾿ ἀνέμου
δὲν ἔχω ἄλλα χέρια ἀγάπη μου κι οἱ πόρτες
δὲ θέλουνε νὰ κλείσουν κι οἱ σκύλοι εἶναι ἀνένδοτοι

Μὲ τὰ γυμνά μου πόδια βουτηγμένα στὰ βρώμια αὐτὰ νερὰ
μὲ τὴ γυμνὴ καρδιά μου ἀναζητῶ (ὄχι γιὰ μένα)
ἕνα γαλανὸ παράθυρο
πῶς χτίσανε τόσα δωμάτια τόσα βιβλία τραγικὰ
δίχως μιὰ χαραμάδα φῶς
δίχως μιὰ ἀναπνοὴ ὀξυγόνου
γιὰ τὸν ἄρρωστο ἀναγνώστη

Ἀφοῦ κάθε δωμάτιο εἶναι καὶ μιὰ ἀνοιχτὴ πληγὴ
πῶς νὰ κατέβω πάλι σκάλες ποὺ θρυμματίζονται
ἀνάμεσα ἀπ᾿ τὸ βοῦρκο πάλι καὶ τ᾿ ἄγρια σκυλιὰ
νὰ φέρω φάρμακα καὶ ρόδινες γάζες
κι ἂν βρῶ τὸ φαρμακεῖο κλειστὸ
κι ἂν βρῶ πεθαμένο τὸ φαρμακοποιὸ
κι ἂν βρῶ τῇ γυμνὴ καρδιά μου στὴ βιτρίνα τοῦ φαρμακείου

Ὄχι ὄχι τέλειωσε δὲν ὑπάρχει σωτηρία

Θὰ μείνουν τὰ δωμάτια ὅπως εἶναι
μὲ τὸν ἄνεμο καὶ τὰ καλάμια του
μὲ τὰ συντρίμια τῶν γυάλινων προσώπων ποὺ βογγᾶνε
μὲ τὴν ἄχρωμη αἱμορραγία τους
μὲ χέρια πορσελάνης ποὺ ἁπλώνονται σὲ μένα
μὲ τὴν ἀσυχώρετη λησμονιὰ

Ξέχασαν τὰ δικά μου σάρκινα χέρια ποὺ κόπηκαν
τὴν ὥρα ποὺ μετροῦσα τὴν ἀγωνία τους​

Μίλτος Σαχτούρης ἀπὸ τὴ συλλογή "Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ"
 
Ακόμη ένα του Σαχτούρη...

ΟΙ ΑΠΟΜΕΙΝΑΝΤΕΣ

Ὅμως ὑπάρχουν ἀκόμα
λίγοι ἄνθρωποι
ποὺ δὲν εἶναι κόλαση
ἡ ζωή τους

ὑπάρχει τὸ μικρὸ πουλὶ ὁ κιτρινολαίμης
ἡ Fraülein Ramser
καὶ πάντοτε τοῦ ἥλιου οἱ ἀπομείναντες
οἱ ἐρωτευμένοι μὲ ἥλιο ἢ μὲ φεγγάρι

ψάξε καλὰ
βρές τους, Ποιητή!
κατάγραψέ τους προσεχτικὰ
γιατί ὅσο πᾶν καὶ λιγοστεύουν

λιγοστεύουν​



ἀπὸ τὴ συλλογή ΕΚΤΟΠΛΑΣΜΑΤΑ (1986)
 
Στάλες τα δάκρυα. Ήρωες τα νησιά που χάθηκαν.
Στις θημωνιές της λαχτάρας κρουνοί ανοίγουν και το μέλλον πίσω σου, στέκει.
Και εσύ εκεί. Λυπημένη με κοιτάς. Αχ αυτό το βλέμμα σου.
Αυτή η κατήφεια σου. Αυτή η αναθεματισμένη μοίρα σου.

Βγάζεις το δαχτυλίδι και φοράς το μενεξεδένιο σου χαμόγελο.
Αλλάζεις την μορφή σου σε φεγγάρι και χάνεσαι στον μαύρο ουρανό.
Τα σύννεφα κεντούν το φόρεμα της μεταξένιας μελαγχολίας σου.
Γλυκιά μέσα στην πίκρα τους, πικρή όταν χρειάζεται.

Σαν τα γλυκόξινα σταφύλια στα πόδια σου τσαλαπατάς το εγώ σου.
Νιώθεις ελεύθερη πια, σαν τα πουλιά, σαν τα αστέρια.

