Ποίηση....γιατί όχι;

Κατοχή

Ἀλήθεια, δάση καὶ βουνὰ
ὑπάρχουνε στὸν κόσμο ἀκόμη;
Ὑπάρχουν οἱ μεγάλοι δρόμοι
ποὺ πᾶν σὲ μέρη ἀλαργινά;

Ἀνθίζουν πάντοτε οἱ βραγιές*;
Στοὺς κάμπους εἶναι φῶς κι εἰρήνη;
Κι ἔμεινε λίγη καλοσύνη
μὲς τὶς ἀνθρώπινες καρδιές;

Ἀπίστευτα μᾶς φαίνονται ὅλα
σ᾿ ἐμᾶς ποὺ ζοῦμε τώρα χρόνια
σὰν σ᾿ ὀρεινά φτωχὰ καλύβια
ποὺ τ᾿ ἀποκλείσανε τὰ χιόνια...

Θὲ νἄρθει τάχα μιὰν ἡμέρα
σὰν ἀπὸ τόπους μακρινοὺς
ἡ Ἄνοιξη ποὺ λαχταρᾶμε;
Καὶ θὰ μᾶς εὕρει ζωντανούς;​

Κώστας Οὐράνης

*πρασιές
 
Η ΕΠΙΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΚΑΝΕΝΑ
La visita de nadie – από τη συλλογή Adverbios de lugar


Σήμερα ήρθε και μ’ επισκέφτηκε ο Κανένας
μ’ ένα μπουκέτο θάλασσα στο ένα χέρι
και στο άλλο τη ζωή μου την αληθινή,
αυτήν που δεν ζω, έξω από τα ποιήματά μου,
και οι δρόμοι του κόσμου κλαίνε για μένα.

Σήμερα ήρθε ο Κανένας και μου εξιστόρησε
πως ο κόσμος δεν είναι αληθινός,
πως είναι καμωμένος απ’ τις αιχμές φαρμακωμένου αέρα,
από αγκάθια προς πώληση και από καθρέφτες
όπου όσοι κοιτάζονται μέσα τους πεθαίνουν.

«Μη χτυπάς πόρτες -μου είπε χαμογελώντας-
μην λησμονείς ό,τι αγαπάς. Κανείς
απ’ όσους σε περιβάλλουν δεν ενδιαφέρεται
για το ποιος είσαι εσύ, τι θέλεις, παρά για βρει
σε σένα τις αφορμές για να μην εισχωρήσει
στη θαμπή γκρίζα ομίχλη του δικού του καθρέφτη
».

Σήμερα ήρθε ο Κανένας με τα μάτια να φλέγονται
σαν ένα δάσος ή σαν το χθες, κι εγώ έτεινα ους ευήκοον.

Το ο σώζων εαυτόν σωθήτω όμοιο με πάχνη
νότισε τα απλωμένα σεντόνια,
τα τρεμάμενα χέρια
των λιγοστών και φτωχών υποτελών του έρωτα.

Χιλιάδες σάπια ρόδα και μαραμένα θαύματα
καλύπτουν τους δρόμους, αναδίνουν την οσμή του ανέφικτου.
Και είναι η αυγή που δεν ξέρει τι να κάνει.

Και είναι ο έρωτας σαν ένας κήπος από καπνό
όπου τα ρόδα γεννιούνται νεκρά από ασφυξία.

Και είναι ό έρωτας σαν ένα παιδί ομίχλης
που πεθαίνει στην αγκαλιά μου
σαν το μύθο στον οποίο κανένας πια δεν πιστεύει.

Κανένας δεν έφυγε κι έμεινα μόνος
με το μπουκέτο μου από θάλασσα, υγραμένα ρόδα,
και οι δρόμοι του κόσμου κλαίνε για μένα,
και οι δρόμοι του κόσμου
κλαίνε σαν καράβια για μένα​

Juan Vicente Piqueras

Μετάφραση: Μεταφραστικό του ABANIC
 
Last edited:
Φοβᾶμαι...

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἑφτὰ χρόνια ἔκαναν πὼς δὲν εἶχαν πάρει χαμπάρι
καὶ μία ὡραία πρωία μεσοῦντος κάποιου Ἰουλίου
βγῆκαν στὶς πλατεῖες μὲ σημαιάκια κραυγάζοντας «δῶστε τὴ χούντα στὸ λαό».

