Ποίηση....γιατί όχι;

Αποσπάσματα από τούς ''Ελεύθερους Πολιορκημένους''...Τι νά σχολιάσει κανείς γιά τέτοια Τεχνη...........................Διονύσιος Σολωμός.

Μητέρα, μεγαλόψυχη στὸν πόνο καὶ στὴ δόξα,
κι ἂν στὸ κρυφὸ μυστήριο ζοῦν πάντα τὰ παιδιά σου
μὲ λογισμὸ καὶ μ᾿ ὄνειρο, τί χάρ᾿ ἔχουν τὰ μάτια,
τὰ μάτια τοῦτα, νὰ σ᾿ ἰδοῦν μὲς στὸ πανέρμο δάσος,
ποὺ ξάφνου σοῦ τριγύρισε τ᾿ ἀθάνατα ποδάρια
(κοίτα) μὲ φύλλα τῆς Λαμπρῆς, μὲ φύλλα τοῦ Βαϊῶνε!
Τὸ θεϊκό σου πάτημα δὲν ἄκουσα, δὲν εἶδα·
ἀτάραχη σὰν οὐρανὸς μ᾿ ὅλα τὰ κάλλη πὤχει,
ποὺ μέρη τόσα φαίνονται καὶ μέρη ῾ναι κρυμμένα!
Ἀλλά, Θεά, δὲν ἠμπορῶ ν᾿ ἀκούσω τὴ φωνή σου,
κι εὐθὺς ἐγὼ τ᾿ ἑλληνικοῦ κόσμου νὰ τὴ χαρίσω;
Δόξα ῾χ᾿ ἡ μαύρη πέτρα του καὶ τὸ ξερὸ χορτάρι.
...................................................................

Ἔργα καὶ λόγια, στοχασμοί, -στέκομαι καὶ κοιτάζω,-
Λούλουδα μύρια, πούλουδα, ποὺ κρύβουν τὸ χορτάρι,
Κι᾿ ἄσπρα, γαλάζια, κόκκινα, καλοῦν χρυσὸ μελίσσι.
Ἐκεῖθε μὲ τοὺς ἀδελφούς, ἐδῶθε μὲ τὸν Χάρο.

Μὲς στὰ χαράματα συχνά, καὶ μὲς στὰ μεσημέρια,
καὶ σὰ θολώσουν τὰ νερά, καὶ τ᾿ ἄστρα σὰν πληθύνουν,
ξάφνου σκιρτοῦν οἱ ἀκρογιαλιές, τὰ πέλαγα κι οἱ βράχοι.
«Ἀραπιᾶς ἄτι, Γάλλου νοῦς, βόλι Τουρκιᾶς, τόπ᾿ Ἄγγλου!
Πέλαγο μέγα πολεμᾶ, βαρεῖ τὸ καλυβάκι·
κι ἀλιά, σὲ λίγο ξέσκεπα τὰ λίγα στήθια μένουν!
Ἀθάνατή ῾σαι, ποὺ ποτέ, βροντή, δὲν ἡσυχάζεις;»
Στὴν πλώρη, ποὺ σκιρτᾶ, γυρτός, τοῦτα ῾π᾿ ὁ ξένος ναύτης.
Δειλιάζουν γύρου τὰ νησιά, παρακαλοῦν καὶ κλαῖνε,
καὶ μὲ λιβάνια δέχεται καὶ φῶτα τὸν καημό τους
ὁ σταυροθόλωτος ναὸς καὶ τὸ φτωχὸ ξωκκλήσι.
Τὸ μῖσος ὅμως ἔβγαλε καὶ ῾κεῖνο τὴ φωνή του:
''Ψαροῦ, τ᾿ ἀγκίστρι π᾿ ἄφησες, ἀλλοῦ νὰ ρίξῃς ἄμε''
........................................................................................................
Ο Πειρασμός(από τά τελειότερα δημιουργήματα...)..