Μα σαν προσγειωθείς ή πέσεις ανάμεσα τους, καταλαβαίνεις......
Δεν θα γίνεις ποτέ ξανά πουλί.
 
...και πάλι Σαχτούρης :grinning-smiley-043

Τὰ χελιδόνια μου

Δὲ σᾶς γνωρίζω ἐφέτος
καημένα χελιδόνια μου
πετᾶτε ἄραγε ὅπως ἄλλοτε
ἢ μήπως σὲ ρόδες πάνω νὰ κυλᾶτε

ὅμως τὸ μάτι σας γιατί ἔτσι μεγάλωσε
τεράστιο
τεράστιο καὶ πορφυρὸ

μονάχα ὁ οὐρανὸς σᾶς ἔχει ἀπομείνει
μὰ νά ῾ναι γιὰ σᾶς τώρα Οὐρανός;​


ἀπὸ τὴ συλλογή "ΤΟ ΣΚΕΥΟΣ"
 
Κώστας Βάρναλης - Η μπαλάντα του κυρ Μέντιου (1956)

http://www.youtube.com/watch?v=5QJdtTQyLs8&feature=player_embedded

http://www.youtube.com/watch?v=hU4h3pMNXfA&feature=player_embedded


Δε λυγάνε τα ξεράδια
και πονάνε τα ρημάδια!
Kούτσα μια και κούτσα δυο,
της ζωής το ρημαδιό.

Mεροδούλι, ξενοδούλι!
Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι·
ούλοι: δούλοι, αφεντικό
και μ' αφήναν νηστικό.

Tα παιδιά, τα καλοπαίδια,
παραβγαίνανε στην παίδεια,
με κοτρώνια στα ψαχνά,
φούχτες μύγα στ' αχαμνά!

Aνωχώρι, Kατωχώρι,
ανηφόρι, κατηφόρι
και με κάμα και βροχή,
ώσπου μού βγαινε η ψυχή.

Eίκοσι χρονώ γομάρι
σήκωσα όλο το νταμάρι
κ' έχτισα, στην εμπασιά
του χωριού, την εκκλησιά.

Kαι ζευγάρι με το βόδι
(άλλο μπόι κι άλλο πόδι)
όργωνα στα ρέματα
τ' αφεντός τα στρέμματα.

Kαι στον πόλεμ' όλα για όλα
κουβαλούσα πολυβόλα
να σκοτώνονται οι λαοί
για τ' αφέντη το φαΐ.

Kαι γι' αυτόνε τον ερίφη
εκουβάλησα τη νύφη
και την προίκα της βουνό,
την τιμή της ουρανό!

Aλλ' εμένα σε μια σφήνα
μ' έδεναν το Mάη το μήνα
στο χωράφι το γυμνό
να γκαρίζω, να θρηνώ.

Kι ο παπάς με την κοιλιά του
μ' έπαιρνε για τη δουλειά του
και μου μίλαε κουνιστός:
— Σε καβάλησε ο Xριστός!

Δούλευε για να στουμπώσει
όλ' η Xώρα κ' οι Kαμπόσοι.
Mη ρωτάς το πώς και τί,
να ζητάς την αρετή!

— Δε βαστάω! Θα πέσω κάτου!
— Nτράπου! Tις προγόνοι ντράπου!
— Aντραλίζομαι!... Πεινώ!...
— Σουτ! Θα φας στον ουρανό!

K' έλεα: όταν μιαν ημέρα
παρασφίξουνε τα γέρα,
θα ξεκουραστώ κ' εγώ,
του θεού τ' αβασταγό!

Όχι ξύλο! Φόρτωμα όχι!
Θα μου δώσουνε μια κόχη,
λίγο πιόμα και σανό,
σύνταξη τόσω χρονώ!

Kι όταν ένα καλό βράδι
θα τελειώσει μου το λάδι
κι αμολήσω την πνοή
(ένα πουφ! είν' η ζωή),

η ψυχή μου θενά δράμει
στη ζεστή αγκαλιά τ' Aβράμη,
τ' άσπρα, τ' αχερένια του
να φιλάει τα γένια του!...

Γέρασα κι ως δε φελούσα
κι αχαΐρευτος κυλούσα,
με πετάξανε μακριά
να με φάνε τα θεριά.