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μὲ καταλερωμένη τὴ φωλιὰ
πασχίζουν τώρα νὰ βροῦν λεκέδες στὴ δική σου.

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ σοῦ κλείναν τὴν πόρτα
μὴν τυχὸν καὶ τοὺς δώσεις κουπόνια καὶ τώρα
τοὺς βλέπεις στὸ Πολυτεχνεῖο νὰ καταθέτουν γαρίφαλα καὶ νὰ δακρύζουν.

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ γέμιζαν τὶς ταβέρνες
καὶ τὰ σπάζαν στὰ μπουζούκια κάθε βράδυ καὶ τώρα τὰ ξανασπάζουν
ὅταν τοὺς πιάνει τὸ μεράκι τῆς Φαραντούρη καὶ ἔχουν καὶ «ἀπόψεις».

Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἄλλαζαν πεζοδρόμιο ὅταν σὲ συναντοῦσαν
καὶ τώρα σὲ λοιδοροῦν γιατὶ, λέει, δὲν βαδίζεις ἴσιο δρόμο.

Φοβᾶμαι, φοβᾶμαι πολλοὺς ἀνθρώπους.

Φέτος φοβήθηκα ἀκόμη περισσότερο.​


Μανόλης Ἀναγνωστάκης (Νοέμβρης 1983)
 
Martin Luther King - I have a dream

I have a dream that one day
every valley shall be exalted,
every hill and mountain
should be made low,
the rough places will be made plain,
and the crooked places
will be straight,
and the glory of the Lord
shall be revealed
and all flesh shall see it together.

This is our hope.
With this faith,
we will be able to hew out
of the mountain of despair
a stone of hope.

With this faith,
we will be able to transform
the jangling discords of our nation
into a beautiful symphony
of brotherhood.

With this faith,
we will be able to work together,
to pray together,
to struggle together,
to go to jail together,
knowing that we will be free one day.​
 
The Clock - Charles Baudelaire


Impassive clock! Terrifying, sinister god,
Whose finger threatens us and says: "Remember!
The quivering Sorrows will soon be shot
Into your fearful heart, as into a target;


Nebulous pleasure will flee toward the horizon
Like an actress who disappears into the wings;
Every instant devours a piece of the pleasure
Granted to every man for his entire season.


Three thousand six hundred times an hour, Second
Whispers: Remember! — Immediately
With his insect voice, Now says: I am the Past
And I have sucked out your life with my filthy trunk!


Remember! Souviens-toi, spendthrift! Esto memor!
(My metal throat can speak all languages.)
Minutes, blithesome mortal, are bits of ore
That you must not release without extracting the gold!


Remember, Time is a greedy player
Who wins without cheating, every round! It's the law.
The daylight wanes; the night deepens; remember!
The abyss thirsts always; the water-clock runs low.


Soon will sound the hour when divine Chance,
When august Virtue, your still virgin wife,
When even Repentance (the very last of inns!),
When all will say: Die, old coward! it is too late!"


William Aggeler, The Flowers of Evil (Fresno, CA: Academy Library Guild, 1954)
 
Ἐρωτικὸ κάλεσμα

Ἔλα κοντά μου, δὲν εἶμαι ἡ φωτιά.
Τὶς φωτιὲς τὶς σβήνουν τὰ ποτάμια.
Τὶς πνίγουν οἱ νεροποντές.
Τὶς κυνηγοῦν οἱ βοριάδες.
Δὲν εἶμαι, δὲν εἶμαι ἡ φωτιά.

Ἔλα κοντά μου δὲν εἶμαι ἄνεμος.
Τοὺς ἄνεμους τοὺς κόβουν τὰ βουνά.
Τοὺς βουβαίνουν τὰ λιοπύρια.
Τοὺς σαρώνουν οἱ κατακλυσμοί.
Δὲν εἶμαι, δὲν εἶμαι ὁ ἄνεμος.