Ἒστησ᾿ ὁ Ἔρωτας χορὸ μὲ τὸν ξανθὸν Ἀπρίλη,
Κι᾿ ἡ φύσις ηὗρε τὴν καλὴ καὶ τὴ γλυκιά της ὥρα,
Καὶ μὲς στὴ σκιὰ ποὺ φούντωσε καὶ κλεῖ δροσιὲς καὶ μόσχους
Ἀνάκουστος κιλαϊδισμὸς καὶ λιποθυμισμένος.
Νερὰ καθάρια καὶ γλυκά, νερὰ χαριτωμένα,
Χύνονται μὲς στὴν ἄβυσσο τὴ μοσχοβολισμένη,
Καὶ παίρνουνε τὸ μόσχο της, κι᾿ ἀφήνουν τὴ δροσιά τους,
Κι᾿ οὖλα στὸν ἥλιο δείχνοντας τὰ πλούτια της πηγῆς τους,
Τρέχουν ἐδῶ, τρέχουν ἐκεῖ, καὶ κάνουν σὰν ἀηδόνια.
Ἔξ᾿ ἀναβρύζει κι᾿ ἡ ζωή, σ᾿ γῆ, σ᾿ οὐρανό, σὲ κύμα.
Ἀλλὰ στῆς λίμνης τὸ νερό, π᾿ ἀκίνητό ῾ναι κι ἄσπρο,
Ἀκίνητ᾿ ὅπου κι᾿ ἂν ἰδῆς, καὶ κάτασπρ᾿ ὡς τὸν πάτο,
Μὲ μικρὸν ἴσκιον ἄγνωρον ἔπαιξ᾿ ἡ πεταλούδα,
Ποῦ ῾χ᾿ εὐωδίσει τς ὕπνους της μέσα στὸν ἄγριο κρίνο.
Ἀλαφροΐσκιωτε καλέ, γιὰ πὲς ἀπόψε τί ῾δες·
Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Χωρὶς ποσῶς γῆς, οὐρανὸς καὶ θάλασσα νὰ πνένε,
Οὐδ᾿ ὅσο κάν᾿ ἡ μέλισσα κοντὰ στὸ λουλουδάκι,
Γύρου σὲ κάτι ἀτάραχο π᾿ ἀσπρίζει μὲς στὴ λίμνη,
Μονάχο ἀνακατώθηκε τὸ στρογγυλὸ φεγγάρι,
Κι᾿ ὄμορφη βγαίνει κορασιὰ ντυμένη μὲ τὸ φῶς του.
..................................................................
 
Last edited:
Απόσπασμα από το "Ιστορίες για το χειμώνα" του Τάσου Λειβαδίτη

Ώσπου ένα πρωί ξυπνάς με την πεποίθηση ότι μες στον ύπνο σου βρήκες επιτέλους τον αληθινό προορισμό σου —
ντύθηκα βιαστικά κι αποχαιρέτησα τους δικούς μου παίζοντας μια υπέροχη μελωδία
πάνω στα κάγκελα του κρεβατιού, ώ, μη γελάτε γιατί τα πράγματα έχουν δυο όψεις
κι εγώ προτιμώ την πιο συναρπαστική — και αδιάκοπα αυτή η αίσθηση ότι δεν μπορέσαμε να ζήσουμε ποτέ
την αληθινή μας ζωή κι έμεινε για πάντα εκεί στα σκοτεινά
(γι' αυτό τα βράδια σωπαίνουμε κι αφουγκραζόμαστε το σκοτάδι) —
ώ μελαγχολία του απείρου
ας σηκώσουμε το ποτήρι μας κι ας πιούμε εις υγείαν της συμπόνιας, γιατί δε θα γνωρίσει ποτέ ο ένας τον άλλον
σαν τη μητέρα το ίδιο βράδυ που πέθανε ο πατέρας πήρε απ’ το συρτάρι κάτι κοριτσίστικες κορδέλες
και τις έδεσε στα μαλλιά της για να δείξει ότι ο κόσμος δε χάθηκε ακόμα
κι ότι ίσως έχουμε καιρό.
Άλλα ας αφήσουμε τις ελπίδες μας γι' αύριο κι ας κοιτάξουμε πίσω απ’ τον καναπέ, εκεί που συμβαίνουν τα μεγάλα γεγονότα
όπως τα πρώτα μας δάκρυα — κι αργότερα έπρεπε να υποφέρω για
να κρύβω τη μεγάλη αποστολή μου
ώσπου στο τέλος αγάπησα κι αυτό το ωραίο δέντρο στον κήπο έτσι δεν ξέχασα ποτέ πως κάποιος πολύ σοβαρός λόγος με είχε
φέρει στη γη ενώ στο βάθος κάθε νύχτας μου υπάρχει ένα μυστικό που φοβάμαι
να το ανακαλύψω. Υπερβολές, θα πείτε. Όμως γι' αυτό θα 'χουμε ιστορίες για όλο το χειμώνα.

[...]

Μα τώρα είναι αργά, κλείσε την πόρτα, οι ξένοι ας μείνουν έξω
ήρθε ο καιρός της δοκιμασίας και μ' αυτά που θα πεις θα σε κατηγορήσουν αύριο
άλλωστε το ρολόι του σταθμού χτύπησε τρεις: ώρα του αποχαιρετισμού.
Ποιος έφευγε; Ποιος έμενε;
Και ποιος θ' αποδώσει δικαιοσύνη;
Άλλα καμιά φορά οι μενεξέδες ενός χαμένου παραδείσου ευωδιάζουν μες στον ύπνο μας
κι υστέρα είμαστε άρρωστοι για μέρες — παιδικές αμαρτίες του μεσημεριού που τις εξάγνιζαν οι τρόμοι της νύχτας
ή το ανομολόγητο που έδινε κάποτε στις χειρονομίες μας κάτι απ’ το άγνωστο της μεγάλης αδελφής
θυελλώδη συμβάντα του δειλινού μέσα στο σπίτι, ενώ έξω απλώς βράδιαζε
και μόνο μια θεία, που κούτσαινε λίγο, καταλάβαινε και μου 'λεγε ψιθυριστά «τι ετοιμάζεις πάλι;», «τίποτα, τίποτα, θεία — μόνο που όλα τελειώνουν τόσο γρήγορα»...
 