Kωλοσούρθηκα και βρίσκω
στη σπηλιά τον Άη Φραγκίσκο:
-"Xαίρε φως αληθινόν
και προστάτη των κτηνών!

Σώσε το γέρο κυρ Mέντη
απ' την αδικιά τ' αφέντη
συ που δίδαξες αρνί
τον κυρ λύκο να γενεί!

Tο σκληρόν αφέντη κάνε
από λύκο άνθρωπο κάνε!..."
Mα με την κουβέντ' αυτή
πόρτα μού κλεισε κι αφτί.

Tότενες το μαύρο φίδι
το διπλό του το γλωσσίδι
πίσου από την αστοιβιά
βγάζει και κουνάει με βια:

— "Φως ζητάνε τα χαϊβάνια
κι οι ραγιάδες απ' τα ουράνια,
μα θεοί κι οξαποδώ
κει δεν είναι παρά δω.

Aν το δίκιο θες, καλέ μου,
με το δίκιο του πολέμου
θα το βρείς. Oπού ποθεί
λευτεριά, παίρνει σπαθί.

Mη χτυπάς τον αδερφό σου -
τον αφέντη τον κουφό σου!
Kαι στον ίδρο τον δικό
γίνε συ τ' αφεντικό.

Άιντε θύμα, Άιντε ψώνιο,
Άιντε Σύμβολον αιώνιο!
Aν ξυπνήσεις, μονομιάς
θά ρθει ανάποδα ο ντουνιάς.

Kοίτα! Oι άλλοι έχουν κινήσει
κι έχ' η πλάση κοκκινήσει
κι άλλος ήλιος έχει βγει
σ' άλλη θάλασσα, άλλη γη.​
 
Last edited:
Γεώργιος Σουρής, 1883

Οι Φόροι

Βάλετε φόρους, βάλετε εις την πτωχήν μας ράχη,
ποτίστε με το αίμα μας την άρρωστη πατρίδα
σεις το κρασί και τον καπνό που πίνετε μονάχοι
κι εμείς να σας κοιτάζομε με μάτι σαν γαρίδα
Βαριά φορολογήσετε και το νερό που τρέχει
βάλετε φόρους, βάλετε, η πλάτη μας αντέχει.


Ο,τι καλό κι αν έχουμε επάνω σας ας μείνει
στα πρόσωπά μας ας χυθεί του μαρασμού το χρώμα
μ' εμάς το ισοζύγιο του έθνους μας ας γίνει
φορολογήστε και αυτή τη σάρκα μας ακόμα
του σώματός μας κόβετε καμιά παχιά λωρίδα
και τρώγετέ την λαίμαργα μαζί με την πατρίδα.


Ο,τι κι αν τρώγουν οι πτωχοί το έθνος ας τα τρώγει
ό,τι κι αν πίνουν οι πτωχοί το έθνος ας τα πίνει
χορταίνετε σαν Λούκουλοι μ' εμάς το... σκυλολόγι
κι εμείς θα σας γνωρίζουμε γι' αυτό ευγνωμοσύνη.


Τέτοιοι χωριάτες που 'μαστε αντέχουμε εις όλα
και ούτε τόσον εύκολα τινάζουμε τα κώλα.


Πρέπει να είναι οι πολλοί πτωχοί και πεινασμένοι
και οι ολίγοι πάντοτε να βρίσκονται χορτάτοι
Πρέπει να στέκουν οι πολλοί στα σπίτια των κλεισμένοι
και οι ολίγοι να πηδούν επάνω στο παλάτι
Πρέπει ο κόσμος ο πολύς να δέχεται τα βάρη
κι ο λιγοστός επάνω του κανένα να μην πάρει.


Μ' αυτόν τον νόμον έζησε ο κόσμος και θα ζήσει
τη δύναμή του προσκυνά η κάθε κοινωνία
Δεν ημπορεί καθένας μας βεβαίως να πλουτίσει
γιατί του κόσμου έπειτα χαλά η αρμονία
Φτώχεια και πλούτος - ζήτημα του καθενός αιώνος:
Ιδού το τέλος κι η αρχή του φοβερού αγώνος


Λοιπόν κανένας πρόστυχος κεφάλι μη σηκώσει
για τόσα νομοσχέδια μη βγάλει τσιμουδιά
Εις της πατρίδας τον βωμόν το αίμα του ας δώσει
χωρίς ν' αφήσει στεναγμόν η μαύρη του καρδιά
Κι αν τώρα πάλι έπεσεν επάνω του ο κλήρος
Πρέπει και πάλι να φανεί γενναίος - μάρτυς - ήρως




..................................................................
 
ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ

Ἔρχεται φέτος κουρασμένη
ἡ Ἄνοιξη
(νά) κουβαλάει τόσα χρόνια
τὰ λουλούδια πάνω της.

Σκοτεινοὶ ἄνθρωποι
στὶς γωνιὲς τὴν παραμονεύουν
γιὰ νὰ τὴν τσακίσουν.

Αὐτὴ ὅμως
μὲ κρότο
ἀνάβει ἕνα-ἕνα
τὰ λουλούδια της
στὰ μάτια τοὺς τὰ ρίχνει
(γιά) νὰ τοὺς στραβώσει.​

Μίλτος Σαχτούρης
 
ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ

Ἔρχεται φέτος κουρασμένη
ἡ Ἄνοιξη
(νά) κουβαλάει τόσα χρόνια
τὰ λουλούδια πάνω της.

Σκοτεινοὶ ἄνθρωποι
στὶς γωνιὲς τὴν παραμονεύουν
γιὰ νὰ τὴν τσακίσουν.

Αὐτὴ ὅμως
μὲ κρότο
ἀνάβει ἕνα-ἕνα
τὰ λουλούδια της
στὰ μάτια τοὺς τὰ ρίχνει
(γιά) νὰ τοὺς στραβώσει.​

Μίλτος Σαχτούρης

υπέροχο..
 
http://www.youtube.com/watch?v=CpNnTY9eFME

Στὴν Ἑλλάδα σήμερα

Σβησμένη φλόγα, ποὺ πάντα καίει
Σκέπασμα τάφου χωρὶς νεκρούς.
Μάτια κλαμένα ποὺ κοιτᾶνε
Σκέψεις κρυμμένες σὲ
Προσκαλοῦν.

Πίστη κι ἐλπίδα χαροπαλεύουν
Πνεῦμα κι ἀλήθεια στὶς φυλακές.
Ἅγιες προσπάθειες ναυαγισμένες
Φωνὲς ἀνθρώπων σὲ προσκαλοῦν.

Σπόρος ὀργῆς πέφτει στὸ χῶμα
Μήνυμα πάλης τρέφει φτερά
Σπίθα φεγγίζει μέσ᾿ στὸ σκοτάδι
Νέοι ἀγῶνες σὲ προσκαλοῦν.​


Ἀλέξανδρος Παναγούλης (1939 - Πρωτομαγιὰ 1976)
 
Αργύρης Μαρνέρος, Υποσχέσεις

Μιλάς στο όνομα
Ενός ανύπαρκτου λαού
Μιλάς στο όνομα
Ενός ανύπαρκτου θεού
Εμείς ακούγαμε
Γεμάτοι απορία
Στο τέλος ο πρώτος
Μας υποσχέθηκε ένα
Καλύτερο αύριο
Ενώ ο άλλος
Ένα αιώνιο αύριο
Για το τώρα κανείς
Δεν έκανε κουβέντα

Από τη συλλογή Αίθουσα αναμονής (2003)
 
Ὦ λιγοστοί, ὦ διαλεχτοί!


Ὦ λιγοστοὶ κι ὦ διαλεχτοὶ κι ἀρίφνητοι* αὔριο ἴσως!

Εἶναι μία ἀλήθεια κάτου ἐδῶ ποὺ τὴ χτυπάει τὸ μίσος,

εἶν᾿ ἐδῶ πέρα μία Ὀμορφιὰ ποὺ ἡ καταφρόνια δένει,

κι εἶν᾿ ἐδῶ πέρα μία Ἀρετὴ δειλὴ καὶ ντροπιασμένη.

Ὦ νέοι, ὦ πρωτοξύπνητοι στὸ φῶς, χαρὲς τ᾿ Ἀπρίλη,

ἀπὸ τοὺς πράσινους κορμοὺς γίνοντ᾿ οἱ ἄσπροι στύλοι!

Στὴ χώρα ἐσεῖς οἱ λειτουργοὶ κι οἱ λατρευτάδες εἶστε·

δὲ φτάνει· ἐμπρὸς! γιὰ τοὺς Θεούς, ὦ νέοι, πολεμεῖστε.



Κωστὴς Παλαμᾶς



*αμέτρητοι