Ἐγὼ δὲν εἶμαι παρὰ ἕνας στρατολάτης
ἕνας ἀποσταμένος περπατητὴς
ποὺ ἀκούμπησε στὴ ρίζα μιᾶς ἐλιᾶς
ν᾿ ἀκούσει τὸ τραγούδι τῶν γρύλων.
Κι ἂν θέλεις, ἔλα νὰ τ᾿ ἀκούσουμε μαζί.​

Μενέλαος Λουντέμης (1906 - 1977)
 
This Curse
By Henry James

He sits in his room
Startled by what he sees
Not knowing what to think
Not knowing what to believe

The trembling he feels
Strickins pain inside
He can't run from his fears
He has no where to hide'

What is this curse
that has fallen on me
''What did I learn'
What did I see

He knows so little
He suffers so much
He hears every whisper
He feels every touch

Finally he gives in
To whatever he's done
The game still continues
But no one has fun
 
Η ΛΑΜΨΗ

– Πετᾶς; τὸν ρώτησε αὐτὸς ποὺ κρατοῦσε τὸ μαχαίρι.
Ὁ ἄλλος σιγὰ σιγὰ δὲν πάταγε πιὰ τὸ χῶμα, σιγὰ σιγὰ
εἶχε σηκωθεῖ κάπου μισὸ μέτρο πάνω ἀπὸ τὴ γῆ.
– Ὅμως - εἶπε ὁ πρῶτος:
Ἐγὼ μπορῶ κι ἔτσι ποὺ ἀνεβαίνεις νὰ σ᾿ τὸ
καρφώσω τὸ μαχαίρι.
Καὶ τότε μὲ μιὰ λάμψη ὁ ἄλλος καὶ μ᾿ ἕνα
σφύριγμα ἐκκωφαντικὸ σὰ σφαίρα πυροβόλου
χάθηκε, ἐξαφανίστηκε μέσα στὸ διάστημα.

Ἔκπληκτος κοίταζε ὁ ἀπομείνας
τὸ ἄχρηστο πιὰ χέρι του.​

Μίλτος Σαχτούρης
 
Στοὺς δεκαπέντε συντρόφους

Δὲ χύνουν δάκρυ
μάτια ποὺ συνηθίσαν νὰ βλέπουνε φωτιὲς
δὲ σκύβουν τὸ κεφάλι οἱ μαχητὲς
κρατᾶν ψηλὰ τ᾿ ἀστέρι
μὲ περηφάνεια
δὲν ἔχουμε καιρὸ νὰ κλαῖμε τοὺς συντρόφους
τὸ τρομερό σας ὅμως κάλεσμα
μὲς στὴ ψυχή μας
κι οἱ δεκαπέντε σας καρδιὲς
θὲ νὰ χτυπᾶνε
μαζί μας
τὸ σιγανό σας βόγγισμα
σὰν προσκλητήρι
χτυπᾶ στ᾿ ἀφτιά μας
σὰν τὸν ἀντίλαλο βροντῆς.

Στάχτη θὰ γίνεις κόσμε γερασμένε
σοῦ ῾ναι γραφτὸς ὁ δρόμος
τῆς συντριβῆς
καὶ δὲ μπορεῖς νὰ μᾶς λυγίσεις
σκοτώνοντας τ᾿ ἀδέρφια μας τῆς μάχης
καὶ νὰ τὸ ξέρεις
θὰ βγοῦμε νικητὲς
κι ἂς εἶναι βαριές μας
οἱ θυσίες.
Μαύρη ἐσὺ θάλασσα γαλήνεψε
τὰ κύματά σου
καὶ θά ῾ρθει ἡ μέρα ἡ ποθητὴ
ἡ μέρα της ειρήνης
τῆς λευτεριᾶς σου
ὦ ναὶ θά ῾ρθει
ἡ μέρα ποὺ θ᾿ ἁρπάξουμε τὶς λόγχες
ποὺ μὲς στὸ αἷμα τὸ δικό μας
ἔχουνε βαφτεῖ.​

Nâzim Hikmet (1902-1963)
 
Εικόνα για δυο - Πάνος Θασίτης


Εσύ χάνεσαι όλη μέρα, στο βόμβο που έχουνε χιλιάδες κινητήρες,
στα κυκλικά παραπετάσματα της σκόνης.
Βουλιάζεις πίσω από σειρές μεγάλα σπίτια,
στοές, μεγάλοι δρόμοι που σʼ απορροφούν.
“Σταθμός - Χαριλάου” η γραμμή που παίρνεις,
για τη φανταστική δουλειά και το φανταστικό σου σπίτι,
απεγνωσμένα.