Ο Έλιοτ για τους κάθε είδους γάτους από το εγχειρίδιο του γερο Πόσουμ:


The Naming of Cats

The Naming of Cats is a difficult matter,
It isn't just one of your holiday games;
You may think at first I'm as mad as a hatter
When I tell you, a cat must have THREE DIFFERENT NAMES.
First of all, there's the name that the family use daily,
Such as Peter, Augustus, Alonzo or James,
Such as Victor or Jonathan, George or Bill Bailey--
All of them sensible everyday names.
There are fancier names if you think they sound sweeter,
Some for the gentlemen, some for the dames:
Such as Plato, Admetus, Electra, Demeter--
But all of them sensible everyday names.
But I tell you, a cat needs a name that's particular,
A name that's peculiar, and more dignified,
Else how can he keep up his tail perpendicular,
Or spread out his whiskers, or cherish his pride?
Of names of this kind, I can give you a quorum,
Such as Munkustrap, Quaxo, or Coricopat,
Such as Bombalurina, or else Jellylorum-
Names that never belong to more than one cat.
But above and beyond there's still one name left over,
And that is the name that you never will guess;
The name that no human research can discover--
But THE CAT HIMSELF KNOWS, and will never confess.
When you notice a cat in profound meditation,
The reason, I tell you, is always the same:
His mind is engaged in a rapt contemplation
Of the thought, of the thought, of the thought of his name:
His ineffable effable
Effanineffable
Deep and inscrutable singular Name.
 
Τάκης Σινόπουλος

1917-1981






Ακόμη μια νύχτα
XVI





Η Ελλάδα ταξιδεύει χρόνια μέσα στην Ελλάδα ακολουθώντας το χυμένο αίμα το σπαταλημένο.



Αίμα σταλαματιές κυλάνε στάζουν κάτω στον Άδη.



Πέφτουν απάνω στους νεκρούς οι σκοτωμένοι αλλάζουν θέση δεν ξυπνάνε.



Μόνο το χέρι τους υψώνεται και δείχνει τη μεριά που περπατάνε οι δολοφόνοι.



Η Ελλάδα ταξιδεύει χρόνια ανάμεσα στους δολοφόνους
 
Ο Έλιοτ για τους κάθε είδους γάτους από το εγχειρίδιο του γερο Πόσουμ:


The Naming of Cats

The Naming of Cats is a difficult matter,
It isn't just one of your holiday games;
You may think at first I'm as mad as a hatter
When I tell you, a cat must have THREE DIFFERENT NAMES.
First of all, there's the name that the family use daily,
Such as Peter, Augustus, Alonzo or James,
Such as Victor or Jonathan, George or Bill Bailey--
All of them sensible everyday names.
There are fancier names if you think they sound sweeter,
Some for the gentlemen, some for the dames:
Such as Plato, Admetus, Electra, Demeter--
But all of them sensible everyday names.
But I tell you, a cat needs a name that's particular,
A name that's peculiar, and more dignified,
Else how can he keep up his tail perpendicular,
Or spread out his whiskers, or cherish his pride?
Of names of this kind, I can give you a quorum,
Such as Munkustrap, Quaxo, or Coricopat,
Such as Bombalurina, or else Jellylorum-
Names that never belong to more than one cat.
But above and beyond there's still one name left over,
And that is the name that you never will guess;
The name that no human research can discover--
But THE CAT HIMSELF KNOWS, and will never confess.
When you notice a cat in profound meditation,
The reason, I tell you, is always the same:
His mind is engaged in a rapt contemplation
Of the thought, of the thought, of the thought of his name:
His ineffable effable
Effanineffable
Deep and inscrutable singular Name.

Άλλο ένα, για έναν συγκεκριμένο γάτο

Macavity: The Mystery Cat - T.S. Eliot

Macavity's a Mystery Cat: he's called the Hidden Paw--
For he's the master criminal who can defy the Law.
He's the bafflement of Scotland Yard, the Flying Squad's despair:
For when they reach the scene of crime--Macavity's not there!

Macavity, Macavity, there's no on like Macavity,
He's broken every human law, he breaks the law of gravity.
His powers of levitation would make a fakir stare,
And when you reach the scene of crime--Macavity's not there!
You may seek him in the basement, you may look up in the air--
But I tell you once and once again, Macavity's not there!

Macavity's a ginger cat, he's very tall and thin;
You would know him if you saw him, for his eyes are sunken in.
His brow is deeply lined with thought, his head is highly doomed;
His coat is dusty from neglect, his whiskers are uncombed.
He sways his head from side to side, with movements like a snake;
And when you think he's half asleep, he's always wide awake.

Macavity, Macavity, there's no one like Macavity,
For he's a fiend in feline shape, a monster of depravity.
You may meet him in a by-street, you may see him in the square--
But when a crime's discovered, then Macavity's not there!

He's outwardly respectable. (They say he cheats at cards.)
And his footprints are not found in any file of Scotland Yard's.
And when the larder's looted, or the jewel-case is rifled,
Or when the milk is missing, or another Peke's been stifled,
Or the greenhouse glass is broken, and the trellis past repair--
Ay, there's the wonder of the thing! Macavity's not there!

