Βασική επιδίωξη κάθε ψηφιακού παλμογράφου είναι η όσο δυνατό μεγαλύτερη διάρκεια καταγραφής, με την ταχύτερη δυνατή δειγματοληψία.
Το πρώτο (διάρκεια καταγραφής) είναι απαραίτητο για να έχουμε μια καλή στατιστική του δείγματος σε τυχαίες μεταβολές της συχνότητας ή του πλάτους και χρειάζεται πολύ μνήμη.
Το δεύτερο χρειάζεται γρήγορους ADC.
Όταν η μνήμη είναι λίγη ο παλμογράφος αυτόματα μειώνει την συχνότητα δειγματοληψίας, ώστε να καταγράψει το σήμα για αρκετό χρονικό διάστημα, στην περιορισμένη μνήμη του.
Έτσι μπορούμε να ανιχνεύσουμε τυχόν ανωμαλίες που στατιστικά θα εμφανιστούν, αν κάνουμε καταγραφή για ικανό χρονικό διάστημα.
Από την άλλη η μείωση της δειγματοληψίας μειώνει και την μέγιστη συχνότητα που μπορούμε να απεικονίσουμε.
Αυτός είναι ο μηχανισμός που η λίγη μνήμη περιορίζει τελικά το bandwidth.
Αν χρειάζεστε κάτι περεταίρω σε διευκρίνηση πολύ ευχαρίστως να το συζητήσουμε αν φυσικά το γνωρίζω.
Το πρώτο (διάρκεια καταγραφής) είναι απαραίτητο για να έχουμε μια καλή στατιστική του δείγματος σε τυχαίες μεταβολές της συχνότητας ή του πλάτους και χρειάζεται πολύ μνήμη.
Το δεύτερο χρειάζεται γρήγορους ADC.
Όταν η μνήμη είναι λίγη ο παλμογράφος αυτόματα μειώνει την συχνότητα δειγματοληψίας, ώστε να καταγράψει το σήμα για αρκετό χρονικό διάστημα, στην περιορισμένη μνήμη του.
Έτσι μπορούμε να ανιχνεύσουμε τυχόν ανωμαλίες που στατιστικά θα εμφανιστούν, αν κάνουμε καταγραφή για ικανό χρονικό διάστημα.
Από την άλλη η μείωση της δειγματοληψίας μειώνει και την μέγιστη συχνότητα που μπορούμε να απεικονίσουμε.
Αυτός είναι ο μηχανισμός που η λίγη μνήμη περιορίζει τελικά το bandwidth.
Αν χρειάζεστε κάτι περεταίρω σε διευκρίνηση πολύ ευχαρίστως να το συζητήσουμε αν φυσικά το γνωρίζω.