Το σωστό πρόγραμμα απʼ έξω, μια προσωπίδα για τους άλλους.
Για σένα, πιο βαθιά η σφαγή.

Τʼ άσπρο νερό ξαφνικά πορφυρό.
Η παγωνιά φυτρωμένη στα σπλάχνα,
μαύρα μεγάλα χάσματα στο δρόμο, χαμένα όλα τα σημάδια
κι από ψηλά, ο μακρινός βόμβος της καταστροφής.
Σιγή τυλίγει στο γυαλί, το κάθε τι που βλέπεις,
χέρια και πόδια και πρόσωπα απομένουν στον αέρα,
σαν την εικόνα στην οθόνη, τη στιγμή που κόβεται η ταινία.

Στο νου πυκνή βροχή σε λιώνει.
 
Νίκος Καζαντζάκης - Ασκητική (απόσπασμα)


«Ποῦ πᾶμε; Μὴ ρωτᾷς. Ἀνέβαινε, κατέβαινε. Δὲν ὑπάρχει ἀρχή, δὲν ὑπάρχει τέλος. Ὑπάρχει ἡ τωρινὴ τούτη στιγμή, γιομάτη πίκρα, γιομάτη γλύκα καὶ τὴ χαίρουμαι ὅλη. Καλὴ εἶναι ἡ ζωή, καλὸς ὁ θάνατος, ἡ Γῆς στρογγυλὴ καὶ στέρεη σὰ στῆθος γυναίκας στὶς πολυκάτεχες παλάμες μου. Δίνουμαι σὲ ὅλα. Ἀγαπῶ, πονῶ, ἀγωνίζομαι. Ὁ κόσμος μου φαντάζει πλατύτερος ἀπὸ τὸ νοῦ, ἡ καρδιά μου ἕνα μεγάλο μυστήριο, σκοτεινὸ καὶ παντοδύναμο»
 
Κικὴ Δημουλά, Γραμματεῖς καὶ πρεσβύτεροι αἰῶνες

«Ἰδοὺ ἡ μικροτάτη Παρασκευὴ πάλι
σὲ βαφὴ Μεγάλης βουτηγμένη.
Μέτωπο αἱμάτινο σοῦ πλέκουν τ' ἀκανθώδη
ἔθιμα
καὶ ἐπὶ τὸν ἱματισμόν σου ἔβαλαν κλῆρο
ἡ νηστεία, ὁ Μπὰχ, τὰ βαρελότα καὶ ἡ μέθοδος
νὰ φτάνει μὲ καρφιὰ στὰ ἄκρα του ὁ πόνος.
Τί κι ἂν ἐσχίσθη τὸ καταπέτασμα τῶν χαμομηλιῶν
τί κι ἂν χρωμάτων στρατιαὶ ἐξεπλήττοντο
σταύρωσον σταύρωσον ἀλαλάζουν
τὰ κρεοπωλεῖα, οἱ ψησταριὲς κι οἱ φοῦρνοι.
Δὲ μ' ἄκουσες.
Ἄφησες ἀνύμφευτη τὴν κόμη τῆς Μαγδαληνῆς
καὶ σπατάλησες τὸ σπάνιο Νυμφίο ἄρωμά σου
γιὰ νὰ κάνεις τέστ ἀληθείας στὴν ἀγάπη, στὸν πλησίον.
Σοῦ φώναζα νὰ τοὺς ἀφήσεις ὅπως εἶναι
ὅπως τοὺς παραλάβαμε ἀπὸ τὴν ὑπαρξιακὴ παράδοση
ὅπως περιγράφτηκαν ἀπὸ στόμα σὲ στόμα
ἀπὸ πικρὸ ποτήριον σὲ πικρότερο. Δὲ γλίτωσε,
σταυρώθηκε ὅποιος διανοήθηκε νὰ τοὺς ἐπαληθεύσει.
Προσκυνῶ τὸ οἰκεῖον προσφιλές μου σφάλμα σου.
Ἐν συντριβῇ περιστρέφω τὴ σούβλα
ἀδημονώντας σε ἀμνέ μας».
 