And when the Foreign Office finds a Treaty's gone astray,
Or the Admiralty lose some plans and drawings by the way,
There may be a scap of paper in the hall or on the stair--
But it's useless of investigate--Macavity's not there!
And when the loss has been disclosed, the Secret Service say:
"It must have been Macavity!"--but he's a mile away.
You'll be sure to find him resting, or a-licking of his thumbs,
Or engaged in doing complicated long division sums.

Macavity, Macavity, there's no one like Macacity,
There never was a Cat of such deceitfulness and suavity.
He always has an alibit, or one or two to spare:
And whatever time the deed took place--MACAVITY WASN'T THERE!
And they say that all the Cats whose wicked deeds are widely known
(I might mention Mungojerrie, I might mention Griddlebone)
Are nothing more than agents for the Cat who all the time
Just controls their operations: the Napoleon of Crime!
 
Υστερόγραφο(Γιώργος Σεφέρης).

Αλλά έχουν μάτια κάτασπρα χωρίς ματόκλαδα
και τα χέρια τους είναι λιγνά σαν τα καλάμια.

Κύριε, όχι μ' αυτούς. Γνώρισα
τη φωνή των παιδιών την αυγή
πάνω σε πράσινες πλαγιές ροβολώντας
χαρούμενα σα μέλισσες και σαν
τις πεταλούδες με τόσα χρώματα.
Κύριε όχι μ' αυτούς, η φωνή τους
δε βγαίνει καν από το στόμα τους.
Στέκεται κει κολλημένα σε κίτρινα δόντια.

Δική σου η θάλασσα κι ο αγέρας
μ' ένα άστρο κρεμασμένο στο στερέωμα,
Κύριε, δε ξέρουνε πως είμαστε
ό,τι μπορούμε να είμαστε
γιατρεύοντας τις πληγές μας με τα βότανα
που βρίσκουμε πάνω σε πράσινες πλαγιές
όχι άλλες, τούτες τις πλαγιές κοντά μας,
πως ανασαίνουμε όπως μπορούμε ν' ανασαίνουμε
με μια μικρούλα δέηση κάθε πρωί
που βρίσκει τ' ακρογιάλι ταξιδεύοντας
στα χάσματα της μνήμης.

Κύριε, όχι μ' αυτούς.
Ας γίνει αλλιώς το θέλημά Σου.
.......................................................................................................

Στόν Δ.
 
Ὕμνος στὸ βόλεμα ἢ Τὸ τραγούδι τοῦ νεκροῦ


Ὦ βόλεμα, ὦ βόλεμα!
Ὦ γλυκειὰ ἀδράνεια,
Ὦ ἀσφαλὲς λιμάνι
Πόσοι σὲ ἀρνήθηκαν ἀπὸ ἐδῶ,
γιὰ νὰ τρέξουν στὴν ἀγκαλιά σου ἐκεῖ.

Πόσοι δὲν ἔκαναν παλικαρισμούς,
γιὰ νὰ ἐκλιπαρήσουν ἀργότερα
μιὰ ἐλάχιστη θεσούλα στὸ παλάτι σου.

Ὦ βόλεμα, ὦ βόλεμα!

Ποιὸς θὰ τραγουδήσει ἐπάξια τὰ κάλλη σου;

Ἀλλὰ δὲν ἔχεις πρόσωπο·
γιατὶ εἶσαι ὁ θάνατος
κι ἐμεῖς οἱ ἐραστές σου.​

Βασίλειος Κόλλιας
 
[...]

Τώρα κάθομαι στο σκαμνί μου Τι έκανες
Τι έκανες τώρα κάθομαι στο σκαμνί μου δεν τρέμω
Ακούς; σιωπή Εγώ βλέπω σιωπή Σε
παρακολουθώ συνεχώς σιωπή με παρακολουθείς;
Μα δεν μιλάει Να φάε κι αυτό κι αυτό κι αυτό Δεν μιλάει δεν
μιλάει Να φάε κι άλλη μιά κι άλλη μιά Εγώ μπορώ να σε κάνω
να μιλήσεις όχι με το άγριο με το καλό

Το ραντεβού
ήρθε όχι ακόμα δεν ήρθε όχι ακόμα πότε όχι ακόμα
δεν ήρθε όχι ακόμα ακόμα;ακόμα;ακόμα;

δεν μπορώ να πεθάνω αντιθέτως
εγώ δεν μπορώ να πεθάνω είν´ αλήθεια
έχω πέσει απ´ το μπαλκόνι έχω σπάσει τα κόκαλά μου έχω
αδειάσει τις αρτηρίες μου
έχω βγάλει τα δόντια μου έχω σαπίσει τα σπλάχνα μου έχω φάει το
μυαλό μου έχω φάει το μυαλό μου παχύ όχι θρεπτικό έχω
σκάψει το δέρμα μου έχω κάψει τα μαλλιά μου έχω χύσει τα μάτια
μου

στοπ.

ζω

[...]

Από τη συλλογή: Καλές γυναίκες κακές γυναίκες
Ευαγγελία Ανδριτσάνου
 
Μὴν ἀγγίζετε!

