Απο "Τα Νέα" σήμερα:
Η επανάσταση του ΜΡ3 δεν έχει αλλάξει μόνο τον τρόπο με τον οποίο ακούμε μουσική, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο ηχογραφείται και παράγεται ένα άλμπουμ εις βάρος της ποιότητας του ήχου. Τα τελευταία χρόνια, στις νέες κυκλοφορίες η βελόνα της έντασης είναι μονίμως κολλημένη στο κόκκινο για να τραβήξει την προσοχή των ακροατών. Παράλληλα, τα αυτιά εκατομμυρίων μουσικόφιλων σε όλο τον κόσμο συνηθίζουν στον κακό ήχο του ΜΡ3, όπως ακριβώς συνήθισαν τα τελευταία 15 χρόνια να ακούνε τον υποβαθμισμένο ήχο του CD σε σχέση με το αναλογικό βινύλιο.
Συγκρίνοντας την ποιότητα του ήχου ενός ΜΡ3 με ένα CD, ο Ντάνιελ Λεβίτιν, καθηγητής Μουσικής και Νευροεπιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακγκίλ, χρησιμοποιεί ένα εύστοχο παράδειγμα μιλώντας στο περιοδικό «Rolling Stone»: «Είναι σαν να μπαίνεις στο Λούβρο και να μη βλέπεις την αυθεντική Μόνα Λίζα, αλλά μια φωτογραφία της σε πολύ υψηλή ανάλυση».
Τα νούμερα, όμως, δεν επιδέχονται αμφιβολίες. Οι πωλήσεις των CD πέφτουν παγκοσμίως τα τελευταία χρόνια, όχι γιατί ο κόσμος δεν ακούει πια μουσική, αλλά γιατί την κατεβάζει από το Ίντερνετ. Και δεν εννούμε μόνο δωρεάν. Οι πελάτες του ηλεκτρονικού καταστήματος iΤunes της Αpple έχουν αγοράσει κοντά στα 3,5 δισεκατομμύρια τραγούδια σε ψηφιακή μορφή. Την ίδια στιγμή, η εταιρεία έχει πουλήσει περισσότερα από 125 εκατομμύρια iΡod, που παραμένει με διαφορά το δημοφιλέστερο ΜΡ3 player και μπορεί να παίξει τραγούδια κατεβασμένα δωρεάν από το Διαδίκτυο, αγορασμένα από οποιοδήποτε ηλεκτρονικό κατάστημα ή αντεγραμμένα από CD και βινύλιο. Ένα iΡod τελευταίου τύπου μπορεί να χωρέσει μέχρι και 20.000
τραγούδια, ίσα δηλαδή με 2.000 CD, χονδρικά. Λογικό είναι, ο μουσικόφιλος να απλώνει πιο εύκολα το χέρι προς το μικρό θαυματουργό γκάτζετ. Κι εδώ αρχίζουν τα προβλήματα με την ποιότητα. Για τεχνικούς λόγους, όπως είναι η χωρητικότητα του σκληρού δίσκου στους υπολογιστές ή στα μηχανήματα αναπαραγωγής ΜΡ3, ψηφιακό μουσικό αρχείο (ΜΡ3 ή το αντίστοιχό του και ανώτερο σε ποιότητα ΑΑC που χρησιμοποιεί η Αpple) είναι ένα αρχείο συμπιεσμένο, που περιέχει πολύ λιγότερα ηχητικά δεδομένα από ό,τι ένα CD. Το αποτέλε σμα είναι τα περισσότερα ΜΡ3 να ακούγονται «επίπεδα», χωρίς ηχητικό βάθος, χωρίς τον πλούτο της λεπτομέρειας.
«Το ΜΡ3 είναι σήμερα ό,τι ήταν πριν από 25 χρόνια η κασέτα. Ο ήχος του είναι σαφώς υποδεέστερος», εξηγεί στα «ΝΕΑ» ο κ. Νίκος Εσπιαλίδης, μηχανικός ήχου και διευθυντής του Κέντρου Ηχογραφήσεων του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών. «Για να γίνει ένα ΜΡ3, τα συστήματα συμπίεσης προσπαθούν να χωρέσουν πολλές πληροφορίες σε λίγο όγκο, χρησιμοποιώντας μαθηματικούς αλγόριθμους. Όλη η ιστορία, όμως, ξεκινά από μια λανθασμένη παραδοχή: ότι τα συστήματα συμπίεσης που χρησιμοποιούμε είναι αλάθητα. Η αλήθεια είναι πως δεν μπορούν να αναπαράγουν ό,τι πιο σύνθετο, όπως είναι ο ήχος, κι έτσι γίνονται πολλοί συμβιβασμοί στο όνομα της ποσότητας και της ευκολίας».