There’s flowers for you;
Hot lavender, mints, savory, marjoram;
The marigold, that goes to bed wi’ the sun,
And with him rises weeping; thes are flower
Of middle summer, and I thek they are given To men of middle age


William Shakespeare - The winter's Tale
 
The Clod & the Pebble

''Love seeketh not Itself to please,
Nor for itself hath any care,
But for another gives its ease,
And builds a Heaven in Hell's despair.''

So sung a little Clod of Clay
Trodden with the cattle's feet,
But a Pebble of the brook
Warbled out these metres meet:

Love seeketh only Self to please,
to bind another to Its delight,
Joys in another's loss of ease,
And builds a Hell in Heaven's despite.

W. Blake
Songs of Experience 1794
 
ΕΠΩΔΥΝΗ ΑΝΑΚΑΛΥΨΗ - ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ

Ό,τι λες στην πένα το γράφει.
Σκέπτεσαι θυμάσαι νομίζεις αγαπάς υπαγορεύεις.

Μερικά τα αποσιωπάς
Όχι πως είσαι υποκριτής αλλά
λιγάκι σαν να ντρέπεσαι που είναι τόσα λίγα
και σα να κομματιάζεσαι τόσα πολλά που είναι.

Με αφοσίωση σε ακούνε οι λέξεις
σε αντιγράφουν και η πένα διψασμένη
ρουφάει όσο μελάνι αφήνουν πίσω τους
- σαν τις σουπιές -
τα συνταρακτικά θολώνει η σύλληψή τους.

Όπως σου υπαγόρευσε η μοίρα να τα ζήσεις
γραμμένα σε δικό της απορροφητικό χαρτί
έτσι ακριβώς κι εσύ τα υπαγορεύεις
στην άγνωστη ποιότητα του μέσου που διαθέτεις.

Καμιά φορά όταν η πένα μπάζει κρύο
γιατί οι προφυλάξεις έχουν πετσικάρει
απ’ των δεινών την παλαιότητα
λίγο παραμορφώνεις την εικόνα –
αίσθημα που δριμύ χειμώνα δρέπει
το στρέφεις να μαζεύει χαμομήλια
και κάπως έτσι γλυκαίνει του κειμένου ο καιρός.

Όλα ετούτα κι άλλα μαζί
τα παίρνει φεύγοντας ο χρόνος
σαν να ’τανε δικά του.
Κάποια στιγμή του τα ζητάς τ’ ανοίγεις
θέλεις να δεις εάν θυμάται το χαρτί όσα
του υπαγόρευσες γιατί ακόμα
και της άψυχης εγγύησης η μνήμη
με τον καιρό κι αυτή αδυνατίζει.

Ταράζεσαι χλομιάζεις βλέπεις
να ’χουν γραφτεί πράγματα που δεν είπες
τον εαυτό σου αγνώριστο
κι οι πράξεις του θρασύδειλες
να ενοχοποιούν άλλων την προδοσία
ενώ η δική σου σε ανύψωση
να θριαμβεύει ως θύμα

κι άλλα κι άλλα τερατώδη, επονείδιστα
που και νεκρός να είσαι
ντρέπεσαι να τα πεις
με το γυμνό όνομά τους.

Φρίττεις κι ερμηνεύεις
πως όλα είναι βγαλμένα
τάχα απ´ της γραφής το άρρωστο μυαλό.

Σε λιγοστεύει σε ταπεινώνει να παραδεχτείς
πως όλ’ αυτά τα ανίδεα που γράφουμε
γνωρίζουνε για μας περισσότερα
και πιο αβυσσαλέα
απ’ όσα μισοξερουν όσα ζήσαμε
 
Ενα γαμήλιο τραγουδάκι από τις εποχές που ο τραγουδιάρης του δεν είχε αρχίσει να γλύφει το θρόνο...
Τίποτα σπουδαίο αλλά φέρνει ένα χαμόγελο και αναμνήσεις.