Ἀφῆστε αὐτὸν τὸν ὄμορφο κόσμο νὰ διαιωνίζεται
ἀνακυκλώνοντας τὸ αὔριο μὲς στὶς πηγές του ὅπως
τὸν καιρὸ ποὺ γεννήθηκα ὡς ν᾿ ἀναδύεται,
κάθε πρωί, γιὰ πρώτη φορά, μὲς
ἀπ᾿ τὶς ρόδινες γάζες τῆς γέννας του.
Σβῆστε στὸν ἥλιο τὴν κακὴ φωτιά.
Μὴ μᾶς σκοτώνετε!​

Νικηφόρος Βρεττάκος
 
I am much too alone in this world, yet not alone - Rainer Maria Rilke

I am much too alone in this world, yet not alone
enough
to truly consecrate the hour.
I am much too small in this world, yet not small
enough
to be to you just object and thing,
dark and smart.
I want my free will and want it accompanying
the path which leads to action;
and want during times that beg questions,
where something is up,
to be among those in the know,
or else be alone.

I want to mirror your image to its fullest perfection,
never be blind or too old
to uphold your weighty wavering reflection.
I want to unfold.
Nowhere I wish to stay crooked, bent;
for there I would be dishonest, untrue.
I want my conscience to be
true before you;
want to describe myself like a picture I observed
for a long time, one close up,
like a new word I learned and embraced,
like the everday jug,
like my mother's face,
like a ship that carried me along
through the deadliest storm.
 
10

Μάθαμε τον έρωτα και το θάνατο
Ταξιδεύοντας από τη μιαν όχθη στην άλλη
Πάνω στην πλώρη ενός καραβιού
Μοιράζοντας κόκκινα γαρύφαλλα
Στους ναυαγισμένους
Ανακαλύπτοντας περίσσια θύματα
Που δεν χάνονται
Ακόμα κι όταν κλείσαμε τα μάτια
Μάθαμε τον έρωτα και το θάνατο
Ακολουθώντας ένα ποτάμι όπου σμίγουν
Αίμα και φως
Παίζοντας μια σάλπιγγα
Που συναδέλφωνε όλους τους ανθρώπους
Που έκανε να σωριαστούν οι τοίχοι
Και να γίνουν κίτρινη σκόνη
Μάθαμε τον έρωτα και το θάνατο
Ολομόναχοι σ’ ένα κελλί
Κρυμμένοι άλλοτε σ’ ένα σεντούκι
Κι άλλοτε πάλι στριμωγμένοι
Σε μια λουρίδα ήλιου
Που θα μπορούσε να τη σβήσει
Ακόμα και το χέρι
Ενός αδιάφορου επισκέπτη
Μάθαμε τον έρωτα και το θάνατο
Εκεί όπου σήμερα ηγεμονεύει η σιωπή
Τραγουδώντας εύθυμα τραγούδια
Μαζεύοντας μ’ ένα φτυάρι τα χιόνια
Μικραίνοντας με τη χαρά μας την απόσταση
Που χωρίζει τη γη από τον ουρανό

Τάκης Βαρβιτσιώτης
 
Εγώ δεν είμαι μόνο αυτός που βλέπεις

Εγώ δεν είμαι μόνο αυτός που βλέπεις, αυτός που ξέρεις
δεν είμαι μόνο αυτός που θα’ πρεπε να μάθεις.
Κάθε επιφάνεια της σάρκας μου κάπου τη χρωστάω
αν σ’ αγγίξω με την άκρη του δαχτύλου μου
σ’ αγγίζουν εκατομμύρια άνθρωποι,
αν σου μιλήσει μια λέξη μου
σου μιλάνε εκατομμύρια άνθρωποι -
Θ’ αναγνωρίσεις τ’ άλλα κορμιά που πλάθουν το δικό μου;
Θα βρείς τις πατημασιές μου μες σε μυριάδες χνάρια;
Θα ξεχωρίσεις την κίνησή μου μες τη ροή του πλήθους;
Είμαι κι ότι έχω υπάρξει και πια δεν είμαι -
τα πεθαμένα μου κύτταρα, οι πεθαμένες
πράξεις, οι πεθαμένες σκέψεις
γυρνάν τα βράδια να ξεδιψάσουν στο αίμα μου.
Είμαι ο,τι δεν έχω γίνει ακόμα -
μέσα μου σφυροκοπάει η σκαλωσιά του μέλλοντος.
Είμαι ό,τι πρέπει να γίνω-
γύρω μου οι φίλοι απαιτούν οι εχθροί απαγορεύουν.
Μη με γυρέψεις αλλού
μονάχα εδώ να με γυρέψεις
μόνο σε μένα.

Τίτος Πατρίκιος
 
Κι ὅταν φτάσῃ ἡ ἄνοιξη

Κι ὅταν φτάσῃ ἡ ἄνοιξη
κι ἔρθουν τὰ πουλιὰ
καὶ γυρίσουν τ᾿ ἄνθη,
σὰν ἕναν καιρὸ
θὰ σὲ περιμένω.

Κι ὅταν ἔρθῃ πάλι
καὶ τὸ καλοκαίρι
μὲ τὸ μαϊστράλι,
σὰν ἕναν καιρὸ
θὰ σὲ περιμένω.