Και το σχετικό λινκ http://digital.tanea.gr/subscribers/Page.aspx?d=20080224&pn=1
Η επανάσταση του ΜΡ3 δεν έχει αλλάξει μόνο τον τρόπο με τον οποίο ακούμε μουσική, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο ηχογραφείται και παράγεται ένα άλμπουμ εις βάρος της ποιότητας του ήχου. Τα τελευταία χρόνια, στις νέες κυκλοφορίες η βελόνα της έντασης είναι μονίμως κολλημένη στο κόκκινο για να τραβήξει την προσοχή των ακροατών. Παράλληλα, τα αυτιά εκατομμυρίων μουσικόφιλων σε όλο τον κόσμο συνηθίζουν στον κακό ήχο του ΜΡ3, όπως ακριβώς συνήθισαν τα τελευταία 15 χρόνια να ακούνε τον υποβαθμισμένο ήχο του CD σε σχέση με το αναλογικό βινύλιο.
Συγκρίνοντας την ποιότητα του ήχου ενός ΜΡ3 με ένα CD, ο Ντάνιελ Λεβίτιν, καθηγητής Μουσικής και Νευροεπιστήμης στο Πανεπιστήμιο Μακγκίλ, χρησιμοποιεί ένα εύστοχο παράδειγμα μιλώντας στο περιοδικό «Rolling Stone»: «Είναι σαν να μπαίνεις στο Λούβρο και να μη βλέπεις την αυθεντική Μόνα Λίζα, αλλά μια φωτογραφία της σε πολύ υψηλή ανάλυση».
Τα νούμερα, όμως, δεν επιδέχονται αμφιβολίες. Οι πωλήσεις των CD πέφτουν παγκοσμίως τα τελευταία χρόνια, όχι γιατί ο κόσμος δεν ακούει πια μουσική, αλλά γιατί την κατεβάζει από το Ίντερνετ. Και δεν εννούμε μόνο δωρεάν. Οι πελάτες του ηλεκτρονικού καταστήματος iΤunes της Αpple έχουν αγοράσει κοντά στα 3,5 δισεκατομμύρια τραγούδια σε ψηφιακή μορφή. Την ίδια στιγμή, η εταιρεία έχει πουλήσει περισσότερα από 125 εκατομμύρια iΡod, που παραμένει με διαφορά το δημοφιλέστερο ΜΡ3 player και μπορεί να παίξει τραγούδια κατεβασμένα δωρεάν από το Διαδίκτυο, αγορασμένα από οποιοδήποτε ηλεκτρονικό κατάστημα ή αντεγραμμένα από CD και βινύλιο. Ένα iΡod τελευταίου τύπου μπορεί να χωρέσει μέχρι και 20.000
τραγούδια, ίσα δηλαδή με 2.000 CD, χονδρικά. Λογικό είναι, ο μουσικόφιλος να απλώνει πιο εύκολα το χέρι προς το μικρό θαυματουργό γκάτζετ. Κι εδώ αρχίζουν τα προβλήματα με την ποιότητα. Για τεχνικούς λόγους, όπως είναι η χωρητικότητα του σκληρού δίσκου στους υπολογιστές ή στα μηχανήματα αναπαραγωγής ΜΡ3, ψηφιακό μουσικό αρχείο (ΜΡ3 ή το αντίστοιχό του και ανώτερο σε ποιότητα ΑΑC που χρησιμοποιεί η Αpple) είναι ένα αρχείο συμπιεσμένο, που περιέχει πολύ λιγότερα ηχητικά δεδομένα από ό,τι ένα CD. Το αποτέλε σμα είναι τα περισσότερα ΜΡ3 να ακούγονται «επίπεδα», χωρίς ηχητικό βάθος, χωρίς τον πλούτο της λεπτομέρειας.
«Το ΜΡ3 είναι σήμερα ό,τι ήταν πριν από 25 χρόνια η κασέτα. Ο ήχος του είναι σαφώς υποδεέστερος», εξηγεί στα «ΝΕΑ» ο κ. Νίκος Εσπιαλίδης, μηχανικός ήχου και διευθυντής του Κέντρου Ηχογραφήσεων του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών. «Για να γίνει ένα ΜΡ3, τα συστήματα συμπίεσης προσπαθούν να χωρέσουν πολλές πληροφορίες σε λίγο όγκο, χρησιμοποιώντας μαθηματικούς αλγόριθμους. Όλη η ιστορία, όμως, ξεκινά από μια λανθασμένη παραδοχή: ότι τα συστήματα συμπίεσης που χρησιμοποιούμε είναι αλάθητα. Η αλήθεια είναι πως δεν μπορούν να αναπαράγουν ό,τι πιο σύνθετο, όπως είναι ο ήχος, κι έτσι γίνονται πολλοί συμβιβασμοί στο όνομα της ποσότητας και της ευκολίας».
Και το σχετικό λινκ http://digital.tanea.gr/subscribers/Page.aspx?d=20080224&pn=1