God save the queen
The fascist regime
They made you a moron
Potential H-bomb

God save the queen
She ain't no human being
There is no future
In England's dreaming

Don't be told what you want
Don't be told what you need
There's no future, no future,
No future for you

God save the queen
We mean it man
We love our queen
God saves

God save the queen
'Cause tourists are money
And our figurehead
Is not what she seems

Oh God save history
God save your mad parade
Oh Lord God have mercy
All crimes are paid

When there's no future
How can there be sin
We're the flowers in the dustbin
We're the poison in your human machine
We're the future, your future

God save the queen
We mean it man
We love our queen
God saves

God save the queen
We mean it man
And there is no future
In England's dreaming

No future, no future,
No future for you
No future, no future,
No future for me

No future, no future,
No future for you
No future, no future
For you
 
Ὁ Δοῦλος

Ὁ Δοῦλος ποὺ δραπέτευσε
ἔλεγε προσευχὲς στοὺς φιλήσυχους πολίτες
γονατίζοντας σὲ λιγδωμένα προσκέφαλα.
Ἐγὼ δὲν ἤλπιζα πὼς μπορεῖ νὰ σωθεῖ.
Οἱ χωροφύλακες ἔχουν γερὴ ὅραση -
δὲ διαλύονται μὲ αὐταπάτες καὶ ψυχοσάββατα.
Τώρα αὐτὸς ποὺ ἐπέμενε νὰ ρωτάει
φαίνεται θἆταν ἀποφασισμένος γιὰ θάνατο
ἢ θἆταν κατάσκοπος ποὺ δὲ φοβᾶται.

Ἐγὼ πάντως
ἐξακολουθῶ νὰ βλέπω τὸν ἐπερχόμενο
μεσαίωνα
μὲ φάλαγγες πιστῶν
μὲ ἀργυρᾶ δισκοπότηρα ἀφρίζοντα αἷμα
μὲ σημαιοστολισμοὺς καὶ παρελάσεις
μὲ ραβδούχους καλοθρεμμένους καλόγερους
εἰκόνες ἀπὸ παλιὲς ἐκστρατεῖες
καὶ τυφεκισμοὺς
ἥρωες μὲ αὐστηρὰ βλέμματα
Ἁμὲς δὲ γ᾿ ἐσόμεθα
πληρωμένη ἐκπαίδευση
θεὸς ἀγέρας τὰ στοιχεῖα τῆς φύσεως
κλειδωμένα στὴν ἐποχὴ σὲ χάλκινα θησαυροφυλάκια.

Ἂν ἄξαφνα σᾶς γεννηθεῖ τὸ ἐρώτημα
πὼς τὰ κατάφερε αὐτὸς ὁ θνητὸς
μέσα σ᾿ αὐτὸ τὸ βαρύγδουπο διαπασῶν τῶν ὕμνων
νὰ δραπετεύσει μὲ ἀληθινὸ λαμπερὸν ἥλιο
μὲ ἀληθινὲς ἐξαρτήσεις τοῦ βίου -
ἂν δὲ μπορεῖτε νὰ καταλάβετε
τί τὸν ὁδήγησε σ᾿ αὐτὸ τὸ τελευταῖο διάβημα
ποὺ βρῆκε τὴν ἔξοδο ἀφοῦ γύρω ἦταν μπετὸν
ἀφοῦ γύρω τραγουδοῦσε ἡ φοιτήτρια
ἕνα τραγούδι ἱστορικὸ παλιῶν ἡρώων
τότε
δὲ θά ῾χετε δεῖ κάτι κρυφὲς μικρὲς πόρτες
ὅμως ὁλοφάνερες στὰ μάτια τῶν εἰδικῶν
δὲν θἄχετε δεῖ τὸ ραγισμένο τοῖχο
ὅπου βλασταίνουν κάτι φυτὰ
πάνω σ᾿ ἀσβέστη κίτρινο ἀπ᾿ τὴν πολυκαιρία.

Τὸ ζήτημα πιὰ ἔχει τεθεῖ:
Ἢ θὰ ἐξακολουθοῦμε νὰ γονατίζουμε
ὅπως αὐτὸς ὁ δραπέτης
ἢ θὰ σηκώσουμε ἄλλον πύργο ἀτίθασο
ἀπέναντί τους.​

Μιχάλης Κατσαρός