Μὰ ὅταν τὸ φθινόπωρο
ξαναφτάσῃ ὑγρὸ
καὶ συννεφιασμένο,
θἄρθω νὰ σὲ βρῶ
δὲ θὰ περιμένω.​


Κωνσταντῖνος Χατζόπουλος (1868-1920)
 
Πάλι ὁ οὐρανός...

Πάλι ὁ οὐρανὸς ἀνοίγει ἐδῶ τὴν πύλη.

Πάλι σηκώνει τὴ σημαία
Ἐμεῖς μπαίνουμε χωρὶς φόβο
Τὰ μάτια τὰ πουλιὰ μαζί μας μπαίνουν
Ἀστράφτει ἡ πολιτεία ἀστράφτει ὁ νοῦς μας
Ἡ φαντασία τοὺς κήπους πλημμυράει
Εἶναι παιδιὰ ποὺ στέκονται στὶς βρύσες
Κορυδαλλοὶ στοὺς ὄρθρους ἀκουμπᾶνε
Στὶς λεμονιὲς ἄγγελοι χορτάτοι
Εἶναι ἀηδόνια ποὺ παντοῦ ξυπνᾶνε
Φλογέρες παίζουν ἔντομα βουίζουν
Εἶναι τραγούδια ἡ στάχτη τῶν νεκρῶν
Καὶ οἱ νεκροὶ κάπου ἀναγεννιοῦνται πάλι
Ὁλοῦθε μᾶς μαζεύει ὁ Θεὸς
Ἔχουμε χέρια καθαρὰ καὶ πᾶμε.​

Γιῶργος Σαραντάρης (1908-1941)
 
Σάν σήμερα γεννήθηκε ο Διονύσιος Σολωμός..1798 στήν Ζάκυνθο..

Πφφφ...Ασημαντότητες..Τώρα επικρατούν οι ''Βέλτσοι''.

-Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;
-Χαρές και πλούτη κι αν χαθούν, και τα βασίλεια κι όλα, τίποτα δεν είναι σαν στητή, μένει η ψυχή κι ολόρθη.
-Η δύναμή σου πέλαγο κι η θέλησή μου βράχος.
-Νύχτα γεμάτη θάματα, νύχτα σπαρμένη μάγια.
-Πάντ’ ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου.
 
Re: Απάντηση: Ποίηση....γιατί όχι;

Σάν σήμερα γεννήθηκε ο Διονύσιος Σολωμός..1798 στήν Ζάκυνθο..

Πφφφ...Ασημαντότητες..Τώρα επικρατούν οι ''Βέλτσοι''.

-Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;
-Χαρές και πλούτη κι αν χαθούν, και τα βασίλεια κι όλα, τίποτα δεν είναι σαν στητή, μένει η ψυχή κι ολόρθη.
-Η δύναμή σου πέλαγο κι η θέλησή μου βράχος.
-Νύχτα γεμάτη θάματα, νύχτα σπαρμένη μάγια.
-Πάντ’ ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα τα μάτια της ψυχής μου.

«Κλείσε στην ψυχή σου την Ελλάδα και θα νιώσεις μέσα σου κάθε είδους μεγαλείο»

Σολωμός Διονύσιος


Υ.Γ Εθνικισμοί.....πφφ....Μπράβο Σπύρε για την υπενθύμιση...:a0210:
 
[FONT=&quot]Γιάννης Ρίτσος - Ἐπιτάφιος (ἀποσπάσματα)[/FONT]


[FONT=&quot]Γιέ μου, σπλάχνο τῶν σπλάχνων μου, καρδούλα τῆς καρδιᾶς μου,
πουλάκι τῆς φτωχιᾶς αὐλῆς, ἀνθὲ τῆς ἐρημιᾶς μου,[/FONT]
[FONT=&quot]πῶς κλείσαν τὰ ματάκια σου καὶ δὲ θωρεῖς ποὺ κλαίω
καὶ δὲ σαλεύεις, δὲ γρικᾷς τὰ ποὺ πικρὰ σοῦ λέω;[/FONT]
[FONT=&quot]Γιόκα μου, ἐσὺ ποὺ γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
Ποὺ μάντευες τί πέρναγα κάτου ἀπ᾿ τὸ τσίνορό μου,[/FONT]
[FONT=&quot]τώρα δὲ μὲ παρηγορᾶς καὶ δὲ μοῦ βγάζεις ἄχνα
καὶ δὲ μαντεύεις τὶς πληγὲς ποὺ τρῶνε μου τὰ σπλάχνα;[/FONT]

[FONT=&quot]Πουλί μου, ἐσὺ ποὺ μοῦ ῾φερνες νεράκι στὴν παλάμη
πῶς δὲ θωρεῖς ποὺ δέρνουμαι καὶ τρέμω σὰν καλάμι;[/FONT]

[FONT=&quot]Φιλῶ τὸ παγωμένο σου χειλάκι ποὺ σωπαίνει
κι εἶναι σὰ νὰ μοῦ θύμωσε καὶ σφαλιγμένο μένει.[/FONT]
[FONT=&quot]Δὲ μοῦ μιλεῖς κι ἡ δόλια ἐγὼ τὸν κόρφο δές, ἀνοίγω
καὶ στὰ βυζιὰ ποὺ βύζαξες τὰ νύχια, γιέ μου μπήγω.[/FONT]
[FONT=&quot]
II[/FONT]​
[FONT=&quot]Μὲ τὰ ματάκια σου ἔβλεπα τῆς ζωῆς κάθε λουλούδι,
μὲ τὰ χειλάκια σου ἔλεγα τ᾿ αὐγερινὸ τραγούδι.[/FONT]
[FONT=&quot]Μὲ τὰ χεράκια σου τὰ δυό, τὰ χιλιοχαϊδεμένα,
ὅλη τη γῆς ἀγκάλιαζα κι ὅλ᾿ εἴτανε γιὰ μένα.[/FONT]

...
[FONT=&quot]
III

[/FONT]​
[FONT=&quot]Μαλλιὰ σγουρὰ ποὺ πάνω τους τὰ δάχτυλα περνοῦσα
τὶς νύχτες ποὺ κοιμόσουνα καὶ πλάϊ σου ξαγρυπνοῦσα,[/FONT]
[FONT=&quot]Φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο καὶ κοντυλογραμμένο,
καμάρα ποὺ τὸ βλέμμα μου κούρνιαζε ἀναπαμένο,[/FONT]
[FONT=&quot]Μάτια γλαρὰ ποὺ μέσα τους ἀντίφεγγαν τὰ μάκρη
πρωινοῦ οὐρανοῦ, καὶ πάσκιζα μὴν τὰ θαμπώσει δάκρυ,[/FONT]
[FONT=&quot]
[/FONT][FONT=&quot]Χείλι μου μοσκομύριστο ποὺ ὡς λάλαγες ἀνθίζαν
λιθάρια καὶ ξερόδεντρα κι ἀηδόνια φτερουγίζαν,[/FONT]
[FONT=&quot]Στήθεια πλατιὰ σὰν τὰ στρωτὰ φτερούγια τῆς τρυγόνας
ποὺ πάνωθέ τους κόπαζε κ᾿ ἡ πίκρα μου κι ὁ ἀγώνας,[/FONT]
[FONT=&quot]
[/FONT][FONT=&quot]Μπούτια γερὰ σὰν πέρδικες κλειστὲς στὰ παντελόνια
ποὺ οἱ κόρες τὰ καμάρωναν τὸ δείλι ἀπ᾿ τὰ μπαλκόνια,[/FONT]
[FONT=&quot]Καὶ γώ, μὴ μοῦ βασκάνουνε, λεβέντη μου, τέτοιο ἄντρα,
σοῦ κρέμαγα τὸ φυλαχτὸ μὲ τὴ γαλάζια χάντρα,[/FONT]
[FONT=&quot]
[/FONT][FONT=&quot]Μυριόρριζο, μυριόφυλλο κ᾿ εὐωδιαστό μου δάσο,
πῶς νὰ πιστέψω ἡ ἄμοιρη πῶς μπόραε νὰ σὲ χάσω;[/FONT]
[FONT=&quot]
ΙV

[/FONT]​
[FONT=&quot]Γιέ μου, ποιὰ Μοῖρα στὄγραφε καὶ ποιὰ μοῦ τὄχε γράψει
τέτοιον καημό, τέτοια φωτιὰ στὰ στήθεια μου ν᾿ ἀνάψει;[/FONT]
[FONT=&quot]Πουρνὸ - πουρνὸ μοῦ ξύπνησες, μοῦ πλύθηκες, μοῦ ἐλούστης
πριχοῦ σημάνει τὴν αὐγὴ μακριὰ ὁ καμπανοκρούστης.[/FONT]
[FONT=&quot]
[/FONT]
[FONT=&quot]Κοίταες μὴν ἔφεξε συχνὰ - πυκνὰ ἀπ᾿ τὸ παραθύρι
καὶ βιαζόσουν σὰ νἄτανε νὰ πᾶς σὲ πανηγύρι.[/FONT]
[FONT=&quot]Εἶχες τὰ μάτια σκοτεινά, σφιγμένο τὸ σαγόνι
κι εἴσουν στὴν τόλμη σου γλυκός, ταῦρος μαζὶ κι ἀηδόνι.[/FONT]
[FONT=&quot]Καὶ γὼ ἡ φτωχειὰ κ᾿ ἡ ἀνέμελη καὶ γὼ ἡ τρελλὴ κ᾿ ἡ σκύλα,
σοὔψηνα τὸ φασκόμηλο κι ἀχνὴ ἡ ματιά μου ἐφίλα[/FONT]

[FONT=&quot]Μιὰ - μιὰ τὶς χάρες σου, καλέ, καὶ τὸ λαμπρό σου θωρὶ
κι ἀγαλλόμουν καὶ γέλαγα σὰν τρυφερούλα κόρη.[/FONT]
[FONT=&quot]Κι οὐδὲ κακόβαλα στιγμὴ κι οὐδ᾿ ἔτρεξα ξοπίσω
τὰ στήθεια μου νὰ βάλω μπρὸς τὰ βόλια νὰ κρατήσω.[/FONT]

[FONT=&quot]Κι ἔφτασ᾿ ἀργὰ κι, ὤ, ποὺ ποτὲς μὴν ἔφτανε τέτοια ὥρα
κι, ὦ, κάλλιο νὰ γκρεμίζονταν στὸ καύκαλό μου ἡ χώρα.[/FONT]


[FONT=&quot]V

[/FONT]​
[FONT=&quot]Σήκω, γλυκέ μου, ἀργήσαμε· ψηλώνει ὁ ἥλιος· ἔλα,
καὶ τὸ φαγάκι σου ἔρημο θὰ κρύωσε στὴν πιατέλα.[/FONT]
[FONT=&quot]Ἡ μπλέ σου ἡ μπλοῦζα τῆς δουλειᾶς στὴν πόρτα κρεμασμένη
θὰ καρτεράει τὴ σάρκα σου τὴ μαρμαρογλυμμένη.[/FONT]

[FONT=&quot]Θὰ καρτεράει τὸ κρύο νερὸ τὸ δροσερό σου στόμα,
θὰ καρτεράει τὰ χνῶτα σου τ᾿ ἀσβεστωμένο δῶμα.[/FONT]
[FONT=&quot]Θὰ καρτεράει κ᾿ ἡ γάτα μας στὰ πόδια σου νὰ παίξει
κι ὁ ἥλιος ἀργὸς θὰ καρτερᾷ στὰ μάτια σου νὰ φέξει.[/FONT]
[FONT=&quot]Θὰ καρτεράει κ᾿ ἡ ρούγα μας τ᾿ ἁδρὸ περπάτημά σου
κ᾿ οἱ γρίλιες οἱ μισάνοιχτες τ᾿ ἀηδονολάλημά σου.[/FONT]

[FONT=&quot]Καὶ τὰ συντρόφια σου, καλέ, ποὺ τὶς βραδιὲς ἐρχόνταν
καὶ λέαν καὶ λέαν κι ἀπ᾿ τὰ ἴδια τοὺς τὰ λόγια ἐφλογιζόνταν[/FONT]
[FONT=&quot]Καὶ μπάζανε στὸ σπίτι μας τὸ φῶς, τὴν πλάση ἀκέρια,
παιδί μου, θὰ σὲ καρτερᾶν νὰ κάνετε νυχτέρια.[/FONT]
[FONT=&quot]Καὶ γὼ θὰ καρτεράω σκυφτὴ βραδὶ καὶ μεσημέρι
νἀρθεῖ ὁ καλός μου, ὁ θάνατος, κοντά σου νὰ μὲ φέρει.[/FONT]
[FONT=&quot]...[/FONT]​
[FONT=&quot]ΙΧ

[/FONT]​
[FONT=&quot]Ὦ Παναγιά μου, ἂν εἴσουνα, καθὼς ἐγώ, μητέρα,
βοήθεια στὸ γιό μου θἄστελνες τὸν Ἄγγελο ἀπὸ πέρα.[/FONT]

[FONT=&quot]Κι, ἄχ, Θέ μου, Θέ μου, ἂν εἴσουν Θεὸς κι ἂν εἴμασταν παιδιά σου
θὰ πόναγες καθὼς ἐγώ, τὰ δόλια πλάσματά σου.[/FONT]

[FONT=&quot]Κι ἂν εἴσουν δίκειος, δίκαια θὰ μοίραζες τὴν πλάση,
κάθε πουλί, κάθε παιδὶ νὰ φάει καὶ νὰ χορτάσει.[/FONT]

[FONT=&quot]Γιέ μου, καλὰ μοῦ τἄλεγε τὸ γνωστικό σου ἀχεῖλι
κάθε φορὰ ποὺ ὁρμήνευε, κάθε φορὰ ποὺ ἐμίλει:[/FONT]
[FONT=&quot]Ἐμεῖς ταγίζουμε ζωὴ στὸ χέρι: περιστέρι,
κ᾿ ἐμεῖς οὔτ᾿ ἕνα ψίχουλο δὲν ἔχουμε στὸ χέρι.[/FONT]
[FONT=&quot]Ἐμεῖς κρατᾶμε ὅλη τὴ γῆς μὲς στ᾿ ἀργασμένα μπράτσα
καὶ σκιάχτρα στέκουνται οἱ Θεοὶ κι ἀφέντη ἔχουνε φάτσα.[/FONT]
[FONT=&quot]
[/FONT][FONT=&quot]Ἄχ, γιέ μου, πιὰ δὲ μοὔμεινε καμιὰ χαρὰ καὶ πίστη,
καὶ τὸ χλωμὸ καὶ τὸ στερνὸ καντήλι μας ἐσβήστη.[/FONT]
[FONT=&quot]Καί, τώρα, ἐπὰ σὲ ποιὰ φωτιὰ τὰ χέρια μου θ᾿ ἀνοίγω,
τὰ παγωμένα χέρια μου νὰν τὰ ζεστάνω λίγο;[/FONT]

αφιερωμένο, στην αγαπημένη μου Σοφούλα.